Ο Πρώτος Ευρωπαϊκός Προσανατολισμός Η Κύπρος έγινε πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης την 1η Μαΐου 2004, κατά την πέμπτη διεύρυνση της ΕΕ. Η υπογραφή της Συνθήκης Προσχώρησης υπογράφηκε ένα χρόνο νωρίτερα, στην στοά του Αττάλου στην Αθήνα, στις 16 Απριλίου 2003. Η ένταξη αποτελεί το αποκορύφωμα μίας μακράς και υγιούς σχέσης, η οποία άρχισε το 1972 όταν η Κύπρος και η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) υπέγραψαν Συμφωνία Σύνδεσης. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Κύπρος εξέφρασε για πρώτη φορά ενδιαφέρον να εγκαθιδρύσει Συμφωνία Σύνδεσης με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) το 1962. Αυτή η εκδήλωση ενδιαφέροντος, τόσο νωρίς αμέσως μετά την ανεξαρτησία, ήταν κυρίως αποτέλεσμα της πρώτης Βρετανικής αίτησης για ένταξη στην ΕΟΚ. Η μεγάλη εξάρτηση της κυπριακής οικονομίας από τις εξαγωγές στη Βρετανία και η προοπτική να χάσει η Κύπρος τους ευνοϊκούς δασμούς της Κοινοπολιτείας, ώθησε την Κυπριακή Κυβέρνηση να επιδιώξει μία θεσμική διευθέτηση με την ΕΟΚ. Μετά την απόσυρση της βρετανικής αίτησης το 1963, λόγω του γαλλικού βέτο, το ενδιαφέρον της Κύπρου παρέμεινε σε λανθάνουσα κατάσταση μέχρι το 1971, οπότε αναβίωσε σχεδόν ταυτόχρονα με τις ανανεωμένες προσπάθειες της Βρετανίας να ενταχθεί στην ΕΟΚ. Η Συμφωνία Σύνδεσης μεταξύ της Κύπρου και της ΕΟΚ, η οποία υπεγράφη τον Δεκέμβριο του 1972 και τέθηκε σε εφαρμογή τον Ιούνιο του 1973, προέβλεπε τη σταδιακή κατάργηση των εμπορικών φραγμών για βιομηχανικά και αγροτικά προϊόντα μεταξύ της Κύπρου και της ΕΟΚ. Η κατάργηση των τελωνειακών και άλλων περιορισμών θα κατέληγε σε Τελωνειακή Ένωση μετά από μία δεκαετή μεταβατική περίοδο που ήταν χωρισμένη σε δύο φάσεις. Η πρώτη φάση θα συμπληρωνόταν μέχρι τον Ιούνιο του 1977 και η δεύτερη φάση πέντε χρόνια αργότερα. Ωστόσο, η Τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974 και οι καταστροφικές της συνέπειες για την οικονομία της νήσου, οδήγησαν στην καθυστέρηση εφαρμογής της Συμφωνίας Σύνδεσης. Το 1987, μετά από διαδοχικές παρατάσεις της πρώτης φάσης, υπογράφηκε Πρωτόκολλο για την εφαρμογή της δεύτερης φάσης της Συμφωνίας Σύνδεσης. Το Πρωτόκολλο, που τέθηκε σε ισχύ το 1988, προέβλεπε σταδιακή εγκαθίδρυση Τελωνειακής Ένωσης μέχρι το 2002. Η Αίτηση Ένταξης Η στενή σχέση που δημιουργήθηκε μεταξύ της Κύπρου και της ΕΟΚ με την υπογραφή της συμφωνίας για Τελωνειακή Ένωση το 1987, σε συνδυασμό με άλλες εξελίξεις στην Ευρώπη και διεθνώς, ενθάρρυναν την Κυπριακή Κυβέρνηση να υποβάλει αίτηση για πλήρη ένταξη στην Κοινότητα το 1990. Αυτό, βέβαια, διευκολύνθηκε από την εντυπωσιακή ανάκαμψη της κυπριακής οικονομίας μετά το πλήγμα που προκάλεσε η τουρκική εισβολή. Τρία χρόνια αργότερα, τον Ιούνιο του 1993, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε τη Γνώμη της Επιτροπής για την Αίτηση