Βυζαντινή Κύπρος, μέχρι το 1191 Η Κύπρος και η Ιταλία ήταν πολιτικά ενωμένες, θεωρητικά τουλάχιστον, μέχρι το 476 κι ακόμα αργότερα, αν αναλογιστούμε τη συμβολική υποταγή των γότθων βασιλέων Οδοάκρου και Θεοδωρίχου στην (Ανατολική) Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Κατά τη βασιλεία του Ιουστινιανού τον 6ο αιώνα, μετά την ανακατάληψη από τον Στρατηγό Βελισσάριο μεγάλων τμημάτων της Ιταλίας στους μακρούς Γοτθικούς Πολέμους, η Ιταλία περιήλθε και πάλι κάτω από την ίδια πολιτική ομπρέλα όπως και η Κύπρος. Ωστόσο, μετά την αναταραχή που προκάλεσαν ο περσικός πόλεμος και οι αραβικές επιδρομές τον 7ο αιώνα, η Κύπρος εγκαινίασε μια περίεργη περίοδο ως ουδέτερο έδαφος μεταξύ του Βυζαντίου και του Ισλάμ που κράτησε, με σύντομες διακοπές, από το 688 μέχρι το 965. Τότε, και μέχρι την πτώση του Μπάρι το 1071, η Κύπρος και ένα φθίνον κομμάτι της νότιας Ιταλίας μοιράστηκαν ξανά την Κωνσταντινούπολη ως το πολιτικό τους κέντρο. Εκκλησιαστικά πάντως, η Κύπρος έμεινε έξω από τη σφαίρα της Παπικής Ρώμης και βρισκόταν προσηλωμένη καθοριστικά στην Ανατολή, ακολουθώντας, την Ελληνική, στη θρησκευτική τελετουργία και παράδοση, Ορθοδοξία, όπως αυτή τελικά εξελίχθηκε. Το εμπόριο πρέπει να έφερε στην Κύπρο, στα τέλη του 10ου και 11ου αιώνα, έστω και για λίγο, μερικούς Ιταλούς, ίσως από το Αμάλφι, καθ’οδόν προς τους προορισμούς τους της Μέσης Ανατολής. Ωστόσο, με την Πρώτη Σταυροφορία στο τέλος του 11ου αιώνα και την ίδρυση κρατών από τους Σταυροφόρους, η Κύπρος βρέθηκε να έχει μια ζηλευτή γεωγραφική θέση σαν σταυροδρόμι στις εμπορικές διαδρομές μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Οι πληροφορίες μας είναι λιγοστές, αλλά είναι πιθανό η «ιταλική» περίοδος της κυπριακής ιστορίας να ξεκίνησε λίγο μετά τα 1100, όταν τεκμηριώνεται η παρουσία Ιταλών εμπόρων στο νησί. Είναι γνωστό ότι δύο Γενοβέζοι αδελφοί βρίσκονταν στην Κύπρο στη δεκαετία του 1170 όταν είχαν καταταγεί στο βυζαντινό ναυτικό, καθώς και ότι στις αρχές του 1180 παραχωρήθηκε σε μια εκκλησία της Σικελίας γη στην Κύπρο. Όμως η σημαντικότερη ιταλική παρουσία στην Κύπρο ήταν εκείνη των Ενετών. Ακόμα και με την περιορισμένη πληροφόρηση που έχουμε για τον 12ο αιώνα, γνωρίζουμε ότι οι Eνετοί χρησιμοποιούσαν κυπριακά λιμάνια ήδη από το 1100 περίπου, ότι είχαν παραχωρηθεί στους Ενετούς ― και άρα τα είχαν αποζητήσει ― προνόμια ελεύθερου εμπορίου στην Κύπρο γύρω στα 1136, κι ότι αυτά είχαν επικυρωθεί από τον αυτοκράτορα το 1147. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι από το 1150 η Κύπρος ήταν ήδη ένα σημαντικό εμπορικό κέντρο για την ενετική ναυτιλία. Μια βενετσιάνικη εταιρία που έκανε εμπόριο με την Αίγυπτο είχε τη βάση της στη Λεμεσό το 1139, υπάρχουν δε αναφορές για Ενετούς εμπόρους στην Πάφο ήδη από το 1143. Μέχρι την άνοδο της Αμμοχώστου αργότερα το 13ο αιώνα, αρκετά μετά την κατάκτηση από τους Φράγκους, η Λεμεσός και η Πάφος ήταν τα κύρια λιμάνια της Κύπρου, η δε ζωτικότητά τους μπορεί να οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στους Ενετούς. Η ενετική ονομασία «Baffo» έχει πιθανόν την προέλευσή της στην Πάφο, το δεύτερο τότε μεγαλύτερο λιμάνι του νησιού. Γνωρίζουμε επίσης από τα χρονικά της κατάκτησης του Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου πως, όταν αποβιβάστηκε στη Λεμεσό το 1191, υπήρχε ήδη σ’ εκείνη την πόλη ολόκληρη λατινική κοινότητα, πιθανότατα Ενετοί. Μέχρι το 1191 η ενετική περιουσία στην Κύπρο είχε επεκταθεί και εξαπλωθεί περισσότερο απ’ ότι θα μπορούσε κανείς να φανταστεί, βασιζόμενος στις ισχνές μαρτυρίες που δόθηκαν πιο πάνω. Η τυχαία σύνταξη και διάσωση μιας αναφοράς που χρονολογείται από το 1240 περίπου, παραθέτει ιταλικές περιουσίες στην Κύπρο πριν από το 1191, οι οποίες από κάποιο σημείο και μετά είχαν κατασχεθεί, αν και είναι αβέβαιο από ποιον, πότε και γιατί, ή σε ποια έκταση. Ο ήδη εντυπωσιακός κατάλογος κατασχεθέντων περιουσιών, μπορεί να μην είναι καν πλήρης. Φαίνεται πως τουλάχιστον ένας Ενετός, ο Αντρέα Ρεμίγκο ντα Μπάφφο, διέθετε ακόμα περιουσία στην Κύπρο, κι αυτό μπορεί να ήταν μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Υπάρχουν λεπτομέρειες για εκατοντάδες κατασχεθείσες περιουσίες, που αναφέρουν τοποθεσίες, ονόματα των Ενετών ιδιοκτητών και κάποτε τα ονόματα των νέων «ιδιοκτητών». Μεγάλο μέρος της περιουσίας βρισκόταν στην ίδια τη Λεμεσό, όπου η κοινότητα διατηρούσε ένα βαπτιστήριο και δύο εκκλησίες του λατινικού δόγματος. Μια από αυτές, του Αγίου Μάρκου, πιθανόν να χρησιμοποιόταν ως ο λατινικός Καθεδρικός Ναός της Λεμεσού κατά τη Φραγκοκρατία και τα θεμέλιά του είναι ακόμα ορατά σήμερα. Η άλλη, του Αγίου Γεωργίου, μπορεί να είναι ο χώρος όπου τελέσθηκαν οι γάμοι του Βασιλιά Ριχάρδου με τη Βερεγγάρια και ίσως τα απομεινάρια του είναι εκείνα που σώζονται στο Κάστρο της Λεμεσού. Η ενετική αποικία της Λεμεσού είχε πάνω από 100 σπίτια και 50 σχεδόν καταστήματα. Διατηρούσε ακόμα ένα σύμπλεγμα λουτρών, ένα άσυλο κι ένα κοιμητήριο. Μια μικρότερη ενετική κοινότητα ζούσε, όπως ήταν αναμενόμενο, στην Πάφο, όπου διατηρούσε μια εκκλησία. Περιέργως όμως, υπήρχαν Ενετοί και στην ενδοχώρα, στη Λευκωσία. Όχι μόνο διέθεταν εκκλησία στην πρωτεύουσα, αλλά το σπίτι της οικογένειας Σαμπατίνι, η οποία είχε πολλά ακίνητα στην πόλη, έγινε μάλιστα το πρώτο βασιλικό