Κατά τη διάρκεια της Ελληνιστικής περιόδου, η Κύπρος αποτελούσε μέρος του πτολεμαϊκού βασιλείου της Αιγύπτου. Μετά από μια περίοδο ανυπέρβλητης δόξας, όταν η Αλεξάνδρεια ήταν ουσιαστικά η πρωτεύουσα του Ελληνιστικού κόσμου, το πτολεμαϊκό βασίλειο άρχισε να παρακμάζει. Στο μεταξύ, η νέα μεσογειακή δύναμη, η Ρώμη, άρχισε να επεκτείνεται προς όλες τις κατευθύνσεις. Η Ρώμη γνώριζε ότι, για να εξασφαλίσει τον έλεγχο της Ανατολικής Μεσογείου, έπρεπε να νικήσει την Αίγυπτο. Και για να το πετύχει αυτό, η Κύπρος ήταν ένα απαραίτητο εφαλτήριο. Ήδη, στη διάρκεια του 2ου αιώνα πΧ, ενθαρρυμένοι από τη γενική παρακμή, οι Ρωμαίοι άρχισαν να επεμβαίνουν στις υποθέσεις των Πτολεμαίων, ιδιαίτερα στην Κύπρο. Ήταν, όμως, οι διαμάχες ανάμεσα στους ίδιους τους Πτολεμαίους που άνοιξαν τις πύλες στους Ρωμαίους, κι έτσι το 58 πΧ η Κύπρος προσαρτίστηκε εύκολα από τη Ρώμη. Το 48-47 πΧ, κατά τη διάρκεια της αλεξανδρινής εκστρατείας του Καίσαρα, το νησί δόθηκε πίσω στην Αίγυπτο, στην ουσία προς όφελος της Κλεοπάτρας Ζ’, κάτι που επιβεβαιώθηκε αργότερα από τον Μάρκο Αντώνιο. Η αναμφισβήτητη ρωμαϊκή κυριαρχία στην Κύπρο άρχισε μετά τη ναυμαχία του Ακτίου. Τα γνωστά γεγονότα τα οποία ακολούθησαν τη νίκη του Οκταβιανού και του Αγρίππα, δηλαδή ο θάνατος του Μάρκου Αντώνιου, η αυτοκτονία της Κλεοπάτρας το 30 πΧ και η δολοφονία του Καισαρίωνα τον επόμενο χρόνο, υπέταξαν την Αίγυπτο, και μαζί της την Κύπρο, μια για πάντα στη Ρώμη. Δυστυχώς, η λογοτεχνική μαρτυρία αναφορικά με τη ρωμαϊκή Κύπρο είναι μάλλον περιορισμένη. Σε μεγάλο βαθμό, η απουσία ενδιαφέροντος για την Κύπρο από πλευράς των συγγραφέων μπορεί να αποδοθεί στο γεγονός ότι το νησί απολάμβανε αρκετής ευημερίας κάτω από τους Ρωμαίους κι έτσι δεν δημιουργούσε προβλήματα για την κεντρική εξουσία, ώστε να γίνεται λόγος γι’ αυτό. Επιπρόσθετα, με την «ενοποίηση» τώρα της Ανατολικής Μεσογείου κάτω από την Pax Romana (Ρωμαϊκή Ειρήνη), η Κύπρος είχε χάσει τη στρατηγική της σημασία. Φαίνεται, πράγματι, ότι με την καθιέρωση του ρωμαϊκού διοικητικού συστήματος, λίγα γεγονότα διεθνούς σημασίας ήρθαν να διαταράξουν την ηρεμία που επικρατούσε στην Κύπρο. Αν και υποβαθμισμένο πολιτικά και στρατιωτικά, επιγραφές και αρχαιολογικά κατάλοιπα δείχνουν ότι το νησί ευημερούσε και τύγχανε καλής διακυβέρνησης. Αρχικά οι Κύπριοι εθεωρούντο dediticii, δηλαδή δεν τους δόθηκαν οποιαδήποτε δικαιώματα εφόσον είχαν παραδοθεί στη Ρώμη άνευ όρων. Ευρίσκονταν κάτω από την άμεση ευθύνη του Οκταβιανού, αργότερα όμως, το 22 πΧ μετά το τέλος των εμφυλίων πολέμων και την εδραίωση της ρωμαϊκής κυριαρχίας στην Ανατολή, ο Οκταβιανός, ως αυτοκράτορας Αύγουστος πλέον, έκανε την Κύπρο συγκλητική επαρχία. Έτσι το νησί εισήλθε σε μια περίοδο αδιατάρακτης ειρήνης. Κάτω από τη Ρωμαϊκή Ειρήνη, αφήνοντας κατά μέρος φυσικές καταστροφές όπως σεισμούς, τους κατά καιρούς λοιμούς, επιδρομές ακρίδων και λιμούς, λίγα γεγονότα διεθνούς σημασίας φαίνεται να επηρέασαν το νησί τα επόμενα 300 χρόνια. Με εξαίρεση τον κίνδυνο από την αποτυχημένη επιδρομή του γοτθικού στόλου το 269 μΧ, μόνο ένα γεγονός φαίνεται να απείλησε σοβαρά την ειρήνη και την πολιτική σταθερότητα της Κύπρου. Πρόκειται για την Εβραϊκή Εξέγερση του 116 μΧ, η οποία, όπως είναι γνωστό, ξεκίνησε από την Κυρηναϊκή (στη σημερινή Λιβύη) και ξαπλώθηκε μέχρι την Κύπρο, την Αίγυπτο και την Παλαιστίνη. Η Κύπρος και ιδιαίτερα η πόλη της Σαλαμίνας, φαίνεται να δοκιμάστηκαν περισσότερο. Η εκδοχή του Δίωνος Κάσσιου (2ος-3ος αιώνας) σύμφωνα με την οποία όλος ο μη εβραϊκός πληθυσμός της Σαλαμίνας είχε εξοντωθεί, ενώ ο συνολικός αριθμός των θυμάτων σε ολόκληρο το νησί έφθασε τις 250.000, είναι οπωσδήποτε διογκωμένη αλλά καθρεφτίζει το μέγεθος της καταστροφής. Τελικά, η εξέγερση κατεστάλη από στρατιωτικές δυνάμεις που στάληκαν στο νησί από τη Ρώμη υπό τον αρχηγό του ιππικού Lusius Quietus, ο οποίος είχε ήδη διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στους Παρθικούς Πολέμους του Τραϊανού. Η Εβραϊκή Εξέγερση εξέθεσε ένα από τα αδύνατα σημεία της ρωμαϊκής διοίκησης: το γεγονός ότι, καθώς το νησί είχε χάσει τη στρατηγική του σημασία, δεν διέθετε στρατιωτικές δυνάμεις για να βοηθήσουν σε περίπτωση ανάγκης. Γενικά, όμως, η ρωμαϊκή διακυβέρνηση, άν και σχεδιασμένη ώστε να εκμεταλλεύεται πλήρως τους φυσικούς