Προσχώρησης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Κοινότητα, επιβεβαιώνοντας τον ευρωπαϊκό χαρακτήρα και προορισμό του νησιού και καταλήγοντας ότι εδικαιούτο να γίνει μέλος της Κοινότητας. Η Γνώμη (παράγραφος 10) επεσήμανε, ωστόσο, ότι υπήρχαν κάποια προβλήματα ως αποτέλεσμα της ντε φάκτο διαίρεσης του νησιού, τα οποία θα έπρεπε να αντιμετωπιστούν. Σημείωνε συγκεκριμένα ότι οι βασικές ελευθερίες που περιλαμβάνονται στη Συνθήκη [της ΕΟΚ] και, ιδιαίτερα, η ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων, προσώπων, υπηρεσιών και κεφαλαίων, το δικαίωμα εγκατάστασης καθώς και τα πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δικαιώματα, δεν θα μπορούσαν να ασκηθούν σήμερα στο σύνολο του εδάφους της νήσου. Οι ελευθερίες και τα δικαιώματα αυτά θα έπρεπε να εξασφαλιστούν στο πλαίσιο συνολικής διευθέτησης που θα αποκαταστήσει τη συνταγματική τάξη στο σύνολο της Κυπριακής Δημοκρατίας. Να σημειωθεί ότι η αίτηση της Κύπρου για ένταξη υπεβλήθη από την Κυπριακή Κυβέρνηση εκπροσωπώντας τον πληθυσμό ολόκληρης της νήσου. Αυτό επεσήμανε η Γνώμη (παράγραφος 8), υπογραμμίζοντας ότι η κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας, αναγνωριζόμενη από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα ως η μόνη νόμιμη κυβέρνηση του κυπριακού λαού, υπέβαλε την αίτηση προσχώρησης εξ ονόματος ολόκληρης της νήσου. Ουσιαστικές Συνομιλίες Τον Οκτώβριο του 1993, το Συμβούλιο Υπουργών της Κοινότητας υιοθέτησε τη Γνώμη και καλωσόρισε το θετικό της μήνυμα, επαναβεβαιώνοντας ότι η Κύπρος πληρούσε τα κριτήρια για να γίνει μέλος. Το Συμβούλιο επίσης υποστήριξε την πρόταση της Επιτροπής για στενή συνεργασία με την Κυπριακή Κυβέρνηση, ώστε να διευκολυνθούν οι οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές, με σκοπό την ένταξη της νήσου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Προς αυτή την κατεύθυνση, το Συμβούλιο κάλεσε την Επιτροπή να αρχίσει ουσιαστικές συζητήσεις με την Κυβέρνηση της Κύπρου, για να τη βοηθήσει στην έναρξη προετοιμασιών για τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις, που θα ακολουθούσαν αργότερα. Τον Νοέμβριο του 1993 άρχισαν συνομιλίες μεταξύ της Επιτροπής και της Κυπριακής Κυβέρνησης, οι οποίες και συνεχίστηκαν μέχρι το 1995, οπότε και ολοκληρώθηκαν επιτυχώς. Για τους σκοπούς των ουσιαστικών συνομιλιών, δημιουργήθηκαν από κυπριακής πλευράς είκοσι τρεις ομάδες εργασίας και δεκάδες μικρότερες ομάδες, εμπλέκοντας εκατοντάδες ατόμων. Αυτές οι ομάδες απαρτίζονταν από δημοσίους υπαλλήλους και αντιπροσώπους ημικρατικών οργανισμών, καθώς επίσης και από τον ιδιωτικό τομέα. Οι συνομιλίες κάλυψαν ένα ευρύ πεδίο θεμάτων και διεξήχθησαν κυρίως σε τεχνοκρατικό επίπεδο. Πρωταρχικός τους στόχος ήταν να βοηθήσουν τις κυπριακές Aρχές να εξοικειωθούν με το Kοινοτικό Kεκτημένο (acquis communautaire) και να διευκολύνουν