ID
stringlengths
31
67
TEXT
stringlengths
63
2.96k
PRECEDING CONTEXT
stringlengths
40
3.77k
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 1034
Καὶ κἂν τὰ πάντα οὐ δυνηθῇ τὸ νὰ τὰ καταλέξῃ, τούτων τὰ περισσότερα λέγω νὰ τὰ συγγράψῃ· καὶ εἴτις ἁπλῶς ἐρωτικὸς θελήσῃ νὰ τὰ ἐκφράσῃ, ὡς θέλει καὶ ὀρέγεται νὰ τὰ μετασκευάσῃ.
Καὶ ἐσέναν τὴν παράξενον δέσποιναν τὴν Μυρτάνην ηὕρηκα χήραν, δέσποινα, καὶ μετὰ ἐσὲν νὰ ζήσω, συναποθάνω μετὰ σέν, συννεκρωθῶ, συμπάθω· καὶ γονικήν μας μετὰ σὲν χαροῦμεν ἐξουσίαν, ὁποὺ δι’ ἐσέναν ἔφυγα κόσμον πολὺν καὶ χώραν καὶ ἔπαθα τόσας συμφορὰς ὅσας σὲ ἀφηγησάμην καὶ ἔπαθα τόσους πικρασμοὺς ὅσους, Μυρτάνη κόρη, εἶπα σε καὶ ἀφηγήθην σε καὶ ἤκουσες ἀπὸ μέναν. Καὶ ἐγὼ μέν, ἡ παράξενος ἡ δέσποινα Μυρτάνη, ἐσὲν ἀφηγησάμην σε τοῦ φίλου μου τοὺς πόνους ὅσους ἐκακοπάθησεν μόνος του καὶ μετά με· ἐμοὺς δὲ πόνους τίς εἰπῇ τοὺς ἔπαθα εἰς τὸν κόσμον, τίς ἄλλος ἀφηγήσηται τοὺς πονοπικρασμούς μου, τίς εἴπῃ τὰς κακώσεις μου, τὰ πάθη μου συγγράψῃ, τίς καταμέρος τὰς ἐμὰς ἀφηγηθῇ πικρίας; Ὅμως ὁκάτις ἄνθρωπος ἔχων ψυχὴν εἰς τοῦτο, νὰ συμπονῇ τοὺς πάσχοντας, εἰς πόνον νὰ μανθάνῃ καὶ πρὸς ἑτέρους πάσχοντας νὰ τοὺς λογοαφηγῆται, εἰπῇ, συγγράψῃ μερικῶς, γυρέψῃ, ψηλαφήσῃ.Χάρος ἐπαίρνει ληστρικῶς τὴν κόρην Μελανθίαν, θάνατος σφάζει τὴν ἐμὴν ψυχοπαρηγορίαν, ἅδης κερδαίνει τὴν ἐμὴν ἀδίκως γλυκοτέρψιν· μόνος ἐγὼ τῆς συμφορᾶς δοῦλος ἀπεκατέστην καὶ τῆς δυστύχου τύχης μου συμφοροπονοκράτωρ. Καὶ πάλιν ὡς αἰχμάλωτος ἤμουν εἰς ξένον κόσμον καὶ ξένος τόπου καὶ χαρᾶς γῆς Ἀργυροῦ τοῦ Κάστρου· καὶ ἂν εἶχα δόξαν στέμματος καὶ κόσμου βασιλείαν, καὶ πάλιν ἦλθε μου βουλὴ καὶ λογισμὸς καὶ γνώμη, ἐνθύμησις καὶ μέριμνα καὶ νοῦς εἰς τὴν καρδίαν νὰ ἔβγω, νὰ φύγω μόνος μου καὶ τὴν ἐμὴν τὴν χώραν, ὡς ἔναι ὁδὸς καὶ ὡς ἠμπορῶ, νὰ τὴν ἀναζητήσω. Καβαλλικεύω τὸ λοιπόν, ζώνομαι τ’ ἄρματά μου καὶ ἐβγαίνω εἰς ἀναζήτησιν τῆς γονικῆς μου χώρας, καὶ μετὰ ἑξάμηνον καιροῦ ἔφθασα καὶ ηὕρηκά σας, τοὺς συγγενεῖς, τοὺς φίλους μου τῆς χώρας Λιταβίας.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 104
Καὶ ἐκεῖνος τὸν ἐρώτησεν: “Τί λέγουν ὡς διὰ τοῦτον;” Ἐκεῖνος ἀπεκρίθηκεν κρυφῶς νὰ μὴ τὸ μάθω: “Ἡ Ἀγάπη μεσιτεύει τον, ἐγγυεῖται τον ὁ Πόθος, καὶ συμπαθεῖ τον ὁ Ἔρωτας, τίποτε μὴ λυπῆται”. Καὶ εἶπεν μοι: “Περιπάτησε, μὴ θλίβεσαι ἀπετώρα”. Ἐμπαίνω ἀπέσω μετ’ αὐτούς, πλῆθος πολὺν εὑρίσκω, ἦσαν μυριάδες ἄνθρωποι καὶ ἡ δίκη τους τοιαύτη δι’ ἀγάπην, ἔρωτος στοργήν, διὰ πόθου διακρισίαν· καὶ μέσα εἰς τούτους, φίλε μου, μάθε τὸ τί ἐξενίστην, τὸ εἴδασιν τὰ ὀμμάτιά μου ἐξαπορεῖ το ὁ νοῦς μου.
Καὶ τὰ μὲν γράμματα ἔβλεπα καὶ τάχα ἀνάγνωσά τα, καὶ ἐσείουν τὸ κεφάλιν μου νὰ μὴ καὶ ἐμέναν οὕτως καταδικάσῃ ὁ φοβερὸς ὁ ποθοερωτοκράτωρ. Ἐκεῖνον ὁποὺ ἐβάσταζεν τὰ γράμματα ἐπρόσεχά τον καὶ ἔβλεπα ἀπὸ τὰ ὀμμάτιά του τὸ δάκρυον νὰ σταλάσσῃ καὶ νὰ χοχλάζῃ ὡς τὸ θερμόν, νὰ καίῃ ὡς τὸ καμίνιν· ἀπάνου εἰς τὸ κεφάλιν του νὰ κείτεται ὡς ὀφίδιν, ὅλην νὰ περιπλέκεται τάχα τὴν κορυφήν του, νὰ ἔναι τὸ στόμα του πυκνὸν εἰς τὸ μέτωπον τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ ἐνόσῳ τὸν ἐπρόσεχα, νὰ εἶπα ἐφώναξέ με: “Φοβοῦ μὴ πάθῃς τὰ ἔπαθα καὶ μυριοτυραννῆσαι”. Καὶ τὴν φωνὴν ὡς ἤκουσα, νὰ εἶπες ὑπεπάγην, νὰ συνθρηνῶ ἐπεχείρησα τὸν ἄνθρωπον ἐκεῖνον, νὰ κλαίω τὴν καταδίκην του καὶ νὰ τὸν ἀντιπάσχω· καὶ λέγει μοι ὁ ἔρως μου τὸν εἶχα μετὰ μέναν: “Ὡς διὰ τὸ πταῖσμαν τὸ ἔποικεν διὰ τοῦτο τυραννεῖται”. Καὶ μετὰ ὡρίτσαν ὀλιγὴν εἶδα ἀνοικτὰς τὰς πόρτας ὁποὺ ἡ Ἀγάπη ἐσέβηκεν ἀπέσω μὲ τὸν Πόθον· ἔρως ἐξέβην ἀπεκεῖ καὶ λέγει τον ἐκεῖνον ὁποὺ μὲ ἐφύλασσεν ἐμέν: “Ἔπαρ’ τον, ἔλα ἀπέσω”.ἦτον χαμόγειος ἡλιακὸς κτιστὸς ἀπὸ μαρμάρου, γύρου του λεφτοκάλαμα λατομημένα στήκουν, καὶ τὸ καθέναν ἔμπροσθεν εἶχεν ἱστορισμένα ζωδία ἐρωτιδόπωλα ἔμμορφα, αἰστανομένα, καὶ ζῶα μικρὰ ἐκαθίζονταν εἰς τὸ στηθαῖον τριγύρου, ὅλα νὰ πτύουσιν τὸ νερὸν ἀπὸ τὰ στόματά τους. Καὶ παρεκτὸς τοῦ ἡλιακοῦ φισκίνα ἦτον κτισμένη, νερὸν νὰ γέμῃ ὁλόγλυκον καὶ κρύον ὡς ὁ πάγος, καὶ εἰς τὴν φισκίναν ἔσωθεν ἱστήκετον ἀνάγων καὶ ἀπάνω εἰς τὸν ἀνάγοντα μάρμαρον ὡς λεκάνη, καὶ εἰς τὴν λεκάνην ἔσωθεν ἄνθρωπος μὲ ἐφάνη· ἔμψυχος ἦτον ἔλεγες, νὰ ζῇ καὶ νὰ κινῆται, τὰ δύο του χέρια νὰ βαστοῦν ὀμπρός του εἰς τὸ στῆθος τάχατε ἐφάνη με χαρτὶν καὶ εἶχε γραμμένα ταῦτα: “Ἂς μὲ πονῇ ὁποὺ μὲ θεωρεῖ καὶ ὁποὺ μὲ βλέπει ἂς πάσχῃ, ἂς θλίβεται ὁποὺ τὰ ὀμμάτιά του γυρίζουν πρὸς ἐμέναν, τούτην τὴν καταδίκην μου τὴν ἔχω καὶ τὴν πάσχω, τὴν ὑπομένω ἀπὸ Ἔρωταν, τὴν ἐκατεδικάστην, διατὶ τὸν οὐκ ἐγνώριζα καὶ οὐδὲν τὸν ἐφοβούμην”.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 107
