Cyprus_Europe / data /5_el.txt
de-francophones's picture
Upload 28 files
8ecc7e4 verified
Για δεύτερη φορά στην ιστορία της, η Κύπρος έγινε πολύτιμη κτήση της Αγγλίας. Είναι ένα σημαντικό γεγονός, διότι οι Άγγλοι κατέχουν μέχρι σήμερα το μοναδικό προνόμιο να είναι η μόνη ξένη δύναμη που είχε υπό τον έλεγχό της την Κύπρο δύο φορές. Το 1191, αποκτήθηκε τυχαία και με πόλεμο κι έπειτα πωλήθηκε για ένα σεβαστό ποσό σε διάστημα λίγων μηνών. Το 1878 (687 χρόνια αργότερα), καταλήφθηκε με διπλωματικά μέσα και παρέμεινε υπό το Αγγλικό Στέμμα για 82 χρόνια. Σύμφωνα με τον Λόρδο Σόλσμπερι (τότε Υπουργό Εξωτερικών), για να προστατεύσουν τα εμπορικά και στρατηγικά τους συμφέροντα, οι Βρετανοί θεώρησαν σωστό να «ανεγείρουν ακόμα ένα προστατευτικό φράγμα πίσω από τον θρυμματισμένο τουρκικό κυματοθραύστη».
Ένας συνδυασμός παραγόντων, περιλαμβανομένων της γενικής ευρωπαϊκής ανησυχίας για την επιδεινούμενη κατάσταση του «ασθενούς της Ευρώπης» (Οθωμανική Αυτοκρατορία), του Ρωσσοτουρκικού Πολέμου του 1877 (που οδήγησε στη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου στις 3 Μαρτίου 1878) και ίσως πάνω απ’ όλα στην ‘προωθητική’ πολιτική του Ντισραέλι (ο πρώτος Εβραίος Πρωθυπουργός της Αγγλίας) οδήγησε στη παραχώρηση του νησιού.
Έτσι, ο μύθος της κατάληψης της Κύπρου έγινε πραγματικότητα και αναγκαιότητα. Στις 10 Μαΐου, το περίγραμμα μιας συμφωνίας είχε σταλεί στον Σερ Ώστεν Χένρι Λέιαρντ, τον Βρετανό Πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη, με οδηγίες να προχωρήσει σε διαπραγματεύσεις μόλις θα λαμβανόταν μήνυμα από το Λονδίνο. Έξι μέρες αργότερα το βρετανικό κυβερνητικό συμβούλιο ενέκρινε την προβλεπόμενη σύμβαση και, μόλις έγινε σαφές ότι η Ρωσία θα επέμενε να κρατήσει το Καρς και το Μπατούμ, ο Λέιαρντ έλαβε οδηγίες στις 23 Μαΐου, να υποβάλει το προσχέδιο συμφωνίας στο Σουλτάνο. Στον τελευταίο δόθηκε προθεσμία 48 ωρών να το δεχτεί ή να το απορρίψει. Πώς μπορούσε να αρνηθεί; Τέσσερις μέρες πριν είχε, ως γεγονός, στείλει τηλεγράφημα στο Λονδίνο, ζητώντας βοήθεια, χρήματα και συμμαχία.
Στις 25 Μαΐου, στη διάρκεια μιας συνεντεύξεις με τον Λέιαρντ, ο Σουλτάνος, ο οποίος υπέφερε από βαθιά κατάθλιψη κι ανακουφισμένος όταν πληροφορήθηκε ότι του ζητούσαν μόνο την Κύπρο, συγκατατέθηκε ευχαρίστως. Σύμφωνα με τα επίσημα έγγραφα του Λέιαρντ, σ’ εκείνη την περίπτωση και αντίθετα με προηγούμενες ακροάσεις που είχε μαζί του, ο Αμπντούλ Χαμίντ περιστοιχιζόταν από πολυάριθμη φρουρά, γιατί είχε ακούσει ότι ο Λέιαρντ θα τον δολοφονούσε. Εν πάση περιπτώσει, εν όψει της αγγλικής απειλής να απέσχει από περαιτέρω εναντίωση στη ρωσική προέλαση, καθώς κι από περαιτέρω προσπάθειες να αναβάλει τη διχοτόμηση της Αυτοκρατορίας του ― σε κάποια φάση τον Ιούνιο του 1878 οι Τούρκοι υποψιάζονταν ότι υπήρχε μυστική συνεννόηση μεταξύ της Αγγλίας, της Αυστρίας και της Ρωσίας για τον διαμελισμό της χώρας τους ― ο Σουλτάνος δεν έφερε ένσταση και η Συνθήκη υπογράφηκε κρυφά στις 4 Ιουνίου. Η δημοσιοποίησή της στη διάρκεια του Συνεδρίου του Βερολίνου το 1878 αντήχησε σαν ‘βροντή’ ανάμεσα στον διπλωματικό κόσμο.
Το πρώτο βήμα στη μεταβίβαση της Κύπρου από την τουρκική στη βρετανική κυριαρχία ήταν η υπογραφή της Συμφωνίας Αμυντικής Συμμαχίας μεταξύ των δύο χωρών, σε σχέση με τις Ασιατικές Επαρχίες της Τουρκίας (γνωστής ως η ‘Συμφωνία της Κύπρου’) με τους ακόλουθους όρους:
«Αν το Μπατούμ, το Αρδαχάν, η Καρς, ή οποιοδήποτε από αυτά κατακρατηθεί από τη Ρωσία, και αν γίνει οποιαδήποτε προσπάθεια οποτεδήποτε στο μέλλον από τη Ρωσία να φέρει υπό την κατοχή της οποιαδήποτε άλλα εδάφη της Αυτού Αυτοκρατορικής Μεγαλειότητας του Σουλτάνου στην Ασία, όπως καθορίζονται από την Οριστική Συνθήκη Ειρήνης, η Αγγλία αναλαμβάνει να ενωθεί με την Αυτού Αυτοκρατορική Μεγαλειότητα τον Σουλτάνο στην υπεράσπισή τους με τη βία των όπλων. Σε αντάλλαγμα, η Αυτού Αυτοκρατορική Μεγαλειότητα ο Σουλτάνος υπόσχεται στην Αγγλία να επιφέρει τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, οι οποίες θα συμφωνηθούν αργότερα μεταξύ των δύο Δυνάμεων, στη διακυβέρνηση και για την προστασία των Χριστιανών και άλλων υπηκόων της Πύλης σε αυτά τα εδάφη. Και για να καταστήσει την Αγγλία ικανή να προβεί στις αναγκαίες φροντίδες προς τήρηση της δέσμευσής της, η Αυτού Αυτοκρατορική Μεγαλειότητα ο Σουλτάνος συγκατατίθεται να παραχωρήσει τη Νήσο Κύπρο για να κατέχεται και να διοικείται από την Αγγλία».
Αυτό ήταν το 1ο Άρθρο της Συνθήκης, που υπογράφτηκε στο Αυτοκρατορικό Ανάκτορο του Γιελντίζ στις 4 Ιουνίου. Επιπρόσθετα, ένα Παράρτημα που περιλάμβανε έξι όρους υπογράφτηκε την 1η Ιουλίου. Οι πιο σημαντικοί από αυτούς (ο τρίτος και ο έκτος) έχουν ως εξής:
«Η Αγγλία θα καταβάλλει στην Πύλη οτιδήποτε αποτελεί το παρόν πλεόνασμα του εισοδήματος έναντι των δαπανών στο νησί. Αυτό το πλεόνασμα θα υπολογίζεται και θα καθορίζεται σύμφωνα με τον μέσο όρο των τελευταίων πέντε ετών.
«Αν η Ρωσία αποδόσει στην Τουρκία το Καρς και τις άλλες κατακτήσεις που έγιναν από αυτή στην Αρμενία κατά τον τελευταίο πόλεμο, τότε η Νήσος Κύπρος θα εκκενωθεί από την Αγγλία και η Συνθήκη της 4ης Ιουνίου 1878 θα τερματισθεί».
Έτσι, με αντάλλαγμα για την προστασία της χρεωκοπημένης Αυτοκρατορίας, ένα φόρο υποτελείας γύρω στις 92,800 στερλίνες και, όπως προέκυψε (άνκαι αβέβαιο) 4,166,220 οκάδες (ή 10,865,416 λίβρες) αλάτι ετησίως, ο Σουλτάνος δέχτηκε όπως η Βρετανία κατέχει και διοικεί την Κύπρο.