την Κύπρο να αρχίσει την εναρμόνιση της νομοθεσίας και των πολιτικών της με εκείνες της Ευρωπαϊκής. Το κοινοτικό κεκτημένο είναι η έννομη τάξη και το πολιτικό πλαίσιο εντός του οποίου λειτουργεί η Ευρωπαϊκή Ένωση και αποτελείται από τα ακόλουθα: l το περιεχόμενο, τις αρχές και τους πολιτικούς στόχους των Συνθηκών της ΕΕ, l τη νομοθεσία που υιοθετείται σε εφαρμογή των Συνθηκών και τη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, l τις διακηρύξεις και αποφάσεις που υιοθετούνται στο πλαίσιο της ΕΕ, l τις διεθνείς συμφωνίες και τις συμφωνίες μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ που σχετίζονται με τις δραστηριότητες της Κοινότητας. Η Απόφαση της Κέρκυρας Το Ιούνιο του 1994, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στη σύνοδο της Κέρκυρας, εξέτασε τις σχέσεις Κύπρου-ΕΕ και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ουσιαστικό μέρος της προετοιμασίας της Κύπρου για ένταξη μπορούσε να θεωρηθεί ως ολοκληρωμένο και ότι η επόμενη φάση της διεύρυνσης της ΕΕ θα περιλάμβανε και την Κύπρο. Αυτό επιβεβαιώθηκε στις συνόδους του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στο Έσσεν (Δεκέμβριος 1994), στις Κάννες (Ιούνιος 1995), στη Μαδρίτη (Δεκέμβριος 1995) και Φλωρεντία (Ιούνιος 1996). Στις Κάννες επαναβεβαιώθηκε επίσης ότι οι διαπραγματεύσεις για την ένταξη της Κύπρου και της Μάλτας θα άρχιζαν έξι μήνες μετά την ολοκλήρωση της Διακυβερνητικής Διάσκεψης του 1996. Στη διάσκεψη του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στη Μαδρίτη, τον Δεκέμβριο του 1995, αποφασίσθηκε επίσης ότι η Κύπρος, μαζί με τις συνδεδεμένες χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, θα ετηρείτο ενήμερη πάνω σε τακτική βάση για την πρόοδο των συζητήσεων στη Διακυβερνητική Διάσκεψη και, επίσης, θα μπορούσε να παρουσιάζει τις θέσεις της σε συναντήσεις με την Ευρωπαϊκή Προεδρία. Η Διακυβερνητική Διάσκεψη, η οποία είχε αρχίσει τον Μάρτιο του 1996, ολοκληρώθηκε με την υπογραφή της Συνθήκης του Άμστερταμ τον Οκτώβριο του 1997, η οποία τέθηκε σε εφαρμογή την 1η Μαΐου 1999. Στο μεταξύ, στη συνάντηση του Συμβουλίου Γενικών Υποθέσεων (Υπουργών Εξωτερικών) στις 6 Μαρτίου 1995, καθώς και στη 19η συνάντηση του Συμβουλίου Συνδέσεως Κύπρου-ΕΕ τον Ιούνιο του 1995, αποφασίσθηκε όπως ένας προενταξιακός δομημένος διάλογος σε διάφορα επίπεδα εγκαθιδρυθεί μεταξύ της Κύπρου και της ΕΕ. Στη συνάντηση του Μαρτίου, η Ελλάδα ήρε την αρνησικυρία της και συμφώνησε στη εφαρμογή της Τελωνειακής Ένωσης μεταξύ Τουρκίας και Ευρωπαϊκής Ένωσης αρχίζοντας από την 1η Ιανουαρίου 1996. Στην ίδια συνάντηση, η Ελλάδα ήρε επίσης το βέτο της κι επέτρεψε την εφαρμογή του Τετάρτου Χρηματοδοτικού Πρωτοκόλλου ΕΕ- Τουρκίας, το οποίο προέβλεπε τη χορήγηση σημαντικής οικονομικής βοήθειας προς στην Τουρκία. Αξίζει επίσης να αναφερθεί ότι στην Agenda 2000, στο Ανακοινωθέν