Ἔρως τριμορφοπρόσωπος κάθηται εἰς τὸν θρόνον, τὸ πρῶτον του τὸ πρόσωπον βρέφος μικροῦ παιδίου, ἁπαλοσάρκου, τρυφεροῦ, καὶ εἶχεν ξανθὴν τὴν πλάσιν, ἐὰν τὸ εἶδες, νὰ εἶπες ἐκπαντὸς χέρια καλοῦ ζωγράφου τεχνίτου τὸ ἐστόρησαν, ψέγος οὐδὲν βαστάζει· τὸ δεύτερον ἐφαίνετον ὡς μέσης ἡλικίας, νὰ ἔχῃ τὸ γένιν στρογγυλόν, τὴν ὄψιν ὡς τὸ χιόνι· καὶ τὸ ἀπ’ ἐκείνου πρόσωπον γέροντος νὰ εἶδες ὄψιν, σύνθεσιν, σχῆμα καὶ κοπὴν καὶ πλάσιν ἀναλόγως· καὶ τὸ μὲν πρῶτον πρόσωπον εἶχεν ἐξολοκλήρου τὰ χέρια, τὰ ποδάρια καὶ τὸ ἄλλον του τὸ σῶμα, τὰ δὲ ἀπ’ ἐκείνου πρόσωπα μόνον ἀπὸ τοὺς ὤμους. Ἐθώρουν τα ὅτι ἐκείτονταν ὡς ἦσαν κατ’ ἀξίαν, ἔβλεπα τὴν τριμόρφωσιν, ἔλεγα: “Τίς ὁ πλάστης καὶ τί τὸ ξενοχάραγον τὸ βλέπω, τί ἔναι ἐτοῦτο; Τίς νὰ μὲ εἴπῃ τὸ θεωρῶ, τίς νὰ μὲ τὸ ἑρμηνεύσῃ, τίς ἄνθρωπος φιλόκαλος νὰ μὲ τὸ ἀναδιδάξῃ;” Καὶ ἐνόσῳ εἰς τέτοιαν μέριμναν ὁ νοῦς μου ἐτριοκοπᾶτον, ὁκάποτε καὶ ἡ ζήτησις γίνεται ἡ ἐδική μου: “Ὁ ἀντιστάτης ἂς ἐλθῇ”, φωνάζει ὁκάτις ἔρως.
Καὶ ἐκεῖνος τὸν ἐρώτησεν: “Τί λέγουν ὡς διὰ τοῦτον;” Ἐκεῖνος ἀπεκρίθηκεν κρυφῶς νὰ μὴ τὸ μάθω: “Ἡ Ἀγάπη μεσιτεύει τον, ἐγγυεῖται τον ὁ Πόθος, καὶ συμπαθεῖ τον ὁ Ἔρωτας, τίποτε μὴ λυπῆται”. Καὶ εἶπεν μοι: “Περιπάτησε, μὴ θλίβεσαι ἀπετώρα”. Ἐμπαίνω ἀπέσω μετ’ αὐτούς, πλῆθος πολὺν εὑρίσκω, ἦσαν μυριάδες ἄνθρωποι καὶ ἡ δίκη τους τοιαύτη δι’ ἀγάπην, ἔρωτος στοργήν, διὰ πόθου διακρισίαν· καὶ μέσα εἰς τούτους, φίλε μου, μάθε τὸ τί ἐξενίστην, τὸ εἴδασιν τὰ ὀμμάτιά μου ἐξαπορεῖ το ὁ νοῦς μου.Καὶ τὰ μὲν γράμματα ἔβλεπα καὶ τάχα ἀνάγνωσά τα, καὶ ἐσείουν τὸ κεφάλιν μου νὰ μὴ καὶ ἐμέναν οὕτως καταδικάσῃ ὁ φοβερὸς ὁ ποθοερωτοκράτωρ. Ἐκεῖνον ὁποὺ ἐβάσταζεν τὰ γράμματα ἐπρόσεχά τον καὶ ἔβλεπα ἀπὸ τὰ ὀμμάτιά του τὸ δάκρυον νὰ σταλάσσῃ καὶ νὰ χοχλάζῃ ὡς τὸ θερμόν, νὰ καίῃ ὡς τὸ καμίνιν· ἀπάνου εἰς τὸ κεφάλιν του νὰ κείτεται ὡς ὀφίδιν, ὅλην νὰ περιπλέκεται τάχα τὴν κορυφήν του, νὰ ἔναι τὸ στόμα του πυκνὸν εἰς τὸ μέτωπον τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ ἐνόσῳ τὸν ἐπρόσεχα, νὰ εἶπα ἐφώναξέ με: “Φοβοῦ μὴ πάθῃς τὰ ἔπαθα καὶ μυριοτυραννῆσαι”. Καὶ τὴν φωνὴν ὡς ἤκουσα, νὰ εἶπες ὑπεπάγην, νὰ συνθρηνῶ ἐπεχείρησα τὸν ἄνθρωπον ἐκεῖνον, νὰ κλαίω τὴν καταδίκην του καὶ νὰ τὸν ἀντιπάσχω· καὶ λέγει μοι ὁ ἔρως μου τὸν εἶχα μετὰ μέναν: “Ὡς διὰ τὸ πταῖσμαν τὸ ἔποικεν διὰ τοῦτο τυραννεῖται”. Καὶ μετὰ ὡρίτσαν ὀλιγὴν εἶδα ἀνοικτὰς τὰς πόρτας ὁποὺ ἡ Ἀγάπη ἐσέβηκεν ἀπέσω μὲ τὸν Πόθον· ἔρως ἐξέβην ἀπεκεῖ καὶ λέγει τον ἐκεῖνον ὁποὺ μὲ ἐφύλασσεν ἐμέν: “Ἔπαρ’ τον, ἔλα ἀπέσω”.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 110
Γίνεται τάξης μερισμὸς ἀπέδω μου καὶ ἀπέκει, λέγει με ὁποὺ μὲ ἐφύλασσεν: “Ἔλα νὰ προσκυνήσῃς”. Ἐσέβην εἰς τὸν Ἔρωταν, πίπτω εἰς τὴν γῆν ὀμπρός του, καὶ ἠρξάμην μετὰ δάκρυά μου νὰ κλαίω καὶ νὰ τὸν λέγω: Εἰς ὕπνον του τὸν Ἔρωτα ὁ Λίβιστρος προσπίπτει, προσπίπτει καὶ παρακαλεῖ μετὰ πολλῶν δακρύων. “Ἔρως, αὐθέντα βασιλεῦ, δέσποτα γῆς ἁπάσης, τῶν ἀναισθήτων ἀρχηγέ, τῶν αἰσθητῶν κατάρχα, πάσης ψυχῆς ἐρευνητά, τοῦ πόθου δικαιοκρίτα, καὶ τῆς ἀγάπης συνεργέ, τῆς ὑπολήψεως φίλε· ἂν ἀπὸ ἀναισθησίας μου τὴν εἶχα πρὸς ἐσέναν κατεφρονίσθης ἀπὸ ἐμέν, δέσποτα ποθοκράτωρ, μὴ ἐξεριστῇς τὸ πταῖσμα μου, τόσον μὴ τὸ κακώσῃς, γνώρισε, ἤμουν χωρικὸς καὶ συγγνωμόνησέ το· ἀρκεῖ τὸ μὲ ἐφοβέρισες, ἐλέησέ με ἀπετώρα, νὰ ὀμόσω νὰ εἶμαι δοῦλος σου ὅλος τοῦ ὁρισμοῦ σου, λίζιος τοῦ θελήματος καὶ τοῦ προστάγματός σου”.