Επιπλέον, σύμφωνα με τον έκτο όρο, το νησί θα επιστρεφόταν σ’ αυτόν. Επρόκειτο για ένα ‘κούφιο’ όρο τον οποίον λίγοι πήραν στα σοβαρά. Ακόμα κι εκείνοι, και υπήρξαν πολλοί, που αμφέβαλλαν για τη στρατηγική της σημασία, την περιέγραφαν ως «μια συμφωνία τελείως απατηλού χαρακτήρα». Αναμφίβολα, η Κύπρος δέσποζε άμεσα της εισόδου στη Διώρυγα του Σουέζ (Η Κυβέρνηση της Αυτής Μεγαλειότητας έγινε το 1875 κάτοχος των μισών περίπου μετοχών της Εταιρίας της Διώρυγας του Σουέζ), των ακτών της Παλαιστίνης και Συρίας και των νοτίων επαρχιών της Μικράς Ασίας. Με το Γιβραλτάρ (1713) στα δυτικά της Μεσογείου, τη Μάλτα (1814) στο μέσο και τώρα την Κύπρο (το «κλειδί στη Δυτική Ασία»), η διαδικασία μετατροπής της σε μια μακρινή βρετανική λίμνη είχε ολοκληρωθεί. Ωστόσο, με την κατοχή της Αιγύπτου το 1882, η Κύπρος επανήλθε, τουλάχιστον προσωρινά, στο ρόλο ενός ‘υπναλέου θερέτρου’.
Μια συμπληρωματική Συμφωνία στη Συνθήκη, που υπογράφτηκε στις 14 Αυγούστου 1878, σταθεροποίησε ακόμα περισσότερο τη βρετανική κτήση του νησιού. Μάλιστα, στις 16 Μαρτίου 1921, όταν η Ρωσία μεταβίβασε στην Τουρκία δύο από τις τρεις αρμενικές επαρχίες (το Αρδαχάν και το Καρς αλλά όχι το Μπατούμ) που αναφέρονταν στη Συνθήκη, η Βρετανία συνέχισε να ελέγχει την Κύπρο. Επιπλέον, το 1923 τόσο η Ελλάδα όσο και η Τουρκία αναγνώρισαν τη βρετανική κυριαρχία στο νησί και δυο χρόνια αργότερα ανακηρύχθηκε Αποικία του Στέμματος.
Η Κύπρος, λοιπόν, περιήλθε υπό την ευθύνη της Βρετανίας το 1878. Εκείνο που έμενε να γίνει ήταν να αποβιβασθεί ένα Βρετανικό απόσπασμα στο νησί. Το έργο αυτό επιτελέστηκε από τον Αντιναύαρχο Λόρδο Τζον Χέι, ο οποίος την πρώτη εβδομάδα του Ιουλίου αντίκρυσε τον κόλπο της Λάρνακας. Η παραμονή του ήταν ωστόσο προσωρινή. Στις 7.30 π.μ. της 22ας Ιουλίου 1878, ο Σερ Γκάρνετ Γούλσλυ έφθασε με το πολεμικό σκάφος Ιμαλάια, και αποβιβάστηκε στη Λάρνακα γύρω στις 5.35 μ.μ. συνοδευόμενος από περίπου 1,500 στρατιώτες. Στις 6 μ.μ. προχώρησε στο Κανιά Χανάτε της Λάρνακας κι εκεί έδωσε οδηγίες να εκδοθεί προκήρυξη, με την οποία παρείχε διαβεβαιώσεις ότι η Βασίλισσα ευχόταν την ευημερία του νησιού και η επιθυμία της ήταν όπως ληφθούν μέτρα για την προαγωγή και ανάπτυξη του εμπορίου και της γεωργίας, και δοθούν στο λαό τα οφέλη της ελευθερίας, δικαιοσύνης και ασφάλειας. Το διάταγμα, το οποίο διαβάστηκε στα Αγγλικά, Ελληνικά και Τούρκικα έγινε δεκτό με επευφημίες. Ως γεγονός, οι Έλληνες του νησιού είδαν την αντικατάσταση μιας μουσουλμανικής αυτοκρατορίας από μια Χριστιανική, ως τη χρυσή γέφυρα που θα οδηγούσε τελικά στην ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Η ηγετική μερίδα των Ελλήνων του νησιού (κυρίως ελεύθεροι επαγγελματίες και εκκλησιαστικοί) καλωσόρισαν τη νέα διοίκηση ως καμπή για τις κυπριακές υποθέσεις και άρχισαν να θέτουν ψηλότερους στόχους: αυτοκυβέρνηση, αυτονομία, αυτοδιάθεση και τέλος ένωση με την Ελλάδα. Η δεκαετία του 1950 και μετέπειτα θα αντανακλούσε τα οράματα των λιγοστών διαφωτισμένων του 19ου αιώνα.
Με την ούτω καλούμενη «συμφωνία κλεπτών» η Βρετανία απέκτησε ντε φάκτο, αν όχι ντε γιούρε, την κυριαρχία της Κύπρου. Οι Κύπριοι δεν απέκτησαν τη βρετανική υπηκοότητα παρά μόνο μετά το 1914, όταν το νησί προσαρτήθηκε. Ωστόσο η Κύπρος, όπως ο Ουίνστον Τσέρτσιλ τόνισε στις 19 Οκτωβρίου 1907, βρέθηκε κάτω από βρετανική διοίκηση «ερειπωμένη και ταπεινωμένη από την κακομεταχείριση αιώνων». Συνεπώς, βελτιώσεις ήταν αναγκαίες παντού. Τα προβλήματα που έπρεπε να διευθετηθούν ήταν πολλά:
1. Οι γαίες του Σουλτάνου και άλλα κτηματικά ζητήματα προκάλεσαν μαζικές διαφωνίες και χρειάστηκε πολύς καιρός και σπαταλήθηκε πολλή ενέργεια πριν τελικά διευθετηθούν.
2. Τα φορολογικά προβλήματα ήταν πέραν κατανόησης. Η διαδικασία εκκαθάρισης των λογαριασμών της αποχωρούσης διοίκησης περιπλεκόταν από τις προσπάθειες των Τούρκων να παρουσιάσουν όσο το δυνατό μεγαλύτερο ισολογισμό στα θησαυροφυλάκια του κράτους. Ήταν προς το συμφέρον τους να το κάνουν αυτό, αφού ο ετήσιος φόρος υποτελείας θα ήταν βασισμένος στο μέσο πλεόνασμα των τελευταίων πέντε χρόνων. Επιπρόσθετα, οι φόροι έπρεπε να διαπλασιαστούν για την αντιμετώπιση των δαπανών του ρωσικού πολέμου. Αυτό δημιουργούσε περαιτέρω προβλήματα για τους αξιωματούχους, οι οποίοι είχαν το δύσκολο έργο να αποσπάσουν όλο και περισσότερα από τους Κύπριους χωρικούς που μόλις και μετά βίας κατάφερναν να τα βγάλουν πέρα. Αναλογιζόμενος την ουσιαστική κατάρρευση της τουρκικής διοικητικής μηχανής, ο Γούλσλυ έγραψε στον Λέιαρντ στις 10 Φεβρουαρίου 1879, εξηγώντας ότι ο Σουλτάνος θα έπρεπε να εμπιστευθεί τα οικονομικά του στα χέρια κάποιων ικανών Άγγλων, που σύντομα θα επανέφεραν την Αυτοκρατορία του σε συνθήκες ευημερίας.
3. Το πρόβλημα με τα προνόμια ήταν επίσης ένα προέχον θέμα. Τόσο ο Γούλσλυ όσο και ο διάδοχός του Σερ Ρόμπερτ Μπιντάλφ πληροφόρησαν τους ανωτέρους τους στο Λονδίνο ότι οι χωρικοί ήταν αρκετά ευχαριστημένοι, αλλά όχι και οι προνομιούχες τάξεις, οι οποίες απολάμβαναν εξαιρέσεις από τη φορολογία. Οι επίσκοποι, τους οποίους η προηγούμενη διοίκηση είχε διορίσει ως φοροσυλλέκτες, είχαν συγκεντρώσει μεγάλη περιουσία από τους φτωχούς χωρικούς. Αυτό τερματίστηκε μετά το 1878. Ωστόσο, προέκυψε μια νέα δυσαρέσκεια, η οποία τελικά διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην αυξημένη κινητοποίηση για ένωση με την Ελλάδα.
4. Ο νεποτισμός, οι δωροδοκίες και η διαφθορά είχαν αφεθεί να αυξηθούν και να οργιάσουν εκτός ελέγχου. Ο Γούλσλυ εξήγησε ότι με τον διορισμό τους οι αξιωματούχοι γίνονταν αναξιόπιστοι, ανέντιμοι και αλαζόνες. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η διοίκηση του νησιού είχε βυθιστεί σε πλήρη στασιμότητα. Χρειαζόταν έτσι κάποιος με δυνατή πυγμή για να διεγείρει «τις δυνάμεις της και να θέσει σε κίνηση την ευημερία της». Ωστόσο, μετά από υπόδειξη του Γουάιτχολ, ο Γούλσλυ προχώρησε σε εξυγίανση παρά σε κατάργηση των τουρκικών θεσμών. Η δικαιολογία των Βρετανών ήταν, βέβαια, η αβεβαιότητα της νομής. Μια από τις πρώτες του ενέργειες, λοιπόν, ήταν να ορίσει έξι Βρετανούς λειτουργούς στη θέση των Τούρκων καϊμακάμηδων, που διοικούσαν τις έξι επαρχίες στις οποίες ήταν χωρισμένο το νησί. Πρέπει να λεχθεί ότι μια από τις εξαιρετικές επιτυχίες της βρετανικής κατοχής ήταν η εκρίζωση της διαφθοράς απ’ όλα τα κυβερνητικά τμήματα.
