Cyprus_Europe / data /3_el.txt
de-francophones's picture
Upload 28 files
8ecc7e4 verified
Η Κύπρος ήταν ευρωπαϊκή καθόλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα. Μέχρι την ανεξαρτησία της, το 1960, η Κύπρος υπήρξε και πολιτικά μέρος της Ευρώπης κατά τη διάρκεια ολόκληρης της χριστιανικής εποχής, μια αυτοκρατορική επαρχία με επίκεντρο κατά σειρά τη Ρώμη, τη βυζαντινή Κωνσταντινούπολη, τη Βενετία, την οθωμανική Κωνσταντινούπολη, και τέλος το Λονδίνο. Η μεγαλύτερη εξαίρεση ήταν μια μακρά περίοδος ανεξαρτησίας, γνωστή ως Φραγκοκρατία. Ωστόσο, η εξαίρεση απλώς επιβεβαιώνει τον κανόνα και εκλαμβάνεται ως δεδομένο ότι η φραγκική Κύπρος, μέσω των δεσμών αίματος, της γλώσσας, της θρησκείας, του πολιτισμού, της κοινωνικής δομής, της οικονομίας και των τεχνών, υπήρξε, κατά τους τρεις αυτούς αιώνες ένα ανεξάρτητο ευρωπαϊκό βασίλειο. Η ιστοριογραφία της φραγκικής Κύπρου ενισχύει αυτό το γεγονός. Οι πρωτογενείς πηγές, γραμμένες αυτή την εποχή στην ίδια την Κύπρο, δεν είναι σε μία γλώσσα αλλά κυρίως σε τέσσερεις: Γαλλικά, Ελληνικά, Ιταλικά και Λατινικά, με ελάσσονα κείμενα σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες. Από την εποχή της οθωμανικής κατάκτησης το 1571, οι κυριότεροι λόγιοι που προσέγγισαν το θέμα έχουν γράψει στην αγγλική, γαλλική, ελληνική και ιταλική γλώσσα. Έτσι, τόσο το αντικείμενο της έρευνας όσο και το ερευνητικό πεδίο είναι ευρωπαϊκά.
Τον Μάιο του 1191, ο βασιλιάς Ριχάρδος Α’ της Αγγλίας, ο θρυλικός Λεοντόκαρδος, κατέκτησε την Κύπρο καθ’ οδόν προς την απελευθέρωση της Ιερουσαλήμ κατά τη διάρκεια της Τρίτης Σταυροφορίας. Κάποια χρονική στιγμή, το καλοκαίρι του 1192, η δυναστεία των Λουζινιανών εγκαταστάθηκε στο νησί. Η κυριαρχία των Λουζινιανών άρχισε όταν ο έκπτωτος βασιλιάς της Ιερουσαλήμ Γκυ ντε Λουζινιάν, από το Πουατού της δυτικής Γαλλίας, διευθέτησε να αγοράσει την Κύπρο από τον Ριχάρδο, μετά από μια σύντομη διακυβέρνηση του νησιού από τους Ιππότες του Τάγματος των Ναϊτών για περίοδο μικρότερη από ένα χρόνο. Η Κύπρος δεν επρόκειτο να αποτελέσει ποτέ ξανά μέρος της βυζαντινής αυτοκρατορίας, ενώ το βασίλειο των Λουζινιανών επιβίωσε πολύ περισσότερο από τα κράτη των σταυροφόρων στη Συρία και την Παλαιστίνη κι’ έγινε το τελευταίο προπύργιο της Δυτικής Χριστιανοσύνης στην Ανατολική Μεσόγειο ενάντια στην προέλαση των Αράβων και των Οθωμανών. Τον Γκυ διαδέχθηκε ο αδελφός του Αιμερύ (1196-1205), ο οποίος εξασφάλισε το στέμμα από τον αυτοκράτορα Ερρίκο Στ’ Χοενστάουφεν της Γερμανίας το 1196-1197, ανυψώνοντας έτσι την Κύπρο σε βασίλειο. Ο Αιμερύ νομιμοποίησε περαιτέρω τη θέση του, επιτυγχάνοντας την εγκαθίδρυση Λατινικής Εκκλησίας στο νησί από τον πάπα Κελεστίνο Γ’ το 1196, με την εισαγωγή μιας επισκοπικής δομής με αρχιεπίσκοπο στη Λευκωσία και επισκόπους στη Λεμεσό, Αμμόχωστο και Πάφο. Η παρουσία θεσμοθετημένης Λατινικής Εκκλησίας αντιπροσώπευε την έκφραση της πολιτισμικής και πνευματικής ταυτότητας του φραγκικού καθεστώτος κι’ ήταν απαραίτητη για τη νομιμοποίηση της κοσμικής του εξουσίας. Οι απόγονοι του Γκυ κυβέρνησαν μέχρι που η σειρά διαδοχής εξέπνευσε τη δεκαετία του 1470 και το 1489 η μοναρχία καταργήθηκε επίσημα και το νησί έγινε κτήση της Δημοκρατίας της Βενετίας.