Ἔρως τριμορφοπρόσωπος κάθηται εἰς τὸν θρόνον, τὸ πρῶτον του τὸ πρόσωπον βρέφος μικροῦ παιδίου, ἁπαλοσάρκου, τρυφεροῦ, καὶ εἶχεν ξανθὴν τὴν πλάσιν, ἐὰν τὸ εἶδες, νὰ εἶπες ἐκπαντὸς χέρια καλοῦ ζωγράφου τεχνίτου τὸ ἐστόρησαν, ψέγος οὐδὲν βαστάζει· τὸ δεύτερον ἐφαίνετον ὡς μέσης ἡλικίας, νὰ ἔχῃ τὸ γένιν στρογγυλόν, τὴν ὄψιν ὡς τὸ χιόνι· καὶ τὸ ἀπ’ ἐκείνου πρόσωπον γέροντος νὰ εἶδες ὄψιν, σύνθεσιν, σχῆμα καὶ κοπὴν καὶ πλάσιν ἀναλόγως· καὶ τὸ μὲν πρῶτον πρόσωπον εἶχεν ἐξολοκλήρου τὰ χέρια, τὰ ποδάρια καὶ τὸ ἄλλον του τὸ σῶμα, τὰ δὲ ἀπ’ ἐκείνου πρόσωπα μόνον ἀπὸ τοὺς ὤμους. Ἐθώρουν τα ὅτι ἐκείτονταν ὡς ἦσαν κατ’ ἀξίαν, ἔβλεπα τὴν τριμόρφωσιν, ἔλεγα: “Τίς ὁ πλάστης καὶ τί τὸ ξενοχάραγον τὸ βλέπω, τί ἔναι ἐτοῦτο; Τίς νὰ μὲ εἴπῃ τὸ θεωρῶ, τίς νὰ μὲ τὸ ἑρμηνεύσῃ, τίς ἄνθρωπος φιλόκαλος νὰ μὲ τὸ ἀναδιδάξῃ;” Καὶ ἐνόσῳ εἰς τέτοιαν μέριμναν ὁ νοῦς μου ἐτριοκοπᾶτον, ὁκάποτε καὶ ἡ ζήτησις γίνεται ἡ ἐδική μου: “Ὁ ἀντιστάτης ἂς ἐλθῇ”, φωνάζει ὁκάτις ἔρως.Καὶ ἐκεῖνος τὸν ἐρώτησεν: “Τί λέγουν ὡς διὰ τοῦτον;” Ἐκεῖνος ἀπεκρίθηκεν κρυφῶς νὰ μὴ τὸ μάθω: “Ἡ Ἀγάπη μεσιτεύει τον, ἐγγυεῖται τον ὁ Πόθος, καὶ συμπαθεῖ τον ὁ Ἔρωτας, τίποτε μὴ λυπῆται”. Καὶ εἶπεν μοι: “Περιπάτησε, μὴ θλίβεσαι ἀπετώρα”. Ἐμπαίνω ἀπέσω μετ’ αὐτούς, πλῆθος πολὺν εὑρίσκω, ἦσαν μυριάδες ἄνθρωποι καὶ ἡ δίκη τους τοιαύτη δι’ ἀγάπην, ἔρωτος στοργήν, διὰ πόθου διακρισίαν· καὶ μέσα εἰς τούτους, φίλε μου, μάθε τὸ τί ἐξενίστην, τὸ εἴδασιν τὰ ὀμμάτιά μου ἐξαπορεῖ το ὁ νοῦς μου.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 113
Καὶ τότε ἀφοῦ τὸ ἐπλήρωσα τὸ τὸν ἐπαρεκάλουν, λέγει με: “Ἐγείρου ἀποτουνῦν· διὰ μεσιτείας τοῦ Πόθου, διὰ τὴν ἐγγύησιν, γνώριζε, τὴν εἶχα ἐκ τὴν Ἀγάπην, σπλαγχνίζομαί σε ἀποτουνῦν, ἐλεῶ καὶ συμπαθῶ σε· τὸ ἔπταισες οὐ ψηφίζω το, ἀμνημονῶ εἰς ἐκεῖνον, καὶ ἀποτουνῦν παράλαβε ἀγάπην εἰς τὸν νοῦν σου καὶ πόθον κόρης ἠθικῆς, ἐρωτοεξῃρηγμένης, πόθον Ροδάμνης θυγατρὸς Χρυσοῦ τοῦ βασιλέως”. Ἐπροσηκώθην ἐκ τὴν γῆν, ἐπροσεκύνησά τον, εἶδα φρικτὸν μυστήριον, φίλε μου, εἰς ἐκεῖνον· τὴν μίαν φωνὴν ἐμέριζαν τὰ στόματα τὰ τρία, ἐλάλει οὗτος καὶ νὰ λὲς ἐφώναζεν ἐκεῖνος, καὶ ἤκουες τὸ τέλος τῆς φωνῆς ἐκ τῶν τριῶν τὸ στόμα, καὶ ἁπλῶς οὐκ εἶχες τὴν ἀρχήν, οὐδὲ τὸ τέλος πάλιν, τὸν λόγον τὸν ἐφώναξεν πόθεν νὰ τὸν εἰκάζῃς.