παλάτι των Λουζινιανών. Το ότι πολλοί Ενετοί ζούσαν στη Λευκωσία θα πρέπει να επισύρει την προσοχή μας στο γεγονός ότι αυτοί δεν ασχολούνταν απλά και μόνο με το διεθνές εμπόριο. Η Λεμεσός ήταν μεν το μεγαλύτερο κέντρο, όμως οι αγροτικές περιοχές γύρω της ήταν γεμάτες από βενετσιάνικα κτήματα. Μάλιστα, αριθμός χωριών, όπως ο Πύργος και το Μοναγρούλι, ήταν ιδιοκτησία των Ιταλών. Αυτή η μόνιμη αγροτική κοινότητα, η οποία επεκτεινόταν στα βουνά προς νότο, ασχολείτο με τη γεωργία. Είχε τουλάχιστον δύο εκκλησίες στην ύπαιθρο, μια από τις οποίες σώζεται ακόμα σε πολύ ερειπωμένη κατάσταση κοντά στον Άγιο Κωνσταντίνο. Το 1184, ένας σφετεριστής, ο Ισαάκιος Κομνηνός, κατέλαβε την εξουσία στην Κύπρο και αυτοανακηρύχτηκε αυτοκράτορας, ένα πραξικόπημα το οποίο η Δύση αργότερα χρησιμοποίησε ως πρόσχημα για την κατάκτηση του 1191 - ένα προμήνυμα του τι συνέβηκε το 1974. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι, όταν ο Ισαάκιος προετοιμαζόταν για το βυζαντινό εγχείρημα ανακατάληψης του νησιού, συνήψε συμμαχία με τη νορμανδική Σικελία. Ο Σικελός Ναύαρχος Μαργαριτόνε βοήθησε στην υπεράσπιση της Κύπρου εναντίον των Βυζαντινών το 1187, αλλά, ατυχώς για τον Ισαάκιο, ο Μαργαριτόνε απεχώρησε το 1188 και ο Βασιλιάς Γουλιέλμος Β΄ της Σικελίας πέθανε το 1189. Το 1191, κατά την Τρίτη Σταυροφορία και καθ’ οδόν από τη Μεσσίνα στους Αγίους Τόπους, ο φραγκόφωνος Βασιλιάς Ριχάρδος της Αγγλίας νίκησε τον Ισαάκιο και κατέλαβε το νησί. Τον επόμενο χρόνο, μετά από σύντομη περίοδο διακυβέρνησης από τους Ναΐτες Ιππότες, ο Ριχάρδος πούλησε την Κύπρο στον γαλλικής καταγωγής Γκυ Λουζινιάν. Ως Βασιλιάς της Ιερουσαλήμ, το 1187, ο Γκυ είχε χάσει τη μάχη του Χατίν και την πρωτεύουσά του, την οποία κατέκτησε ο Σαλαντίν. Ο Γκυ και ο αδελφός του Αιμερύ ίδρυσαν ένα βασίλειο με φραγκόφωνους ευγενείς, το οποίο κράτησε μέχρι το 1489. Από πολλές απόψεις, το 1191 υπήρξε μια αποφασιστική καμπή στην ιστορία της Κύπρου, εγκαινιάζοντας μια «γαλλική» περίοδο. Από ιταλικής απόψεως όμως, το 1191 δεν σηματοδοτεί την αρχή της «λατινικής» περιόδου της κυπριακής ιστορίας. Η ιταλική παρουσία στην Κύπρο πριν την κατάκτηση, ήταν ήδη μόνιμη, οργανωμένη και σημαντική, ιδιαίτερα δε η ανάπτυξη της πόλης της Λεμεσού οφείλει πολλά στους Ενετούς. Η Κύπρος κατά την Πρώιμη Φραγκοκρατία, 1191-1374 Από πολιτική άποψη, η φράγκικη Κύπρος πέρασε τρεις ξεχωριστές, αυξανόμενης έντασης φάσεις ιταλικής παρέμβασης: τη σικελική, τη γενουάτικη και τέλος την ενετική. Ο Γουίδος Λουζινιανός (1192-4) πέθανε σαν Κύριος της Κύπρου και ήταν ο αδελφός του Αιμερύ (1194-1205) που μετέτρεψε την Κύπρο σε βασίλειο. Για να το πετύχει αυτό, ο Αιμερύ αποτάθηκε στον Γερμανό Αυτοκράτορα Ερρίκο Στ΄ για να του παραχωρήσει στέμμα, και η Κύπρος έγινε εξαρτημένο βασίλειο το 1197. Μέσω επιγαμίας ο Ερρίκος είχε προσθέσει το Βασίλειο της Σικελίας στην αυτοκρατορία του και ο γιος του Φρειδερίκος Β΄ ήταν καλά εδραιωμένος στη Σικελία και τη Νότια Ιταλία. Η θέση του Φρειδερίκου ως επικυρίαρχου δεν είχε και μεγάλη πρακτική σημασία μέχρι την περίοδο που βασιλιάς της Κύπρου έγινε ο ανήλικος Ερρίκος Α΄ (1218-53), οπότε μια διαφορά για την κηδεμονία του θρόνου μεταξύ της μητέρας του Ερρίκου, Βασίλισσας Αλίκης της Καμπανίας, και των θείων της, Φιλίππου και Ιωάννη του Ιβελίν ― που και αυτοί σε τελευταία ανάλυση ήταν ιταλικής καταγωγής ― συνέπεσε με τη σχεδιαζόμενη σταυροφορία του Φρειδερίκου Β΄. Ο Φρειδερίκος είχε παντρευτεί τη βασίλισσα της Ιερουσαλήμ και ο γιος τους, ονόματι Κορράδος, θα γινόταν βασιλιάς της Ιερουσαλήμ. Ίσως κατόπιν σχεδίου της Αλίκης, ο Φρειδερίκος σταμάτησε πρώτα στην Κύπρο το 1228 για να απαιτήσει την αντιβασιλεία και το σχετικό εισόδημα. Με αυτό τον τρόπο ο Φρειδερίκος έλπιζε να δημιουργήσει μια απέραντη μεσογειακή αυτοκρατορία. Το εγχείρημα απέτυχε, αλλά το αποτέλεσμα για την Κύπρο ήταν ο εμφύλιος πόλεμος, ο οποίος κράτησε, με μερικές ανάπαυλες, μέχρι το 1233, με αντίπαλους τη φατρία των Ιβελίνων και τους αυτοκρατορικούς συμμάχους. Αν και αυτό θεωρείται συνήθως ως μια γερμανική ανάμιξη στις υποθέσεις της Κύπρου, τα στρατεύματα του Φρειδερίκου ήταν ως επί το πλείστον ιταλικά, και στις μετέπειτα φάσεις, ο αρχιστράτηγός του ήταν Ιταλός, ονόματι Ριχάρδος Φιλανγκιέρι. Δεν ήταν παρά μόνο με τη συμμαχία μιας άλλης ιταλικής δύναμης, της Γένουας, και με την άφιξη ενός γενουάτικου στόλου στην Κερύνεια το 1233, που οι Ιβελίνοι κατάφεραν να δώσουν τέλος στον πόλεμο. Ο Πάπας Ιννοκέντιος Δ΄ διέλυσε την εξαρτώμενη σχέση της Κύπρου με την Αυτοκρατορία το 1247, αλλά αυτό δεν έθεσε τέρμα στα σχέδια της Σικελίας για την Κύπρο. Αφού ο Κάρολος του Ανζού κατέκτησε τη Σικελία και τη Νότια Ιταλία το 1266, εξαγόρασε δικαιώματα για το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ το 1277 σε μια περίοδο που οι βασιλιάδες της Κύπρου ήταν επίσης βασιλιάδες της Ιερουσαλήμ. Στο μεταξύ, μετά το 1267, απόγονοι του Ούγου της Βριένης, αντίπαλου του βασιλιά Ούγου Γ΄ (1267-84) στη διεκδίκηση του θρόνου της Κύπρου, επεχείρησαν να προκαλέσουν αναταραχή στη Δύση. Μια εχθρική αντιπαλότητα μεταξύ των βασιλέων της Κύπρου και της Σικελίας για την Ιερουσαλήμ διάρκεσε μέχρι τα μέσα του 14ου αιώνα. Τότε, μετά τη μεγάλη εξέγερση του 1282, γνωστής ως Σικελικός Εσπερινός, και τον επακόλουθο πόλεμο μεταξύ Ανζού και