πόρους του νησιού, ήταν συνετή και ούτε σκληρή ούτε δυσβάστακτη. Επικεφαλής της τοπικής διοίκησης ήταν ο ανθύπατος, ρωμαίος συγκλητικός με το αξίωμα του πραίτωρα, του οποίου η θητεία διαρκούσε για ένα μόνο χρόνο. Ανάμεσα σε πολλά άλλα, ήταν υπεύθυνος για την εσωτερική ασφάλεια του νησιού, η οποία, όπως αναφέρθηκε ήδη, δεν παρουσίαζε μεγάλες δυσκολίες. Ασκούσε επίσης δικαστική εξουσία και ήταν ο επίσημος εκπρόσωπος τόσο της Συγκλήτου, όσο και του Αυτοκράτορα, συντόνιζε όλες τις υποθέσεις που στόχευαν στην εκδήλωση της νομιμοφροσύνης της επαρχίας προς τον αυτοκράτορα, και προωθούσε την κατασκευή δρόμων, υδραγωγείων και δημοσίων κτιρίων. Στο έργο του τον βοηθούσαν ο legatus pro praetore (ληγάτος, βοηθός διοικητής), και ο questor provinciae (κβαίστωρ, οικονομικός λειτουργός), που και οι δύο υπηρετούσαν επίσης μόνο για ένα χρόνο. Η διοίκηση του νησιού βρισκόταν βασικά στα χέρια αυτών των τριών ανθρώπων, οι οποίοι ήταν όλοι ξένοι και βοηθούνταν από μια πλειάδα κατώτερων αξιωματούχων. Το αξίωμα του ανθύπατου δεν ήταν και τόσο περιζήτητο, καθώς η Κύπρος, μια ελάσσονος σημασίας συγκλητική επαρχία, χωρίς στρατό εκτός από την προσωπική φρουρά του κυβερνήτη, δεν είχε να προσφέρει πολλές προοπτικές ανέλιξης για ανθρώπους με πολιτικές ή στρατιωτικές φιλοδοξίες. Επίσης, και αυτό προς όφελος των Κυπρίων, η σύντομη θητεία των τριών αυτών αξιωματούχων δεν άφηνε πολλά περιθώρια για διαφθορά μέσα στην ίδια την κυβέρνηση, αφού οι τρεις δεν βρίσκονταν ποτέ μαζί στο νησί για περισσότερους από έξι μήνες: ο ανθύπατος και ο βοηθός του διορίζονταν κάθε 1η Ιουλίου, ενώ η θητεία του οικονομικού λειτουργού άρχιζε στις 10 Δεκεμβρίου. Μετά τον 1ο αι. μΧ ο αυτοκράτορας διόριζε έναν άλλο αξιωματούχο, έναν εκπρόσωπο (procurator), ώστε ο ίδιος ο αυτοκράτορας να μπορεί να ελέγχει τα οικονομικά και να φροντίζει τα δικά του συμφέροντα σε μια επαρχία που ήταν κάτω από τον έλεγχο της Συγκλήτου. Αργότερα διορίστηκαν και άλλοι αξιωματούχοι, περιλαμβανομένων ενός επιμελητή πόλεων (curator civitatis), τον οποίο ο αυτοκράτορας επέβαλε στις πόλεις για να ελέγχει τα αλόγιστά τους έξοδα και ενός αυτοκρατορικού αντιπροσώπου υπεύθυνου για τα μεταλλεία. Οι Ρωμαίοι δεν κατέβαλαν συντονισμένη προσπάθεια για να εκρωμαΐσουν το νησί, άν και, όπως ήταν φυσικό, πολλές πτυχές του ρωμαϊκού τρόπου ζωής, πολιτισμού και παράδοσης σταδιακά διείσδυσαν στον κόσμο της Κύπρου. Για τη διακυβέρνηση και τις καθημερινές υποθέσεις οι Ρωμαίοι βασίζονταν σε μεγάλο βαθμό στην καλή θέληση και τη συνεργασία των παλαιών πόλεων και στη βοήθεια αριθμού τοπικών αξιωματούχων. Όπως και πριν, οι πόλεις διέθεταν Βουλή, αλλά την πραγματική εξουσία είχαν οι Άρχοντες που προέδρευαν του Δήμου. Για διοικητικούς σκοπούς, το νησί ήταν διαιρεμένο σε τέσσερις επαρχίες: τη Λαπηθία στο βορρά, την Αμαθουσία στο νότο, που περιλάμβανε και τον κεντρικό ορεινό όγκο του Τροόδους, τη Σαλαμινία στα ανατολικά και την Παφία στα δυτικά. Η επικράτεια αυτή καθεαυτή ήταν μοιρασμένη ανάμεσα στις 12 (ή 13) πιο σημαντικές πόλεις, με πρωτεύουσα, όπως και στους ελληνιστικούς χρόνους, τη Νέα Πάφο στα δυτικά παράλια. Το γεγονός ότι όλες σχεδόν αυτές οι πόλεις είναι παραθαλάσσιες δείχνει τις ειρηνικές συνθήκες που επικρατούσαν τότε στην Ανατολική Μεσόγειο. Ολόκληρο το νησί ήταν χωρισμένο κατ’ αυτόν τον τρόπο, ενώ άλλες περιουσίες είτε ήταν ελάχιστες είτε εξαφανίστηκαν κατά τους πρώτους αυτοκρατορικούς χρόνους. Υπάρχουν, για παράδειγμα, πληροφορίες ότι στις αρχές της αυτοκρατορικής περιόδου το ιερό του Ασκληπιού της Κω διέθετε περιουσία στην Κύπρο. Επίσης, σημαντικά κατάλοιπα ομοιόμορφα διαχωρισμένης αγροτικής γης κοντά στη Σαλαμίνα πρέπει να είναι ενδεικτικά κάποιας αγρονομικής χωροθέτησης από το ρωμαϊκό κράτος. Φαίνεται, πάντως, να μην υπήρχαν latifundia (μεγάλα αγροκτήματα), ούτε αυτοκρατορικά κτήματα. Οι ρωμαίοι αυτοκράτορες φρόντισαν ώστε οι πόλεις να διαθέτουν καλή υδατοπρομήθεια και να συνδέονται μεταξύ τους με ένα επαρκές οδικό σύστημα. Μαρτυρία γι αυτό το τελευταίο αποτελούν ένας μεγάλος αριθμός μιλιαρίων και ο χάρτης του Peutinger (αντίγραφο του 13ου αιώνα ενός ρωμαϊκού στρατιωτικού χάρτη). Οι συνδυασμένες πληροφορίες δείχνουν ότι υπήρχε ένας περιμετρικός δρόμος που συνέδεε τις παραλιακές πόλεις, ενώ άλλος δρόμος, στην ενδοχώρα, ένωνε