Οι Λουζινιανοί αντιλαμβάνονταν πολύ καλά την οικονομική και πολιτική σημασία της Κύπρου για την εδραίωση των σταυροφοριακών κρατών στη Συρία και την Παλαιστίνη, καθώς και για την επιτυχία του κινήματος των σταυροφοριών. Αυτό δημιούργησε ιδιαίτερες πολιτικές σχέσεις και πολιτισμικές συνάφειες μεταξύ του βασιλείου της Κύπρου και της Γαλλίας, καθώς η τελευταία ήταν παραδοσιακά το επίκεντρο των προσπαθειών των λατίνων εποίκων της Ανατολής για οργάνωση μιας νέας σταυροφορίας. Συνεπώς, οι Λουζινιανοί επέτρεπαν συχνά όπως ο υλικός πλούτος και η στρατιωτική ικανότητα της μεγαλονήσου χρησιμοποιηθεί για τον σκοπό των σταυροφοριών και κύπριοι ιππότες συμμετείχαν σε σταυροφοριακές εκστρατείες προερχόμενες από τη Δύση. Ο στρατηγικός ρόλος της Κύπρου στο πλαίσιο των σταυροφοριών του 13ου και 14ου αιώνα τύγχανε γενικής αναγνώρισης. Το νησί εξελίχθηκε σ’ ένα σημαντικό κέντρο ανεφοδιασμού σε γεωργικά και άλλα προϊόντα για τους σταυροφόρους από τη Δύση και σ’ ένα πρακτικό μέρος συνάντησης ή αναδίπλωσης για τα σταυροφοριακά στρατεύματα ή τους στόλους από τη Δύση γενικά κι από τη Γαλλία ειδικότερα. Συγκεκριμένα ο αυτοκράτορας Φρειδερίκος Β’ της Γερμανίας στάθμευσε στη Λεμεσό το 1228, ο βασιλιάς Λουδοβίκος Θ’ της Γαλλίας το 1248-1249, ο δε λόρδος Εδουάρδος, μετέπειτα βασιλιάς Εδουάρδος Α’ της Αγγλίας, το 1271. Ακόμα, ως αποτέλεσμα των διαδοχικών υποχωρήσεων των σταυροφόρων στην Ανατολή, ιδιαίτερα μετά την καταστροφή του 1291 που οδήγησε στην απώλεια της Άκρας, η Κύπρος έγινε το φυσικό καταφύγιο για τα κύματα των λατίνων και σύρων χριστιανών προσφύγων από την ενδοχώρα. Η Κύπρος εκμεταλλεύτηκε τη νέα της θέση στο σύνορο μεταξύ του Ισλάμ και του Χριστιανισμού. Η σταθερή ευημερία της νήσου μέχρι τα τέλη του 14ου αιώνα ήταν στενά συνδεδεμένη με τη σπουδαιότητά της ως τελικός χριστιανικός σταθμός στις θαλάσσιες συγκοινωνίες των εμπόρων και των προσκυνητών εκείνου του καιρού. Ως λιμάνι ανεφοδιασμού, το νησί φιλοξένησε διάσημους προσκυνητές και ταξιδιώτες από τη Δύση.
Το 1334, η Βενετία, οι Ιππότες του Αγίου Ιωάννη της Ρόδου, η Γαλλία, ο πάπας, το Βυζάντιο και η Κύπρος υπό τον Ούγο Δ’ σχημάτισαν μια χριστιανική ναυτική συμμαχία με σκοπό να ελέγξουν την τουρκική πειρατεία και τον επεκτατισμό στο Αιγαίο. Μια νέα συμμαχία δημιουργήθηκε το 1344 με αποτέλεσμα την κατάληψη του λιμανιού της Σμύρνης. Η συμμαχία ανανεώθηκε τη δεκαετία του 1350. Οι δυναστικοί γάμοι μεταξύ του βασιλικού οίκου των Λουζινιανών και μελών της γαλλικής και αραγωνικής μοναρχίας τον 14ο αιώνα δηλώνουν την πολιτική σημασία της νήσου. Η ρομαντική μορφή του Πέτρου Α’ ντε Λουζινιάν (1359-1369) σημάδεψε αυτή την περίοδο της ιστορίας του νησιού. Ο Πέτρος περιόδευσε δύο φορές τη Δυτική Ευρώπη για να προωθήσει την κήρυξη μιας νέας σταυροφορίας. Τα κατορθώματά του στην Αλεξάνδρεια το 1365 εναντίον του σουλτανάτου των Μαμελούκων της Αιγύπτου και ο επιτυχημένος του πόλεμος εναντίον των Τούρκων στη νότια Ανατολία εξυμνήθηκαν από συγγραφείς του μεγέθους του Γουλιέλμου ντε Μασό, Φραγκίσκου Πετράρχη και Τζέφρυ Τσόσερ. Στα χρόνια που θα ακολουθούσαν, η Κύπρος θα περιλαμβανόταν συνήθως στα δυτικά σχέδια για την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων, σχέδια που δεν επρόκειτο όμως να υλοποιηθούν. Η γενουατική εισβολή και η κατάληψη της Αμμοχώστου το 1373-1374 σήμαναν το τέλος της επιρροής των Λουζινιανών στις διεθνείς σχέσεις και των χρυσών ημερών της ευημερίας του νησιού.