Αραγωνίας, η συνθήκη της Καλταμπελλόττα του 1302 διαλάμβανε ότι η Αραγωνία μπορούσε να πάρει την Κύπρο με αντάλλαγμα την επιστροφή της Σικελίας στον Κάρολο Β΄ του Ανζού. Ευτυχώς για τους Λουζινιανούς, αυτό δεν έγινε ποτέ και ο Κάρολος Β΄ περιορίστηκε να κυβερνά την Νότια Ιταλία από τη Νεάπολη. Ωστόσο, τον 14ο αιώνα, ο Ροβέρτος του Ανζού συνέχισε να αποκαλεί τον εαυτό του Βασιλιά της Ιερουσαλήμ και πιθανό να ενθάρρυνε τις διεκδικήσεις της φατρίας της Βριένης απέναντι στην Κύπρο. Ως αποτέλεσμα, ο Βασιλιάς Ούγος Δ΄ (1324-59) προσπάθησε σκληρά για να πετύχει μια συμμαχία με την Αραγωνία για να αντιμετωπίσει τις διεκδικήσεις του Βασιλείου της Νεαπόλεως επί της Ιερουσαλήμ, φθάνοντας μέχρι του σημείου να καταδιώξει τους φίλους της βασίλισσας Σάντσιας της Νεαπόλεως, τους Φραγκισκανούς. Όπως θα δούμε, η δεύτερη μεγάλη ιταλική φάση στην Κύπρο κατά τον Μεσαίωνα κράτησε από το 1374 μέχρι το 1464. Όπως φάνηκε από τον στρατιωτικό τους ρόλο στον εμφύλιο πόλεμο, οι Γενουάτες ήταν ήδη ένας σημαντικός παράγοντας στα κυπριακά πολιτικά από τις αρχές του 13ου αιώνα. Για Γενουάτες στην Κύπρο ακούμε από το 1203, ενώ η βασίλισσα Αλίκη τους παραχώρησε τα πρώτα τους προνόμια το 1218: ελεύθερο εμπόριο, απαλλαγή από δασμούς και φόρους, προστασία της περιουσίας, το δικαίωμα να έχουν γενουάτη Ποδεστάτο (στη Λευκωσία), καθώς και γη στη Λεμεσό και Αμμόχωστο. Το 1232, ο Ερρίκος Α΄ για να βοηθήσει στον τερματισμό του εμφυλίου πολέμου, επέτρεψε στους Γενουάτες να υπάγονται, για τις περισσότερες υποθέσεις, στον ποδεστάτο τους και όχι στην τοπική δικαιοδοσία. Μερικοί ιστορικοί ερμηνεύουν αυτές τις κινήσεις ως την αρχή μιας κακής σχέσης, η οποία κατέληξε στην γενουάτικη εισβολή ενάμισι αιώνα αργότερα. Αυτός είναι ένας πολύ βάσιμος ισχυρισμός. Αν και τον 13ο αιώνα η Γένουα προμήθευε συχνά την Κύπρο με πολεμικά πλοία, πολλές φορές παρέσυρε το νησί στη βίαιη αντιπαλότητά της με τη Βενετία, ιδιαίτερα όταν τα ιταλικά συμφέροντα στην Άκκρα και την Τύρο συνέπιπταν με τα κυπριακά συμφέροντα. Οι βασιλείς της Κύπρου έμαθαν ότι η επίδειξη εύνοιας σε μια ιταλική πόλη πιθανόν να ενοχλούσε μια άλλη. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ερρίκου Β΄ (1285-1324) οι σχέσεις με τη Γένουα σημείωσαν ύφεση. Μέχρι τότε δεν υπήρχαν τόσοι πολλοί γενουάτες μόνιμοι κάτοικοι στο νησί, παρόλο ότι η κοινότητα είχε συγκεντρώσει κάποια σημαντική περιουσία. Τώρα όμως γενουάτες υπήκοοι έρχονταν σαν πρόσφυγες από τη Συρία. Οι γενοβέζικες κοινότητες αυξήθηκαν σε μέγεθος σε όλες τις πόλεις, ενώ η Αμμόχωστος αναπτύχθηκε περισσότερο σε σπουδαιότητα και, σαν αποτέλεσμα, ο ποδεστάτος μεταφέρθηκε εκεί. Η Γένουα ήταν ήδη ενοχλημένη με τη στάση της Κύπρου απέναντι στη διαμάχη της ίδιας με τη Βενετία, ενώ ο Ερρίκος δεν βελτίωσε την κατάσταση δίνοντας προνόμια σε άλλους, περιλαμβανομένων των κατοίκων της Πίζας. Στα τέλη της δεκαετίας του 1280 οι Γενουάτες ζήτησαν ακόμα περισσότερα προνόμια, αλλά ο Ερρίκος και η Γένουα απέτυχαν να προσέλθουν σε νέα εμπορική συμφωνία. Στη διάρκεια του πολέμου μεταξύ Γένουας και Βενετίας, τη δεκαετία του 1290, η Κύπρος έδειξε εύνοια προς τη Βενετία στις αψιμαχίες που έγιναν στην περιοχή της Κύπρου. Μετά τη νίκη τους οι Γενουάτες ζήτησαν από τον Ερρίκο να καταβάλει αποζημίωση αλλά εκείνος αρνήθηκε. Οι Γενουάτες τότε δοκίμασαν να μποϊκοτάρουν το νησί και ο Ερρίκος αντεπιτέθηκε. Σ’ αυτό το σημείο, Γενουάτες πειρατές, που ήταν σε κάποιο βαθμό αναμιγμένοι στον πόλεμο εναντίον της Βενετίας, άρχισαν να απειλούν τη νέα ευημερία της Κύπρου, πραγματοποιώντας ακόμα και επιδρομές στο νησί. Αυτή η ευημερία με τη σειρά της βασιζόταν μερικώς σε μια παπική απαγόρευση του εμπορίου με την Αίγυπτο, την οποία ο Ερρίκος κατά καιρούς επέβαλλε συλλαμβάνοντας γενουάτικα καράβια. Πολλοί Γενουάτες πειρατές εκτελέστηκαν το 1303. Άλλη μια εκτέλεση, το 1306, προκάλεσε αντίποινα από ένα γενουάτη συγγενή του θύματος. Το 1305 η Κύπρος και η Γένουα σχεδόν κήρυξαν πόλεμο αλλά ο Ερρίκος δεν έκανε καμμιά προσπάθεια για να ηρεμήσει τα πράγματα. Η ανταγωνιστική στάση του Ερρίκου απέναντι στην ισχυρή Γένουα ήταν πιθανότατα η κύρια αιτία για το πραξικόπημα του αδελφού του Αμορύ τον επόμενο χρόνο. Ο Αμορύ (1306-10) προσπάθησε να βελτιώσει τις σχέσεις με τη Γένουα, αλλά μετά τη δολοφονία του και την επιστροφή του Ερρίκου στην εξουσία, η ένταση κορυφώθηκε. Ο Ερρίκος αρνήθηκε να πληρώσει το υπόλοιπο ενός μεγάλου δανείου που ο αδελφός του είχε συνάψει με τη Γένουα, και η Γένουα μελετούσε σοβαρά το ενδεχόμενο να εισβάλει στην Κύπρο. Με τις συνεχιζόμενες πειρατικές και λαφυραγωγικές επιδρομές κοντά στην Πάφο στις αρχές της δεκαετίας του 1310, και περισσότερες κατασχέσεις φορτίων πλοίων του Ερρίκου, ο βασιλιάς φυλάκισε και τους 460 γενουάτες κατοίκους της Λευκωσίας το 1316, απελευθερώνοντάς τους μόνο το 1320. Τελικά, η Γένουα και ο διάδοχος του Ερρίκου, Ούγος Δ΄, συνομολόγησαν συνθήκη ειρήνης το 1329, αν και οι πράξεις πειρατίας των Γενουατών δεν σταμάτησαν να αποτελούν σοβαρή ενόχληση, παρά μόνο μέχρι την υπογραφή νέας συμφωνίας το 1338. Εκείνη την εποχή, ωστόσο, ο Πάπας είχε ήδη αρχίσει να παραχωρεί στους Γενουάτες εξαιρέσεις από την εμπορική απαγόρευση κατά των Μουσουλμάνων, η οποία ανακλήθηκε ολότελα το 1344. Γενουάτες κατοικούσαν τότε στη Λεμεσό, τη Λευκωσία και την Πάφο, και τουλάχιστον στη Λεμεσό, διέθεταν εκκλησία, φούρνους και λουτρά ― και ένα πύργο οχυρό. Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού διέμενε στην Αμμόχωστο, αν και μέρος της γενοβέζικης κοινότητας αποτελείτο από «Λευκούς Γενουάτες», πρόσφυγες δηλαδή από τη Συρία, που διεκδικούσαν γενουάτικα δικαιώματα και προνόμια, αλλά δεν ήταν εξ αίματος Γενουάτες. Τα δικαιώματα των Λευκών Γενουατών δημιουργούσαν προβλήματα στις κυπριακές αρχές. Οι πληροφορίες μας είναι ιδιαίτερα πλούσιες για την περίοδο γύρω στα 1300, λόγω του ότι έχουν διασωθεί και δημοσιευθεί τα αρχεία των Γενουατών συμβολαιογράφων Λαμπέρτο ντι Σαμπουτσέτο και Τζιοβάνι ντε Ρόχα, με έγγραφα τα οποία φωτίζουν πολλές πτυχές της εμπορικής ιστορίας της Αμμοχώστου εκείνης της περιόδου. Αν και απ’ ότι φαίνεται υπήρχαν Ενετοί στην Κύπρο ακόμα και πριν από το 1191, τα πρώτα τους εμπορικά προνόμια τα πήραν το 1306 κατά τη φράγκικη περίοδο, από τον Αμορύ, ο οποίος επεδίωκε να δημιουργήσει καλές σχέσεις με οποιοδήποτε θα μπορούσε να στηρίξει την επίφοβη εξουσία του. Η ενετική παρουσία αυξήθηκε και οι σχέσεις με την Κύπρο ήταν συνήθως εγκάρδιες. Η Βενετία και η Κύπρος ήταν ανάμεσα στους συμμάχους των ναυτικών συνασπισμών εναντίον των Τούρκων στα μέσα του 14ου αιώνα. Ο Πέτρος Α΄ πέρασε κάποια διαστήματα στη Βενετία κατά τη δεκαετία του 1360, αναζητώντας υποστήριξη για τις σταυροφοριακές του δραστηριότητες, οι δε Ενετοί προμήθευσαν πλοία για τη σταυροφορία του Πέτρου στην Αλεξάνδρεια το 1365, άνκαι δεν έμειναν ικανοποιημένοι με τα αποτελέσματα. Όπως ακριβώς και με τους Λευκούς Γενουάτες, υπήρχαν προβλήματα και με τους «Λευκούς Βενετούς» που διεκδικούσαν ενετική υπηκοότητα άρα και προνόμια. Γενικά όμως, τα πράγματα πήγαν πιο ομαλά με τη Βενετία, παρά με τη Γένουα. Μετά τη Γένουα και τη Βενετία, η Πίζα ήταν η τρίτη πιο σημαντική ιταλική εμπορική πόλη της εποχής, οι δε Πισάτες δεν έλειπαν από την Κύπρο. Ήδη το 1192 ο Γουίδος Λουζινιανός μελετούσε το ενδεχόμενο να παραχωρήσει προνόμια στους Πισάτες. Το 1210 υπήρχαν Πισάτες που κατοικούσαν στο νησί, ενώ, πριν το 1250, η Λεμεσός είχε τη δική της κοινότητα Πισατών. Βέβαια, με την πτώση των σταυροφοριακών κρατών, οι Πισάτες σταδιακά εγκαταστάθηκαν στην Αμμόχωστο, αλλά τα συμφέροντά τους στην Ανατολική Μεσόγειο δεν ήταν τόσο μεγάλα όσο εκείνα των άλλων δύο πόλεων. Επιπλέον, εκτός από κάποιους εμπόρους από την Πιατσέντσα, τη Σικελία, τη Νότια Ιταλία και από αλλού, υπήρχαν και αρκετοί Φλωρεντινοί. Στην Κύπρο οι Φλωρεντινοί συνδέονταν συνήθως με τους τραπεζικούς οίκους των Περούτζι και των Μπάρντι, οι οποίοι έπαιζαν δραστήριο ρόλο στο δανειστικό τομέα στο νησί, παρέχοντας μάλιστα υπηρεσίες στον Λατίνο Επίσκοπο και τον Δούκα της Βουρβώνης. Εκεί όπου οι δημοσιευόμενες μαρτυρίες είναι πλούσιες, γύρω στο 1300, βρίσκουμε συχνές αναφορές σε φλωρεντινά δάνεια και φλωρεντινούς μάρτυρες σε άλλες συναλλαγές. Οι Μπάρντι και οι Περούτζι εκμεταλλεύονταν και άλλες ευκαιρίες: Όταν η Κύπρος, μετά το μεγάλο κύμα προσφύγων από τη Λατινική Συρία το 1291, επλήγη από ανομβρία το 1294-96, υπήρχε κίνδυνος λιμού. Γι’ αυτό τα χρόνια που ακολούθησαν, οι Φλωρεντινοί τραπεζίτες εισήξαν τεράστια φορτία σιταριού από την Απουλία. Οι Μπάρντι και οι Περούτζι συνέχισαν τις δραστηριότητές τους στην Κύπρο μέχρι την κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος, που προκλήθηκε από την αδυναμία του Βασιλιά Εδουάρδου Γ΄ της Αγγλίας να αποπληρώσει τα δάνειά του. Ένας υπάλληλος των Μπάρντι, ο Φραντσέσκο Μπαλντούτσι Πεγκολόττι, συνέταξε το κλασσικό εμπορικό εγχειρίδιο, La pratica della Mercatura ( Εμπορική Πρακτική), το οποίο ήταν σε μεγάλο βαθμό βασισμένο στις εμπειρίες του κατά τις διάφορες παραμονές του στην Κύπρο, στις δεκαετίες του 1320 και 1330. Τέτοια ήταν η εξοικείωση των Φλωρεντινών με την Κύπρο, ώστε στις 100 ιστορίες του αριστουργηματικού του «Δεκαήμερου», που γράφτηκε γύρω στα 1350, ο Βοκκάκιος εμπλέκει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο την Κύπρο όχι λιγότερες από εννέα φορές. Η φλωρεντινή δραστηριότητα στην Κύπρο συνεχίστηκε και μετά το 1345 αλλά μετά την εισβολή των Γενουατών το μεγαλύτερο μέρος της μεταφέρθηκε στην Αλεξάνδρεια. Όταν χρειάζονταν πλοία, Φλωρεντινοί, όπως οι Περούτζι, εκμίσθωναν συχνά τις ναυτικές υπηρεσίες του Αγκώνα και της Ραγούζας. Για τους Αγκωνίτες στην Κύπρο υπάρχει μαρτυρία τουλάχιστον από το 1272, τα δε δημοσιευθέντα έγγραφα της περιόδου γύρω στο 1300 δείχνουν ότι ασχολούνταν κυρίως με το εμπόριο βαμβακιού, αν και οι στερεότυπες κυπριακές εξαγωγές, ζάχαρη και αλάτι, καθώς και μεγάλος αριθμός άλλων βασικών προϊόντων, ήταν επίσης σημαντικές. Μάλιστα, μια μικρή κοινότητα Αγκωνιτών ζούσε τότε στο νησί, ο δε Αγκώνας διέθετε πρόξενο με έδρα την Αμμόχωστο. Το βιβλίο του Πεγκολόττι δίνει πολλές πληροφορίες για το εμπόριο Αγκώνα-Κύπρου, το οποίο ήταν ακόμα εκτεταμένο στις δεκαετίες του 1320 και 1330. Οι δραστηριότητες του Αγκώνα στην Κύπρο ήταν συχνές ακόμα και στη δεκαετία του 1360, όταν Αγκωνίτες ζούσαν στη Λεμεσό, καθώς και στην Αμμόχωστο. Οι ναυτιλιακές αυτοκρατορίες της Γένουας και της Βενετίας έφερναν την Κύπρο πιο κοντά σε μη ιταλικές περιοχές, που βρίσκονταν υπό τον έλεγχό τους, όπως η ενετική Κρήτη και η γενουάτικη Χίος. Τον 13ο και το πρώτο μισό του 14ου αιώνα, η