του Σόλους με την Ταμασσό, προχωρούσε στην Τρεμιθούσα και πιθανότατα έφθανε μέχρι τη Σαλαμίνα. Άλλοι δρόμοι φαίνεται να εξυπηρετούσαν τη χερσόνησο της Καρπασίας καθώς και άλλες, μικρότερες πόλεις. Το κύριο μέρος αυτού του δικτύου μπορεί να αποδοθεί στους αυτοκράτορες Αύγουστο και Τίτο, αλλά σημαντικές επισκευές και μετατροπές έγιναν κατά τη διάρκεια των Σεβήρων στις αρχές του 3ου αιώνα. Φαίνεται πως τα έξοδα τότε καλύφθηκαν από τις ίδιες τις πόλεις, πράγμα που καθρεφτίζει τη μεγάλη ευημερία την οποία απολάμβανε το νησί κάτω από αυτούς τους αυτοκράτορες. Όπως και στην υπόλοιπη Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, η Ελληνική παρέμεινε η επίσημη γλώσσα, κι αυτό ίσχυε επίσης για τις προκηρύξεις και τα διατάγματα, ενώ η Λατινική χρησιμοποιείτο μόνο για τα πρώιμα μιλιάρια και τις επίσημες αφιερώσεις κτιρίων. Από τη δική τους πλευρά, οι Κύπριοι, ίσως επειδή πέρασαν κάτω από τη ρωμαϊκή κυριαρχία ως dediticii, έκαναν ό,τι μπορούσαν για να ευχαριστήσουν και κολακεύσουν τους αυτοκράτορες με σκοπό, όπως φαίνεται, να εξασφαλίσουν χάρες και προνόμια. Αυτό μαρτυρείται, για παράδειγμα, από τον Όρκο Πίστης στον Τιβέριο κατά την άνοδό του στο θρόνο, αντίγραφο του οποίου βρέθηκε στο χωριό Νικόκλεια κοντά στην Παλαίπαφο. Σ’ αυτόν οι Κύπριοι ορκίζονται μεταξύ άλλων «να υπακούουν τόσο δια ξηράς όσο και δια θαλάσσης, να είναι πιστοί και να λατρεύουν» τον νέο αυτοκράτορα. Αυτός ήταν επίσης και ο λόγος για τον οποίο αναβίωσε το Κοινόν Κυπρίων, η ομοσπονδία των Κυπρίων, οργάνωση που κατά την Ελληνιστική περίοδο ήταν υπεύθυνη για τη λατρεία των θεοποιημένων Πτολεμαίων. Αυτή είχε επίσης τη φροντίδα της λατρείας της Αφροδίτης σε ολόκληρη την Κύπρο, πράγμα που σήμαινε ότι είχε θρησκευτική ισχύ και, επομένως, οικονομική και πολιτική. Μέσω αυτού του Κοινού, η επαρχία της Κύπρου μπορούσε να εκφράζει την πίστη της στον αυτοκράτορα, να οργανώνει θρησκευτικές γιορτές και να τιμά τους ευεργέτες με ψηφίσματα. Μπορούσε επίσης να κόβει τα δικά της χάλκινα νομίσματα, τα οποία χρησιμοποιούνταν ως «ψιλά» για τα μεγαλύτερης αξίας αυτοκρατορικά νομίσματα που ήταν φτιαγμένα από πιο ευγενή μέταλλα. Οι Κύπριοι, στην προσπάθειά τους να κερδίσουν την εύνοια των Ρωμαίων, επινόησαν ένα μοναδικό, άνκαι πρόσκαιρο, Αυτοκρατορικό Ημερολόγιο, το οποίο δόξαζε τον Αύγουστο και τον οίκο του, τους Ιούλιους (Julii), μυθικούς απογόνους της Αφροδίτης. Οι ρωμαίοι αυτοκράτορες, από δικής τους πλευράς, δεν φαίνεται να ανταποκρίνονταν σ’ αυτές τις κολακευτικές χειρονομίες των Κυπρίων. Οι απελεύθεροι (liberti) ήταν εμφανώς λιγοστοί, ενώ οι πληροφορίες για ρωμαίους πολίτες στο νησί κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων αιώνων μΧ είναι σπάνιες. Σταδιακά, όμως, οι ίδιοι οι Κύπριοι φαίνεται να έχασαν το ενδιαφέρον τους, αφού όταν το 212 ο Καρακάλλας πρόσφερε τη ρωμαϊκή υπηκοότητα σε όλους τους ελεύθερους άνδρες που ζούσαν στην αυτοκρατορία, η ανταπόκριση των Κυπρίων υπήρξε ελάχιστη. Παράλληλα όμως, παρόλον ότι υπήρχαν λατινικές εμπορικές κοινότητες στην Πάφο, στη Σαλαμίνα και ίσως και στο Κίτιο, το νησί φαίνεται να προσέλκυσε πολύ λίγους πλούσιους και σημαντικούς Ρωμαίους. Στο νησί δεν δημιουργήθηκαν αποικίες και σε καμιά πόλη δεν δόθηκε το νομικό καθεστώς μιας ρωμαϊκής πόλης ή έστω περιορισμένα προνόμια - κι όλες πλήρωναν φόρους. Οι φόροι αυτοί δεν φαίνεται να ήταν δυσβάστακτοι γιατί η Κύπρος ευημερούσε. Ήταν αυτάρκης στα περισσότερα αγαθά, ενώ η εκμετάλλευση της ξυλείας και των ορυκτών, κυρίως του χαλκού, συνεχιζόταν όπως και προηγουμένως. Το 12 μΧ ύστερα από προσφορά του Ηρώδη του Μέγα της Ιουδαίας δώρου 300 ταλάντων στον αυτοκράτορα Αύγουστο, ο τελευταίος του εκμίσθωσε τα μισά εισοδήματα των μεταλλείων της Κύπρου. Φαίνεται όμως πως ο Αυτοκράτορας επανάκτησε τα μεταλλεία μετά το θάνατο του Ηρώδη. Πρέπει κανείς να υποθέσει ότι από τότε και στο εξής τα κέρδη από τα μεταλλεία πήγαιναν στους αυτοκράτορες, αυτός είναι δε ο λόγος που, τουλάχιστον σε μεταγενέστερους χρόνους, τα διαχειρίζονταν αυτοκρατορικοί αντιπρόσωποι. Αναφορικά με τη ξυλεία, ο συγγραφέας Αμμιανός Μαρκελλίνος του 4ου αιώνα μΧ υποστηρίζει ότι το νησί όχι μόνο διέθετε μεγάλη και ποικίλη αφθονία όλων των προϊόντων, αλλά μπορούσε να κατασκευάσει, να εφοδιάσει πλήρως και να εμπιστευτεί ένα καράβι στο πέλαγος αποκλειστικά από τους δικούς του πόρους. Οι Κύπριοι ήταν ανέκαθεν λαός κυρίως γεωργικός. Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος (23-79 μΧ) περιλαμβάνει τα κυπριακά κρασιά ανάμεσα στα πιο περιζήτητα ποιοτικά κρασιά, ενώ ο Στράβων (63 πΧ-24 μΧ) αναφέρει ότι το νησί είχε καλό κρασί και ελαιόλαδο κι ήταν αυτάρκες σε σιτηρά. Σώζονται επίσης μαρτυρίες και για το λινάρι. Μια επιγραφή δείχνει ότι οι υφαντές λινών της Σαλαμίνας ήταν εύποροι και αρκετά σημαντικοί για να μπορέσουν να στήσουν άγαλμα του αυτοκράτορα Αδριανού στο γυμνάσιο της πόλης τους. Αρχαιολογικά ευρήματα παρέχουν μαρτυρίες για την άνθηση των τεχνών και των επιστημών στο ειρηνικό και εύπορο περιβάλλον που πρόσφερε το νησί. Εντούτοις, λίγα πράγματα είναι γνωστά για Κυπρίους, οι οποίο απέκτησαν φήμη εκτός του νησιού. Ο πιο ξακουστός ήταν ίσως ο πλατωνικός φιλόσοφος Βάκχιος από την Πάφο, γιος του Τρύφωνα, ο οποίος ήταν ο πρώτος που δίδαξε φιλοσοφία στον αυτοκράτορα Μάρκο Αυρήλιο, και που τιμήθηκε στους Δελφούς γύρω στα μέσα του 2ου αιώνα. Άλλος διεθνώς διάσημος Κύπριος ήταν ο Πόπλιος Αίλιος [Αι]λιανός, ο οποίος έζησε κατά την περίοδο των Αντωνίνων αυτοκρατόρων. Σύμφωνα με μια μακροσκελή αναθηματική επιγραφή, και πάλι στους Δελφούς, ήταν ξακουστός αυλητής που κέρδισε πολλές νίκες και βραβεία, ανάμεσα σ’ άλλα, στους πανελλήνιους διαγωνισμούς των Πυθίων, των Ολυμπίων, των Νεμέων και των Ισθμίων, καθώς και σε τοπικούς αγώνες στη Ρώμη, τη Νεάπολη, τη Νικόπολη, την Αντιόχεια και αλλού. Για όλα αυτά τα επιτεύγματα έγινε επίτιμος πολίτης των Αθηνών και της Αντιόχειας. Μερικοί γιατροί έγιναν επίσης ξακουστοί πέρα από το νησί, και γι αυτούς θα μιλήσουμε σε λίγο. Αντίθετα, στο ίδιο το νησί μεγάλος αριθμός επιγραφών μαρτυρούν ότι ανθούσαν τόσο οι επιστήμες όσο και οι τέχνες. Έτσι, ακούμε για μουσικούς, γιατρούς, φιλόσοφους και άλλους. Ανάμεσα στους φιλόσοφους ξεχωρίζει ο Πλους από την Πάφο. Έζησε στις ημέρες του Αυγούστου κι εκτός από φιλόσοφος ήταν και αρχιερέας της λατρείας της Αφροδίτης. Από μια επιτύμβια στήλη του 2ου αι. μΧ που βρέθηκε στην Αθηαίνου, μαθαίνουμε επίσης για τον Κιλικά από το Κίτιο, που κράτησε ζωντανή την ομηρική παράδοση, μεταφράζοντας «τα Ομηρικά ποιήματα και κάνοντας έτσι γνωστά τα κατορθώματα των παλιών ηρώων». Αριθμός επιγραφών αναφέρεται σε γιατρούς, μερικοί από τους οποίους περιγράφονται ως αρχίατροι. Υπάρχουν επίσης γιατροί παγκόσμιας φήμης, όπως ο Ζήνων ο Κύπριος, ο οποίος έζησε στα μέσα του 4ου αιώνα. Εργάστηκε στην Αλεξάνδρεια όπου ίδρυσε μια περίφημη ιατρική σχολή, από την οποία αποφοίτησαν τρεις διάσημοι γιατροί της αρχαιότητας: ο Μάγνος της Αντιόχειας, ο Ορειβάσιος της Περγάμου και ο Ιωνικός των Σάρδεων. Πολλά αρχαιολογικά ευρήματα δείχνουν ότι η κυπριακή ιατρική παράδοση, ήδη καλά εδραιωμένη στους κλασσικούς και ελληνιστικούς χρόνους, συνέχισε την άνθησή της και κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο. Ήδη τον 1ο αιώνα, ο Στράβων αναφέρει: «Μεταλλεία χαλκού είναι άφθονα εκείνα της Ταμασσού, όπου γίνεται το χαλκανθές (θειϊκός χαλκός) κι η σκουριά του χαλκού, χρήσιμα στις ιατρικές τέχνες». Η επίσκεψη του Γαληνού στα ορυχεία των Σόλων το 166 μΧ οφειλόταν σχεδόν με βεβαιότητα σε μια τοπική παράδοση που χρησιμοποιούσε τα χαλκούχα άλατα για ιατρικούς σκοπούς. Στα κείμενά του ο Γαληνός, ένας από τους πιο ξακουστούς γιατρούς όλων των εποχών και αρχίατρος του αυτοκράτορα Μάρκου Αυρήλιου, αναφέρει ότι είχε έρθει στην Κύπρο ειδικά για τα ορυκτά του νησιού και για να διερευνήσει τη χρήση τους στην ιατρική. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το έργο του Γαληνού διευκολύνθηκε τα μέγιστα γιατί είχε «ένα φίλο που ασκούσε μεγάλη επιρροή στο νησί κι ο οποίος σχετιζόταν επίσης με τον διευθυντή των μεταλλείων, που ήταν ο αντιπρόσωπος του Καίσαρα». Απτές μαρτυρίες αυτής της ιατρικής παράδοσης έχουν έρθει στο φως στην Πάφο, όπου υπάρχει ένα μερικώς ανασκαμμένο Ασκληπιείο, το οποίο αποτελούσε μέρος μεγάλου κτιριακού συμπλέγματος στο μνημειακό κέντρο της πόλης. Μια επιγραφή που αναφέρει τον Ασκληπιήδωρο, ιδρυτή και αρχιερέα του ιερού του Ασκληπιού και της Υγείας, μαρτυρεί την ύπαρξη κι άλλου τέτοιου ιερού στο Κίτιο. Όπως και αλλού στον Ελληνικό κόσμο, σ’ αυτά τα ιερά, που ήταν αφιερωμένα στο θεό της Ιατρικής