Γίνεται τάξης μερισμὸς ἀπέδω μου καὶ ἀπέκει, λέγει με ὁποὺ μὲ ἐφύλασσεν: “Ἔλα νὰ προσκυνήσῃς”. Ἐσέβην εἰς τὸν Ἔρωταν, πίπτω εἰς τὴν γῆν ὀμπρός του, καὶ ἠρξάμην μετὰ δάκρυά μου νὰ κλαίω καὶ νὰ τὸν λέγω: Εἰς ὕπνον του τὸν Ἔρωτα ὁ Λίβιστρος προσπίπτει, προσπίπτει καὶ παρακαλεῖ μετὰ πολλῶν δακρύων. “Ἔρως, αὐθέντα βασιλεῦ, δέσποτα γῆς ἁπάσης, τῶν ἀναισθήτων ἀρχηγέ, τῶν αἰσθητῶν κατάρχα, πάσης ψυχῆς ἐρευνητά, τοῦ πόθου δικαιοκρίτα, καὶ τῆς ἀγάπης συνεργέ, τῆς ὑπολήψεως φίλε· ἂν ἀπὸ ἀναισθησίας μου τὴν εἶχα πρὸς ἐσέναν κατεφρονίσθης ἀπὸ ἐμέν, δέσποτα ποθοκράτωρ, μὴ ἐξεριστῇς τὸ πταῖσμα μου, τόσον μὴ τὸ κακώσῃς, γνώρισε, ἤμουν χωρικὸς καὶ συγγνωμόνησέ το· ἀρκεῖ τὸ μὲ ἐφοβέρισες, ἐλέησέ με ἀπετώρα, νὰ ὀμόσω νὰ εἶμαι δοῦλος σου ὅλος τοῦ ὁρισμοῦ σου, λίζιος τοῦ θελήματος καὶ τοῦ προστάγματός σου”.Ἔρως τριμορφοπρόσωπος κάθηται εἰς τὸν θρόνον, τὸ πρῶτον του τὸ πρόσωπον βρέφος μικροῦ παιδίου, ἁπαλοσάρκου, τρυφεροῦ, καὶ εἶχεν ξανθὴν τὴν πλάσιν, ἐὰν τὸ εἶδες, νὰ εἶπες ἐκπαντὸς χέρια καλοῦ ζωγράφου τεχνίτου τὸ ἐστόρησαν, ψέγος οὐδὲν βαστάζει· τὸ δεύτερον ἐφαίνετον ὡς μέσης ἡλικίας, νὰ ἔχῃ τὸ γένιν στρογγυλόν, τὴν ὄψιν ὡς τὸ χιόνι· καὶ τὸ ἀπ’ ἐκείνου πρόσωπον γέροντος νὰ εἶδες ὄψιν, σύνθεσιν, σχῆμα καὶ κοπὴν καὶ πλάσιν ἀναλόγως· καὶ τὸ μὲν πρῶτον πρόσωπον εἶχεν ἐξολοκλήρου τὰ χέρια, τὰ ποδάρια καὶ τὸ ἄλλον του τὸ σῶμα, τὰ δὲ ἀπ’ ἐκείνου πρόσωπα μόνον ἀπὸ τοὺς ὤμους. Ἐθώρουν τα ὅτι ἐκείτονταν ὡς ἦσαν κατ’ ἀξίαν, ἔβλεπα τὴν τριμόρφωσιν, ἔλεγα: “Τίς ὁ πλάστης καὶ τί τὸ ξενοχάραγον τὸ βλέπω, τί ἔναι ἐτοῦτο; Τίς νὰ μὲ εἴπῃ τὸ θεωρῶ, τίς νὰ μὲ τὸ ἑρμηνεύσῃ, τίς ἄνθρωπος φιλόκαλος νὰ μὲ τὸ ἀναδιδάξῃ;” Καὶ ἐνόσῳ εἰς τέτοιαν μέριμναν ὁ νοῦς μου ἐτριοκοπᾶτον, ὁκάποτε καὶ ἡ ζήτησις γίνεται ἡ ἐδική μου: “Ὁ ἀντιστάτης ἂς ἐλθῇ”, φωνάζει ὁκάτις ἔρως.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 115
Ἀπέδω του καὶ ἀπέκει του τοῦ ἐρωτοτριπροσώπου δύο γυναῖκες ἵσταντο καλὲς εἰς χαρακτήραν, καλὲς εἰς εἶδος καὶ εἰς κοπήν, παράξενες τὴν ὄψιν· ἡ μία στεφάνιν νὰ φορῇ μαργαριτάριν ὅλον, ἄσπρον ὡς τὸ χιόνιν τὸ καλὸν τὸ ἀκόμη οὐκ ἐπατήθη· ἡ ἄλλη εἰς τὸ κεφάλιν της καὶ αὐτὴ στεφάνιν εἶχεν, κόκκινα λυχνιτάρια νὰ τσούζουν ὡς ἡ φλόγα· ὁλόασπρα ἦν τὰ ροῦχα της τῆς μιᾶς ὡς τὸ βαμβάκιν, τῆς ἄλλης ὁλοκόκκινα νὰ λάμπουν ὡς ὁ ἥλιος· καὶ εἰς τὸ πρὸς ἕναν γόνατον τοῦ ἐρωτοκρατοῦντος τῶν δύο τὰ χέρια κείτουνται ἐπάνω εἰς τὰ δεξιά των, ὅρκου σημεῖον ἐρωτικὸν εἰς εὐυποληψίαν. Ἄκουσον τί μὲ ἑρμήνευσαν διὰ τὰς δύο γυναίκας: “Βλέπεις τὴν ὁλοκόκκινον ἐκείνην τὴν ὡραίαν ὁποὺ εἰς τὸ μέρος ἵσταται τοῦ Ἔρωτος τὸ δεξιόν;
Καὶ τότε ἀφοῦ τὸ ἐπλήρωσα τὸ τὸν ἐπαρεκάλουν, λέγει με: “Ἐγείρου ἀποτουνῦν· διὰ μεσιτείας τοῦ Πόθου, διὰ τὴν ἐγγύησιν, γνώριζε, τὴν εἶχα ἐκ τὴν Ἀγάπην, σπλαγχνίζομαί σε ἀποτουνῦν, ἐλεῶ καὶ συμπαθῶ σε· τὸ ἔπταισες οὐ ψηφίζω το, ἀμνημονῶ εἰς ἐκεῖνον, καὶ ἀποτουνῦν παράλαβε ἀγάπην εἰς τὸν νοῦν σου καὶ πόθον κόρης ἠθικῆς, ἐρωτοεξῃρηγμένης, πόθον Ροδάμνης θυγατρὸς Χρυσοῦ τοῦ βασιλέως”. Ἐπροσηκώθην ἐκ τὴν γῆν, ἐπροσεκύνησά τον, εἶδα φρικτὸν μυστήριον, φίλε μου, εἰς ἐκεῖνον· τὴν μίαν φωνὴν ἐμέριζαν τὰ στόματα τὰ τρία, ἐλάλει οὗτος καὶ νὰ λὲς ἐφώναζεν ἐκεῖνος, καὶ ἤκουες τὸ τέλος τῆς φωνῆς ἐκ τῶν τριῶν τὸ στόμα, καὶ ἁπλῶς οὐκ εἶχες τὴν ἀρχήν, οὐδὲ τὸ τέλος πάλιν, τὸν λόγον τὸν ἐφώναξεν πόθεν νὰ τὸν εἰκάζῃς.Γίνεται τάξης μερισμὸς ἀπέδω μου καὶ ἀπέκει, λέγει με ὁποὺ μὲ ἐφύλασσεν: “Ἔλα νὰ προσκυνήσῃς”. Ἐσέβην εἰς τὸν Ἔρωταν, πίπτω εἰς τὴν γῆν ὀμπρός του, καὶ ἠρξάμην μετὰ δάκρυά μου νὰ κλαίω καὶ νὰ τὸν λέγω: Εἰς ὕπνον του τὸν Ἔρωτα ὁ Λίβιστρος προσπίπτει, προσπίπτει καὶ παρακαλεῖ μετὰ πολλῶν δακρύων. “Ἔρως, αὐθέντα βασιλεῦ, δέσποτα γῆς ἁπάσης, τῶν ἀναισθήτων ἀρχηγέ, τῶν αἰσθητῶν κατάρχα, πάσης ψυχῆς ἐρευνητά, τοῦ πόθου δικαιοκρίτα, καὶ τῆς ἀγάπης συνεργέ, τῆς ὑπολήψεως φίλε· ἂν ἀπὸ ἀναισθησίας μου τὴν εἶχα πρὸς ἐσέναν κατεφρονίσθης ἀπὸ ἐμέν, δέσποτα ποθοκράτωρ, μὴ ἐξεριστῇς τὸ πταῖσμα μου, τόσον μὴ τὸ κακώσῃς, γνώρισε, ἤμουν χωρικὸς καὶ συγγνωμόνησέ το· ἀρκεῖ τὸ μὲ ἐφοβέρισες, ἐλέησέ με ἀπετώρα, νὰ ὀμόσω νὰ εἶμαι δοῦλος σου ὅλος τοῦ ὁρισμοῦ σου, λίζιος τοῦ θελήματος καὶ τοῦ προστάγματός σου”.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 117
Λέγουν την ἡ Ἀλήθεια, ἐκείνη ὀμνεῖ εἰς ἐτοῦτον νὰ μὴ ψευσθῇ τὰ ὑπόσχεται διὰ πόθον εἰς τὸν κόσμον· ὁποὺ ἵσταται εἰς τὸ ἀριστερὸν λέγουν την Δικαιοσύνην, ὀμνύει καὶ αὐτὴ τὸν Ἔρωτα τὸ δίκαιον νὰ φυλάσσῃ, νὰ μὴ διὰ προσωπόληψιν πολλάκις παρακρίνῃ· ἔνι αὐτὴ ὁλοκόκκινος καὶ ὁλόλευκος ἐκείνη, καὶ ὡς κρύσταλλον παρείκασε ἐκείνην ἐκ τὰ νέφη, ὡς φλόγα ταύτην ἐκ τὴν γῆν διὰ τὸ ἀψευδήγορόν του· ἴδε, ἄνθρωπε, θαύμαζε καὶ τὰς μορφὰς τῶν τρίων. Ἀφοῦ ἀπεδῶ μετασταθῇς καὶ ὑπάγῃς καὶ παρέκει, θέλεις σεβεῖν εἰς τοῦ Ἔρωτος τὰ βέλη νὰ ὀμόσῃς καὶ ἀπέκει νὰ τὰ διδαχθῇς, νὰ ἴδῃς καὶ τὸν μάντιν ὁποὺ σὲ θέλει ἀφηγηθῆν τὸ τί ἔναι τὸ θέλεις πάθειν καὶ πότε τὴν ἀγάπην σου θέλεις ἀποκερδήσειν”. Ὁποὺ μὲ συνετύχαινεν ἀφῆκε, μετεστάθη, πάλιν θεωρῶ τὸν Ἔρωτα, πάλιν αὐτὸς μὲ λέγει: “Λίβιστρε, τί στήκεις καὶ θεωρεῖς; Ἄγωμε νὰ ὀμόσῃς. Ἀγάπη, σύ τον ἔπαρε, Πόθε, παράλαβέ τον, τὸ ἐγγυτικόν του ποιήσετε, τὸ βέβαιον ἂς ὀμόσῃ, ἂς τοξευθῇ ἐκ τὸν ἔρωτα τῆς κόρης τῆς Ροδάμνης”.