Οι ορθόδοξοι Έλληνες αποτελούσαν το κύριο συνιστόν στοιχείο του πληθυσμού της Κύπρου. Η συνύπαρξη Ελλήνων και Φράγκων στο νησί ήταν ειρηνική και συχνά εποικοδομητική και για τις δύο εθνικές ομάδες. Προφανώς, τους Λουζινιανούς απασχολούσε η δημογραφική υπεροχή των Ελλήνων, γι’ αυτό και οι λατίνοι έποικοι ήταν καλοδεχούμενοι. Αν και είναι δύσκολο να υπολογιστεί ο αριθμός του φραγκικού πληθυσμού, πρέπει να μην είχε ξεπεράσει ποτέ το ένα πέμπτο ή ένα τέταρτο του συνολικού πληθυσμού. Είναι γενικά αποδεκτό ότι στις αγροτικές περιοχές υπερίσχυαν οι Έλληνες, ενώ η πλειονότητα του λατινικού πληθυσμού, περιλαμβανομένων των ιταλών εμπόρων, ζούσε στις πόλεις και οι περισσότεροι φράγκοι ιππότες στη Λευκωσία. Οι περισσότεροι από τους δυτικούς εποίκους στην Κύπρο ήταν άκληροι ιππότες και αστοί, κυρίως γαλλικής προέλευσης, οι οποίοι είχαν χάσει τη γη και τα εισοδήματά τους στα λατινικά κράτη της Συρίας και της Παλαιστίνης. Άλλοι ήταν νεοφερμένοι στην Ανατολή από τη Δυτική Ευρώπη ή το Πουατού, τη γενέτειρα του Γκυ ντε Λουζινιάν. Όλοι εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία για να αποκτήσουν νέους πόρους διαβίωσης στο νησί. Η πολιτική του Γκυ και των διαδόχων του ήταν μια τακτική εξισορρόπησης της δημογραφικής διαφοράς με τον ντόπιο πληθυσμό. Κι αυτό απαιτούσε γενναιόδωρες κτηματικές εκχωρήσεις, αφού εκείνο που κυρίως προσέλκυε τους καινούργιους εποίκους ήταν τα κοινωνικά προνόμια. Ένας υπολογισμός βασισμένος στους σωζόμενους αριθμούς των φεούδων που είχαν εκχωρηθεί (300 σε ιππότες και 200 σε τουρκόπουλους) μας δίνει έναν πληθυσμό από ανώτερους και κατώτερους ευγενείς της τάξης περίπου των 2,000 κατά την εποχή της λατινικής εγκατάστασης. Ο πληθυσμός των ιπποτών δεν φαίνεται να ξεπέρασε ποτέ τον αρχικό αριθμό των 300. Ωστόσο, είναι αδύνατο να υπολογιστεί ο απροσδιόριστος αριθμός των κατωτέρων τάξεων, τόσο κατά τους χρόνους της εγκατάστασης όσο και αργότερα. Είναι βέβαιο ότι η εισροή προσφύγων από την ενδοχώρα το τελευταίο τέταρτο του 13ου αιώνα πρέπει να αύξησε τον αριθμό του λατινικού πληθυσμού του νησιού.
Μέχρι το τρίτο τέταρτο του 14ου αιώνα, οι γαιοκτήμονες φράγκοι ευγενείς αποτελούσαν μια εξαιρετικά ομοιογενή ομάδα. Μαρτυρίες για μικτούς γάμους με ελληνικές οικογένειες δεν διασώζονται και η ταξική ενδογαμία ήταν το κύριο χαρακτηριστικό της σύναψης επιγαμιών. Ωστόσο, το ψηλό ποσοστό παιδικής θνησιμότητας και το χαμηλό όριο ζωής ανάμεσα στους ενήλικες, σε συνδυασμό με την οικονομική ευημερία των αστών μετά το 1291 σταδιακά αποτέλεσαν απειλή για την κοινωνική ισορροπία, επιτρέποντας τις ταξικές επιγαμίες με την κατώτερη αριστοκρατία, τους εύπορους αστούς, ή τους Ιταλούς. Επιπρόσθετα, ο εμφύλιος πόλεμος του 1306-1310, η πολιτική του Πέτρου Α’ ντε Λουζινιάν (1359-1369) να εκχωρεί φέουδα σε ξένους που βρίσκονταν στην υπηρεσία του, καθώς και η γενουατική εισβολή το 1373-1374, η εισβολή των Μαμελούκων το 1426, κι ακόμα ένας εμφύλιος πόλεμος το 1460-1464 για την διαδοχή του θρόνου αποδυνάμωσαν την παραδοσιακή φραγκική αριστοκρατία. Τον δέκατο πέμπτο αιώνα, διευθετήθηκαν δυναστικοί γάμοι με ηγεμονικούς οίκους του Βυζαντίου και διαφόρων ιταλικών πόλεων, άλλη μία ένδειξη της αυξανόμενης ελληνικής επιρροής και της ιταλικής διείσδυσης. Μέχρι το τέλος του εμφυλίου πολέμου, πολλές οικογένειες που κατάγονταν από γάλλους σταυροφόρους είχαν εξαφανιστεί και πολλά μέλη των παλιών οικογενειών, που είχαν υποστηρίξει τη βασίλισσα Καρλόττα, την ακολούθησαν στην εξορία της στην Ιταλία. Ταυτόχρονα, στην προσπάθειά του για εξασφάλιση του θρόνου ο Ιάκωβος Β’ ντε Λουζινιάν (1464-1473) αναγκάστηκε να βασιστεί σε ξένους μισθοφόρους, τους οποίους αντάμειψε με κυπριακή γη και τίτλους. Μετά το γάμο του με την Αικατερίνη Κορνάρο, η βενετική παρουσία στο νησί άρχισε να αυξάνεται. Κατά συνέπεια, μέχρι το τέλος του 15ου αιώνα η κυπριακή αριστοκρατία περιλάμβανε Έλληνες, οι οποίοι είχαν σημειώσει οικονομική και κοινωνική άνοδο, Ιταλούς και Ισπανούς.