5. Νόμος και τάξη. Ο Γούλσλυ διατεινόταν ότι το σύνθημά του ήταν η ανεπηρέαστη δικαιοσύνη και ανέφερε σαν παράδειγμα το γεγονός ότι στους πρώτους τρεις μήνες είχε στείλει στη φυλακή ένα φοροσυλλέκτη για κλοπή, ένα Έλληνα κληρικό γιατί αρνιόταν να καταβάλει φόρους και ένα Μαλτέζο κυνηγό αρχαιοτήτων για παράβαση του νόμου. Επέμενε επίσης στην άμεση απέλαση μεγάλου αριθμού Τούρκων καταδίκων, των οποίων η παρουσία στο νησί ήταν ανεπιθύμητη όσο επικίνδυνη. Ουσιαστικά, οι φυλακές του νησιού έμοιαζαν με δειγματολόγιο για τους χειρότερους εγκληματίες της Αυτοκρατορίας του Σουλτάνου.
6. Βέβαια, φυσικές καταστροφές όπως οι σεισμοί δεν μπορούσαν να προληφθούν, αλλά η άσχημη υγεία των κατοίκων και πλήγματα όπως η ασθένεια των βοειδών (μια επιδημία ξέσπασε το 1879/80) και η καταστροφή των καλλιεργειών από ακρίδες (για την πρόληψη των οποίων δαπανήθηκαν σημαντικά ποσά μεταξύ 1881 και 1885) θα μπορούσαν, με τα κατάλληλα πρόσωπα και πόρους, να απαμβλυνθούν.
7. Ο αναλφαβητισμός και συνεπώς η απάθεια ήταν ο κανόνας παρά η εξαίρεση. Τα λίγα παιδιά που μάθαιναν γράμματα ήταν αναγκασμένα να βασίζονται για τη ‘μόρφωσή’ τους σχεδόν ολότελα σε ιδιωτικές εισφορές και σε θρησκευτικά ιδρύματα.
8. Ο Τσάρλς Φ. Ουότκινς ( Ο Πρόξενος της Αυτής Μεγαλειότητας στην Κύπρο) πληροφόρησε τον Λέιαρντ στις 5 Μαρτίου 1878 ότι, ο Κυβερνήτης της Κύπρου είχε λάβει ένα τηλεγράφημα από την Κωνσταντινούπολη, σύμφωνα με το οποίο 3,000 πρόσφυγες είχαν επιβιβασθεί απ’ εκεί κατευθυνόμενοι προς Κύπρο. Η είδηση της πιθανής άφιξής τους μεταξύ της 5ης και 7ης Μαρτίου προκάλεσε μεγάλο πανικό ανάμεσα στους κατοίκους της Λάρνακας και Λευκωσίας. Στην τελευταία, ο Αρχιεπίσκοπος και οι Έλληνες προύχοντες διαμαρτυρήθηκαν για το ενδεχόμενο να τους επιτραπεί να αποβιβαστούν, αλλά μάταια. Είναι ασαφές τι ακριβώς έχει συμβεί σε αυτές τις ‘νέες’ αφίξεις.
9. Διάφορα προβλήματα. Αυτά περιλάμβαναν τελωνειακούς δασμούς (αρχικά πληρώνονταν απευθείας στην Πύλη), νόμισμα, θρησκευτική περιουσία, συγκομιδές και άλλα δημοσιονομικά θέματα. Σε κάποια φάση, οι Κύπριοι υπόκεινταν σε κατάταξη στον τουρκικό στρατό, εκτός αν πλήρωναν κεφαλικό φόρο.
Αυτά και άλλα προβλήματα αντιμετώπιζε ο Γούλσλυ, επιπρόσθετα από τα συνηθισμένα προβλήματα που πάντοτε αντιμετωπίζει μια νέα διοίκηση.
Στην περίοδο μεταξύ 1878 και 1914 (από την κατοχή στην πλήρη απόσχιση) κυριαρχούσαν τέσσερα κύρια θέματα: το Ελληνικό ιδεώδες ή Μεγάλη Ιδέα, η εμφάνιση του Συντάγματος, μεγάλες προσδοκίες αλλά και αργή οικονομική πρόοδος, και οι πρεσβείες της Εκκλησίας. Αρκεί μια ανάλυση των τριών πρώτων:
Ο αγώνας για την ένωση της Κύπρου με την Ελληνική κυρίως χώρα, που χρονολογείτο πολύ πριν από την βρετανική κατοχή, υπήρξε από την αρχή μια ελληνική κυπριακή υπόθεση ― ο αγώνας της πλειοψηφίας. Μόνο ορισμένα στοιχεία της τουρκικής μειονότητας ενίσταντο. Σε αντίθεση με ό,τι έχει γραφεί αλλού, η τεράστια πλειοψηφία του Τουρκικού πληθυσμού δεν υποστήριζε τα καταπιεστικά μέτρα, τα οποία επέβαλε η αποικιακή κυβέρνηση για να θέσει υπό έλεγχο την κινητοποίηση των συμπατριωτών τους. Μάρτυρας η μαζική λαϊκή διαδήλωση του Οκτωβρίου 1931 (το κάψιμο του Κυβερνείου, η απέλαση των δέκα επιφανών Ελλήνων ηγετών, οι βαριές τιμωρίες, φυλακίσεις και τέλος η επιβολή του στρατιωτικού νόμου), όταν το τουρκικό στοιχείο έδειξε συμπάθεια προς τους συνοίκους του και δεν έκανε τίποτε για να προδώσει τη μαζική διαμαρτυρία, την οποία αντιμετώπισε ως ‘δίκαιη’.
Αρκεί να λεχθεί ότι από τον καιρό της ανεξαρτησίας της Ελλάδας, ο ελληνικός λαός ήταν αφοσιωμένος με πάθος στην εξωτερική πολιτική που ενέπνεε η Μεγάλη Ιδέα. Οι Έλληνες Κύπριοι, οι οποίοι έστειλαν εθελοντές σε όλους τους πολέμους που είχε εμπλακεί η μητέρα πατρίδα, κι υπήρξαν πολλοί κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, πίστευαν ότι θα έφτανε και η δική τους ώρα να γίνουν δεκτοί στις αγκάλες του Ελληνισμού. Τέτοιες προσδοκίες δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ.
Η δεύτερη μεγάλη τάση ήταν η εμφάνιση του Συντάγματος. Σε λιγότερο από δύο μήνες μετά την άφιξη του Γούλσλυ, ένα Διάταγμα του Ανακτοσυμβουλίου (14 Σεπτεμβρίου 1878) εγκαθίδρυσε νομοθετικό συμβούλιο και εκτελεστικό συμβούλιο για να χειρίζεται τις υποθέσεις της νήσου. Το δεύτερο διοριζόταν σύμφωνα με τις εκάστοτε οδηγίες που απηύθυνε η Κυβέρνηση του Λονδίνου προς τον Ύπατο Αρμοστή. Στο μεταξύ, η αρμοδιότητα για την Κύπρο μεταβιβάστηκε στις 6 Δεκεμβρίου 1880 από το Υπουργείο των Εξωτερικών στο Υπουργείο των Αποικιών. Μέχρι το τέλος του 1881 αρχές του 1882, η υφιστάμενη μορφή διοίκησης είχε τροποποιηθεί και την 21 Ιουνίου 1883 το εκλεγμένο νομοθετικό συμβούλιο συνήλθε για πρώτη φορά. Είναι άρα σωστό να λεχθεί ότι οι δυτικές παραδόσεις της πολιτικής εκπροσώπησης είχαν εισαχθεί στα πρώτα-πρώτα χρόνια της Βρετανικής διακυβέρνησης.
Το Σύνταγμα είχε παραμείνει αμετάβλητο όταν η Βρετανία προσάρτησε την Κύπρο το 1914. Τροποποιήθηκε το 1925 όταν η νήσος έγινε Αποικία του Στέμματος αλλά, μετά το κάψιμο του Κυβερνείου και την ενωτική υστερία και την οικονομική απογοήτευση εκείνων των χρόνων, τελικά καταργήθηκε στις 12 Νοεμβρίου 1931.
