audio
audioduration (s) 1.24
26.4
| text
stringlengths 3
401
| speaker_id
int64 0
0
|
---|---|---|
- Φόρεσε την εσύ, γιε μου, είπε βαθιά συγκινημένος. Σου αξίζει μια τέτοια κορώνα, γιατί με τον κόπο σου και τη δύναμη σου | 0 |
|
Σ' έκανα από καιρό Βασιλιά ίσο με μένα. Τώρα γέρασα, βαρέθηκα ν' ακούω για δουλειές, και θέλω να ζήσω ήσυχα τα τελευταία μου χρόνια. | 0 |
|
Πάρε συ το στέμμα μαζί με τα βάρη του, και κυβέρνα μόνος σου το βασίλειο που ανέστησες μονάχα με τη θέληση σου. | 0 |
|
Την άλλη μέρα ο Βασιλιάς συγκάλεσε όλο το λαό στο στρατόπεδο | 0 |
|
πλάγι στον ποταμό, κι εκεί ανήγγειλε σε όλους πως παραιτούνταν από τη διοίκηση του Κράτους, και πως παρέδινε το στέμμα και την κυβέρνηση στο γιο του, το Βασιλόπουλο. | 0 |
|
Λέγοντας αυτά τα λόγια, έβαλε στο κεφάλι του γιου του την πολύτιμη κορώνα, και τον έστεψε Βασιλιά των Μοιρολατρών. | 0 |
|
Απ' όλα τα στήθη βγήκε μια μεγάλη φωνή: - Ζήτω ο Συνετός Β'! Ζήτω! Η χαρά του κόσμου δε βαστιούνταν. | 0 |
|
Όλοι ήθελαν να φιλήσουν τα χέρια του γερο-Βασιλιά, που αναγνώριζε την αξία του γιου του, και του νέου Βασιλιά, του σωτήρα του έθνους. | 0 |
|
Εκείνη η ημέρα ήταν εορτή σε όλο το κράτος. | 0 |
|
Όταν ο νέος Βασιλιάς Συνετός Β' ανέβηκε στο παλάτι με τον καινούριο αρχικαγκελάριο του, τον Πολύκαρπο, βρήκε πάλι όλη την οικογένεια μαζεμένη στην τραπεζαρία. | 0 |
|
Κοίταξε το αδειανό κρεμαστάρι πάνω από τη χρυσή κονσόλα, κι έβγαλε ένα βαθύ αναστεναγμό. - Τώρα, είπε, | 0 |
|
που έφυγε από κει το απαίσιο γαϊδουρίσιο κεφάλι, μπορώ να πω πως αισθάνομαι ελεύθερος να καταπιαστώ μεγάλα πράματα. | 0 |
|
Και γυρίζοντας στη Γνώση, που του χαμογελούσε χαρούμενη και ροδοκόκκινη, πρόσθεσε: - Θέλεις, Γνώση, να με βοηθήσεις; - | 0 |
|
Εγώ; αναφώνησε η κόρη κι έγινε ακόμα πιο ροδοκόκκινη. Εγώ; Πώς μπορώ να σε βοηθήσω; | 0 |
|
- Να γίνεις γυναίκα μου και Βασίλισσα μου, είπε ο Συνετός. | 0 |
|
Μου έκανες τόσο καλό πάντα με τις πολύτιμες συμβουλές σου! Πες, Γνώση, δε θέλεις μαζί μου να διοικήσεις τον τόπο; | 0 |
|
Μα πριν μπορέσει η κόρη ν' απαντήσει, ο γερο-Βασιλιάς τους είχε αρπάξει και τους δυο στην αγκαλιά του. | 0 |
|
- Με την ευλογία μου, είπε, ναι! Μαζί να κυβερνήσετε το Κράτος. - Και σα μάθει τους αρραβώνες σας ο θείος Βασιλιάς, τι | 0 |
|
- Θα ζητήσει εσένα για το γιο του, είπε η κυρα-Φρόνηση. Και με το μάτι έκανε νόημα του Βασιλιά να κοιτάξει τον Πολύκαρπο. | 0 |
|
Ο δυστυχισμένος αρχικαγκελάριος είχε χλωμιάσει έξαφνα, καθώς άκουσε τα λόγια της κυρα-Φρόνησης, | 0 |
|
και τρέμοντας κοίταζε την Ειρηνούλα, σα να περίμενε από τα χείλια της ν' ακούσει την καταδίκη του. Η Βασιλοπούλα κοκκίνισε, | 0 |
|
γύρισε και τον είδε και κατέβασε τα μάτια της, ντροπαλή και μουδιασμένη. - Και... και θα δεχθείς, Βασιλοπούλα μου; | 0 |
|