Ασκληπιό (συχνά μαζί με τη θυγατέρα του Υγεία), διέμεναν οι ασθενείς για να θεραπευτούν από το θεό μέσω του ιερέα του. Μεγαλύτερης σημασίας είναι ο μεγάλος αριθμός πήλινων αγγείων από την Πάφο, που έχουν σχήμα διαφόρων μερών του ανθρωπίνου σώματος. Το από κάτω μέρος του κάθε αγγείου έχει σαν αποτύπωμα του σημείου του σώματος πάνω στο οποίο εφάρμοζε, είναι δε εμφανές ότι αυτά τα αγγεία χρησιμοποιούνταν ως θερμοφόρες. Αν και τέτοια αντικείμενα δεν αναφέρονται στις αρχαίες γραπτές πηγές, πρέπει να χρησιμοποιούνταν όπως τα έμπλαστρα και τα θερμάσματα των αρχαίων, τα οποία ήταν θερμά παρασκευάσματα τυλιγμένα σε ύφασμα, σκοπός των οποίων ήταν να προκαλούν υπεραιμία για να ανακουφίσουν από τους πόνους που προκαλούσαν ρευματικές ή άλλες παθήσεις. Παρά το γεγονός ότι τέτοια κεραμική ήταν σε ευρεία χρήση στην Πάφο, φαίνεται να ήταν τελείως άγνωστη στον υπόλοιπο αρχαίο κόσμο. Μια άλλη εξίσου σημαντική ανακάλυψη ιατρικής φύσης προέρχεται επίσης από την Πάφο. Πρόκειται για τον τάφο ενός χειρούργου, ο οποίος πέθανε κατά την περίοδο των Σεβήρων και ο οποίος ετάφη μαζί με ένα μεγάλο αριθμό κτερισμάτων, περιλαμβανομένου ενός από τους πληρέστερους εξοπλισμούς σε ιατρικά εργαλεία που σώζονται από τη Ρωμαϊκή περίοδο. Αυτός περιλαμβάνει ανάμεσα στ’ άλλα, μια βεντούζα (η συκία των αρχαίων), ένα τυφλάγκιστρο, μοχλούς, νυστέρια και κυλινδρικά δοχεία - όλα από ορείχαλκο, εκτός από τη ψαλίδα, τις λαβίδες και τις κοφτερές λεπίδες των νυστεριών που ήταν φτιαγμένα από σίδηρο. Ένα σύνολο μικρών, εύθραυστων εργαλείων φυλαγόταν σε ένα προστατευτικό κυλινδρικό δοχείο, ενώ άλλα παρόμοια δοχεία ήταν γεμάτα με διάφορες σκόνες και χάπια, που αναλύσεις έδειξαν ότι είναι μεταλλικά άλατα, κυρίως χαλκού. Αυτό είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον, καθώς μικρή αμφιβολία μπορεί να υπάρξει ότι τέτοιες ουσίες είχε έρθει να συλλέξει από τα ορυχεία των Σόλων, για τις ιατρικές ιδιότητές τους, ο ίδιος ο μέγας Γαληνός λίγα μόλις χρόνια νωρίτερα, το 166. Τα έργα τέχνης, διάφορα αντικείμενα και αρχιτεκτονικά κατάλοιπα της ρωμαϊκής Κύπρου παρουσιάζουν μια μεγάλη ποικιλία τύπων, ρυθμών και επιδράσεων. Εδώ θα παραθέσουμε ορισμένα από αυτά, τα οποία με τον ένα ή τον άλλο τρόπο συνδέουν το νησί με τη Ρώμη. Η Κύπρος δεν είναι τόσο πλούσια όσο άλλες περιοχές της Μεσογείου σε αγάλματα διότι δεν είχε δικό της μάρμαρο. Όλα τα σημαντικά αγάλματα κατασκευασμένα από μάρμαρο είχαν εισαχθεί κυρίως από τα ελληνικά νησιά και την Μικρά Ασία, ανήκουν δε στην κοινή ελληνο-ρωμαϊκή τεχνοτροπία. Σε αντίθεση, οι περισσότερες από τις εγχώριες δημιουργίες είναι φτιαγμένες από ασβεστόλιθο και είναι συνήθως μάλλον άκομψες και επαρχιώτικες, αν και σ’ ένα κεφάλι που βρίσκεται στη συλλογή Πιερίδη στη Λάρνακα και στον λεγόμενο Καλιγούλα στο Κυπριακό Μουσείο γίνεται μια συνειδητή προσπάθεια μίμησης των ρωμαϊκών πρωτοτύπων. Υπάρχουν επίσης εισηγμένα αγάλματα, τα οποία αποτελούν μέρος της επίσημης αυτοκρατορικής τέχνης και προπαγάνδας. Τέτοια αγάλματα, που μπορεί να ήταν από μάρμαρο ή ορείχαλκο, κατασκευάζονταν με αυτοκρατορικές προδιαγραφές σε μεγάλα εργαστήρια και στη συνέχεια στέλνονταν για να διακοσμήσουν τα δημόσια κτίρια στα μεγάλα κέντρα της Αυτοκρατορίας. Ένα παράδειγμα σε μάρμαρο, πιθανότατα κατασκευασμένο κοντά στην Αθήνα, είναι ένας κορμός του Βεσπασιανού ή του Τίτου με πανοπλία, που βρέθηκε στο θέατρο της Σαλαμίνας. Ένα ορειχάλκινο πορτρέτο του 1ου αι. μΧ που ανήκει είτε στον Κλαύδιο είτε στο Γερμανικό (ή τον πατέρα τους, τον στρατηγό Νέρο Δρούσο), βρέθηκε στο Ιερό του Ολυμπίου Διός στη Σαλαμίνα. Ορειχάλκινα αγάλματα αυτής της κατηγορίας είναι γενικά σπάνια, και η Κύπρος είναι ιδιαίτερα τυχερή που έχει ένα πράγματι εξαιρετικό δείγμα του τύπου αυτού. Πρόκειται για το υπερμεγέθες άγαλμα του Σεπτίμιου Σεβήρου από τους Χύτρους, που τώρα βρίσκεται στο Κυπριακό Μουσείο. Αυτό, σύμφωνα με τον Cornelius Vermeule, «είναι το μεγαλοπρεπέστερο έργο τέχνης που έχει σωθεί από μια περίοδο όταν η Κύπρος αποτελούσε πλούσιο μέρος μιας απέραντης αυτοκρατορικής όσο και τοπικής μητροπολιτικής δημιουργικής οντότητας». Η αρχιτεκτονική της ρωμαϊκής Κύπρου χαρακτηρίζεται επίσης από ένα μείγμα τοπικών παραδόσεων και εξωγενών καλλιτεχνικών επιδράσεων. Στη θρησκευτική αρχιτεκτονική, πανάρχαιοι τύποι, όπως τα