Το τρίτο μεγάλο ζήτημα μέχρι το 1914 ήταν η ασταθής οικονομική κατάσταση και ο πιο σημαντικός παράγοντας για τις τύχες της Κύπρου ήταν ο φόρος υποτελείας. Η δριμεία επίθεση του Τσώρτσιλ το 1907 όταν έγραψε πως «η βελτίωση των τουρκικών επιπέδων δεν αποτελεί ικανή ή κατάλληλη δικαιολογία για τη βρετανική πολιτική» ήταν πιθανώς ο καταλύτης που οδήγησε το 1927 στην κατάργηση του φόρου υποτελείας.
Χωρίς αμφιβολία, για πρώτη φορά στην ιστορία του το νησί ήταν σε καλύτερη μοίρα από αυτή στην οποία είχε βρεθεί ποτέ. Ξοδεύονταν χρήματα για φάρμακα, την εκπαίδευση και την κατασκευή δρόμων, υπήρχε περισσότερη δικαιοσύνη και ισότητα στο μηχανισμό της διοίκησης και της δικαιοσύνης και η συμμετοχή στη διακυβέρνηση ήταν πιο διαδεδομένη. Ως γεγονός, η Κύπρος ήταν από τα πρώτα εδάφη της περιοχής, στα οποία είχε καθιερωθεί η λαϊκή ψήφος. Επιπρόσθετα, ο πληθυσμός παρουσίασε σημαντική αύξηση, από 186.173 το 1881 σε 237.002 το 1901 - μια αύξηση πέραν του 27 τοις εκατό σε περίοδο μόλις 20 ετών. Ναι, η Κύπρος μπορεί να ήταν παραμελημένη (αυτό μπορεί να φανεί από σχόλια του Υπουργείου των Αποικιών επί σειρά ετών) αλλά βρισκόταν σαφώς στην οδό της ανάκαμψης και σίγουρα περνούσε πολύ καλύτερα απ’ ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη περίοδο της σύγχρονης ιστορίας της. Μια σύντομη σύγκριση της περιόδου πριν από την κατοχή με τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1920 είναι αρκετή:
1. Οι συγκοινωνίες ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτες. Γενικότερα υπήρχαν μόνο μονοπάτια για μούλες και καμήλες. Στις αρχές της δεκαετίας του 1920 υπήρχαν καλοί δρόμοι και γέφυρες, καθώς κι ένας σιδηρόδρομος από την Αμμόχωστο στη Λευκωσία. Αργότερα επεκτάθηκε στη μεταλλευτική περιοχή της Σκουριώτισσας και πέρα.
2. Υπήρχαν ελάχιστα ταχυδρομεία. Στην μετέπειτα περίοδο λειτούργησαν πάνω από 65, με 200 επαρχιακούς υποσταθμούς που διεκπεραίωναν τρία εκατομμύρια επιστολές, κάρτες, εφημερίδες, βιβλία και δέματα.
3. Νοσοκομεία δεν υπήρχαν. Μετά τον Πόλεμο, υπήρχε τουλάχιστον ένα σε κάθε επαρχία, συνήθως υπό την επίβλεψη κυβερνητικών ιατρικών λειτουργών.
4. Τυπογραφεία δεν υπήρχαν πουθενά μέχρι με τη δεκαετία του 1870. Μετά το 1920 εκδίδονταν κάπου 15 εφημερίδες. Αυτό ήταν «μια εύγλωττη απόδειξη υλικής και εκπαιδευτικής προόδου».
5. Προηγουμένως υπήρχαν περίπου 170 σχολεία τα οποία ήταν πολύ ανεπαρκώς στελεχωμένα. Στη δεκαετία του 1920 υπήρχαν σκορπισμένα σ’ όλη τη νήσο 740 σχολεία, τα περισσότερα με καλά καταρτισμένους δασκάλους.
6. Το εμπόριο ήταν ελάχιστο. Στην κατοπινή περίοδο οι εισαγωγές παρουσίασαν αύξηση της τάξης του 550 τοις εκατό και οι εξαγωγές του 500 τοις εκατό.
Επιπρόσθετα, κι όπως ήδη αναφέρθηκε, η προσάρτηση της Κύπρου (5 Νοεμβρίου 1914) έγινε γενικά αποδεκτή με μεγάλο ενθουσιασμό. Η αλληλογραφία προς και από το Υπουργείο των Αποικιών έδειξε πως, ακόμα και οι πιο ανώτεροι Τούρκοι αξιωματούχοι του νησιού, εχάρηκαν για την αλλαγή στο νομικό της καθεστώς. Από τούδε και στο εξής το νησί αποτελούσε ντε φάκτο και ντε γιούρε τμήμα των κτήσεων της Αυτού Μεγαλειότητας. Η έλευση του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου έδωσε στους κατοίκους του τη βρετανική υπηκοότητα. Αυτό τελικά διευθετήθηκε στις 27 Νοεμβρίου 1917. Επιπλέον, στις 10 Μαρτίου 1925, η Κύπρος ανακηρύχθηκε σε Αποικία του Στέμματος.
Μεταξύ 1914 και 1925 το πολιτικό κίνημα ανάμεσα στη χριστινανική πλειοψηφία για ένωση με την Ελλάδα απετέλεσε την πιο ισχυρή δύναμη στην Κυπριακή πολιτική. Γενικά, ωστόσο, οι κινητοποιήσεις για την ένωση ελέγχονταν επιτυχώς ― ακόμα κάποτε καταστέλλονταν με τη χρήση των όπλων όπως το 1931 ― μέχρι τη δεκαετία του 1950, οπότε ένας αντάρτικος αγώνας ‘έδιωξε’ τους Βρετανούς.
Ας ρίξουμε τώρα λίγο φως στις διάφορες ‘προσφορές και υποσχέσεις’ για την παραχώρηση της Κύπρου στην Ελλάδα, τις οποίες τόσο ιστορικοί όσο και πολιτικοί αναλυτές έχουν αγγίξει μόνο επιφανειακά. Πριν από το 1920 υπήρξαν δύο βρετανικές ‘προσφορές’, το 1912 και το 1915, και δύο ‘υποσχέσεις’ το 1919. Και φάνηκε να υπήρξε άλλη μία ‘υπόσχεση’ το 1930. Μετά την πρώτη φάση των Βαλκανικών Πολέμων, οι εμπόλεμοι συναντήθηκαν στο Λονδίνο από τις 16 Δεκεμβρίου 1912 μέχρι τις 6 Ιανουαρίου 1913, για να συζητήσουν τους όρους της ειρήνης. Επικεφαλής της Ελληνικής αντιπροσωπίας ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο «δημιουργός της νεώτερης Ελλάδας». Μπροστά στο ενδεχόμενο ενός μεγάλου πολέμου, ο Λόυντ Τζωρτζ ρώτησε τον Βενιζέλο κατά πόσον η Βρετανία θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τις ναυτικές διευκολύνσεις στο Αργοστόλι, με αντάλλαγμα την Κύπρο. Αυτό το ανεπίσημο αίτημα και η προσφορά έγινε ως αρχή αποδεκτή από τον Βενιζέλο. Βέβαια, ο Λόυντ Τζωρτζ πρόσθεσε ότι επίσημη προσφορά μπορούσε να γίνει μόνο από τον Σερ Έντουαρντ Γκρέυ, τον Υπουργό Εξωτερικών, ο οποίος δεν ήταν παρών στη συνάντηση. Ο Γκρέυ, βέβαια, ήταν πάντα υπέρ της παραχώρησης της Κύπρου. Όσον αφορά την πιο πάνω προσφορά, ο Πρωθυπουργός Άσκουιθ την ευνοούσε. Ωστόσο, ούτε η Βρετανική ούτε η Ελληνική κυβέρνηση επεδίωξαν να οδηγήσουν την προσφορά σε οποιαδήποτε κατάληξη το 1912 ή το 1913.
Περαιτέρω προσφορές, ωστόσο, διαβιβάστηκαν στην Ελλάδα το Νοέμβριο του 1914 και τον Ιανουάριο του 1915. Η Βόρειος Ήπειρος κι ακόμα παραχωρήσεις στη Μικρά Ασία έγιναν αντικείμενο υποσχέσεων. Στις 6 Μαρτίου, ο Γερμανόφιλος Βασιλιάς Κωνσταντίνος απέρριψε τέτοια ανοίγματα, με τον Βενιζέλο να παραιτείται απηυδισμένος. Από τα ιδιωτικά έγγραφα του Σερ Έντουαρντ Γκρέυ μαθαίνουμε ότι η Βασίλισσα της Ελλάδας είχε διακηρύξει το 1915 ότι, αν έστω και ένας Γερμανός στρατιώτης σκοτωνόταν από Έλληνα, θα εγκατέλειπε την Ελλάδα για πάντα. Είναι γεγονός ότι οι Βρετανοί διπλωμάτες στην Αθήνα δυσφορούσαν γιατί η Ελλάδα δεν γινόταν μέλος της συμμαχίας το 1915. Πίστευαν ότι ο μόνος τρόπος για να την εντάξουν ήταν να διώξουν τον Βασιλιά.