Ἀπέδω του καὶ ἀπέκει του τοῦ ἐρωτοτριπροσώπου δύο γυναῖκες ἵσταντο καλὲς εἰς χαρακτήραν, καλὲς εἰς εἶδος καὶ εἰς κοπήν, παράξενες τὴν ὄψιν· ἡ μία στεφάνιν νὰ φορῇ μαργαριτάριν ὅλον, ἄσπρον ὡς τὸ χιόνιν τὸ καλὸν τὸ ἀκόμη οὐκ ἐπατήθη· ἡ ἄλλη εἰς τὸ κεφάλιν της καὶ αὐτὴ στεφάνιν εἶχεν, κόκκινα λυχνιτάρια νὰ τσούζουν ὡς ἡ φλόγα· ὁλόασπρα ἦν τὰ ροῦχα της τῆς μιᾶς ὡς τὸ βαμβάκιν, τῆς ἄλλης ὁλοκόκκινα νὰ λάμπουν ὡς ὁ ἥλιος· καὶ εἰς τὸ πρὸς ἕναν γόνατον τοῦ ἐρωτοκρατοῦντος τῶν δύο τὰ χέρια κείτουνται ἐπάνω εἰς τὰ δεξιά των, ὅρκου σημεῖον ἐρωτικὸν εἰς εὐυποληψίαν. Ἄκουσον τί μὲ ἑρμήνευσαν διὰ τὰς δύο γυναίκας: “Βλέπεις τὴν ὁλοκόκκινον ἐκείνην τὴν ὡραίαν ὁποὺ εἰς τὸ μέρος ἵσταται τοῦ Ἔρωτος τὸ δεξιόν;Καὶ τότε ἀφοῦ τὸ ἐπλήρωσα τὸ τὸν ἐπαρεκάλουν, λέγει με: “Ἐγείρου ἀποτουνῦν· διὰ μεσιτείας τοῦ Πόθου, διὰ τὴν ἐγγύησιν, γνώριζε, τὴν εἶχα ἐκ τὴν Ἀγάπην, σπλαγχνίζομαί σε ἀποτουνῦν, ἐλεῶ καὶ συμπαθῶ σε· τὸ ἔπταισες οὐ ψηφίζω το, ἀμνημονῶ εἰς ἐκεῖνον, καὶ ἀποτουνῦν παράλαβε ἀγάπην εἰς τὸν νοῦν σου καὶ πόθον κόρης ἠθικῆς, ἐρωτοεξῃρηγμένης, πόθον Ροδάμνης θυγατρὸς Χρυσοῦ τοῦ βασιλέως”. Ἐπροσηκώθην ἐκ τὴν γῆν, ἐπροσεκύνησά τον, εἶδα φρικτὸν μυστήριον, φίλε μου, εἰς ἐκεῖνον· τὴν μίαν φωνὴν ἐμέριζαν τὰ στόματα τὰ τρία, ἐλάλει οὗτος καὶ νὰ λὲς ἐφώναζεν ἐκεῖνος, καὶ ἤκουες τὸ τέλος τῆς φωνῆς ἐκ τῶν τριῶν τὸ στόμα, καὶ ἁπλῶς οὐκ εἶχες τὴν ἀρχήν, οὐδὲ τὸ τέλος πάλιν, τὸν λόγον τὸν ἐφώναξεν πόθεν νὰ τὸν εἰκάζῃς.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 122
Εὐθὺς τὸν προσεκύνησα καὶ ἀπέκει μετεστάθην· ὁ Πόθος ἦτον ἀπεδῶ καὶ ἀπέκει μου ἡ Ἀγάπη, εἰς τὸ κελλὶν ἀπήγαμεν ὅπου ἦτον τὸ ὁρκωμόσιν· Ἔκφρασις ἄλλη ἐρωτικὴ τῆς ποθοορκωμοσίας. ταῦτα εἰς ἕναν δίθυρον εὕρομεν τοῦ κελλίου, γραμμένα ἦσαν γράμματα καὶ ἄκουσον τί ἐλαλοῦσαν: Πάλι ἄκουσον τὸ δίθυρον τί εἶχεν ἱστορίαν· εἶχε τὸν Ἔρωτα γυμνὸν ἐπάνω ἱστορισμένον, τὸ ἕναν του χέριν νὰ κρατῇ σπαθὶν ἠκονημένον, τὸ ἄλλον ὁλοκόκκινον ἁπτομένην λαμπάδα. Ἀπεδὰ μάθε ἐκ τῆς γραφῆς τὸ ἦτον παρακάτω: “Ἔρως ἀκαταπόνετος οὐρανοβυθοφθάνος”. “Λοιπὸν οὐκ ἔνι ὁποὺ ἔλαθεν τὸν Ἔρωτα εἰς τὸν κόσμον· ἐδὰ πληροφορήθησε”, πάλιν λέγει με ὁ Πόθος, “οὐκ ἔνι ὁποὺ ἐξεγλύτωσεν τὴν ἐρωτοταξίαν”. Ἀπέκει ἐμετεστάθημεν καὶ ἀπήγαμεν ἀπέσω εἰς τὸ κελλὶν τὸ ἐρωτικὸν τῆς ποθοορκωμοσίας· εὑρίσκω εἰς χρυσοκόκκινον ἐπάνω ἀναλόγιν πτερὸν νὰ κεῖται τοῦ Ἔρωτος καὶ τόξον γεμισμένον, καὶ μέσα εἰς αὐτὸ χαρτίν, εἶχε τοὺς λόγους τούτους: Ὅρκος ἐρώτων φοβερὸς τὸν ἔχουν οἱ ποθοῦντες, (586a,t) καὶ ἀπὸ ψυχῆς ὁ Λίβιστρος ὀμνεῖ νὰ μὴ ἀθετήσῃ.