Ραγούζα στη Δαλματική ακτή ― το σημερινό Ντουμπρόβνικ της Κροατίας ― διοικούνταν από τη Βενετία. Το 14ο αιώνα, η πόλη αυτή είχε διπλωματικές σχέσεις με την Κύπρο και διεξήγε εμπόριο με το νησί, τόσο ανεξάρτητα όσο και σε συνεργασία με τον Αγκώνα και τη Φλωρεντία. Ήδη από το 1283 μαθαίνουμε για το δουλεμπόριο που έκαναν οι Ραγούζιοι, όπου εμπλεκόταν και η Κύπρος, σε δε έγγραφα του 1300 περίπου, γίνεται έντονη αναφορά στο σιτάρι και ειδικά στο βαμβάκι. Το εμπόριο δεν ήταν ο μόνος δεσμός μεταξύ Κύπρου και Ιταλίας αυτή την περίοδο. Υπήρχαν επίσης εκκλησιαστικοί και πολιτιστικοί δεσμοί. Ενώ η παπική εξουσία είχε έδρα τη Ρώμη, μεγάλο μέρος της ανώτερης κυπριακής εκκλησιαστικής ιεραρχίας ήταν Ιταλοί, περιλαμβανομένων μερικών επιφανών αρχιεπισκόπων της Λευκωσίας. Ο αφοσιωμένος μεταρρυθμιστής Αρχιεπίσκοπος Ούγος Φατζιανός, ένας πρεμονστρατενσιανός από τα περίχωρα της Πίζας, απέτυχε να εξασφαλίσει υποστήριξη στην Κύπρο κι απηυδισμένος επέστρεψε στη γενέτειρά του στις αρχές του 1260, ιδρύοντας ένα μοναστήρι που το ονόμασε «Nicosia». Αργότερα τον ίδιο αιώνα διοικούσε ο Φραγκισκανός Ιωάννης του Αγκώνα και, στις αρχές του 14ου αιώνα, ο Ρωμαίος Δομινικανός Ιωάννης του Κόντι. Με τη μεταφορά της παπικής έδρας στην Αβινιόν φαίνεται να παρατηρήθηκε μείωση στους ιταλικούς εκκλησιαστικούς διορισμούς, αλλά αυτό αντεστράφη τον 15ο αιώνα με την επιστροφή του Πάπα στη Ρώμη. Στη δεκαετία του 1260 μια μεγάλη προσωπικότητα, ο ίδιος ο Θωμάς Ακινάτης, αφιέρωσε μια πολιτική διατριβή στο βασιλιά της Κύπρου, και ο Δάντης αναφέρει την Κύπρο στη Θεία Κωμωδία. Είναι η βασιλεία του Ούγου Δ΄ τον 14ο αιώνα που αντιπροσωπεύει την πραγματική αρχή ισχυρών πολιτιστικών δεσμών με την Ιταλία, προαναγγέλλοντας αυτό που θα ακολουθούσε τον 15ο αιώνα. Για παράδειγμα, ο Βοκκάκιος περιγράφει πώς ο Ούγος τον ενοχλούσε πεισματικά να συγγράψει ένα έργο για τους ειδωλολατρικούς θεούς, και έτσι αφιέρωσε πάνω από δύο δεκαετίες γράφοντας τη Geneologia deorum gentilium, το οποίο παρέμεινε για αιώνες το βασικό βιβλίο αναφοράς επί του θέματος. Ο μεγάλος κύπριος λόγιος Γεώργιος Λαπίθης αλληλογραφούσε με τον διάσημο Ελληνο-Ιταλό μοναχό Βαρλάαμ τον Καλαβρέζο, και ο Γουίδος ντα Μπανιόλο, γιατρός του Βασιλιά Πέτρου Α΄, γιου του Ούγου, ήταν φίλος του Πετράρχη. Το 1365, ο Πέτρος (1359-69) ηγήθηκε της τελευταίας μεγάλης νικηφόρας σταυροφορίας, καταλαμβάνοντας και καταστρέφοντας την Αλεξάνδρεια. Ίσως λόγω της επακόλουθης διακοπής των γενουάτικων (και ενετικών) εμπορικών συμφερόντων στην περιοχή, οι Γενουάτες εισέβαλαν στην Κύπρο λίγα χρόνια αργότερα. Η άμεση αιτία της εισβολής ήταν ένα βίαιο επεισόδιο μεταξύ Γενουατών και Ενετών υπηκόων στην Αμμόχωστο. Οι ιταλικές εμπορικές κοινότητες εμπλέκονταν σε τέτοια βίαια επεισόδια για πάνω από μισό αιώνα. Μερικοί Γενουάτες είχαν σκοτωθεί κατά τη διάρκεια ταραχών στην Αμμόχωστο το 1310, και υπήρξαν κι’ άλλα προβλήματα με τους Γενουάτες το 1331. Το 1349 μια διαφορά μεταξύ ενός Σικελού κι ενός Ενετού στην Αμμόχωστο πήρε άσχημη τροπή, αλλά οι Ενετοί άφησαν στον Ούγο Δ΄ να χειριστεί τους Κυπρίους και τους άλλους που είχαν προκαλέσει ζημιές στην περιουσία τους και που τραυμάτισαν κάπου 30 Ενετούς. Αυτό είναι ενδεικτικό της διαφορετικής στάσης που τηρούσαν οι Γενουάτες και οι Ενετοί απέναντι στο στέμμα. Η Γένουα, απ’ την άλλη, κήρυξε σχεδόν τον πόλεμο στην Κύπρο το 1343-44 και το 1364-65, στην τελευταία περίπτωση εξαιτίας ενός άλλου βίαιου επεισοδίου. Μετά από αυτό, ο Πέτρος Α΄ αναγκάστηκε να εξευμενίσει τη Γένουα με εκτεταμένα νέα προνόμια για να μη υποχρεωθεί να εγκαταλείψει την αγαπημένη του σταυροφορία. Τα νέα προνόμια έδιναν, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα στους Γενουάτες να αναγείρουν μια loggia στην Αμμόχωστο, όπως επίσης και το δικαίωμα να επέμβουν στρατιωτικά σε περίπτωση που οι Κύπριοι δεν τηρούσαν το λόγο τους. Παρόλον ότι οι διαφορές μεταξύ της Βενετίας, της Γένουας και της Κύπρου, σχετικά με τον πόλεμο εναντίον της Αιγύπτου, φαίνονταν να είχαν επιλυθεί με τη συνθήκη του 1370, δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει το ότι μια διαφωνία μεταξύ υπηκόων των δύο ιταλικών πόλεων οδήγησε σε εισβολή της Κύπρου από τους Γενουάτες στη δεκαετία του 1370. Η βία ξεκίνησε μετά τη στέψη του Πέτρου Β΄ (1369-82) ως βασιλιά της Ιερουσαλήμ στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Νικολάου στην Αμμόχωστο το 1372. Διαμάχες μεταξύ Γενουατών και Ενετών στην Αμμόχωστο είχαν σημειωθεί στις δεκαετίες του 1340 και του 1360. Τώρα η διαφορά ήταν για ένα φαινομενικά ασήμαντο τελετουργικό θέμα και, στο χάος που ακολούθησε, οι Κύπριοι πήραν το μέρος των Ενετών. Στη διάρκεια των ταραχών καταστράφηκε γενουάτικη περιουσία και χάθηκαν ζωές, αλλά εφόσον ο Πέτρος έρριξε το φταίξιμο για το επεισόδιο στους Γενουάτες, δεν τους δόθηκε αποκατάσταση. Μετά από αυτά τα γεγονότα, η κλιμάκωση της κατάστασης υπήρξε ραγδαία: πολλοί Γενουάτες εγκατέλειψαν το νησί, η Γένουα ετοιμάστηκε για πόλεμο και πρόβαλε απαιτήσεις που ήταν απίθανο να ικανοποιηθούν πλήρως. Από δικής τους πλευράς, οι Κύπριοι δεν ήταν διατεθειμένοι να ενδώσουν και απέκλεισαν τα γενουάτικα καράβια από την Κύπρο. Παρά τις εντατικές προσπάθειες του Πάπα και των Ιωαννιτών να εξευρεθεί ειρηνική διευθέτηση, ένας στόλος εμπροσθοφυλακής απέπλευσε