Πιο κοντά στο εσωτερικό, ο Γκρέυ πληροφόρησε στις 13 Οκτωβρίου 1915 τον Σερ Φράνσις Έλλιοτ (τον υπ’ αριθμό 1 της Κυβέρνησης της Αυτού Μεγαλειότητας στην Αθήνα) πως, άν η Ελλάδα «προσχωρήσει τώρα» τα εδάφη της θα είναι εγγυημένα και θα λάβει κατάλληλες εδαφικές κτήσεις στο τέλος του πολέμου. Η προσφορά της Κύπρου στην Ελλάδα τηλεγραφήθηκε από τον Γκρέυ στον Έλλιοτ στις 16 Οκτωβρίου. Τα σχετικά σημεία έχουν ως εξής:
«Αν η Ελλάδα είναι διατεθειμένη να προσφέρει υποστήριξη ως Σύμμαχος στη Σερβία, τώρα που έχει γίνει αντικείμενο επίθεσης από τη Βουλγαρία, η Κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητας θα ήταν διατεθειμένη να δώσει την Κύπρο στην Ελλάδα. Αν η Ελλάδα προσχωρήσει ολοκληρωτικά στους Συμμάχους, φυσικά θα μοιραστεί μαζί τους τα πλεονεκτήματα που θα προκύψουν στο τέλος του πολέμου, αλλά η προσφορά της Κύπρου γίνεται από την Κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητας ανεξάρτητα, υπό τον όρον ότι η Ελλάδα θα προσφέρει άμεση και πλήρη υποστήριξη με τον στρατό της στη Σερβία».
Την επόμενη μέρα, ο Έλλιοτ απάντησε στον Γκρέυ ότι είχε υποδείξει αυτή τη «μοναδική» ευκαιρία στην Ελλάδα, λέγοντας ότι η Κύπρος ήταν «διασφαλισμένη» γι αυτήν οποιοαδήποτε κι αν ήταν η έκβαση του πολέμου. Ο Μπόναρ Λοο ενημέρωσε τον Ύπατο Αρμοστή στην Κύπρο για την προσφορά. Στις 16 Οκτωβρίου τηλεγράφησε τα εξής:
«Παρακαλώ, κοινοποιήσατε αυτό το γεγονός στον Αρχιεπίσκοπο ή σε άλλες ηγετικές προσωπικότητες στην Κύπρο και εισηγηθείτε σ’ αυτούς ότι αν επιθυμούν να εκμεταλλευθούν αυτή την ευκαιρία, η οποία είναι απίθανο να επαναληφθεί, για να εξασφαλίσουν την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, θα πρέπει να μεταβούν αμέσως στην Αθήνα και να επιβάλουν το αίτημα τους στον Βασιλιά και το Κοινοβούλιο. Είστε εξουσιοδοτημένος να τους προσφέρετε οποιαδήποτε βοήθεια μπορείτε προς το σκοπό αυτό».
Οι βρετανικές παροτρύνσεις του Οκτωβρίου και άλλες προς την Ελλάδα δεν περιλάμβαναν μόνο την Κύπρο, αλλά περαιτέρω παραχωρήσεις στη Θράκη και τη Μικρά Ασία ― και οι δύο μη βρετανικά κυρίαρχα εδάφη και κατοικημένα κυρίως από Τούρκους. Επιπλέον, δεν υπήρχε αναφορά σε ναυτικές διευκολύνσεις. Παρομοίως δεν γινόταν λόγος ότι η τουρκική μειονότητα στην Κύπρο αποτελούσε εμπόδιο. Ωστόσο, η ευκαιρία απόκτησης της Κύπρου χάθηκε. Στην Κύπρο η προσφορά έγινε δεκτή με ανάμικτα αισθήματα: Οι Μουσουλμάνοι εξέφρασαν τις ανησυχίες τους και οι Έλληνες ήταν συγχυσμένοι από την άρνηση.
Η απόκτηση της Κύπρου, με τον πληθυσμό της των 250,000 Ελλήνων (80%) το 1921, ήταν για πολύ καιρό ένα ιδεώδες του ελληνικού εθνικισμού κι αναμενόταν ότι μια τέτοια παραχώρηση θα γινόταν δεκτή με ενθουσιασμό. Η δωρεά, ωστόσο, απερρίφθη και μια τέτοια ενέργεια ισοδυναμούσε με παραδοχή ότι ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος είχε πάρει πιο δελεαστικές υποσχέσεις από το αντίπαλο στρατόπεδο σε περίπτωση γερμανικής νίκης, για την οποία είχε πεισθεί ότι θα επισυνέβαινε. Η άρνηση αυτή θα πρέπει σίγουρα να αποδοθεί στην επίδραση της φιλογερμανικής ομάδας συμβούλων που καθημερινά ασκούσαν ολοένα και μεγαλύτερη πίεση στο Βασιλιά, παρά στον Πρωθυπουργό Αλέξανδρο Ζαΐμη. Η πολιτική που ακολουθούσε ο τελευταίος ήταν σίγουρα εκείνη της γνήσιας ουδετερότητας. Στη διάρκεια της θητείας του διατηρούσε, όσο του ήταν δυνατό, φιλικές σχέσεις με την Αντάντ, η οποία του είχε παραχωρήσει ακόμα και δάνειο για στήριξη της ασθενούς ελληνικής οικονομίας. Εν πάση περιπτώσει, αυτή η υπέροχη ευκαιρία να διευθετηθεί μια για πάντα το κυπριακό ζήτημα είχε χαθεί. Αναπτύσσοντας την φιλική προς της Αντάντ πολιτική του σε μια ομιλία στο Ελληνικό Κοινοβούλιο τον Αύγουστο του 1917, ο Βενιζέλος είπε ότι τέτοια παραχώρηση αναμφίβολα θα είχε πολλαπλά πλεονεκτήματα για τον Ελληνισμό, αλλά οι ‘σωτήρες’ που ήταν τότε στην εξουσία είχαν διώξει την ευκαιρία και η Κύπρος χάθηκε.
Η Ελλάδα τελικά εισήλθε στον πόλεμο στο πλευρό των συμμάχων , αλλά μέχρι το 1917 οι τελευταίοι ήδη βρίσκονταν στο δρόμο προς τη νίκη και δεν υπήρχε λόγος να αλλάξει η διακυβέρνηση της νήσου. Η συμβολή της στην πολεμική προσπάθεια ήταν ωστόσο πρωτοφανής για ένα τόσο μικρό νησί. Το 1914 ο ολικός πληθυσμός ήταν μόνο 280.000, και όμως πάνω από 13.000 μεταξύ των ηλικιών 18 και 41 υπηρέτησαν σαν βοηθητικά στρατεύματα - κυρίως ως ημιονοδηγοί για τη βρετανική δύναμη της Θεσσαλονίκης. Η συμμετοχή ενός τόσο μεγάλου αριθμού ανδρών είχε, φυσικά, σαν αποτέλεσμα την έλλειψη εργατικών χεριών, σε μια περίοδο που οι πόροι του νησιού χρησιμοποιούνταν στο έπακρο για την παραγωγή τροφίμων και άλλων βασικών ειδών για τροφοδότηση των αναγκών των Συμμάχων. Χιλιάδες ζώα (ημίονοι, γαϊδούρια, άλογα και κατσίκες), περίπου 9.000 στερλίνες για τον Βρετανικό και Βελγικό Ερυθρό Σταυρό και χιλιάδες τόνοι τροφίμων, καυσίμων και ξυλείας αποτελούσαν επίσης της συνεισφορά των νησιωτών κατοίκων της Κύπρου.
Παρόλο που είχαν γίνει τόσες θυσίες και οι Κύπριοι διακρίθηκαν κατά τη διάρκεια του 1914 έως και 1918, ούτε η Βρετανία ούτε η Ελλάδα ανακίνησαν στα σοβαρά το πρόβλημα εκείνα τα χρόνια. Η επόμενη φορά που εγέρθηκε το πρόβλημα ήταν από τον Βενιζέλο στη διάρκεια των ειρηνευτικών διασκέψεων, με τις οποίες τερματίστηκε ο πόλεμος. Επιπρόσθετα, και σύμφωνα με τα γραπτά του Καθηγητή Πωλ Μαντού, του διακεκριμένου μεταφραστή στην Ειρηνευτική Διάσκεψη, μια συζήτηση μεταξύ των Αμερικανών και Βρετανών ηγετών στις 13 Μαΐου 1919, στη διάρκεια μιας συνάντησης του ‘Τετραμελούς Συμβουλίου’ (αποτελούμενου από τον Γούντροου Γουίλσον, Πρόεδρο των ΗΠΑ, Λόυδ Τζορτζ, Πρωθυπουργό της Βρετανίας, Ζωρζ Κλεμανσώ, Πρόεδρο του Γαλλικού Συμβουλίου, και Β.Ε. Ορλάντο, Πρωθυπουργό της Ιταλίας), είχε ως εξής:
Λ.ΤΖ.: Είναι πρόθεσή μου να δώσουμε την Κύπρο στην Ελλάδα.