τεμένη, οι ιερές ανοιχτές αυλές, συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται ακόμα και στο πιο φημισμένο ιερό της Κύπρου, εκείνο της Αφροδίτης στην Παλαίπαφο. Εισάγονται επίσης νέοι αρχιτεκτονικοί τύποι, κυρίως από την Ανατολή, όπως ο ναβαθαϊκός ρυθμός, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε σε πολλούς από τους ναούς του 2ου αιώνα στο νησί, όπως εκείνους της Αφροδίτης στην Αμαθούντα και του Απόλλωνα Υλάτη στο Κούριο. Η επίδραση της Ρώμης και του ρωμαϊκού τρόπου ζωής είναι πιο εμφανής σε μερικά από τα δημόσια κτίρια. Τα γυμνάσια /αγορές, ένα από τα κύρια στοιχεία μιας ελληνικής πόλης, συνέχισαν να διαδραματίζουν πρωτεύοντα ρόλο, και τέτοια κτίρια είναι γνωστά από τις περισσότερες κύριες πόλεις του νησιού. Μέχρι σήμερα, δύο στάδια είναι γνωστά, στη Σαλαμίνα και το Κούριο ενώ οι Πράξεις του Αποστόλου Βαρνάβα αναφέρονται σε έναν ιππόδρομο, που αποτελεί τη ρωμαϊκή εκδοχή τέτοιων κτιρίων, στο Κίτιο. Μια επιγραφή αναφέρει ένα θέατρο στο Κίτιο, ενώ κτίρια αυτού του είδους σώζονται στους Σόλους, τη Σαλαμίνα και την Πάφο. Εκείνα των Σόλων, της Σαλαμίνας και της Πάφου είχαν πρωτοκτιστεί κατά την Ελληνιστική περίοδο και, ακολουθώντας τον κανόνα, είναι κατασκευασμένα σε πλαγιά λόφου. Όπως θα δούμε, όλα τροποποιήθηκαν αργότερα, ώστε να συμβαδίζουν με τις νέες ρωμαϊκές τάσεις, όχι μόνο στην αρχιτεκτονική αλλά και στα θεάματα που παρουσιάζονταν εκεί. Απ’ την άλλη, το θέατρο της Σαλαμίνας, αν και υπέστη και αυτό πολλές μετατροπές, κτίστηκε κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους και δεν χρειάστηκε τη φυσική στήριξη σε βουνοπλαγιά, αφού οι κατασκευαστές εκμεταλλεύτηκαν τις ιδιότητες του ρωμαϊκού σκυροδέματος. Παρά τις τέτοιου είδους κατοπινές αλλαγές, το θέατρο παρέμεινε ένας χαρακτηριστικά ελληνικός τύπος κτιρίου. Όπως ήταν φυσικό όμως, στις μεγάλες πόλεις κτίστηκαν κι άλλοι τύποι κτιρίων, καθαρά ρωμαϊκού χαρακτήρα, όπως δημόσια λουτρά, νυμφαία, ωδεία και αμφιθέατρα. Ανάμεσα στα δημόσια λουτρά εκείνα της Σαλαμίνας είναι τα πιο ξακουστά. Βρίσκονται δίπλα στο γυμνάσιο, κι έχουν δώσει μια από τις πιο πλούσιες συλλογές μαρμάρινων αγαλμάτων του νησιού. Τα λουτρά αυτά είναι επίσης γνωστά για τα εξαιρετικά σπάνια σπαράγματα εντοιχίων ψηφιδωτών και τοιχογραφιών του 3ου αιώνα που διατηρούν. Ελάχιστα δείγματα τέτοιων ψηφιδωτών σώζονται από τον αρχαίο κόσμο διότι οι τοίχοι και οι εσωτερικές επιφάνειες της άνω δομής που διακοσμούσαν είναι τα μέρη που καταστρέφονται πιο εύκολα σε ένα σεισμό ή μετά την εγκατάλειψη του κτιρίου. Όταν οι Χριστιανοί παρέλαβαν τα λουτρά της Σαλαμίνας, έκλεισαν με τοίχο τα τόξα που ήταν διακοσμημένα με ψηφιδωτά, μάλλον για να κρύψουν τις ειδωλολατρικές τους παραστάσεις. Μ’ αυτό τον τρόπο, όμως, με την πρόσθετη στήριξη που έδωσαν στα τόξα, τα εμπόδισαν από την κατάρρευση κι έτσι, άθελά τους, έσωσαν τα παγανιστικά ψηφιδωτά. Ένα εξίσου σημαντικό κτίριο ρωμαϊκών λουτρών έχει ανασκαφεί πρόσφατα στο Κούριο. Αυτό το συγκρότημα ήταν ακόμα μεγαλύτερο απ’ εκείνο της Σαλαμίνας, φαίνεται δε ότι διέθετε τουλάχιστον 14 μεγάλα δωμάτια, τα οποία ήταν εφοδιασμένα με υπόκαυστο και άρα είχαν θερμαινόμενο πάτωμα και τοίχους. Πολλά από τα δωμάτια ήταν διακοσμημένα με πλούσια μαρμαροθετήματα και γλυπτά, μερικά εξαιρετικά υψηλής ποιότητας. Στο κέντρο των θερμαινόμενων δωματίων υπάρχει μια μεγάλη, πλούσια διακοσμημένη αίθουσα με βρύσες, η οποία έχει ταυτιστεί με νυμφαίο. Στους Σόλους, ένα άλλο νυμφαίο φαίνεται να είναι ανεξάρτητο από άλλα κτίσματα και φαίνεται να αποτελεί το σημείο όπου οδηγεί μια πλατιά, πλακόστρωτη λεωφόρος. Άν και τα ωδεία, όπως υποδηλώνει η ονομασία τους, ήταν αρχικά ελληνικές κατασκευές, έγιναν αργότερα χαρακτηριστικό στοιχείο των ρωμαϊκών πόλεων. Περιέργως, μόνο ένα ωδείο είναι μέχρι στιγμής γνωστό στην Κύπρο. Βρίσκεται, όπως θα ανέμενε κανείς, στην Πάφο και αποτελεί μέρος ενός μεγαλύτερου συγκροτήματος του 2ου αιώνα, περιλαμβανομένων των ήδη αναφερθέντων ασκληπιείου και γυμνασίου/αγοράς. Τέλος, αμφιθέατρα, τα πιο χαρακτηριστικά των ρωμαϊκών κτιρίων, όπου διεξάγονταν αγώνες μονομάχων και venationes (κυνήγια ζώων), έχουν εντοπιστεί αλλά μόνο μερικώς ανασκαφεί στην Πάφο και τη Σαλαμίνα. Στις άλλες πόλεις, τα θέατρα μετατράπηκαν ώστε να φιλοξενούν τέτοια και άλλα τυπικά ρωμαϊκά θεάματα. Για