Λέγουν την ἡ Ἀλήθεια, ἐκείνη ὀμνεῖ εἰς ἐτοῦτον νὰ μὴ ψευσθῇ τὰ ὑπόσχεται διὰ πόθον εἰς τὸν κόσμον· ὁποὺ ἵσταται εἰς τὸ ἀριστερὸν λέγουν την Δικαιοσύνην, ὀμνύει καὶ αὐτὴ τὸν Ἔρωτα τὸ δίκαιον νὰ φυλάσσῃ, νὰ μὴ διὰ προσωπόληψιν πολλάκις παρακρίνῃ· ἔνι αὐτὴ ὁλοκόκκινος καὶ ὁλόλευκος ἐκείνη, καὶ ὡς κρύσταλλον παρείκασε ἐκείνην ἐκ τὰ νέφη, ὡς φλόγα ταύτην ἐκ τὴν γῆν διὰ τὸ ἀψευδήγορόν του· ἴδε, ἄνθρωπε, θαύμαζε καὶ τὰς μορφὰς τῶν τρίων. Ἀφοῦ ἀπεδῶ μετασταθῇς καὶ ὑπάγῃς καὶ παρέκει, θέλεις σεβεῖν εἰς τοῦ Ἔρωτος τὰ βέλη νὰ ὀμόσῃς καὶ ἀπέκει νὰ τὰ διδαχθῇς, νὰ ἴδῃς καὶ τὸν μάντιν ὁποὺ σὲ θέλει ἀφηγηθῆν τὸ τί ἔναι τὸ θέλεις πάθειν καὶ πότε τὴν ἀγάπην σου θέλεις ἀποκερδήσειν”. Ὁποὺ μὲ συνετύχαινεν ἀφῆκε, μετεστάθη, πάλιν θεωρῶ τὸν Ἔρωτα, πάλιν αὐτὸς μὲ λέγει: “Λίβιστρε, τί στήκεις καὶ θεωρεῖς; Ἄγωμε νὰ ὀμόσῃς. Ἀγάπη, σύ τον ἔπαρε, Πόθε, παράλαβέ τον, τὸ ἐγγυτικόν του ποιήσετε, τὸ βέβαιον ἂς ὀμόσῃ, ἂς τοξευθῇ ἐκ τὸν ἔρωτα τῆς κόρης τῆς Ροδάμνης”.Ἀπέδω του καὶ ἀπέκει του τοῦ ἐρωτοτριπροσώπου δύο γυναῖκες ἵσταντο καλὲς εἰς χαρακτήραν, καλὲς εἰς εἶδος καὶ εἰς κοπήν, παράξενες τὴν ὄψιν· ἡ μία στεφάνιν νὰ φορῇ μαργαριτάριν ὅλον, ἄσπρον ὡς τὸ χιόνιν τὸ καλὸν τὸ ἀκόμη οὐκ ἐπατήθη· ἡ ἄλλη εἰς τὸ κεφάλιν της καὶ αὐτὴ στεφάνιν εἶχεν, κόκκινα λυχνιτάρια νὰ τσούζουν ὡς ἡ φλόγα· ὁλόασπρα ἦν τὰ ροῦχα της τῆς μιᾶς ὡς τὸ βαμβάκιν, τῆς ἄλλης ὁλοκόκκινα νὰ λάμπουν ὡς ὁ ἥλιος· καὶ εἰς τὸ πρὸς ἕναν γόνατον τοῦ ἐρωτοκρατοῦντος τῶν δύο τὰ χέρια κείτουνται ἐπάνω εἰς τὰ δεξιά των, ὅρκου σημεῖον ἐρωτικὸν εἰς εὐυποληψίαν. Ἄκουσον τί μὲ ἑρμήνευσαν διὰ τὰς δύο γυναίκας: “Βλέπεις τὴν ὁλοκόκκινον ἐκείνην τὴν ὡραίαν ὁποὺ εἰς τὸ μέρος ἵσταται τοῦ Ἔρωτος τὸ δεξιόν;
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 127
(586b,t) “Ἐγὼ εἶμαι ὁ νόμος τοῦ Ἔρωτος, καὶ τοῦτο ἔνι τὸ πτερόν μου καὶ τοῦτο ἔναι τὸ δοξάριν μου, καὶ ὀμνύετε οἱ πάντες λίζιοι νὰ εἶστε δοῦλοι του, νὰ μὴ τὸν ἀθετῆτε. Ὅτι πλανᾶσθε ἐξαπορῶ καὶ ὅτι ἔναι τὸν ἀθετεῖτε. Ποῦ νὰ τὸν ἐγλυτώσετε; Φρίττω ὅτι φεύγετέ τον. Ἂν πετασθῆτε εἰς τὸν οὐρανόν, πτερὸν ἔχει καὶ φθάνει· ἂν καταβῆτε εἰς θάλασσαν, γυμνὸς ὡς τὸν θεωρεῖτε, (593a) καὶ καταφθάνει εἰς ἄβυσσον καὶ οὐκ ἐγλυτώνετέ τον· (593b) ἐὰν δὲ ἴσως πάλιν εἰς τὴν γῆν κοσμοπεριπατεῖτε, θεωρεῖτε καὶ τὸ τόξον του, πολλὰ στοχὰ δοξεύει, καὶ οὐκ ἔνι ὁδὸς νὰ φύγετε τὴν ἐρωτοταξίαν. Λοιπὸν ἐπιφωνοῦμαι σας ὁποὺ εἶστε ἀπὸ τὸν κόσμον, δουλώνεσθε εἰς τὸν Ἔρωτα καὶ ὁποὺ τὸν θέλει ὀμόσειν, ἂς ἔνι βέβαιον τὸ λαλεῖ, μὴ ὁρκοπαραβατήσῃ”. Καὶ παρακάτω ἔγραφεν τὰ ἐκ τὴν γραφὴν ἐκείνην: “Βέλη καὶ τόπος καὶ μονὴ τῆς ποθοορκωμοσίας”.
Εὐθὺς τὸν προσεκύνησα καὶ ἀπέκει μετεστάθην· ὁ Πόθος ἦτον ἀπεδῶ καὶ ἀπέκει μου ἡ Ἀγάπη, εἰς τὸ κελλὶν ἀπήγαμεν ὅπου ἦτον τὸ ὁρκωμόσιν· Ἔκφρασις ἄλλη ἐρωτικὴ τῆς ποθοορκωμοσίας. ταῦτα εἰς ἕναν δίθυρον εὕρομεν τοῦ κελλίου, γραμμένα ἦσαν γράμματα καὶ ἄκουσον τί ἐλαλοῦσαν: Πάλι ἄκουσον τὸ δίθυρον τί εἶχεν ἱστορίαν· εἶχε τὸν Ἔρωτα γυμνὸν ἐπάνω ἱστορισμένον, τὸ ἕναν του χέριν νὰ κρατῇ σπαθὶν ἠκονημένον, τὸ ἄλλον ὁλοκόκκινον ἁπτομένην λαμπάδα. Ἀπεδὰ μάθε ἐκ τῆς γραφῆς τὸ ἦτον παρακάτω: “Ἔρως ἀκαταπόνετος οὐρανοβυθοφθάνος”. “Λοιπὸν οὐκ ἔνι ὁποὺ ἔλαθεν τὸν Ἔρωτα εἰς τὸν κόσμον· ἐδὰ πληροφορήθησε”, πάλιν λέγει με ὁ Πόθος, “οὐκ ἔνι ὁποὺ ἐξεγλύτωσεν τὴν ἐρωτοταξίαν”. Ἀπέκει ἐμετεστάθημεν καὶ ἀπήγαμεν ἀπέσω εἰς τὸ κελλὶν τὸ ἐρωτικὸν τῆς ποθοορκωμοσίας· εὑρίσκω εἰς χρυσοκόκκινον ἐπάνω ἀναλόγιν πτερὸν νὰ κεῖται τοῦ Ἔρωτος καὶ τόξον γεμισμένον, καὶ μέσα εἰς αὐτὸ χαρτίν, εἶχε τοὺς λόγους τούτους: Ὅρκος ἐρώτων φοβερὸς τὸν ἔχουν οἱ ποθοῦντες, (586a,t) καὶ ἀπὸ ψυχῆς ὁ Λίβιστρος ὀμνεῖ νὰ μὴ ἀθετήσῃ.