Γ.Γ.: Εξαιρετική ιδέα.
Αυτή ήταν η πρώτη ‘υπόσχεση’. Δεν τηρήθηκε για πολλούς λόγους:
1. Διαμορφωτές της στρατιωτικής τακτικής στις αρχές του 20ου αιώνα πίστευαν ότι τέτοια συναλλαγή ήταν ανεπιθύμητη, καθώς υπήρχαν ισχυροί στρατηγικοί υπολογισμοί για τους οποίους δεν έπρεπε να αποδοθεί η νήσος.
2. Κάποιοι αξιωματούχοι σύστηναν πιεστικά ότι ήταν καθήκον της Βρετανίας να αναπτύξει οικονομικά το νησί. Με αυτό τον τρόπο, οι κυπριακές αποικιακές αρχές θα το εύρισκαν πιο εύκολο να πείσουν τους κατοίκους ότι η Βρετανία θεωρούσε το νησί ως σημαντικό μέρος της Αυτοκρατορίας κι ότι δεν παρίστανε απλώς το ‘τσοπανόσκυλο στη μάντρα’.
3. Ειδικοί των βρετανικών εξωτερικών και αποικιακών υποθέσεων πίστευαν επίσης ότι η κυριότερη δυσκολία που είχε η Κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητας στο να παραχωρήσει την Κύπρο στην Ελλάδα, ήταν οι τουρκικές απαιτήσεις, βασισμένες όχι μόνο σε ιστορικούς, αλλά και σε στρατηγικούς και εθνολογικούς λόγους. Το ίδιο πρόβλημα εν πολλοίς αντιμετωπιζόταν και σχετικά με τα Δωδεκάνησα. Υπήρχε, ωστόσο, η πεποίθηση πως η Τουρκία θα αποδεικνυόταν πολύ πιο άτεγκτη στην περίπτωση της Κύπρου.
4. Η πίεση που ασκούσαν οι Έλληνες δεν ήταν αρκετά ισχυρή. Πραγματικά, το πρόβλημα είχε σχεδόν τελείως ξεχαστεί προπαντός μετά τη Μικρασιατική καταστροφή του 1922, και μετά την σχετικά αρνητική πολιτική των ηγετικών υποστηρικτών της ένωσης.
5. Οι Βρετανοί πάντοτε υποστήριζαν ότι οι νησιώτες δεν ήταν ακόμα έτοιμοι να διαχειρίζονται εξολοκλήρου από μόνοι τους τη χώρα τους.
6. Μετά τη λήξη της προσφοράς του 1915, είχε ‘δοθεί’ στη Γαλλία δικαίωμα αρνησικυρίας για το τι θα γινόταν με την Κύπρο, στη μυστική Συμφωνία των Σάικς-Πίκο που συνομολογήθηκε τον Απρίλη/Μάη 1916. Αυτή η πρόνοια εμφανίστηκε ως το άρθρο 4 της Γαλλο-Βρετανικής Συνθήκης που υπογράφηκε στο Παρίσι στις 23 Δεκεμβρίου 1920. Υπήρχε επίσης μια μυστική πρόνοια στη Συμφωνία Βενιζέλου-Τιτόνι του 1919, με την οποία η Ιταλία συμφωνούσε να πραγματοποιήσει δημοψήφισμα στη Ρόδο, αν η Βρετανία θα ήταν διατεθειμένη να παραχωρήσει την Κύπρο στην Ελλάδα.
Η δεύτερη ‘υπόσχεση’ έγινε από τον Ράμσυ Μακτόλαντ, τον ηγέτη του Εργατικού κόμματος, τον Φεβρουάριο του 1919. Μιλώντας προς 102 αντιπροσώπους από 26 χώρες στη Διάσκεψη της Σοσιαλιστικής Διεθνούς που πραγματοποιήθηκε στη Βέρνη, τόνισε ότι το κόμμα του υποστήριζε την κυπριακή αυτοδιάθεση κι ότι, αν κατελάμβανε ποτέ την εξουσία, θα έκανε ότι μπορούσε για να τηρήσει τη δέσμευσή του. Ωστόσο, όταν ο Μακτόναλτ ηγήθηκε της σύντομης κυβέρνησης μειοψηφίας το 1924 (22 Ιανουαρίου μέχρι 3 Νοεμβρίου) απέτυχε να τιμήσει την υπόσχεσή του. Το 1930 υπήρξε ακόμα μία ‘υπόσχεση’. Σύμφωνα με τον Σερ Πάτρικ Ράμσυ, σε μια ιδιωτική και μυστική έκθεση προς τον Ο. Τζ. Σάρτζεντ του Υπουργείου Εξωτερικών με ημερομηνία 7 Νοεμβρίου 1931, ο Πλωτάρχης και Βουλευτής Τζ. Μ. Κένγουερθυ, ( μετέπειτα Βαρώνος Στραβόλτζι), ο οποίος επισκέφθηκε την Αθήνα το 1930, δήλωσε στο Βενιζέλο (με βάση τη μαρτυρία του τελευταίου) ότι το Εργατικό Κόμμα ήταν πρόθυμο να δώσει την Κύπρο στην Ελλάδα, αλλά στρατιωτικοί ειδικοί έφερναν ένσταση για στρατηγικούς λόγους. Ο Βενιζέλος τότε είπε πως ήταν διατεθειμένος να παραχωρήσει την Αμμόχωστο ή οποιαδήποτε άλλη κατάλληλη τοποθεσία στην Κύπρο, με ενδοχώρα μερικών μιλίων για στρατώνες, αεροδρόμια κλπ, στην απόλυτη κυριαρχία της Αγγλίας. Αναπτύσσοντας περισσότερο το στρατιωτικό θέμα, ο Βενιζέλος έδειξε ένα τόμο απομνημονευμάτων στο τραπέζι και είπε ότι ο Λόρδος Σόλσμπερυ είχε κάποτε παρατηρήσει ότι «οι στρατιωτικοί του εμπειρογνώμονες ήταν ικανοί να δικαιολογήσουν την κατοχή του πλανήτη Άρη για σκοπούς άμυνας της Βρετανικής Αυτοκρατορίας».
Οι μορφωμένοι υποστηρικτές της Μεγάλης Ιδέας ενέτειναν τις προσπάθειές τους για να επιτύχουν την εθνική ολοκλήρωση. Σ’ αυτό τους εξωθούσαν όχι μόνο οι ‘προσφορές’ και ‘υποσχέσεις’ που έχουν ήδη αναφερθεί, αλλά και το προηγούμενο της Κρήτης το 1913. Εκείνο το χρόνο η Κρήτη ανακήρυξε την ένωσή της με την κυρίως Ελλάδα, μια πράξη η οποία νομιμοποιήθηκε όταν η Τουρκία αποκήρυξε ρητά τα επικυριαρχικά της δικαιώματα σε μια πρόνοια της Συνθήκης του Λονδίνου (1912-13). Μια δήλωση από τον Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών επίσης αναπτέρωσε τις ελπίδες τους. Ο Γουίλσον, σε σημείωμά του προς όλες τις εμπόλεμες κυβερνήσεις, κάλεσε και τα δύο μέρη να δηλώσουν ‘στο άπλετο φως της ημέρας’ τους στόχους που είχαν τάξει για τη διεξαγωγή του πολέμου. Οι Σύμμαχοι, στην κοινή τους απάντηση που δημοσιοποιήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 1917, δήλωσαν ότι δεν είχαν πρόβλημα να ικανοποιήσουν το αίτημά του και κατέθεσαν ένα κατάλογο με αντικειμενικούς στόχους. Ανάμεσα σε αυτούς περιλαμβανόταν:
«η απελευθέρωση των λαών που βρίσκονταν κάτω από τη φονική τυραννία των Τούρκων και η εκδίωξη από την Ευρώπη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία είχε αποδείξει τον εαυτό της ριζικά ξένη προς τον Δυτικό πολιτισμό».