από τη Γένουα στις αρχές του 1373. Οι λεηλασίες των Γενουατών προκάλεσαν αντίποινα εναντίον των Γενουατών που είχαν μείνει στην Κύπρο, μέχρι που η κατάσταση επιδεινώθηκε σε τέτοιο βαθμό που οι Κύπριοι παρέδωσαν το λιμάνι της Σατάλειας στη νότια ακτή της Μικράς Ασίας στους Τούρκους για να μην το παραδώσουν στους Γενουάτες. Η Λεμεσός, που όφειλε την άνοδό της σε μεγάλο βαθμό στους αντιπάλους των Γενουατών, τους Ενετούς, πυρπολήθηκε και η Πάφος κυριεύθηκε. Ο κύριος στόλος των Γενουατών, αποτελούμενος από 36 γαλέρες με πάνω από 14,000 άνδρες, έφθασε στο τέλος του 1373 και ενώθηκε με τις εφτά γαλέρες που είχαν έρθει νωρίτερα. Οι Κύπριοι αποφάσισαν να διαπραγματευθούν, αλλά με απάτη από τους Γενουάτες, ο Βασιλιάς Πέτρος Β΄, ο θείος του Πρίγκηπας Ιωάννης της Αντιόχειας, καθώς και η μητέρα του Ελεονόρα της Αραγωνίας, φυλακίστηκαν. Ο άλλος θείος του Πέτρου όμως, ο Πρίγκηπας Ιάκωβος, αρνήθηκε να παρασυρθεί σε παγίδα και συνέχισε να μάχεται. Η Λευκωσία λεηλατήθηκε, αλλά ο Ιάκωβος κατάφερε μεγάλες απώλειες στους Γενουάτες, μέχρι που αυτοί αποφάσισαν ότι η ολοκληρωτική νίκη μπορεί να ήταν πέραν των μέσων που διέθεταν. Από δικής τους πλευράς, οι Κύπριοι συνειδητοποίησαν ότι δεν μπορούσαν να κερδίσουν τον πόλεμο και κατάλαβαν ότι μια συνεχιζόμενη καταστροφή της υπαίθρου και των πόλεων, θα χειροτέρευε τα πράγματα. Η διευθέτηση που προέκυψε από τις διαπραγματεύσεις ήταν σκληρή για τους Κυπρίους, οι οποίοι συμφώνησαν να καταβάλουν μια μεγάλη αποζημίωση σε δόσεις, να παραδώσουν πολλούς σημαντικούς άνδρες ως ομήρους στη Γένουα και να της παραχωρήσουν την Αμμόχωστο ως επιπρόσθετη εγγύηση ότι θα πλήρωναν τις υποχρεώσεις τους. Ο Ιάκωβος αποδέχτηκε εκούσια εξορία σε χώρο δικής του επιλογής αλλά και πάλι με πλεκτάνη οι Γενουάτες τον έφεραν στη Γένουα, όπου ο μελλοντικός Βασιλιάς Ιάκωβος Α΄ παρέμεινε για πολλά χρόνια. Αν και η κυπριακή οικονομία κατ’ ουδένα τρόπο δεν κατέρρευσε, ο πόλεμος σήμανε το τέλος της εποχής της μεγάλης ευμάρειας που είχε βασιστεί στη στρατηγική εμπορική της θέση. Η Ύστερη Φραγκοκρατία στην Κύπρο, 1374-1474 Η εισβολή και διχοτόμηση της Κύπρου το 1374, ακριβώς 600 χρόνια πριν από την πιο πρόσφατη εισβολή και διχοτόμηση, εγκαινίασε ποικιλοτρόπως μια νέα ιταλική φάση της κυπριακής ιστορίας. Όχι μόνο η Αμμόχωστος ήταν κάτω από την άμεση διακυβέρνηση της Γένουας, αλλά και ο θάνατος ή η εξορία μεγάλου αριθμού του φραγκόφωνου πληθυσμού, σαν αποτέλεσμα του πολέμου, μετέβαλε ριζικά τη δημογραφική σύνθεση των ευγενών. Από τώρα και στο εξής Ιταλοί, Έλληνες και άλλοι διαδραμάτιζαν ένα αυξανόμενα κυρίαρχο ρόλο στην κοινωνία. Αυτό βλέπουμε να συνοδεύτηκε και από τη σταδιακή άνοδο της χρήσης της ιταλικής γλώσσας ― ακόμα και την επίδρασή της στην ελληνική ― πράγμα που υποβοήθησε εν μέρει, η μακρά αιχμαλωσία στη Γένουα του Ιακώβου και του γιου του Ιανού, που πήρε το όνομά του από τον ρωμαϊκό θεό της Γένουας. Ίσως να μην είναι τυχαίο που το Πανεπιστήμιο της Πάδουας έγινε το κατεξοχήν ίδρυμα ανώτερης μόρφωσης για τους Κυπρίους. Η παρουσία Κυπρίων στο πανεπιστήμιο μαρτυρείται ήδη γύρω στα 1350. Ήταν όμως η υποτροφία που καθιέρωσε ο Πέτρος Καφφρόν το 1393 για τους Κυπρίους στην Πάδουα, που συνέτεινε στη μεγάλη αύξηση του κυπριακού φοιτητικού πληθυσμού εκεί, κατά τον 15ο και 16ο αιώνα. Καθώς η Βενετία είχε κατακτήσει την Πάδουα το 1406 και το ίδρυμα αυτό έγινε σχεδόν το επίσημο πανεπιστήμιο της Βενετίας, οι πνευματικές σχέσεις μεταξύ της κυπριακής ελίτ και της Βενετίας ήταν ήδη στενές στα μέσα του 15ου αιώνα. Μάλιστα ένα μέλος της βασιλικής οικογένειας, ο Καρδινάλιος Λάνσελοτ Λουζινιανός, φοίτησε στο Πανεπιστήμιο από το 1428, πριν τελειώσει τις μέρες του στην υπηρεσία του Δούκα της Σαβοΐας όπου εργάστηκε από το 1442 μέχρι το 1451. (Ο Ούγος Λουζινιάνος έγινε επίσης καρδινάλιος και έζησε για κάποιο διάστημα στην Ιταλία.) Αυτό δεν μπορούσε παρά να συμβάλει στην περαιτέρω ενθάρρυνση τόσο της ιταλικής γλώσσας σε βάρος της γαλλικής στην Κύπρο, όσο και της επιρροής της Βενετίας σε σχέση με εκείνη της Γένουας. Η κυπριακή παρουσία στην Πάδουα έγινε τόσο ισχυρή ώστε υπήρχε ένα επίσημο «Κυπριακό Έθνος» στο πανεπιστήμιο. Αυτό συνέχισε να υφίσταται αρκετά μετά την τουρκική κατάκτηση του 1571 κι ένα χειρόγραφο με τους κανονισμούς του «Κυπριακού Έθνους», γραμμένο από έναν Έλληνα τον 17ο αιώνα, σώζεται στη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου της Πάδουας. Ωστόσο, η Γένουα είχε τώρα μια αποικία στην Αμμόχωστο με Γενουάτη επίσκοπο και μια ουσιαστική γενουάτικη κοινότητα, αν και ο ελληνικός πληθυσμός ήταν μεγαλύτερος. Για την απελευθέρωσή του από την αιχμαλωσία το 1383, ο Ιάκωβος (1382-98) υποχρεώθηκε, μεταξύ άλλων, να παραχωρήσει την κυριαρχία της πόλης και της γύρω περιοχής, κάτι που έχει περιγραφεί ως κράτος εν κράτει, που ήταν τώρα κάτω από τη διοίκηση ενός καπιτάνου. Οι Γενουάτες απαίτησαν επίσης η μείζων διεθνής ναυτιλία να χρησιμοποιεί την Αμμόχωστο. Κι όμως, το 15ο αιώνα η πόλη δεν απολάμβανε την ευημερία που είχε το 14ο αιώνα. Άλλοι εμπορικοί όμιλοι δεν έκαναν χρήση του λιμανιού, μειώνοντας έτσι τα εισοδήματά του. Μέρος του πληθυσμού μετανάστευσε και το 1394, ο Ιταλός επισκέπτης Νικολό Μαρτόνι σημείωσε ότι «μεγάλο μέρος, σχεδόν το ένα τρίτο, είναι ακατοίκητο, τα σπίτια είναι χαλασμένα, κι αυτό έχει