Λέγουν την ἡ Ἀλήθεια, ἐκείνη ὀμνεῖ εἰς ἐτοῦτον νὰ μὴ ψευσθῇ τὰ ὑπόσχεται διὰ πόθον εἰς τὸν κόσμον· ὁποὺ ἵσταται εἰς τὸ ἀριστερὸν λέγουν την Δικαιοσύνην, ὀμνύει καὶ αὐτὴ τὸν Ἔρωτα τὸ δίκαιον νὰ φυλάσσῃ, νὰ μὴ διὰ προσωπόληψιν πολλάκις παρακρίνῃ· ἔνι αὐτὴ ὁλοκόκκινος καὶ ὁλόλευκος ἐκείνη, καὶ ὡς κρύσταλλον παρείκασε ἐκείνην ἐκ τὰ νέφη, ὡς φλόγα ταύτην ἐκ τὴν γῆν διὰ τὸ ἀψευδήγορόν του· ἴδε, ἄνθρωπε, θαύμαζε καὶ τὰς μορφὰς τῶν τρίων. Ἀφοῦ ἀπεδῶ μετασταθῇς καὶ ὑπάγῃς καὶ παρέκει, θέλεις σεβεῖν εἰς τοῦ Ἔρωτος τὰ βέλη νὰ ὀμόσῃς καὶ ἀπέκει νὰ τὰ διδαχθῇς, νὰ ἴδῃς καὶ τὸν μάντιν ὁποὺ σὲ θέλει ἀφηγηθῆν τὸ τί ἔναι τὸ θέλεις πάθειν καὶ πότε τὴν ἀγάπην σου θέλεις ἀποκερδήσειν”. Ὁποὺ μὲ συνετύχαινεν ἀφῆκε, μετεστάθη, πάλιν θεωρῶ τὸν Ἔρωτα, πάλιν αὐτὸς μὲ λέγει: “Λίβιστρε, τί στήκεις καὶ θεωρεῖς; Ἄγωμε νὰ ὀμόσῃς. Ἀγάπη, σύ τον ἔπαρε, Πόθε, παράλαβέ τον, τὸ ἐγγυτικόν του ποιήσετε, τὸ βέβαιον ἂς ὀμόσῃ, ἂς τοξευθῇ ἐκ τὸν ἔρωτα τῆς κόρης τῆς Ροδάμνης”.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 13
Ἐγὼ ὡς τὸν εἶδα ὅτι πονεῖ καὶ θλίβεται τοσοῦτον, ἀγωνιζόμην καὶ ἤθελα τὸ νὰ τὸν ἐρωτήσω τίς ἔνι, πόθεν ὁ ἄνθρωπος καὶ τί ἔνι τὸ στενάζει· καὶ τέως οὐδὲν μὲ ἐβάσταξεν, ἐκ τὰ πολλὰ ἠγανάκτουν, ἐσίμωσά τον εἰς τὸ πλευρόν, θαρρῶ, ἐχαιρέτισά τον, εἶπα τον: «Πόθεν περπατεῖς, ξένε συνοδοιπόρε;» Καὶ ἐκεῖνος ὡς ἐκόπτετον ὁ νοῦς του ἀπὸ τοὺς πόνους, οὐδὲ ἐστράφην εἰς ἐμὲ οὐδὲ ἐχαιρέτισέ με, ἀλλὰ τῆς στράτας τὸ στενὸν ἐκράτει μονοπάτιν καὶ τὸ ποτάμιν ἔβλεπεν καὶ ἐπήγαινε θλιμμένος. Ἐγὼ πάλιν ὡς ἤθελα νὰ μάθω τί ἔνι τὸ πάσχει, πάλιν ἐλάλουν πρὸς αὐτόν, ἐσυχνοανεχαιρέτουν: «Βάσταζε, ξένε, μὴ πονῇς, μὴ θλίβεσαι τοσοῦτον· εἰς ἄγριον τόπον περπατεῖς καὶ ἂν τύχῃ ἀπὸ τοὺς πόνους ἄλλον ὁκάτι ἐπώδυνον νὰ γίνεται εἰς ἐσέναν, νὰ εἶσαι ἀπαρηγόρητος ἐδῶ εἰς τὴν ξενιτείαν». Ὁκάποτε ἐστέναξεν καὶ στρέφεται εἰς ἐμέναν πολλὰ θλιμμένος, σοβαρὸς καὶ ἀπηλογήθηκέ μου: Ἀπηλογεῖται ὁ Λίβιστρος τὸν φίλον Κλιτοβώντα. «Ἄνθρωπε, τί ἔν’ τὸ μὲ ἐρωτᾶς καὶ βιάζεις με τοσοῦτον νὰ μάθῃς τί ἔν’ τὸ θλίβομαι καὶ συχνοαναστενάζω;
Φαρὶν ἐκαβαλλίκευεν, ἐβάσταζε γεράκιν, καὶ ὀπίσω ἠκολούθει τον σκυλὶν μὲ τὸ λητάριν· ζωσμένος ἦτον ἄρματα καὶ ἐπήγαινε τὸν δρόμον, νὰ βρέχεται ἐκ τὰ δάκρυά του, νὰ συχνοαναστενάζῃ, καὶ ἀπὸ τὰ ἀναστενάσματα νὰ καίῃ τὸ μονοπάτι. Ἤμουν καὶ ἐγὼ ἐκ τὴν χώραν μου διωγμένος διὰ πόθον, θλιμμένος ἐκ τὸν ἔρωταν, καμμένος δι’ ἀγάπην, ἐξέβηκα ἀπὸ λύπης μου καὶ κόσμον περιεπάτουν διὰ κουφισμὸν καὶ ἀνάπαυσιν τῶν πόνων μου τῶν τόσων. Καὶ πῶς οὐκ οἶδα, ἐκράτησα καὶ ἐγὼ τὸ μονοπάτι τὸ ἐκράτει ὁ παράξενος ἐκεῖνος ὁ στρατιώτης· ἡμέραν ἐπερπάτησα, εἰς ἄλλην ἔφθασά τον, κατόπισθέν του ἐπήγαινα καὶ ἐκεῖνος ἔμπροσθέν μου, νὰ λούεται ἐκ τὰ δάκρυά του, νὰ συχνοαναστενάζῃ.Καὶ ὡς ἀπὸ τοῦ ἀφηγήματος καὶ τῆς ποθομανίας οἱ πάντες νὰ ἐγνωρίσωσι τὰς ἐρωτοπικρίας καὶ νὰ θαυμάσουν ἄνθρωπον ἄγροικον εἰς τὸν κόσμον, ἀφοῦ ἐσέβην νὰ ποθῇ, ὅσα κακὰ ὑπεστάθην. Λοιπὸν καὶ τὴν ἀφήγησιν ἄρξωμαι τῆς ἀγάπης Λιβίστρου τοῦ πολυπαθοῦς καὶ κόρης τῆς Ροδάμνης. Ἤρξατο τὴν ἀφήγησιν ὁ Κλιτοβὼν ὁ φίλος. Νέος εἰς ἀναπόταμον, εἰς ἀναλιβαδίαν, μέσα εἰς στενὸν ἐδιέβαινεν θλιμμένος μονοπάτιν. Ἔπρεπε τὸ ἀναλίβαδον νὰ ἔνι κατούνα ξένων καὶ τὸ γλυκοαναπόταμον θλιμμένους νὰ ποτίζῃ· εἶχεν ἐκεῖνο χάριταν καὶ αὐτὸ παρηγορίαν, ἐκεῖνο διὰ τὰ δένδρα του, τὰ ἄνθη καὶ τὰς βρύσας, καὶ αὐτὸ διὰ τὸ καθάριον καὶ τὸ γλυκόποτόν του. Αὐτὸς ὁποὺ τὸ ἐδιέβαινεν πολλὰ ἦτον πονεμένος· ἄνθρωπος ἦτον εὐγενὴς ὁκάποιος ἀπὸ χώραν, ἄγωρος ἐπιτήδειος, ἔμμορφος εἰς τὴν πλάσιν, νέος πολλὰ καλόκοπος εἰς σύνθεσιν καὶ σχῆμαν, ξανθός, μακρύς, ἀγένειος, τριγύρου κουρεμένος.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 134
Ἀνέγνωσά την τὴν γραφήν, εἶδα τὴν ἱστορίαν, ἁπλώνω ταῦτα εἰς τὸ πτερὸν καὶ ἐπάνω εἰς τὸ δοξάριν, καὶ εἶπα: “Μὰ τοῦτο τὸ πτερόν, μὰ τὸ εὔστοχόν σου τόξον, δουλώνομαι εἰς τὸν Ἔρωτα, λιζιώνομαι εἰς τὸν Πόθον, πιστός της νὰ εἶμαι ἀποτουνῦν τῆς Ἐρωτικοαγάπης”. Ὤμοσα καί, ἀφότου ὤμοσα, ταῦτα καὶ ὁ μάντις ἦλθεν, ὁ μάντις τὸν μὲ ἑρμήνευσαν νὰ μὲ ἴδῃ εἰς τὸν ὅρκον, καὶ ταῦτα ἐνπρώτοις λέγει με λόγους καὶ συντυχίας: Τὰ θέλει πάθει ὁ Λίβιστρος ὁ μάντις τοῦ τὰ λέγει.