της Επιτροπής, το οποίο εκδόθηκε στις 15 Ιουλίου 1997 και περιέγραφε τις γενικές προοπτικές ανάπτυξης της ΕΕ καθώς και τις μακροπρόθεσμες πολιτικές της, επαναβεβαιωνόταν ότι οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Κύπρο θα άρχιζαν έξι μήνες μετά τη συμπλήρωση της Διακυβερνητικής Διάσκεψης. Διευκρινιζόταν επίσης ότι οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις θα άρχιζαν πριν από την επίτευξη πολιτικής διευθέτησης. Τονιζόταν, τέλος, ότι αν δεν υπήρχε πρόοδος για λύση του Κυπριακού πριν από την προγραμματισμένη έναρξη των διαπραγματεύσεων, «αυτές θα πρέπει να αρχίσουν με την Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας ως τη μόνη Aρχή την οποίαν αναγνωρίζει το διεθνές δίκαιο.» Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, στη συνάντησή του στο Λουξεμβούργο τον Δεκέμβριο του 1997 συζήτησε επίσης το Κυπριακό πρόβλημα και καθόρισε τη θέση του στο ζήτημα ως εξής: Η προσχώρηση της Κύπρου θα πρέπει να αποβεί προς όφελος όλων των κοινοτήτων και να συμβάλει στην εσωτερική ειρήνη και τη συμφιλίωση. Οι διαπραγματεύσεις προσχώρησης θα επηρεάσουν θετικά την προσπάθεια πολιτικής επίλυσης του Κυπριακού δια της οδού των συνομιλιών υπό την αιγίδα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών που θα πρέπει να συνεχισθούν με την προοπτική της δημιουργίας μίας δικοινοτικής και διζωνικής ομοσπονδίας. Στα πλαίσια αυτά, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ζητεί να υλοποιηθεί στην πράξη η βούληση της Κυπριακής Κυβέρνησης να συμπεριλάβει αντιπροσώπους της τουρκοκυπριακής κοινότητας στην αντιπροσωπεία των διαπραγματεύσεων προσχώρησης. Προκειμένου να υλοποιηθεί αυτό το αίτημα, θα αναληφθούν οι αναγκαίες επαφές από την Προεδρία και την Επιτροπή. Οι Ενταξιακές Διαπραγματεύσεις Μετά την απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στο Λουξεμβούργο τον Δεκέμβριο του 1997, οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις άρχισαν στις 30 Μαρτίου 1998, χωρίς συμμετοχή των Τουρκοκυπρίων. Θα πρέπει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι η Κυπριακή Κυβέρνηση και η ΕΕ κατέβαλαν προσπάθειες να περιληφθεί και τουρκοκυπριακή αντιπροσωπεία στη διαπραγματευτική ομάδα, αλλά οι Τουρκοκύπριοι αρνήθηκαν να συμμετάσχουν. Την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων τον Μάρτιο του 1998 ακολούθησαν διμερείς διακυβερνητικές διασκέψεις, ως μέρος των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Κύπρο, όπως και με τις άλλες υποψήφιες χώρες. Οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις διεξήχθησαν τόσο σε τεχνοκρατικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο και κάλυψαν όλα τα κεφάλαια του κοινοτικού κεκτημένου. Αυτές ολοκληρώθηκαν επιτυχώς τον Οκτώβριο του 2002 και επιβεβαιώθηκε ότι η Κύπρος πληρούσε τα πολιτικά και οικονομικά κριτήρια της Κοπενγχάγης. Τα