παράδειγμα, επί αυτοκράτορα Καρακάλλα (211-217 μΧ) τα μπροστινά καθίσματα του θεάτρου στο Κούριο αφαιρέθηκαν, έτσι ώστε η ορχήστρα να μετατραπεί σε αρένα κατάλληλη για μονομαχίες και venationes. Κατά τον ίδιο τρόπο, και πάλι στον 3ο αιώνα, οι ορχήστρες των θεάτρων της Σαλαμίνας και της Πάφου εφοδιάστηκαν με ένα στηθαίο και μετατράπηκαν σε ναυμαχία, ένα κτίσμα που μπορούσε να γεμίσει με νερό, ώστε να μπορούν να γίνονται αθλήματα υγρού στίβου και να «ανεβάζονται» παραστάσεις ναυμαχίας. Λέγεται συχνά ότι η Ελληνική Ανατολή, λόγω των διαφορετικών πολιτιστικών καταβολών, δεν έδειχνε τον ίδιο ενθουσιασμό για αγώνες μονομάχων και venationes, όπως η λατινική Δύση. Αυτά τα αμφιθέατρα όμως, όπως και τα διαρρυθμισμένα θέατρα, καθώς και μια επιγραφή από την Άγκυρα που αναφέρει έναν procurator familiae gladiatoriae σε σχέση με την Κύπρο, δείχνουν ότι, από αυτή την άποψη τουλάχιστον, το νησί είχε εκρωμαϊστεί κι ότι αυτά τα αιμοδιψή θεάματα ήταν κι εδώ δημοφιλή. Αυτό μαρτυρούν επίσης τα ψηφιδωτά από την Οικία των Μονομάχων στο Κούριο. Οι δύο πίνακες που σώζονται σχεδόν ακέραιοι και απεικονίζουν μονομάχους και ένα lanista (εκπαιδευτή), είναι τυπικά δυτικού χαρακτήρα και είναι εξαιρετικά σημαντικοί, όχι μόνο για την υψηλή τους ποιότητα αλλά, ακριβώς γιατί απεικονίσεις τέτοιων θεμάτων είναι πολύ σπάνιες στην Ελληνική Ανατολή. Τα ψηφιδωτά των μονομάχων κατασκευάστηκαν τον 3ο αιώνα, μια περίοδο κατά την οποία, σύμφωνα με την καθιερωμένη ρωμαϊκή τάση, όλα τα πλούσια σπίτια ήταν διακοσμημένα με ψηφιδωτά δάπεδα. Θα πρέπει να τονιστεί πως αυτά τα κυπριακά ψηφιδωτά αποτελούν την πραγματική συμβολή της Κύπρου στη ρωμαϊκή τέχνη. Ενώ από πολλές άλλες απόψεις το νησί ήταν κυρίως αποδέκτης ιδεών, στον τομέα των ψηφιδωτών φαίνεται ότι κατείχε μια από τις ηγετικές θέσεις. Κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους, το σχετικά περιορισμένο εικονογραφικό θεματολόγιο των Ελληνιστικών ψηφιδωτών δαπέδων, εμπλουτίστηκε σε μεγάλο βαθμό με θέματα από την ελληνική και ρωμαϊκή μυθολογία, σκηνές από την καθημερινή ζωή και μια ποικιλία άλλων θεμάτων. Όπως θα το ανέμενε κανείς, τα καλύτερα δείγματα στο νησί προέρχονται από την πρωτεύουσα, την Πάφο. Το πιο περίφημο διακοσμημένο με ψηφιδωτά κτίριο στο νησί είναι η Οικία του Διόνυσου. Έχει πάρει το όνομά της από τον θεό του κρασιού, ο οποίος πρωταγωνιστεί στα θέματα που απεικονίζονται. Η οικία κάλυπτε γύρω στα 2.000 τ.μ. και περισσότερο από το ένα τέταρτο της επιφάνειας των δαπέδων της ήταν διακοσμημένο με ψηφιδωτά. Το tablinum (αίθουσα υποδοχής και τραπεζαρία) έχει στην είσοδό του μια επιμήκη παράσταση με τον Θρίαμβο του Διόνυσου. Στο μέσο του δωματίου υπάρχει μια σύνθεση, μίγμα φαντασίας και ρεαλισμού, με σκηνές τρύγου και κυνηγιού, φτιαγμένη με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορούν να την απολαμβάνουν όλοι οι συνδαιτημόνες που ήταν μισοξαπλωμένοι στις κλίνες γύρω απ’ αυτήν. Από τις πολλές παραστάσεις σ’ αυτή την οικία, θα μπορούσε κανείς να αναφέρει την Αρπαγή του Γανυμήδη, καθώς και τον πίνακα που απεικονίζει τον απαγορευτικό έρωτα της Φαίδρας για τον προγονό της Ιππόλυτο. Αυτός ο τελευταίος παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς αποτελεί απεικόνιση μιας ιστορίας που είναι περισσότερο γνωστή από τη λογοτεχνία παρά τη μυθολογία. Τα δάπεδα της οικίας αυτής είναι πολλά και ποικίλα και δείχνουν πώς η τέχνη του ψηφιδωτού στην Κύπρο απορρόφησε στοιχεία που προέρχονταν από διάφορα μέρη του ρωμαϊκού κόσμου. Μια ενδιαφέρουσα περίπτωση είναι εκείνη των σκηνών κυνηγιού που διακοσμούν τρεις πλευρές του περιστυλίου του αίθριου. Το θέμα αυτό ήταν δημοφιλές στη Βόρεια Αφρική και τη Λατινική Δύση, αλλά σπάνια χρησιμοποιόταν στην Ανατολή πριν από την ύστερη Ρωμαϊκή περίοδο. Για λόγους που δεν έχουν διασαφηνιστεί ακόμα, αλλά που πρέπει να σχετίζονται με τις επαφές τις οποίες διατηρούσε το νησί με τον δυτικό ρωμαϊκό κόσμο, σκηνές κυνηγιού διακοσμούν όχι μόνο την Οικία του Διόνυσου, αλλά και άλλα κτίρια που μπορούν να χρονολογηθούν στις αρχές του 3ου αιώνα μΧ, όπως η Οικία των Τεσσάρων Εποχών στην Πάφο. Στην ίδια περίοδο χρονολογείται και ένα άλλο κτίριο γνωστό ως Οικία του Ορφέα, λόγω του υπέροχου δαπέδου που απεικονίζει τον Ορφέα να μαγεύει τα θηρία με τη μουσική του. Πάνω από