Επί της βασιλείας των Λουζινιανών, οι δυτικές εμπορικές κοινότητες απέκτησαν εκτεταμένα δικαιώματα: μείωση δασμών, δικαιώματα ετεροδικίας για τους υπηκόους τους, δικαιώματα κατοχής περιουσίας και δικών τους συνοικιών, καθώς και κυβερνητικές εγγυήσεις για την ασφάλεια και την προστασία τους. Στους Γενουάτες εκχωρήθηκαν προνόμια το 1218 και 1232, στους Προβηγκιανούς (Μασσαλία, Μονπελιέ και άλλες πόλεις της Προβηγκίας) το 1236, και στους Πιζανούς και Αραγωνούς το 1291. Οι Βενετοί εξασφάλισαν προνόμια μόλις το 1306, παρά τα επανειλημμένα αιτήματά τους, εκτός και αν οι Λουζινιανοί σεβάστηκαν προγενέστερα προνόμια που είχε παραχωρήσει η Κωνσταντινούπολη. Τον 13ο αιώνα, η αριθμητική παρουσία των λατίνων εμπόρων ήταν περιορισμένη σε σύγκριση με την άνοδο που σημειώθηκε μετά το 1291, και οι αποικίες των μεγαλύτερων ιταλικών εμπορικών πόλεων βρίσκονταν υπό τη δικαιοδοσία των προξένων τους στη Συρία. Στις δεκαετίες του 1270-1280 και ως συνέπεια της λατινικής υποχώρησης στη Συρία, σημειώθηκε σταδιακή αύξηση της εμπορικής δραστηριότητας, ενώ η παρουσία Γενουατών, Βενετών, Πιζανών και Προβηγκιανών εμπόρων έγινε περισσότερο σημαντική. Η Αμμόχωστος αναπτύχθηκε τον 14ο αιώνα σε ένα διεθνές διαμετακομιστικό λιμάνι και ένα πολυσύχναστο εμπορικό κέντρο για προϊόντα από και προς τη Δύση ή την Ανατολή και, από το τέλος του 13ου αιώνα, ένας μεγάλος αριθμός υπηκόων διαφόρων ιταλικών, προβηγκιανών και αραγωνικών πόλεων μετέφεραν τις εμπορικές επιχειρήσεις τους στην Κύπρο. Σύμφωνα με τις σωζόμενες μαρτυρίες, οι Γενουάτες και οι Λιγουριανοί αντιπροσώπευαν τη μεγαλύτερη εμπορική κοινότητα στην Αμμόχωστο, ακολουθούμενοι από τους Βενετούς, τους Πιζανούς, τους Αγκωνέζους, τους Φλωρεντινούς, και υπηκόους άλλων ιταλικών πόλεων, καθώς και τους Προβηγκιανούς και τους Καταλανούς. Υπήρχαν στο νησί πρόξενοι της Γένουας, της Βενετίας, της Πίζας, της Μασσαλίας, του Μονπελιέ, της Ναρμπόν και της Βαρκελώνης. Ακόμη, εμπορικές εταιρείες αντιπροσωπεύονταν στην Κύπρο από τους πράκτορές τους, όπως ο τραπεζικός οίκος των Μπάρντι της Φλωρεντίας, του οποίου ο πράκτορας Φραγκίσκος Μπαλτούτσι Πεγκολότι βρισκόταν στην Κύπρο τη δεκαετία του 1330. Σε γενικές γραμμές, το καθεστώς των Λουζινιανών είχε καλύτερες σχέσεις με τους Βενετούς παρά με οποιαδήποτε άλλη από τις κύριες εμπορικές κοινότητες.
Με την εγκαθίδρυση της φραγκικής κυριαρχίας στην Κύπρο το 1192, ένα νέο σύνθετο κοινωνικό σύστημα έπρεπε να εφαρμοστεί για να ρυθμίζει τις σχέσεις μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Οι θεσμοί που εισήχθησαν ήταν φεουδαρχικής φύσης και φραγκικής προέλευσης. Οι φράγκοι έποικοι έφεραν μαζί τους τα έθιμά τους τα σχετικά με τη γαιοκτησία, τις στρατιωτικές υποχρεώσεις και την κληρονομιά των φεούδων. Ωστόσο, το κοινωνικό σύστημα που εγκαθιδρύθηκε χαρακτηριζόταν όχι μόνο από νεωτερισμό αλλά και από συνέχεια: αντλούσε στοιχεία και από το βυζαντινό παρελθόν του νησιού και αποσκοπούσε στη δημιουργία συνθηκών ειρηνικής συνύπαρξης, καθώς και στην εξασφάλιση μεγίστων οικονομικών και κοινωνικών πλεονεκτήματων για την αριστοκρατία και ευημερίας για τις λαϊκές μάζες. Για να επιτύχει η μόνιμη εγκατάσταση του εισερχομένου στοιχείου απαιτείτο η καθιέρωση ενός συστήματος που να μην αποσκοπούσε στην αποικιοκρατική εκμετάλλευση εκ των έξω, αλλά στη διοίκηση εκ των έσω, διακυβέρνηση βασισμένη στη συνεργασία με τον προϋπάρχοντα πληθυσμό. Το καθεστώς των Λουζινιανών εισήγαγε επίσης στην Κύπρο το νομικό σύστημα του λατινικού βασιλείου της Ιερουσαλήμ, όπως περιγράφεται στις Ασσίζες, μια ανεπίσημη συλλογή πραγματειών στην Παλαιογαλλική, οι οποίες εξηγούσαν πώς έπρεπε να παρουσιάζεται μια υπόθεση στα δικαστήρια ή πώς να ερμηνεύονται οι νόμοι. Οι Ασσίζες ήταν βασισμένες στη διαδικασία και τις αποφάσεις της Άνω Αυλής και της Αυλής των Αστών (les assises et les bons usages et les bones costumes dou reaume de Jerusalem, les queles l’on doit tenir au reaume de Chipre - οι ασσίζες και οι σοφές πρακτικές και τα σοφά έθιμα του βασιλείου της Ιερουσαλήμ, που πρέπει να τηρούνται στο βασίλειο της Κύπρου). Στα ικανά χέρια των νομομαθών του 13ου αιώνα, ευγενών και αστών ανδρών του δικαίου και των γραμμάτων, ήταν η δημώδης γλώσσα, η Γαλλική, αντί η Λατινική που χρησιμοποιήθηκε στους έγκυρους τομείς της ρητορικής και της νομικής.