Οι προσδοκίες ήταν μεγάλες. Οι μάζες, ωστόσο, οι οποίες απολάμβαναν ευημερία χωρίς προηγούμενο στη μεταπολεμική οικονομική έκρηξη, δεν βρίσκονταν στην πρωτοπορεία του ενωτικού κινήματος και ίσως μάλιστα, όσο τα στομάχια τους ήταν γεμάτα, λίγο να νοιάζονταν, άνκαι πολλές φορές το πάθος τους είχε εξαρθεί, όπως το 1921, το 1931 και βέβαια τη δεκαετία του 1950. Ο ελληνικός εθνικισμός δεν είναι μια τεχνητή αντίληψη θεωρητικολόγων, αλλά μια πραγματική δύναμη που παρακινεί όλα τα τμήματα του ελληνόφωνου πληθυσμού να καταβάλουν συνεχείς προσπάθειες για την πολιτική ένωση με το εθνικό κράτος. Στην μετά το 1878 περίοδο, η πολιτική συνείδηση των κατοίκων είχε αφυπνισθεί κι είχε εκφρασθεί με τη γιγαντούμενη επιθυμία της χριστιανικής πλειοψηφίας να ολοκληρώσει την εθνικότητά της. Πίστευαν επίσης ότι η μουσουλμανική προτίμηση στο στάτους κβο και η αντιπάθεια για την ένωση δεν θα ήταν παντοτινή. Υπομνήματα, αιτήματα και αποστολές αντιπροσωπιών γεμίζουν τα χρονικά της κυπριακής ιστορίας μεταξύ 1914 και 1925, όπως ακριβώς είχε γίνει και μετά το 1878.
Επίσης δεν είναι ξεκαθαρισμένη η σημασία των δυο συνθηκών που υπογράφησαν στα πρώτα χρόνια του 1920.
Η Συνθήκη των Σεβρών, η οποία είχε προκύψει από εκείνη του Σαν Ρέμο τον ίδιο χρόνο, υπογράφηκε στις 10 Αυγούστου 1920. Η Συνθήκη της Λωζάνης μονογραφήθηκε στις 24 Ιουλίου 1923. Για τους Κυπρίους είχαν διπλή σημασία. Πρώτο, και αναμφίβολα, η Τουρκία είχε παραιτηθεί απ’ όλα τα δικαιώματα και διεκδικήσεις πάνω στην Κύπρο. Παρομοίως, δεχόμενη τις συμφωνίες η Ελλάδα προσυπόγραψε κι έβαλε το όνομά της στην παραχώρηση της Κύπρου στη Βρετανία. Γι αυτό ούτε και ένας ψίθυρος δεν ακούστηκε όταν η Κύπρος έγινε Αποικία του Στέμματος το 1925. Δεύτερο, οι Έλληνες της Νήσου πίστευαν ότι αργά ή γρήγορα η Βρετανία θα ικανοποιούσε την απώτερη επιθυμία τους (Ένωση με την Ελλάδα), εφόσον η Τουρκία είχε φύγει οριστικά από τη μέση. Η αβεβαιότητα της κτήσης από τη Βρετανία, ιδιαίτερα μεταξύ 1878 και 1914, αναφερόταν συχνά ως ο λόγος για τον οποίον δεν παρεχωρείτο η ένωση και δεν γίνονταν πλατιές μεταρρυθμίσεις.
Το επόμενο ξεχωριστό στάδιο στην ανάπτυξη της Κύπρου ήταν η οικονομική και πολιτική κρίση της δεκαετίας του 1930, που αναφέρθηκε μόνο σε συντομία. Οι εργατικές σχέσεις, η πολιτική αντιπαράθεση και οι οικονομικές κινητοποιήσεις ήταν όλα μεγάλα προβλήματα. Κι όμως, όλα επισκιάστηκαν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτά τα χρόνια (1939-1945) ήταν κρίσιμα για τους Κυπρίους και τα οράματά τους. Όπως και το 1914, η συνολική συνεισφορά της Κύπρου στην πολεμική προσπάθεια υπήρξε μαζική. Έχει υπολογιστεί ότι, αν περιλαμβάνονταν μόνο οι ηλικίες μεταξύ 18 και 32, τότε η συνολική συμμετοχή ξεπερνούσε το 50 τοις εκατό. Σίγουρα, αυτή ήταν μια μοναδική συμβολή, η οποία δεν επαναλήφθηκε αλλού πουθενά από οποιαδήποτε αποικία, προτεκτοράτο ή ακόμα και εμπόλεμο μέρος.
Η γενναιότητα των Κυπρίων ήταν φανερή σε όλα τα μέτωπα. Πήραν μέρος για παράδειγμα στην ιστορική εκκένωση της Δουνκέρκης (29 Μαΐου μέχρι 4 Ιουνίου 1940), όπου διατάχτηκαν να εξοντώσουν τους ημιόνους τους - μια διαταγή την οποία πολύ διστακτικά εξετέλεσαν. Έπειτα οι Κύπριοι συμμετείχαν στην επιχείρηση της Ανατολικής Αφρικής (1941), όταν η επιτυχής έκβαση της μάχης του Κερέν (4,000 πόδια πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας) βοηθήθηκε τα μέγιστα από την ικανότητα των Κυπριακών μονάδων ανεφοδιασμού να μεταφέρουν προμήθειες κάτω από πυρά στα πιο απρόσιτα σημεία. Η παρουσία αυτών των αποσπασμάτων συντόμευσε την πολιορκία κατά εβδομάδες κι αυτή η εκστρατεία από μόνη της δικαιολόγησε και με το παραπάνω τη συγκρότηση των Κυπρίων ημιονοδηγών.
Στη μάχη του Μόντε Κασίνο ( την «πύλη προς τη Ρώμη»), Φεβρουάριο μέχρι Μάιο του 1944, το πιο δύσκολο σημείο και ίσως το κρισιμότερο στην Ιταλία, οι Κύπριοι διέπρεψαν στις κακοτράχαλες πλαγιές, κουβαλώντας πολεμοφόδια και φέρνοντας κάτω τους τραυματίες μέσα σε μια βροχή από εχθρικές σφαίρες και βλήματα, που η έντασή τους διπλασιαζόταν από τα θραύσματα των βράχων. Οι Κύπριοι υπηρέτησαν επίσης στην Αίγυπτο, το Σουδάν υπό τον Λόρδο Γουέβελ, στο Τομπρούκ και στην Παλαιστίνη. Πάνω απ’ όλα, το Κυπριακό Σύνταγμα διεξήγαγε πολλούς αιματηρούς αγώνες ενάντια στον εχθρό σε ελληνικό έδαφος. Αρκεί να λεχθεί ότι η άλλη πλευρά δεν κατέβαλε καμμιά σοβαρή προσπάθεια για να καταλάβει ή αποβιβάσει στρατό στο νησί, παρόλον ότι χρησιμοποιείτο ως πολύτιμος σταθμός ανεφοδιασμού και αναδίπλωσης για τους Συμμάχους. Ωστόσο, σε πολλές περιπτώσεις δέχτηκε επιδρομές από Ιταλικά βομβαρδιστικά τύπου Σαβόια και Καντζ 1007Β, Γερμανικά Γιούνκερς (βομβαρδιστικά εφόρμησης) και άλλα αγνώστου τύπου αεροπλάνα.
Στα χρόνια αμέσως μετά τον πόλεμο υπήρξε μεγάλη αναταραχή. Οι στρατιωτικές δαπάνες μειώθηκαν σημαντικά. Δεν είχε αρχίσει ακόμα η εντατική στρατηγική επέκταση του νησιού, το δεκαετές αναπτυξιακό σχέδιο βρισκόταν μόλις στα αρχικά του στάδια και οι ανταγωνιστές επέστρεφαν στις αγορές, οι οποίες στη διάρκεια του πολέμου είχαν αποτελέσει εύκολη διέξοδο για τα Κυπριακά προϊόντα, όπως καπνά, σταφύλια και χαρούπια. Στην προσπάθειά της να αντιμετωπίσει τα προβλήματα, η κυβέρνηση ανακοίνωσε τον Οκτώβρη του 1946 ότι θα προχωρούσε με την πολιτική της για οικονομική ανάπτυξη και κοινωνική ευημερία που είχε αρχίσει τα λίγα τελευταία χρόνια. Άνκαι όχι αρκετά, όλα αυτά ήταν σίγουρα μια καλή αρχή.
Στο πολιτικό μέτωπο, ο Κυβερνήτης Λόρδος Γουίνστερ απέστειλε στις 9 Ιουλίου προσκλήσεις σε διάφορα πρόσωπα και οργανώσεις για να πάρουν μέρος σε μια συμβουλευτική συνέλευση, με σκοπό τη διαμόρφωση εισηγήσεων για το είδος του Συντάγματος το οποίο θα έπρεπε να εγκαθιδρυθεί, για να διασφαλιστεί η συμμετοχή του λαού της Κύπρου στη διαχείριση των εσωτερικών υποθέσεων, με ιδιαίτερο σεβασμό προς τα συμφέροντα των μειονοτήτων. Η Δεξιά, με επικεφαλής των άρτι εκλεγέντα Αρχιεπίσκοπο, απέρριψε την πρόσκληση, αλλά η Αριστερά, μετά από κάποιους δισταγμούς και αρκετή μελέτη, απεφάσισε να πει «ναι». Ωστόσο, σύντομα προέκυψαν διαφωνίες. Σε πρώτο πλάνο ήταν η ερμηνεία των όρων αναφοράς της συνέλευσης. Τελικά αναβλήθηκε και μετά διαλύθηκε στις 12 Αυγούστου 1948 μετά από έξι μόνο συνεδρίες.