τη μορφή του Ορφέα, υπάρχει η ακόλουθη επιγραφή, μοναδική στην Κύπρο: [ΓΑΙ]ΟΣ ή [ΤΙ]ΤΟΣ ΠΙΝΝΙΟΣ ΡΕΣΤΙΤΟΥΤΟΣ ΕΠΟΙΕΙ, δηλαδή «ο [Γάι]ος» ή «ο [Τί]τος Ρεστιτούτος το έφτιαξε». Εκ πρώτη όψεως, αυτό μπορεί να ερμηνευθεί ως η υπογραφή του δημιουργού του ψηφιδωτού, αλλά για διάφορους λόγους, και κυρίως εξαιτίας των tria nomina (τα τρία ονόματα που υποδηλώνουν ένα ρωμαίο πολίτη) του ατόμου που αναφέρεται εδώ, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο Ρεστιτούτος ήταν ο ιδιοκτήτης της οικίας, ο οποίος πλήρωσε για τη διακόσμηση, παρά ο ίδιος ο δημιουργός του ψηφιδωτού. Ψηφιδωτά του 4ου ακόμα και του 5ου αιώνα, που συνεχίζουν την κλασική εικονογραφική παράδοση διακοσμούν την Έπαυλη του Θησέα στην Πάφο, που πιστεύεται ότι ήταν η κατοικία του ρωμαίου ανθύπατου. Το ότι όλα τα πιο πάνω δάπεδα βρέθηκαν στην Πάφο, δεν πρέπει να μας εκπλήττει, αφού η Νέα Πάφος υπήρξε η πρωτεύουσα του νησιού από το πρώτο μισό του 2ου αιώνα πΧ, και διατήρησε αυτό το προνόμιο κάτω από τους Ρωμαίους μέχρι τα μέσα του 4ου αιώνα μΧ. Στις αρχές των ρωμαϊκών χρόνων, επιγραφές αναφέρονται στην Πόλη ή το Δήμο των Παφίων. Καθώς όμως η πόλη μεγάλωνε, της έδιναν όλο και περισσότερους τιμητικούς τίτλους, οι οποίοι αντανακλούν την αυξανόμενη σπουδαιότητά της. Κατά τους πρώτους αυτοκρατορικούς χρόνους η Πάφος ονομάστηκε Σεβαστή (Augusta), όταν ο αυτοκράτορας Αύγουστος βοήθησε στην επιδιόρθωση της μετά τις ζημιές που υπέστη από σεισμούς. Έχει επίσης υποστηριχθεί ότι το όνομα Κλαυδία προστέθηκε από τον αυτοκράτορα Νέρωνα το 66 μΧ, με την ευκαιρία της καλλιτεχνικής περιοδείας του στην Ελλάδα, ενώ έχει εκφραστεί η άποψη ότι η ονομασία Φλαβία της δόθηκε από τον Τίτο ή τον Βεσπασιανό, όταν το 77-78 μΧ η πόλη καταστράφηκε και πάλι από σεισμούς. Η τελευταία και πιο ένδοξη προσωνυμία της Πάφου μαρτυρείται από την περίοδο των Σεβήρων, όταν αποκαλείτο «Σεβαστή Κλαυδία Φλαβία Πάφος η ιερά μητρόπολις των κατά Κύπρον πόλεων». Και, πράγματι, η εποχή των Σεβήρων φαίνεται να υπήρξε μια αληθινά χρυσή εποχή για την Πάφο και ολόκληρο το νησί. Η ευημερία της εποχής των Σεβήρων συνεχίστηκε για όλο τον 3ο και μέρος του 4ου αιώνα, αλλά τότε άρχισαν ήδη να εμφανίζονται τα πρώτα σημάδια παρακμής. Την παρακμή αυτή προκάλεσαν μια σειρά από γεγονότα που οδήγησαν στην απώλεια της σχετικής αυτονομίας την οποία η Κύπρος απολάμβανε μέσα στο ρωμαϊκό κόσμο. Επί Διοκλητιανού, το 293 μΧ, η ρωμαϊκή αυτοκρατορία χωρίστηκε σε Ανατολική και Δυτική, κι όπως ήταν φυσικό η Κύπρος πέρασε στην Ανατολή, μαζί με τη νοτιοανατολική Μικρά Ασία, τη Συρία και την Παλαιστίνη. Έτσι το νησί έχασε την ανεξαρτησία του, αφού δεν το κυβερνούσε πια ο δικός του Ανθύπατος, αλλά ένας Consularis, που ενεργούσε κάτω από τον Πραιτωρικό Έπαρχο της Ανατολής με έδρα την Αντιόχεια. Αυτό αποτέλεσε και την αρχή της απώλειας της απευθείας διοικητικής σύνδεσης του νησιού με τη Ρώμη, καθώς η υποταγή της Κύπρου στην Αντιόχεια επρόκειτο να συνεχιστεί για ακόμα δύο αιώνες, πρώτα κάτω από τον Βικάριo και αργότερα κάτω από τον Κόμη της Ανατολής, αξιωματούχους οι οποίοι είχαν και οι δύο έδρα την Αντιόχεια. Η παρακμή επιταχύνθηκε από διαδοχικές φυσικές καταστροφές, με αποκορύφωμα τους σεισμούς των αρχών του 4ου αιώνα, οι οποίοι κατέστρεψαν όλες τις μεγάλες πόλεις του νησιού. Μέχρι τότε η Πάφος είχε παραμείνει πρωτεύουσα και το πολιτικό, διοικητικό και πολιτιστικό κέντρο του νησιού. Μετά την αναδιοργάνωση του 4ου αιώνα και την υποταγή της Κύπρου στην Αντιόχεια, όπως επίσης κι ενός γενικότερου επαναπροσανατολισμού προς Ανατολάς και τη νέα πρωτεύουσα Κωνσταντινούπολη, η Πάφος έχασε τη σημασία της. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα ώστε, κατά την ανοικοδόμηση που ακολούθησε τους καταστροφικούς σεισμούς του 332 και 342 μΧ, ο αυτοκράτορας Κωνστάντιος (337-361) έδωσε προτεραιότητα στη Σαλαμίνα, η οποία ανοικοδομήθηκε ως η νέα πρωτεύουσα της Κύπρου, με την ονομασία Κωνστάντια. * Μέρη αυτού του άρθρου προέρχονται από το άρθρο του Δ. Μιχαηλίδη «Roman Cyprus», στο L. Linge (ed.), Cypern I historiens spegel (Föredrag fran en studieresa arrangerad, av historielörarnas förening Göteborgskretens - Swedish History Teachers’ Association, Göteborg) (Studies in Mediterranean Archaeology and Literature, Pocket -Book 146). Göteborg 1997, 12-23.