κριτήρια για εισδοχή στην ΕΕ είχαν καθοριστεί από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στη σύνοδο της Κοπεγχάγης τον Δεκέμβριο του 1993 ως ακολούθως: Η ένταξη απαιτεί όπως η υποψήφια χώρα έχει πετύχει σταθερότητα στους θεσμούς που εγγυώνται τη δημοκρατία, το κράτος δικαίου, τα ανθρώπινα δικαιώματα και το σεβασμό για την προστασία των μειονοτήτων, την ύπαρξη μίας λειτουργικής οικονομίας της αγοράς , καθώς και την ικανότητα να χειρίζεται ανταγωνιστικές πιέσεις και τις δυνάμεις της αγοράς μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η ιδιότητα του μέλους προϋποθέτει την ικανότητα της υποψήφιας χώρας να αναλαμβάνει τις υποχρεώσεις του μέλους, περιλαμβανομένης της προσήλωσης στους στόχους της πολιτικής, Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης. Μετά την ολοκλήρωση των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στη συνάντηση της Κοπενγχάγης τον Δεκέμβριο του 2002 επαναβεβαίωσε την ισχυρή προτίμηση του για την ένταξη μίας ενωμένης Κύπρου. Τόνισε, επίσης, ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα καλωσόριζε και προσάρμοζε τους όρους μίας διευθέτησης στη Συμφωνία Προσχώρησης σύμφωνα με τις αρχές της ΕΕ. Αποφασίσθηκε, επίσης, ότι στην απουσία λύσης του Κυπριακού, η Δημοκρατία της Κύπρου θα γινόταν μέλος της ΕΕ, αλλά η εφαρμογή του κοινοτικού κεκτημένου στο βόρειο τμήμα θα αναστέλλετο. Η Συνθήκη Προσχώρησης Παρά τις έντονες προσπάθειες να επιτευχθεί λύση πριν από την υπογραφή της Συνθήκης Προσχώρησης στις 16 Απριλίου 2003, δεν υπήρξε διευθέτηση του κυπριακού προβλήματος. Έτσι, ένα ειδικό Πρωτόκολλο προσαρτήθηκε στη Συνθήκη, διασαφηνίζοντας το καθεστώς του βορείου τμήματος της νήσου, το οποίο κατέχεται από την Τουρκία. Το Πρωτόκολλο περιλαμβάνει τα ακόλουθα: Άρθρο Ι: (1) Η εφαρμογή του κεκτημένου θα ανασταλεί σε εκείνες τις περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας στις οποίες η Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν ασκεί πλήρη έλεγχο. (2) Το Συμβούλιο, ενεργώντας ομόφωνα στη βάση πρότασης της Επιτροπής, θα αποφασίσει σχετικά με την άρση της αναστολής που αναφέρεται στην παράγραφο 1. Άρθρο ΙΙ: (1) Το Συμβούλιο, ενεργώντας ομόφωνα στη βάση πρότασης της Επιτροπής, θα καθορίσει τους όρους σύμφωνα με τους οποίους, οι πρόνοιες του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα εφαρμόζονται στη γραμμή μεταξύ εκείνων των περιοχών που αναφέρονται στο Άρθρο 1 και των περιοχών στις οποίες η Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο. Η υπογραφή της Συνθήκης Προσχώρησης τον Απρίλιο 2003 ήταν μία οριστική, συλλογική, πολιτική και νομική επιβεβαίωση ότι η Κύπρος αποτελεί μέρος της οικογένειας των Ευρωπαϊκών εθνών. Στις 14 Ιουλίου 2003, η Κυπριακή Βουλή των Αντιπροσώπων επικύρωσε ομόφωνα τη Συνθήκη Προσχώρησης, η οποία τέθηκε σε εφαρμογή την 1η Μαΐου 2004. Από τότε η