ρώτησε ο αρχικαγκελάριος με φωνή πνιγμένη. - Όχι, Πολύκαρπε... μουρμούρισε η Ειρηνούλα χωρίς να τον κοιτάξει. | 0 |
|
- Ελπίζω να μη μας κάνει τέτοια πρόταση ο θείος Βασιλιάς, είπε γελώντας ο Συνετός, ειδεμή θα ξανανάψει ο θυμός του. Γιατί | 0 |
|
Και παίρνοντας το χέρι της αδελφής του, το έβαλε στου Πολύκαρπου που κόντεψε να τα χάσει από τη χαρά του. | 0 |
|
- Απεναντίας! Πρέπει να μας κάνει την πρόταση, για ν' αρπάξει και δεύτερη προσβολή! είπε ο γερο-Βασιλιάς που δεν είχε χωνέψει | 0 |
|
Και χαρούμενος, αγκαλιάζοντας τα παιδιά του πρόσθεσε: - Και σα δεν του αρέσει, ας έλθει πάλι με το στρατό του να ξανανιώσει πώς τρυπούν τα βέλη του Κακομοιρίδη... | 0 |
|
Μα δεν πρόφθασε ο καημένος ο θείος Βασιλιάς ν' αρπάξει τη δεύτερη προσβολή, ούτε να ξανανιώσει αν τρυπούσαν τα βέλη του Κακομοιρίδη. | 0 |
|
Σαν άνοιξε το πανέρι και αναγνώρισε το γαϊδουρίσιο κεφάλι και άκουσε τα λόγια του Βασιλόπουλου, που του τα επανέλαβε ο αρχικαγκελάριός του, τόσος θυμός τον έπιασε, που έπεσε ξερός στο πάτωμα. | 0 |
|
Και σαν τον σήκωσαν να τον βάλουν στο κρεβάτι, είδαν πως ήταν πεθαμένος. | 0 |
|
Την ημέρα της στέψεως του, ο Συνετός Β' κατέβηκε στο ποτάμι να κάνει μνημόσυνο για όσους είχαν πέσει στην περίφημη εκείνη νυχτερινή μάχη. | 0 |
|
Στον ίσκιο των πλατάνων, δυο άσπροι πέτρινοι σταυροί έστεκαν πλάγι-πλάγι: ο τάφος του Πολύδωρου και ο τάφος του νέου της τα- βέρνας. | 0 |
|
Κρέμασε ο Συνετός και στους δυο από ένα στεφάνι δάφνης. | 0 |
|
- Βάλε δω άλλο ένα στεφάνι, Αφέντη, είπε ο πρωτομάστορης, δείχνοντας τον τάφο του Πολύδωρου. - Άλλο ένα; Γιατί; | 0 |
|
- Για τον Αφανέρωτο Ήρωα, αποκρίθηκε ο πρωτομάστορης. Ο Συνετός τον κοίταξε. - Δεν καταλαβαίνω, είπε. | 0 |
|
- Δε γύρισε ποτέ ο κουλός από το τελευταίο του ταξίδι, Αφέντη. - Τι έγινε, ξέρεις; Έμαθες καμιάν είδηση; ρώτησε ο Συνετός. | 0 |
|
Ο πρωτομάστορης αργοκούνησε το κεφάλι. - Τρία χρόνια τον περίμενα, | 0 |
|
είπε, και κάθε βράδυ, σα βασίλευε ο ήλιος, έρχουμουν στο ίδιο μέρος, όπου για τελευταία φορά τον είδα, με την ελπίδα πως ίσως θα ξαναγύριζε. Μα τώρα δεν τον περιμένω πια... | 0 |
|
- Μπορεί να πήγε στα ξένα σαν τόσους άλλους, είπε ο Συνετός. Ο πρωτομάστορης έμεινε συλλογισμένος. | 0 |
|
- Εγώ ξέρω πως δεν πήγε, είπε στο τέλος. Έτσι που τον ήξερα, ήταν άνθρωπος να δώσει τη ζωή του χωρίς λόγια, σιωπηλά | 0 |
|
Ν' αφήσει όμως την Πατρίδα, την ώρα του κινδύνου, ποτέ! Κάμποση ώρα ούτε ο ένας ούτε ο άλλος δε μίλησε. | 0 |
|
Ύστερα ο νέος Βασιλιάς έκοψε ένα κλαδί δάφνης από το δέντρο και το ακούμπησε στον τάφο του Πολύδωρου. - Για τον Αφανέρωτο Ήρωα... είπε. | 0 |
|
- ...Και για όσους δίνουν τη ζωή τους σιωπηλά και ταπεινά στην Πατρίδα, χωρίς η Πατρίδα να τους ξέρει ποτέ... | 0 |
|
πρόσθεσε ο πρωτομάστορης. Και γονατίζοντας προσκύνησαν τον τάφο. | 0 |