Από τα πρώτα χρόνια, ένας μακροπρόθεσμος κοινωνικός διάλογος ξεκινά μεταξύ των δύο εθνικών ομάδων: οι Λουζινιανοί θα προσπαθούσαν να εξισορροπήσουν τη δημογραφική διαφορά και να διατηρήσουν τα κοινωνικά και εθνικά όρια με την επιβολή ενός αυστηρά διαστρωματωμένου κοινωνικού συστήματος, ενώ οι Έλληνες σταδιακά θα κατάφερναν να διαπεράσουν τα κοινωνικά σύνορα χάρη στην οικονομική και επαγγελματική τους άνοδο. Ακόμα, οι πολιτισμικές αλληλεπιδράσεις στους τομείς της γλώσσας και της θρησκείας, καθώς και οι επιγαμίες, φαινόμενα τα οποία είχαν εμφανισθεί από την αρχή της λατινικής εγκατάστασης και κορυφώθηκαν τον 15ο αιώνα, θα οδηγούσαν στην αφομοίωση της φραγκικής κοινότητας από την ελληνική. Στα μέσα του 14ου αιώνα, ο πάπας διαμαρτύρεται για τον μεγάλο αριθμό ευγενών γυναικών και κοινών θνητών που εκκλησιάζονταν στις ελληνικές εκκλησίες. Τον 15ο αιώνα, ο πάπας αναγκάστηκε να εγκρίνει τους μικτούς γάμους μεταξύ Ελλήνων και Λατίνων, καθώς και την τέλεση γάμων και κηδειών του λατινικού πληθυσμού σύμφωνα με το ελληνικό δόγμα. Ταυτόχρονα, ο αυξανόμενος οικονομικός και πολιτικός έλεγχος των Γενουατών και των Βενετών στο νησί επιτεύχθηκε σε βάρος της φράγκικης κοινότητας.
Αντίθετα με τους μεγαλεπήβολους στόχους της παποσύνης για μια λατινική χριστιανική Ανατολή, οι Έλληνες Κύπριοι διατήρησαν την παραδοσιακή θρησκευτική τους ανεξαρτησία. Ως τη δεκαετία του 1260, οι σχέσεις μεταξύ του ελληνικού και του λατινικού κλήρου ήταν συχνά τεταμένες και κάποτε βίαιες. Συνήθως το κράτος προσπαθούσε να διατηρήσει την ειρήνη προς το συμφέρον της ασφάλειας και της ευημερίας. Ωστόσο, με τον συμβιβασμό τον γνωστό ως Bulla Cypria, (Διάταξις Κυπρία), του 1260, τα πράγματα σε γενικές γραμμές ησύχασαν. Στο πλαίσιο αυτού του κλίματος της θρησκευτικής ανοχής, η περίοδος των Λουζινιανών γνώρισε μια μεγάλη άνθηση ελληνικού και λατινικού μοναχισμού και άλλων μορφών θρησκευτικότητας.
Δημογραφικές και λογοτεχνικές μαρτυρίες υποδεικνύουν ότι οι Φράγκοι έποικοι μιλούσαν τη langue d’ oil. Ως αποτέλεσμα της πολιτικής γλωσσικής ανεκτικότητας των Λουζινιάνων, πολιτική η οποία δεν απέκλειε τη μία ή την άλλη γλώσσα από οποιοδήποτε τομέα γλωσσικής χρήσης, τόσο οι Έλληνες όσο και οι Φράγκοι διέβλεπαν αμοιβαία πλεονεκτήματα στη διατήρηση της αντίστοιχης γλώσσας τους. Τα κοινωνικά και οικονομικά πλεονεκτήματα που εμπεριέχονταν στην εκμάθηση γλωσσών έδιναν στους Έλληνες τα αναγκαία κίνητρα να μάθουν Γαλλικά και / ή Λατινικά, ενώ η νέα κοινωνική και δημογραφική πραγματικότητα των Φράγκων απαιτούσε την υιοθέτηση της ελληνικής τοπολαλιάς, ως μέσου επικοινωνίας με τον ευρύτερο πληθυσμό. Εθνικός ανταγωνισμός με την έννοια της απόρριψης της μίας ή της άλλης γλώσσας δεν παρουσιάστηκε ποτέ. Αντίθετα, η διγλωσσία με τη μορφή εναλλαγής γλωσσικού κώδικα, σύμφωνα με τον τομέα ή τα κοινωνικά συμφραζόμενα της γλωσσικής ανταλλαγής, υιοθετήθηκε από κάποιες κατηγορίες ατόμων. Η διγλωσσία χρησιμοποιείτο τόσο στους τομείς της διοίκησης και της δικαιοσύνης, όσο και σ’ εκείνους της καθημερινής ζωής και των κοινωνικών ανταλλαγών. Η διμορφία, από την άλλη, ως η συνειδητή διάκριση ανάμεσα σε «ανώτερες» και «κατώτερες» μορφές της ίδιας γλώσσας, σήμαινε ότι στον εκκλησιαστικό τομέα οι δημώδεις γλώσσες συνήθως αποκλείονταν. Ως εκ τούτου, οι ομιλητές πρακτικά και θεωρητικά διέκριναν μεταξύ της Ελληνικής (της διαλέκτου και της Κοινής), της Γαλλικής, και της Λατινικής, άνκαι είναι δύσκολο να υπολογιστεί η πληθυσμιακή αναλογία και τα κοινωνικά στρώματα που ενέχονταν σ’ αυτή τη διαδικασία.