συμβεί μετά τη γενουάτικη κυριαρχία». Τα εισοδήματα του επισκόπου ήταν τα μισά απ’ ό,τι ήταν πριν από τον πόλεμο, υπήρχαν δε παράπονα ότι η πόλη ήταν ανθυγιεινή. Επιπρόσθετα, η άμυνα έναντι στις εξωτερικές απειλές, όπως τα κυπριακά στρατεύματα, οι Καταλανοί πειρατές και οι Μαμελούκοι επιδρομείς, απαιτούσαν δαπάνες, έστω κι άν το νησί είχε στρατιωτική σημασία. Το 1447 η Γένουα αποφάσισε να παραδώσει τη διακυβέρνηση της αποικίας στην Τράπεζα του Αγίου Γεωργίου της Γένουας. Ωστόσο, η Αμμόχωστος συνέχισε να παρακμάζει, μάλιστα μερικοί από τους κατοίκους επέλεξαν να φύγουν και να ενωθούν με τις κοινότητες της Λεμεσού και της Λευκωσίας. Οι Κύπριοι είχαν επιχειρήσει ανεπιτυχώς να ανακαταλάβουν την Αμμόχωστο ήδη από τον καιρό της βασιλείας του Πέτρου Β΄. Ο Ιανός (1398-1432), γιος του Ιακώβου, ο οποίος είχε γεννηθεί και μεγαλώσει στη Γένουα και δεν του επετράπη να επιστρέψει μέχρι του 1391, πολιόρκησε την πόλη το 1401, αλλά εγκατέλειψε την προσπάθεια το 1403, όταν κατέφθασε ο γενουάτικος στόλος. Τελικά, μετά το θάνατο του γιου του Ιανού, Ιωάννη Β΄ (1432-58), νόμιμος διάδοχος του θρόνου ήταν η θυγατέρα του Ιωάννη, Καρλόττα, της οποίας ο δεύτερος σύζυγος ήταν ο Λουδοβίκος, γιος του Δούκα της Σαβοΐας. Ο νόθος γιος του Ιωάννη, Ιάκωβος ο Νόθος, απεφάσισε να καταλάβει την Κύπρο με τη χρήση βίας. Μετά από μακρά πολιορκία, κατάφερε, το 1464, να τερματίσει τη γενουάτικη κυριαρχία της Αμμοχώστου και να εξορίσει το Λουδοβίκο και τη Καρλόττα. Ωστόσο, αυτή η ανακούφιση από την κυριαρχία ενός ιταλικού κράτους δεν κράτησε για πολύ, αφού τρεις άλλες ιταλικές οντότητες ορέγονταν τώρα το νησί: η Σαβοΐα, η Βενετία και η Νεάπολη. Από τη Δύση, η Καρλόττα συνέχισε τις προσπάθειές της, παραχωρώντας τελικά τις απαιτήσεις της στο Δούκα της Σαβοΐας. Ο Ιάκωβος, τώρα Βασιλιάς Ιάκωβος Β΄, παντρεύτηκε την Ενετή Αικατερίνη Κορνάρο, της οποίας η οικογένεια είχε ήδη σημαντικά συμφέροντα στην κυπριακή βιομηχανία ζάχαρης. Είχε διευθετηθεί ότι αν η Αικατερίνη πέθαινε χωρίς παιδιά, διάδοχος της θα ήταν το ενετικό κράτος. Το 1473 όμως γεννήθηκε ο Ιάκωβος Γ΄, τον ίδιο χρόνο που πέθανε ο Ιάκωβος Β΄. Με τέτοιες ασταθείς συνθήκες, οι οπαδοί του βασιλείου της Νεαπόλεως άρπαξαν την ευκαιρία να δολοφονήσουν τον θείο και σύμβουλο της Αικατερίνης, Ανδρέα, και επεχείρησαν πραξικόπημα, το οποίο όμως εμποδίστηκε από τον ενετικό στόλο. Με το θάνατο του Ιακώβου Γ΄, βρέφους ακόμα, το 1474, η Βενετία ανέλαβε ντε φάκτο την εξουσία στην Κύπρο, θεωρώντας ήδη το νησί ως αποικία της και στέλλοντας εκεί ένα Γενικό Προβλεπτή (Provvedittore) ως τον ανώτατο αξιωματούχο. Έτσι ντε γιούρε φαινόταν ότι η Βενετία θα κληρονομούσε την Κύπρο όταν θα πέθαινε η Αικατερίνη αλλά, όταν το 1479 οπαδοί της Καρλόττας δοκίμασαν ανεπιτυχώς να δολοφονήσουν την Αικατερίνη, η Βενετία πείστηκε ότι έπρεπε να καταφέρει την Αικατερίνη να παραιτηθεί νωρίτερα, ώστε να αναλάβει η Βενετία την άμεση διακυβέρνηση της Κύπρου. Αυτό έπραξε η Αικατερίνη το 1489, περνώντας το υπόλοιπο της ζωής της στο Άζολο. Ενετοκρατία, 1474-1571 Σε όλους σχεδόν τους οδηγούς, τη λαϊκή ιστοριογραφία, τα ιστορικά εγχειρίδια και τις περισσότερες γενικές «επιστημονικές» εργασίες για την ιστορία της Κύπρου, η ενετική περίοδος περιγράφεται με όσο το δυνατό πιο σκοτεινά χρώματα. Για περισσότερο από μισό αιώνα όμως, όλη σχεδόν η σοβαρή έρευνα μέσα από τις γραπτές πηγές έχει δείξει ότι σε μεγάλο βαθμό ισχύει το αντίθετο. Σίγουρα επρόκειτο για μια αποικιακή διακυβέρνηση από ένα εμπορικό κράτος, και η Κύπρος ήταν σε κάποιο βαθμό μια στρατιωτική εμπροσθοφυλακή. Ήταν επίσης μια κυβέρνηση του τύπου του 15ου και 16ου αιώνα αλλά, με τα πρότυπα της εποχής, η ενετική περίοδος στην Κύπρο ωφέλησε πολύ τους κατοίκους. Η εσωτερική ασφάλεια και το πλεονέκτημα του ότι ανήκαν σε μια μεγάλη εμπορική αυτοκρατορία, είχαν σαν αποτέλεσμα αυξημένο εμπόριο των παραδοσιακών κυπριακών προϊόντων, όπως σιτηρά, αλάτι, ζάχαρη και βαμβάκι. Αυτό αφενός έφερε κέρδος στους Ενετούς και αφετέρου ενίσχυσε αριθμητικά τη μέση και ανώτερη τάξη των Κυπρίων, τόσο των Ελλήνων όσο και των Λατίνων. Μάλιστα, πολλοί Κύπριοι μεταφέρθηκαν στη Βενετία, όπως οι Ελληνοκύπριοι, μέλη της Ελληνικής Αδελφότητας της Βενετίας, ενώ άλλοι εργάζονταν σε εμπορικά πλοία. Στο μεταξύ βελτιώθηκε επίσης η μοίρα των Κυπρίων παροίκων και του ελληνικού κλήρου. Η πιο πειστική και σημαντική απόδειξη κατά του μύθου της γενικής παρακμής είναι η μεγάλη αύξηση του πληθυσμού κατά την ενετική περίοδο, ο οποίος υπερδιπλαστιάστηκε. Αυτό δε συνοδεύτηκε από την ανάπτυξη των πόλεων και την επέκταση της καλλιεργήσιμης γης. Αυτή η ανάπτυξη είναι πιο εμφανής αν εξεταστεί στο ιστορικό της πλαίσιο: ο τελευταίος αιώνας της Φραγκοκρατίας που προηγήθηκε και οι πρώτοι αιώνες της Τουρκοκρατίας που ακολούθησαν, σημαδεύτηκαν από πληθυσμιακή ύφεση. Η ενετική Κύπρος διοικείτο από ένα Συμβούλιο, το Regimento, με επικεφαλής τον Τοποτηρητή (Luogotenente), ο οποίος διέθετε δύο συμβούλους. Ο Διοικητής της Αμμοχώστου ήταν ο στρατιωτικός ηγέτης, εκτός αν η Βενετία έκρινε αναγκαίο να αποστείλει ένα Γενικό Προβλεπτή (Provveditore). Μέχρι το 1480 η επίσημη γλώσσα, τουλάχιστον στην επικοινωνία της κυβέρνησης με τη Βενετία, είχε αλλάξει από τα Γαλλικά στα Ιταλικά. Ωστόσο, σε πολλούς άλλους τομείς, διατηρήθηκε το προηγούμενο