Η δεκαετία του 1940 έληξε χωρίς ξεκάθαρη απόφαση είτε για ένωση είτε για αυτοκυβέρνηση. Ένας πιο αποφασιστικός παράγοντας, ωστόσο, ήρθε να θολώσει περισσότερο τα νερά: ο ‘ψυχρός πόλεμος’ έφθασε στο νησί το 1948. Η Βρετανία, με τη βοήθεια και ενθάρρυνση των Ηνωμένων Πολιτειών, κατασκεύαζε αεροπορικές βάσεις εφοδιασμένες με ραντάρ και άλλους κατασκοπευτικούς μηχανισμούς, και μετέφερε στην Κύπρο από την Παλαιστίνη (όπου η κηδεμονία της επρόκειτο να λήξη στις 15 Μαΐου 1948) μεγάλο αριθμό στρατευμάτων, την υπηρεσία παρακολούθησης της Μέσης Ανατολής και άλλες διευκολύνσεις. Έτσι, τον Οκτώβριο ο σταθμός της ΡΑΦ αναβαθμίστηκε σε Αεροπορικό Αρχηγείο Μέσης Ανατολής και κυκλφορούσαν επίσης φήμες ότι το Στρατιωτικό Αρχηγείο Μέσης Ανατολής θα εγκαθίστατο εκεί ― όπως και έγινε το 1954. Από τούδε και στο εξής, η κυπριακή διαμάχη προσλάμβανε νέα διάσταση.
Τέτοιες ήταν οι νέες πραγματικότητες που αντιμετώπιζε η Κύπρος. Τον Ιανουάριο του 1950 η Εκκλησία διοργάνωσε δημοψήφισμα το οποίο αποσκοπούσε να δώσει ελεύθερη έκφραση στις επιθυμίες του λαού για το μέλλον της νήσου. Το αίτημα για ένωση ήταν αποφασιστικό ― 95.7 τοις εκατό ψήφισαν «ναι». Αμέσως απεστάλησαν αντιπροσωπίες στο εξωτερικό για να διαφωτίσουν τις κυβερνήσεις και τον κόσμο. Πρωτοπόρος αυτής της νέας πρωτοβουλίας ήταν ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος ο Γ’. Τα Ηνωμένα Έθνη υπήρξαν στόχος αλλά η ‘μάχη’ εκεί ήταν αβέβαιη.
Η διπλωματία απέτυχε παταγωδώς. Την 1η Απριλίου 1955, οι Έλληνες της Νήσου αποδύθηκαν σε μια ένοπλη εκστρατεία για να διώξουν τους Βρετανούς και να πετύχουν την ένωση. Ο αρχηγός της οργάνωσης, που έφερε την ονομασία ΕΟΚΑ, ήταν ο συνταγματάρχης Γεώργιος Γρίβας. Οι Τουρκοκύπριοι αναμίχθησαν επίσης στη διαμάχη ζητώντας διχοτόμηση. Τον Απρίλιο σχηματίστηκε επίσης η ‘Καρά Γιλάν’ (Μαύρο Φίδι), μια παράνομη ομάδα, θεωρούμενη ως προκάτοχος της ‘Βολκάν’ (Ηφαίστειο). Ο ένοπλος βραχίονας της Βολκάν και διάδοχος της στα τέλη του 1957 ονομαζόταν ΤΜΤ. Άνκαι μικρότερη και λιγότερο καλά οργανωμένη, η ΤΜΤ είχε ως μοντέλο της την ΕΟΚΑ.
Το νησί σπαράχτηκε από ένα ανταρτοπόλεμο χωρίς προηγούμενο στην πρόσφατη ιστορία του. Προσπάθειες να υπάρξει μια διευθέτηση απέβησαν άκαρπες. Η συνομιλίες Χάρντιγκ - Μακαρίου (1955-56) κι ακόμα οι συνταγματικές συνομιλίες Ράτκλιφ (1956) απέτυχαν να λύσουν το πρόβλημα. Φάνηκε πως η απεριόριστη αυτοκυβέρνηση δεν αποτελούσε πια μια από τις επιλογές. Κι όμως, μέχρι τον Δεκέμβριο του 1958 η κατάσταση άλλαξε ολότελα. Η διεθνής πίεση μαζί με την απειλή ότι τα πράγματα θα χειροτέρευαν, επέφεραν μια νέα πρωτοβουλία, ένα γύρο συνομιλιών ‘πάρε-δώσε’.
Οι υπουργοί εξωτερικών Ελλάδας και Τουρκίας (Αβέρωφ και Ζορλού) αντάλλαξαν, σύμφωνα με επίσημα βρετανικά έγγραφα «τουρκικά λουκούμια». Η προσέγγιση μεταξύ των δύο χωρών, για οποιουσδήποτε λόγους κι αν γινόταν, ήταν εμφανής σε όλους. Αναγνωρίστηκε ότι μόνο οι συνομιλίες και η συμφιλίωση μπορούσε να δώσει λύση αποδεκτή σε όλους. Στις 11 Φεβρουαρίου 1959, η Ελλάδα και η Τουρκία μονόγραψαν μια διακήρυξη, η οποία επιβεβαίωνε ότι η Κύπρος θα γινόταν ανεξάρτητο κράτος με Ελληνοκύπριο Πρόεδρο και Τουρκοκύπριο Aντιπρόεδρο, ενώ παρέθετε λεπτομερώς τη ‘Βασική Δομή της Δημοκρατίας της Κύπρου’. Το κοινό ανακοινωθέν δήλωνε ότι οι δύο κυβερνήσεις είχαν φθάσει σε ‘συμβιβαστική λύση’ υπό την αίρεση ότι θα συμφωνούσε και η Βρετανία.
Ο επόμενος σταθμός ήταν το Λονδίνο. Στις 19 Φεβρουαρίου οι Συμφωνίες σφραγίστηκαν τελικά στο Λάνκαστερ Χάουζ. Ο Βρετανός Πρωθυπουργός Μακμίλλαν παρατήρησε ότι επρόκειτο για ένα ‘αξιομνημόνευτο γεγονός’, ότι ήταν νίκη της λογικής και της συνεργασίας κι ότι κανένα από τα μέρη δεν είχε υποστεί ήττα. Η Βρετανία, η Ελλάδα και η Τουρκία επικύρωσαν την κυριαρχία της νήσου με τη Συνθήκη Εγγυήσεως, η οποία με το άρθρο 1 απέκλειε είτε την ένωση της Κύπρου με οποιοδήποτε άλλο κράτος είτε τη διχοτόμησή της. Η Συνθήκη Συμμαχίας προνοούσε για συνεργασία μεταξύ της Ελλάδας, της Τουρκίας και της Δημοκρατίας στην κοινή άμυνα, για τη στάθμευση Ελληνικού και Τουρκικού στρατιωτικού αποσπάσματος (950 και 650 αντίστοιχα) στο νησί και για την εκπαίδευση Κυπριακού στρατού. Η Συνθήκη Εγκαθίδρυσης αφορούσε την διατήρηση Βρετανικών κυρίαρχων βάσεων και βοηθητικών διευκολύνσεων στο έδαφος της Δημοκρατίας, καθώς και προβλήματα οικονομικής φύσεως και υπηκοότητας που θα προέκυπταν στο τέλος της αποικιακής διακυβέρνησης. Τα κείμενα των δύο πρώτων συνθηκών παρουσιάστηκαν στις Διασκέψεις Ζυρίχης και Λονδίνου και χρειάστηκαν λίγες αλλαγές. Η εργασία για τη Συνθήκη Εγκαθίδρυσης, με τα περίπλοκα διοικητικά και νομικά της προβλήματα, δεν άρχισε παρά μόνο μετά την υπογραφή των Συμφωνιών.
Έτσι, σύμφωνα με τις Συμφωνίες Ζυρίχης - Λονδίνου, η Βρετανία παραιτήθηκε της κυριαρχίας στο σύνολο του νησιού, εκτός από τις περιοχές των δύο βάσεων (Ακρωτηρίου και Δεκέλειας) και διάφορες άλλες διευκολύνσεις. Επρόκειτο στην πραγματικότητα για 99 τετραγωνικά μίλια, που αποτελούσαν το 2.74 τοις εκατό του κυπριακού εδάφους.
Η Ελλάδα θυσίασε την ένωση και η Τουρκία την διχοτόμηση. Ο Μακάριος ήταν αρκούντως ικανοποιημένος, όπως και ο Κουτσούκ για τους Τουρκοκυπρίους. Εντούτοις, πολλοί άλλοι υιοθέτησαν κριτική άποψη. Εν πάση περιπτώσει, το 1960 η Κύπρος είχε τη δική της σημαία, τη δική της εκλελεγμένη κυβέρνηση και είχε απαλλαγεί από το στίγμα της ντροπής που αποτελούσε γι αυτήν το αποικιακό καθεστώς.