Άνκαι η γλώσσα, όπως και η θρησκεία, αποτελούσε έναν από τα κυριότερα στοιχεία ταύτισης μιας εθνικής ομάδας, η προσήλωση στη γλώσσα δεν αποτέλεσε συνεκτικό στοιχείο αρκετά ισχυρό, πάνω στο οποίο να βασιστούν εθνικές συσπειρώσεις και οι γλωσσικές αλληλεπιδράσεις παρατηρήθηκαν από πολύ νωρίς. Συνεπώς, η ελληνοκυπριακή διάλεκτος αναδείχτηκε ως lingua franca - κοινή γλώσσα για ολόκληρο τον πληθυσμό. Η διάλεκτος διαμορφώθηκε μέσα από τη διαβρωτική διεργασία των γαλλικών επιδράσεων που αφορούσαν κυρίως στους τομείς του διοικητικού λεξιλογίου και της φωνητικής. Λίγες ευκαιρίες υπήρχαν για σωστή βυζαντινή εκπαίδευση στο νησί. Η ελληνική στοιχειώδης παιδεία προσφερόταν στις ελληνικές μονές ή σε σχολεία στις πόλεις που τα διηύθυναν κληρικοί. Με τον ίδιο τρόπο, επαρκή λατινική παιδεία παρείχαν σχολές στις μονές των επαιτικών ταγμάτων και στους καθεδρικούς ναούς, αργότερα δε σε σχολεία που είχε ιδρύσει το κράτος στη Λευκωσία. Οι Κύπριοι συχνά αναζητούσαν ανώτερη εκπαίδευση στα κέντρα του βυζαντινού κόσμου ή στα μεγάλα πανεπιστήμια της Δυτικής Ευρώπης. Με την άλωση της Κωνσταντινούπολης και την αυξανόμενη παρουσία των Βενετών στο νησί, τα ιταλικά πανεπιστήμια έγιναν τα κύρια κέντρα προσέλκυσης Κυπρίων για σπουδές στο εξωτερικό.
Η λογοτεχνική παραγωγή κατά τη διάρκεια της Φραγκοκρατίας πρέπει να ερμηνευθεί σε σχέση με τον πολυεθνικό και πολυπολιτισμικό χαρακτήρα της κυπριακής κοινωνίας της εποχής και πρέπει να μελετηθεί ως το πολιτισμικό προϊόν της καρποφόρας συνάντησης μεταξύ Ελλήνων και Λατίνων. Οι σχολαστικές κατηγοριοποιήσεις που διακρίνουν μεταξύ της ελληνικής και φραγκικής λογοτεχνικής παραγωγής με κριτήριο τη γλώσσα έχουν κάποια βαρύτητα μόνο για τον 13ο αιώνα, και δεν έχουν καμιά σημασία αν ειδωθούν στο πλαίσιο μιας κοινωνίας η οποία ωφελήθηκε από τις διαδικασίες τριών αιώνων πολιτισμικών ανταλλαγών και αλληλεπίδρασης. Οι κύπριοι άνθρωποι των γραμμάτων έκαναν χρήση όλων των γλωσσικών δυνατοτήτων που είχαν στη διάθεσή τους. Η μεταβολή στις λογοτεχνικές γλώσσες που χρησιμοποιούσαν οι κύπριοι συγγραφείς (Ελληνικά και Παλαιογαλλικά από τον 13ο μέχρι τα μέσα του 14ου αιώνα, Ελληνοκυπριακή διάλεκτος τον 15ο, και Ελληνοκυπριακή διάλεκτος και Ιταλικά τον 16ο) καθρεφτίζει τις πολιτισμικές σχέσεις και τη γλωσσική εξέλιξη στο βασίλειο των Λουζινιανών. Οι κύπριοι άνθρωποι των γραμμάτων άντλησαν τόσο από τη βυζαντινή και δυτική λογοτεχνική παράδοση, όσο και από την παράδοση της Ανατολής (εκκλησιαστική ελληνική και λατινική σταυροφοριακή παράδοση). Τον 13ο αιώνα οι επαφές με τη Γαλλία και γενικά τη Δυτική Ευρώπη ενίσχυσαν τους λογοτεχνικούς και πολιτισμικούς δεσμούς των Φράγκων με τη Δύση. Με τον ίδιο τρόπο, η Ορθόδοξος Εκκλησία αποτέλεσε το κύριο κανάλι λογοτεχνικής τροφοδότησης για τους Έλληνες. Ωστόσο, κάποια ιδιαίτερα κυπριακά χαρακτηριστικά μπορούν να εντοπιστούν στη λογοτεχνική μορφή και το περιεχόμενο, τα οποία συνέβαλαν στη δημιουργία μιας παράδοσης μεσαιωνικής κυπριακής λογοτεχνίας που ξεπερνούσε τα γλωσσικά και εθνικά σύνορα: θεματικά, ένα ζωηρό ενδιαφέρον για τη νομική και ιστορική λογοτεχνία και, υφολογικά, η χρήση του πεζού λόγου και των δημωδών γλωσσών (Παλαιογαλλικά αντί των Λατινικών και ελληνοκυπριακή διάλεκτος αντί της βυζαντινής Κοινής). Με τη χρήση αυτών των υφολογικών και γλωσσικών μέσων οι κύπριοι μεσαιωνικοί χρονικογράφοι έγραψαν τις ιστορίες των βασιλικών δυναστειών της Ιερουσαλήμ και της Κύπρου, και δεν είναι τυχαίο που όλοι σχετίζονταν με τον κύκλο των νομομαθών ή των μορφωμένων γραφειοκρατών.