Κύπρος είναι πλήρες κράτος μέλος και συμμετέχει ενεργώς «στη διαδικασία μίας διαρκώς στενότερης ένωσης των λαών της Ευρώπης». Τον Ιανουάριο του 2008 η Kύπρος εντάχθηκε στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) και υιοθέτησε ως νόμισμά της το Ευρώ. Μπροστά στην Πρόκληση της Ένταξης Η πιο πάνω παρουσίαση των σημαντικότερων εξελίξεων στις σχέσεις Κύπρου-ΕΕ, δείχνει ότι η Κύπρος πρόκειται να αντιμετωπίσει μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που της έχουν παρουσιαστεί από της ανεξαρτησίας της, το 1960. Η προσχώρηση στην ΕΕ είναι μία πρόκληση που περιλαμβάνει τόσο προνόμια όσο και υποχρεώσεις, τις οποίες η Κύπρος είναι έτοιμη και ικανή να αντιμετωπίσει με επιτυχία. Κάθε χώρα που επιδιώκει να γίνει μέλος της ΕΕ, πρέπει να ικανοποιεί κάποιες προϋποθέσεις και κριτήρια. Ανάμεσα σε αυτά περιλαμβάνονται η ευρωπαϊκή ταυτότητα, οι δημοκρατικοί θεσμοί, ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η προστασία των μειονοτήτων, η οικονομία της ελεύθερης αγοράς, ικανοποιητικά επίπεδα οικονομικής ανάπτυξης και η ικανότητα να υιοθετήσει το Kοινοτικό Kεκτημένο. Η Κυπριακή Δημοκρατία δεν είχε πρόβλημα να ικανοποιήσει οποιαδήποτε ή και όλες από αυτές τις προϋποθέσεις. Αυτό είχε ήδη επιβεβαιωθεί από το 1993 στη Γνώμη της Επιτροπής, η οποία δήλωνε σαφώς ότι η Κοινότητα θεωρεί την Κύπρο κατάλληλη να γίνει πλήρες μέλος. Σε σχέση με τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα, η Κύπρος προσυπογράφει τις ίδιες θεμελιώδεις αρχές και αξίες, όπως η ΕΕ και τα κράτη μέλη της. Αυτό αποδεικνύεται από το σταθερό δημοκρατικό πολυκομματικό σύστημα διακυβέρνησης, το οποίο κατοχυρώνει την διαφάνεια και διασφαλίζει ανοικτές πολιτικές διαδικασίες για άτομα και οργανωμένες ομάδες. Τα πολιτικά κόμματα στο νησί αντιπροσωπεύουν και αντανακλούν ένα ευρύ πεδίο απόψεων και θέσεων, που καλύπτουν ολόκληρο το ιδεολογικό φάσμα. Μπορεί επίσης να λεχθεί ότι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της πολιτικής κουλτούρας του νησιού είναι η πλήρης αφοσίωση στη δημοκρατία, την οποία συμμερίζονται όλες οι πολιτικές δυνάμεις. Αυτή η δέσμευση καθρεφτίζει τη σταθερή λαϊκή πεποίθηση ότι μόνο το κράτος δικαίου μπορεί να προστατεύσει και να προωθήσει την ελευθερία, τη δικαιοσύνη και την κοινωνική πρόοδο. Η Κύπρος είναι επίσης γνωστή για το ελεύθερο και αποτελεσματικό οικονομικό της σύστημα, το οποίο βασίζεται στην ιδέα και τις αρχές της οικονομίας της ανοικτής αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό. Το νησί απολαμβάνει σταθερή οικονομική ανάπτυξη με ψηλούς ρυθμούς, η οποία συγκρίνεται ευνοϊκά με εκείνη των κρατών μελών της ΕΕ. Το ποσοστό ανεργίας είναι αμελητέο και υπάρχει εισροή εργατικών χεριών από το εξωτερικό για να καλυφθούν ελλείψεις σε ορισμένους τομείς, όπως ο τουρισμός και οι κατασκευές. Ο ρυθμός του πληθωρισμού είναι χαμηλός και