σύστημα διακυβέρνησης. Όπως και στην υπό γενουάτικο έλεγχο Αμμόχωστο όμως, οι Ενετοί, κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας τους, έλεγχαν τους κυπριακούς εκκλησιαστικούς διορισμούς. Η ενετική κυριαρχία συνοδεύτηκε από την Ιταλική Αναγέννηση, η οποία μέχρι τότε είχε μόνο επιφανειακή παρουσία στην Κύπρο. Ιστορικοί τέχνης έχουν αναγνωρίσει μια «Ιταλο-Βυζαντινή» τεχνοτροπία στη ζωγραφική, σε τοιχογραφίες και εικόνες. Οι Έλληνες ζωγράφοι συνέχισαν να ακολουθούν βυζαντινά πρότυπα, ενώ έδειχναν να μην αγνοούν τις ιταλικές εξελίξεις στην τέχνη. Ωραία δείγματα της τεχνοτροπίας αυτής βρίσκονται στη Γαλάτα και τον Καλοπαναγιώτη. Αναγεννησιακά, αρχιτεκτονικά στοιχεία παρατηρούνται σε πολλά κτίρια της περιόδου, αν και στις ελληνικές εκκλησίες ο «Φραγκο-Βυζαντινός» ρυθμός δεν έχει επισκιασθεί. Γνήσια αναγεννησιακά στοιχεία υπάρχουν, για παράδειγμα, στον ξενώνα που είναι προσαρτημένος στο μοναστήρι των Αυγουστινιανών στη Λευκωσία και στο παλάτι της Αμμοχώστου, αλλά τα σπουδαιότερα έργα είναι οι κλασικές οχυρώσεις της Κερύνειας, της Αμμοχώστου και πάνω απ’ όλα της Λευκωσίας. Τα τείχη της Λευκωσίας, σχεδιασμένα από τον Ασκάνιο Σαβορνιάνο και κατασκευασμένα μόλις πριν την τουρκική εισβολή του 1570, σχηματίζουν ένα τέλειο κύκλο με έντεκα καρδιόσχημους προμαχώνες, σε ίσες αποστάσεις ο ένας από τον άλλο. Η Πύλη της Αμμοχώστου με τη βαριά, προεξέχουσα αδρή λιθοδομή της, μεταφέρει τον θεατή σε ένα φανταστικό ταξίδι στην Ιταλία. Όσον αφορά τη λογοτεχνία, η ποίηση του Πετράρχη επηρέασε τα ελληνικά κυπριακά έργα του 16ου αιώνα, αλλά τα περισσότερα σωζόμενα έργα δείχνουν ότι η Ιταλική ήταν η κυρίαρχη γλώσσα της γνώσης και της λογοτεχνίας. Οι κυπριακές σχολές ήταν συνδεδεμένες με το ενετικό δίκτυο. Μετά τη συμπλήρωση των ανωτέρων σπουδών τους στην Ιταλία, ιδιαίτερα στην Πάδουα, πολλοί Κύπριοι διαφόρων προελεύσεων επέλεγαν να παραμείνουν ως καθηγητές, συγγραφείς ή συντάκτες μεσαιωνικών έργων που προορίζονταν για εκτύπωση, ενώ άλλοι επέστρεφαν για να διαδραματίσουν ρόλο στην κυβερνητική γραφειοκρατία. Το 1531 συστάθηκε επιτροπή για την ιταλική μετάφραση του σημαντικού κυπριακού νομικού κώδικα «Ασσίζες της Αυλής της Βουργησίας» (Assizes des bourgeois), την οποία έφερε σε πέρας ο Φλώριος Βουστρώνιος το 1534. Ακόμα πιο σημαντικό, ο 16ος αιώνας ήταν ο ιταλικός αιώνας για την κυπριακή ιστοριογραφία. Ο ίδιος ο Φλώριος Βουστρώνιος συνέταξε ένα σημαντικό χρονικό στα Ιταλικά. Ένα παρόμοιο χρονικό, γνωστό ως «Amadi», γράφτηκε επίσης στα Ιταλικά, ίσως μεταφρασμένο κατά μεγάλο μέρος από παλαιότερες γαλλικές πηγές, που τώρα έχουν χαθεί. Μια εκδοχή του ελληνικού κυπριακού χρονικού που έγραψε τον 15ο αιώνα ο Λεόντιος Μαχαιράς μεταφράστηκε στα Ιταλικά ως το «Χρονικό του Στραμπάλντι». Ένας Δομινικανός μοναχός γόνος ενός κλάδου της βασιλικής οικογένειας, ο Στέφανος Λουζινιανός, άρχισε να συντάσσει το σημαντικό έργο του Chorograffia et breve historia dell’ isola de Cipro (Χωρογραφία και σύντομη ιστορία της νήσου Κύπρου) το 1570 στη Νεάπολη, έχοντας φύγει για ταξίδι από την Κύπρο πριν από την οθωμανική κατάκτηση του νησιού. Υπάρχουν και άλλα, λιγότερο σημαντικά χρονικά για την Κύπρο καθώς και πολλές περιγραφές της ίδιας της κατάκτησης στα Ιταλικά. Ειρηνική διοίκηση σήμαινε διοίκηση χωρίς επεισόδια. Οι Τούρκοι επέδραμαν στη Λεμεσό το 1539, αλλά η πόλη ήταν ήδη ερειπωμένη και σχεδόν εγκαταλελειμμένη. Η μόνη πραγματική καταστροφή ήρθε αργότερα με την τουρκική κατάκτηση. Πριν απ’ αυτή όμως, υπήρξαν μερικά χρόνια εσωτερικής αναταραχής, που επιδεινώθηκαν ίσως λόγω της αυξημένης διεθνούς έντασης. Ο Ιάκωβος Διασωρίνος ηγήθηκε μιας ελληνικής εξέγερσης το 1563, αλλά δεν άργησαν να τον εκτελέσουν. Η Αντιμεταρρύθμιση ήρθε στην Κύπρο όταν ο τελευταίος αρχιεπίσκοπος της Λευκωσίας Φιλίππος Μοτσενίγκο, ενόχλησε τους Έλληνες προσπαθώντας να εφαρμόσει τις πιο σκληρές αποφάσεις της Συνόδου του Τριδέντου. Οι αρχές εκτέλεσαν τους αρχηγούς των ταραχών που ξέσπασαν το 1566, σε μια περίοδο έλλειψης τροφίμων, όταν υπήρξε υποψία ότι η Βενετία έκανε εξαγωγή σιταριού. Οι Οθωμανοί ενεθάρρυναν συνωμοσίες και εξεγέρσεις, δίνοντας υποσχέσεις για καλύτερα χρόνια κάτω από τουρκική διοίκηση. Στο μεταξύ, η πλήρης ανακατασκευή της Λευκωσίας και των τειχών της τα τρία τελευταία χρόνια της ενετικής περιόδου επέφερε περαιτέρω στερήσεις στις χαμηλότερες τάξεις. Τελικά, τα νέα τείχη της Λευκωσίας δεν απέδωσαν. Ο τοποτηρητής Νικολό Ντάντολο ηγήθηκε Ενετών και Κυπρίων όλων των κατηγοριών στην υπεράσπιση της πόλης για έξι εβδομάδες το καλοκαίρι του 1570, αλλά η πρωτεύουσα έπεσε και οι υπερασπιστές της σφαγιάστηκαν. Μετά ήρθε η σειρά της Αμμοχώστου. Εκεί ήταν επικεφαλής ο Καπιτάνος Μαρκαντόνιος Βραγαδίνος και η πόλη άντεξε σχεδόν για ένα χρόνο, μέχρι που τα εναπομείναντα μέλη της φρουράς, Ενετοί και Κύπριοι, παραδόθηκαν με τον όρο ότι θα τους χάριζαν τις ζωές τους. Αντ’ αυτού σφαγιάστηκαν, εκτός από τον Βραγαδίνο του οποίου απλά έκοψαν τη μύτη και τα αυτιά. Ωστόσο, δύο εβδομάδες αργότερα τον έγδαραν ζωντανό. Γέμισαν το δέρμα του με άχυρο και το έστειλαν στην Κωνσταντινούπολη ως τρόπαιο, αλλά οι Ενετοί κατάφεραν να το πάρουν το 1580 και να το φέρουν πίσω στη Βενετία. Έτσι τέλειωσαν δύο σχεδόν αιώνες συνεχούς ιταλικής κυριαρχίας ολόκληρης ή μέρους της Κύπρου.