Μέχρι το θάνατο του Ούγου Δ’ ντε Λουζινιάν το 1359, ο οποίος συνέπεσε με την πρώτη έκρηξη της επιδημίας της γνωστής ως «μαύρος θάνατος» και τη δημογραφική και κοινωνική αλλαγή που ακολούθησαν, η γαλλική κοσμική λογοτεχνική παραγωγή του νησιού καθρέφτιζε τα ενδιαφέροντα μιας ιπποτικής, φεουδαρχικής κοινωνίας και ήταν απευθείας απόγονος της σταυροφοριακής λογοτεχνικής παράδοσης της λατινικής Ανατολής. Επιπρόσθετα με τη γοητεία που ασκούσε σ’ αυτή την κοινωνία το δίκαιο, κάτι που οδήγησε στην ανάπτυξη μιας σημαντικής νομικής παράδοσης, δημιουργείται και μια ιστοριογραφική παράδοση, η οποία πρέπει να ενταχθεί στο πλαίσιο της ιστοριογραφικής λογοτεχνίας των σταυροφοριακών κρατών της Συρίας και της Παλαιστίνης. Έτσι, εκτός από λιγοστά έμμετρα έργα (μερικά ερωτικά τραγούδια του Ραούλ ντε Σουασόν, κάποια επικά τραγούδια, ένα αλληγορικό ποίημα με τίτλο La Dîme de Pénitance, γραμμένο στη Λευκωσία το 1288 από τον Ιωάννη ντε Ζουρνύ, καθώς και μερικά ‘poemes de circonstance’ στα έργα των Φιλίππου της Νοβάρας και Ζεράρ ντε Μονρεάλ), ολόκληρη η λογοτεχνική παραγωγή της περιόδου ήταν γραμμένη στην Παλαιογαλλική (με κάποιες τοπικές ιδιαιτερότητες) και σε πεζό λόγο, περιλάμβανε δε μόνο έργα ιστορικού και ηθικού περιεχομένου.
Η σωζόμενη ιστορική λογοτεχνία αποτελεί απόδειξη μιας αξιοθαύμαστης συνέχειας και ποικιλομορφίας, καλύπτει δε χρονολογικά ολόκληρη την περίοδο. Περιλαμβάνει χρονικά (τις Continuations de Guillaume de Tyr και το χρονικό το γνωστό ως Chronique d’ Ernoul et de Bernard le Trésorier), τα απομνημονεύματα του Φιλίππου της Νοβάρας για τον εμφύλιο πόλεμο του 1229-1233 (Estoire de la querre qui fu entre l’ empereor Frederic et Johan d’ Ibelin), το συμπίλημα των αρχών του 14ου αιώνα Les Gestes des Chiprois του Ζεράρ ντε Μονρεάλ (το οποίο περιλαμβάνει το Chronique de Terre Sainte, τα απομνημονεύματα του Φιλίππου της Νοβάρας και το Chronique du Templier de Tyr), χρονολόγια (Les Annales de Terre Sainte), και γενεαλογική λογοτεχνία (Les Lignages d’ Outremer). Η σημαντική μορφή του Φιλίππου της Νοβάρας κυριάρχησε κατά την περίοδο αυτή. Ο Φίλιππος, ένας Ιταλός από τη Νοβάρα της Λομβαρδίας, επέλεξε να ζήσει ως λεβαντίνος Φράγκος στην Ανατολή. Στρατιώτης, πολιτικός και νομικός, ο Φίλιππος άφησε σημαντικό λογοτεχνικό έργο, του οποίου μόνο μέρος διασώζεται. Εκτός από τα απομνημονεύματά του, συνέθεσε έμμετρα έργα τα οποία δεν έχουν διασωθεί, μια ηθική πραγματεία (Les Quatre âges de l’ homme) και μια νομική πραγματεία (Le Livre de forme de plait).
Ως επί το πλείστον, η γαλλική λογοτεχνική παραγωγή της Κύπρου ακολούθησε δυτικά πρότυπα. Η παρουσία στο νησί λογίων του βεληνεκούς των Ραϋμόνδου Λαλ και Πέτρου ντε Παλύντ, καθώς και συγγραφέων όπως ο Πέτρος των Παρισίων, ο Ροβέρτος ντε Μπορόν, ο Μαρτίνο ντα Κανάλε και ο Μαρίνος Σανούδος Τορσέλο, είναι αντιπροσωπευτική των λογοτεχνικών και πολιτισμικών δεσμών των Φράγκων με τη Δύση. Ένας άνθρωπος των γραμμάτων, του οποίου η ζωή και το έργο αποτελούν συνδετικό κρίκο μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης περιόδου της φραγκικής παρουσίας στην Κύπρο, ήταν ο Έλληνας Γεώργιος Λαπίθης. Ο Λαπίθης έζησε το πρώτο μισό του 14ου αιώνα και ήταν μέλος ενός στενού κύκλου ελληνοκυπρίων διανοουμένων, οι οποίοι ανήκαν είτε στην παλιά ελληνική αριστοκρατία είτε στη νέα τάξη μορφωμένων ελλήνων γραφειοκρατών και οι οποίοι συμμετείχαν στη λογοτεχνική ζωή της φραγκικής αριστοκρατίας. Είναι γνωστός στην ιστορία ως φίλος του βασιλιά Ούγου Δ’ ντε Λουζινιάν (1324-1359), καθώς και φιλοσόφων και στοχαστών ελληνικής, γαλλικής και αραβικής καταγωγής. Μιλούσε Γαλλικά, Λατινικά, και ανατολικές γλώσσες και υπήρξε δραστήριος μεταφραστής. Η γνώση του της Λατινικής και της Γαλλικής ήταν αναγκαία για τις λογοτεχνικές, θεολογικές και επιστημονικές του μελέτες και συνέβαλε στην κοινωνική του διάκριση και στη συναναστροφή του με τη βασιλική αυλή του Ούγου Δ’.