μέσα στα αποδεκτά πλαίσια. Όπως έχει αναφερθεί, τον Ιανουάριο του 2008, η Κύπρος εντάχθηκε στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση και εισήγαγε ως νόμισμά της το Ευρώ. Αναφορικά με την υιοθέτηση του Kοινοτικού Kεκτημένου, έχουν ληφθεί μέτρα για ικανοποίηση των προτύπων της ΕΕ, η οποία έχει επανειλημμένα επιβεβαιώσει ότι η Κύπρος προχώρησε κανονικά στο θέμα της εναρμόνισης. Ένταξη στην ΕΕ χωρίς προβλήματα εγγυάται επίσης και η ευρωκεντρική εξωτερική πολιτική που ακολούθησε η Κύπρος μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και το συνεπακόλουθο τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Η πολιτική αυτή έχει ισχυρή υποστήριξη ανάμεσα στον λαό. Τα αισθήματα υπέρ της Ευρώπης είναι αρκετά έντονα ανάμεσα στον πληθυσμό, ο οποίος αισθάνεται ότι ανήκει στην Ευρώπη και πιστεύει ότι το μέλλον μίας ενωμένης, ασφαλούς και ευημερούσαs Κύπρου βρίσκεται στη συμμετοχή της στην διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Αυτό ισχύει τόσο για τους Ελληνοκύπριους όσο και για τους Τουρκοκύπριους. Αυτή την άποψη συμμερίζονται επίσης όλα τα πολιτικά κόμματα της νήσου. Η Θετική Συνεισφορά της Κύπρου Η ένταξη στην ΕΕ είναι μία αμφίδρομη σχέση. Η Κύπρος έχει πολλά να κερδίσει από αυτήν, αλλά μπορεί επίσης να κάνει τη δική της συνεισφορά στη δημιουργία μίας ενωμένης Ευρώπης που θα απολαμβάνει ευημερία και ασφάλεια. Η γεωγραφική θέση του νησιού έχει σημαντική συμβολική καθώς και ουσιαστική σημασία, καθώς αποτελεί τo προπύργιο της Ευρώπης στην Ανατολική Μεσόγειο. Λόγω της στρατηγικής της θέσης, η Κύπρος μπορεί να συμβάλει στη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού συστήματος ασφάλειας, που θα διασφαλίζει τα συμφέροντα της ΕΕ στην ευρύτερη περιοχή. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η Κύπρος έχει εξαιρετικές σχέσεις με όλες σχεδόν τις χώρες της Μέσης Ανατολής. Από αυτή την άποψη, μπορεί να εξελιχθεί σε ένα οικονομικό, πολιτικό και πολιτιστικό κρίκο ανάμεσα στην ΕΕ και τη σημαντική αυτή γεωπολιτική περιοχή. Ως μέλος της ΕΕ, η Κύπρος μπορεί να αποτελέσει γέφυρα ειρηνικής συνεργασίας ανάμεσα στους λαούς της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής. Συναφώς αναφέρεται ότι πολλές ευρωπαϊκές και πολυεθνικές εταιρίες έχουν ήδη επιλέξει την Κύπρο ως βάση για τα κεντρικά τους γραφεία στην περιοχή. Για πολλές από αυτές τις εταιρίες, η Κύπρος ήταν μία αυτονόητη επιλογή λόγω γεωγραφικής θέσης καθώς και λόγω της διάθεσης διευθυντικού και τεχνικού προσωπικού με ψηλό επίπεδο μόρφωσης. Η Κύπρος διαθέτει επίσης εξαιρετικά δίκτυα μεταφορών και επικοινωνιών καθώς και άλλες υποδομές, περιλαμβανομένου του νομικού της συστήματος που είναι βασισμένο σε διεθνώς αποδεκτές αρχές δικαίου. Αυτά τα πλεονεκτήματα της Κύπρου είναι στη διάθεση της ΕΕ και των κρατών μελών της για προώθηση κοινών συμφερόντων. Όσον