Οι κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές και δημογραφικές αλλαγές που σημάδεψαν τα μέσα του 14ου αιώνα είχαν σημαντική επίδραση στη λογοτεχνική δημιουργία. Ο «μαύρος θάνατος» εξασθένησε τον φραγκικό πληθυσμό και δεν μπορούσε να υπάρξει δημογραφική ανανέωση. Η κοινωνική και οικονομική άνοδος μιας τάξης καλά μορφωμένων ελλήνων αστών, που στελέχωναν τη βασιλική διοίκηση, είχε ως αποτέλεσμα την εξασθένηση της ομοιογένειας της φραγκικής αριστοκρατίας και τη διάβρωση των κοινωνικών και πολιτισμικών συνόρων. Η δολοφονία του Λουζινιανού βασιλιά Πέτρου Α’ το 1369 και η επακόλουθη γενουατική εισβολή το 1373 άλλαξε πολλές από τις παραδοσιακές αξίες της φεουδαρχικής ιπποτικής κοινωνίας των Φράγκων. Επιπρόσθετα, άνκαι υπάρχουν ενδείξεις για πολιτισμικούς δεσμούς με τη Γαλλία κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ούγου Δ’ (1324-1359) και του Πέτρου Α’ (1359-1369) (όπως μαρτυρείται από την παρουσία στο νησί του Φιλίππου ντε Μεζιέρ και τη σύνθεση ενός μεγάλου επικού ποιήματος από τον Γουλιέλμο ντε Μασό εμπνευσμένου από τις σταυροφορίες του Πέτρου), οι δεσμοί αυτοί αποδυναμώνονται σταδιακά τον 15ο αιώνα. Συνεπώς, αυτή η περίοδος χαρακτηρίζεται από την άνοδο της ελληνικής γλώσσας και πολιτισμού σε βάρος της γαλλικής γλώσσας και του φραγκικού πολιτισμού των σταυροφόρων και από την επικέντρωση της λογοτεχνικής παραγωγής στην ιστοριογραφία σε πεζό λόγο.
Ένα χαμένο χρονικό, γραμμένο στα Γαλλικά τον 14ο αιώνα από τον Ιωάννη ντε Μιμάρ, αποτελεί τον σύνδεσμο μεταξύ του γαλλικού συμπιλήματος Les Gestes des Chiprois των αρχών του 14ου αιώνα, και του ελληνικού χρονικού του Λεοντίου Μαχαιρά των αρχών του 15ου αιώνα και μαρτυρεί την εκπληκτική συνέχεια της κυπριακής ιστοριογραφίας. Με τα χρονικά των Λεοντίου Μαχαιρά και Γεωργίου Βουστρωνίου, γραμμένα στην ελληνική κυπριακή διάλεκτο τον 15ο αιώνα, η κυπριακή ιστοριογραφία έφθασε την πλήρη ανάπτυξή της. Και οι δύο συγγραφείς ανήκαν στην τάξη εκείνη των ελλήνων κυπρίων αξιωματούχων της φεουδαρχικής και βασιλικής διοίκησης, που συμμετείχαν και στις δύο κουλτούρες και αποτέλεσαν την ενδιάμεση ομάδα ανάμεσα στις δύο κοινωνίες. Έγραψαν και οι δύο σε πεζό λόγο και στην κυπριακή τοπολαλιά, στη γλώσσα που μιλούσαν και οι Έλληνες και οι Φράγκοι της Κύπρου, και με τα χρονικά τους, δυναστικές ιστορίες της δόξας και της πτώσης του κυπριακού βασιλικού οίκου, εξέφρασαν τη νομιμοφροσύνη τους στο καθεστώς των Λουζινιανών. Τα χρονικά τους μπορούν έτσι να χαρακτηριστούν ως εθνικές ιστορίες, με την έννοια ότι προέβαλλαν μια κοινή κυπριακή εθνική ταυτότητα και για τους Έλληνες και για τους Φράγκους ενόψει της μουσουλμανικής απειλής. Έτσι, το έργο τους πρέπει να ενταχθεί σε μια ιστοριογραφική παράδοση που μοιράζεται στοιχεία τόσο από τη δυτική όσο και από τη βυζαντινή παράδοση, αλλά που διακρίνεται από ένα ιδιαίτερο κυπριακό χαρακτήρα. Αυτό αποτελεί την ισχυρότερη ένδειξη της πολιτισμικής όσμωσης μεταξύ Ελλήνων και Φράγκων στη μεσαιωνική Κύπρο και της σπουδαιότητας του νησιού ως τόπου συνάντησης του δυτικού και ανατολικού ευρωπαϊκού πολιτισμού κατά τον Μεσαίωνα.
Γοτθική Αρχιτεκτονική: Οι Φράγκοι έκτισαν μνημειακές λατινικές εκκλησίες και μοναστήρια σε γοτθικό ρυθμό, εντυπωσιακά κάστρα και οχυρώσεις, καθώς και λαμπρά βασιλικά και φεουδαρχικά ανάκτορα, των οποίων σημαντικό μέρος διασώζεται μέχρι τις μέρες μας. Επιπρόσθετα, η καλλιτεχνική μαρτυρία αποκαλύπτει γαλλικές επιδράσεις στην ελληνική εκκλησιαστική τέχνη και αρχιτεκτονική. Ο καθεδρικός ναός της Παναγίας Οδηγήτριας στη Λευκωσία, γνωστός ως Άγιος Νικόλαος (Bedestan), κτίστηκε δίπλα στον λατινικό καθεδρικό ναό της Αγίας Σοφίας, και στην Αμμόχωστο ο ελληνικός καθεδρικός ναός του Αγίου Γεωργίου πολύ κοντά στον λατινικό καθεδρικό ναό του Αγίου Νικολάου. Κτισμένοι σε γοτθικό ρυθμό, οι ελληνικοί καθεδρικοί ναοί δεν ανεγείρονταν για να ανταγωνιστούν τους λατινικούς, αλλά για να συνυπάρχουν. Όπως φανερώνουν οι φωτογραφίες, τα γοτθικά αρχιτεκτονικά κατάλοιπα αποτελούν την πιο εμφανή και μακρόχρονη μαρτυρία της γαλλικής παρουσίας στην Κύπρο.