αφορά την ευρωπαϊκή ταυτότητα και προορισμό, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ιστορικά και πολιτιστικά η Κύπρος είναι αναπόσπαστο μέρος της Ευρώπης. Όλες οι πτυχές της ζωής στο νησί ― πολιτική, οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική ― βασίζονται στην ευρωπαϊκή κληρονομιά και αντανακλούν τις αξίες και τον προσανατολισμό μίας ευρωπαϊκής Κύπρου. Αυτό δεν παρατίθεται πουθενά αλλού τόσο καθαρά και εύστοχα, όσο στη Γνώμη της Επιτροπής του 1993 (παράγραφος 44) η οποία τόνιζε ότι: Η γεωγραφική θέση της Κύπρου, οι βαθιά ριζωμένοι δεσμοί που για δύο χιλιάδες χρόνια τοποθετούν το νησί στην πηγή της ευρωπαϊκής κουλτούρας και πολιτισμού, η έντονη ευρωπαϊκή επιρροή που είναι εμφανής στις αξίες του λαού της Κύπρου και στη συμπεριφορά των πολιτών της στον πολιτιστικό, πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό τομέα, οι πλούσιες επαφές της παντός είδους με την Κοινότητα, όλα αυτά δίδουν στην Κύπρο πέραν πάσης αμφιβολίας την ευρωπαϊκή της ταυτότητα και χαρακτήρα και επιβεβαιώνουν τον προορισμό της να ανήκει στην Κοινότητα. Κοιτάζοντας μπροστά Παρά το γεγονός ότι αποτελεί μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Κύπρος εξακολουθεί να είναι ντε φάκτο διαιρεμένη. Ωστόσο, η ένταξη παρέχει μια χρυσή ευκαιρία για λύση του κυπριακού προβλήματος, επανένωση του νησιού και αξιοποίηση της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, που μπορεί να προσδώσει σε όλους τους Κυπρίους το ποθούμενο αίσθημα ασφάλειας και σταθερότητας. Η ΕΕ επιθυμεί λύση του Κυπριακού που θα επανενώνει την Κύπρο και το λαό της κάτω από μία διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία. Η θεσμοί, το νομικό καθεστώς, οι αρχές και η πολιτική της ΕΕ ― το Kοινοτικό Kεκτημένο ― μπορούν να προσφέρουν ένα αποτελεσματικό πλαίσιο στην αναζήτηση της τόσο αναγκαίας διευθέτησης. Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση έχει καταφέρει, για μισό αιώνα, να φέρει μαζί χώρες και λαούς κάτω από συνθήκες αλληλοεξάρτησης και ειρηνικής συνύπαρξης. Η νοοτροπία και η δυναμική της έχουν συμβάλει στην ενδυνάμωση των συνθηκών ειρήνης. Με την ελεύθερη διακίνηση των πολιτών, των αγαθών, των υπηρεσιών και του κεφαλαίου, οι αναχρονιστικές αντιπαλότητες και διαμάχες καθίστανται ολοένα και πιο αδιανόητες στην Ευρώπη. Τώρα είναι η στιγμή για την Κύπρο να επωφεληθεί επίσης από το πλεόνασμα ειρήνης της νέας, ενιαίας και ειρηνικής ευρωπαϊκής τάξης. Προς αυτή την κατεύθυνση, το ευρωπαϊκό πλαίσιο και η ευρωπαϊκή προοπτική μπορούν να αποβούν επωφελή και ελπιδοφόρα για όλους τους Κύπριους, όπως ήταν και για τις άλλες χώρες μέλη και τους λαούς της ΕΕ. Σε τελευταία ανάλυση, το νησί είναι πολύ μικρό για να παραμείνει διαιρεμένο αλλά αρκετά μεγάλο για να στηρίξει ολόκληρο το λαό του, ως ένα επανενωμένο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.