(586b,t) “Ἐγὼ εἶμαι ὁ νόμος τοῦ Ἔρωτος, καὶ τοῦτο ἔνι τὸ πτερόν μου καὶ τοῦτο ἔναι τὸ δοξάριν μου, καὶ ὀμνύετε οἱ πάντες λίζιοι νὰ εἶστε δοῦλοι του, νὰ μὴ τὸν ἀθετῆτε. Ὅτι πλανᾶσθε ἐξαπορῶ καὶ ὅτι ἔναι τὸν ἀθετεῖτε. Ποῦ νὰ τὸν ἐγλυτώσετε; Φρίττω ὅτι φεύγετέ τον. Ἂν πετασθῆτε εἰς τὸν οὐρανόν, πτερὸν ἔχει καὶ φθάνει· ἂν καταβῆτε εἰς θάλασσαν, γυμνὸς ὡς τὸν θεωρεῖτε, (593a) καὶ καταφθάνει εἰς ἄβυσσον καὶ οὐκ ἐγλυτώνετέ τον· (593b) ἐὰν δὲ ἴσως πάλιν εἰς τὴν γῆν κοσμοπεριπατεῖτε, θεωρεῖτε καὶ τὸ τόξον του, πολλὰ στοχὰ δοξεύει, καὶ οὐκ ἔνι ὁδὸς νὰ φύγετε τὴν ἐρωτοταξίαν. Λοιπὸν ἐπιφωνοῦμαι σας ὁποὺ εἶστε ἀπὸ τὸν κόσμον, δουλώνεσθε εἰς τὸν Ἔρωτα καὶ ὁποὺ τὸν θέλει ὀμόσειν, ἂς ἔνι βέβαιον τὸ λαλεῖ, μὴ ὁρκοπαραβατήσῃ”. Καὶ παρακάτω ἔγραφεν τὰ ἐκ τὴν γραφὴν ἐκείνην: “Βέλη καὶ τόπος καὶ μονὴ τῆς ποθοορκωμοσίας”.Εὐθὺς τὸν προσεκύνησα καὶ ἀπέκει μετεστάθην· ὁ Πόθος ἦτον ἀπεδῶ καὶ ἀπέκει μου ἡ Ἀγάπη, εἰς τὸ κελλὶν ἀπήγαμεν ὅπου ἦτον τὸ ὁρκωμόσιν· Ἔκφρασις ἄλλη ἐρωτικὴ τῆς ποθοορκωμοσίας. ταῦτα εἰς ἕναν δίθυρον εὕρομεν τοῦ κελλίου, γραμμένα ἦσαν γράμματα καὶ ἄκουσον τί ἐλαλοῦσαν: Πάλι ἄκουσον τὸ δίθυρον τί εἶχεν ἱστορίαν· εἶχε τὸν Ἔρωτα γυμνὸν ἐπάνω ἱστορισμένον, τὸ ἕναν του χέριν νὰ κρατῇ σπαθὶν ἠκονημένον, τὸ ἄλλον ὁλοκόκκινον ἁπτομένην λαμπάδα. Ἀπεδὰ μάθε ἐκ τῆς γραφῆς τὸ ἦτον παρακάτω: “Ἔρως ἀκαταπόνετος οὐρανοβυθοφθάνος”. “Λοιπὸν οὐκ ἔνι ὁποὺ ἔλαθεν τὸν Ἔρωτα εἰς τὸν κόσμον· ἐδὰ πληροφορήθησε”, πάλιν λέγει με ὁ Πόθος, “οὐκ ἔνι ὁποὺ ἐξεγλύτωσεν τὴν ἐρωτοταξίαν”. Ἀπέκει ἐμετεστάθημεν καὶ ἀπήγαμεν ἀπέσω εἰς τὸ κελλὶν τὸ ἐρωτικὸν τῆς ποθοορκωμοσίας· εὑρίσκω εἰς χρυσοκόκκινον ἐπάνω ἀναλόγιν πτερὸν νὰ κεῖται τοῦ Ἔρωτος καὶ τόξον γεμισμένον, καὶ μέσα εἰς αὐτὸ χαρτίν, εἶχε τοὺς λόγους τούτους: Ὅρκος ἐρώτων φοβερὸς τὸν ἔχουν οἱ ποθοῦντες, (586a,t) καὶ ἀπὸ ψυχῆς ὁ Λίβιστρος ὀμνεῖ νὰ μὴ ἀθετήσῃ.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 136
“Λίβιστρος γῆς λατινικῆς, ἄρχων τοπάρχης μέγας, πολλῶν πραγμάτων ἄνθρωπος, ρήγας πολλῶν ἀνθρώπων, μέλλει τοῦ τόπου του τοῦ γονικοῦ νὰ γένηται καὶ ξένος διὰ Ροδάμνην τὴν καλήν, τὴν ἐρωτικοπόθον· δεσπότης μέλλει νὰ γενῇ τοῦ Ἀργυροῦ τοῦ Κάστρου, Χρυσόν, πατέρα τὸν λαμπρὸν τῆς κόρης τῆς Ροδάμνης, νὰ διαδεχθῇ ἐκ τὴν χώραν του καὶ νὰ κοσμοκρατήσῃ· μετὰ διχρόνου διάστημα νὰ χάσῃ τὴν Ροδάμνην ὑπὸ γυναίκας πονηρᾶς, τῆς κακομάγου γραίας, καὶ νὰ ἔβγῃ εἰς ἀναζήτησιν τῆς κόρης τῆς Ροδάμνης· δίχρονον θέλει περπατεῖ νὰ ὑπάγῃ νὰ τὴν εὕρῃ, καὶ ἀφοῦ τὴν εὕρῃ ἀπὸ καλοῦ φίλου του συνεργίαν, εἰς ἄλλον ἕναν διάστημαν νὰ παραδράμῃ χρόνος καὶ πάλιν Κάστρου τοῦ Ἀργυροῦ νὰ γίνεται δεσπότης καὶ κόρην τὴν παράξενον νὰ τὴν συναποθάνῃ”. Εἶπεν ἐκεῖνος ὁ καλὸς ὁ μάντις ὁ προγνώστης, ἐλάλησε τὰ μέλλοντα καὶ ὁκάποτε ἀνεσπάσθην ἀπὸ τοῦ ὀνείρου τὴν πλοκήν, φίλε μου, τοῦ τοσούτου. Ἐξύπνησεν ὁ Λίβιστρος τῆς ὀνειροπλασίας, ἐξύπνησεν ὁλοζάλιστος, μυριοθορυβισμένος.
Ἀνέγνωσά την τὴν γραφήν, εἶδα τὴν ἱστορίαν, ἁπλώνω ταῦτα εἰς τὸ πτερὸν καὶ ἐπάνω εἰς τὸ δοξάριν, καὶ εἶπα: “Μὰ τοῦτο τὸ πτερόν, μὰ τὸ εὔστοχόν σου τόξον, δουλώνομαι εἰς τὸν Ἔρωτα, λιζιώνομαι εἰς τὸν Πόθον, πιστός της νὰ εἶμαι ἀποτουνῦν τῆς Ἐρωτικοαγάπης”. Ὤμοσα καί, ἀφότου ὤμοσα, ταῦτα καὶ ὁ μάντις ἦλθεν, ὁ μάντις τὸν μὲ ἑρμήνευσαν νὰ μὲ ἴδῃ εἰς τὸν ὅρκον, καὶ ταῦτα ἐνπρώτοις λέγει με λόγους καὶ συντυχίας: Τὰ θέλει πάθει ὁ Λίβιστρος ὁ μάντις τοῦ τὰ λέγει.(586b,t) “Ἐγὼ εἶμαι ὁ νόμος τοῦ Ἔρωτος, καὶ τοῦτο ἔνι τὸ πτερόν μου καὶ τοῦτο ἔναι τὸ δοξάριν μου, καὶ ὀμνύετε οἱ πάντες λίζιοι νὰ εἶστε δοῦλοι του, νὰ μὴ τὸν ἀθετῆτε. Ὅτι πλανᾶσθε ἐξαπορῶ καὶ ὅτι ἔναι τὸν ἀθετεῖτε. Ποῦ νὰ τὸν ἐγλυτώσετε; Φρίττω ὅτι φεύγετέ τον. Ἂν πετασθῆτε εἰς τὸν οὐρανόν, πτερὸν ἔχει καὶ φθάνει· ἂν καταβῆτε εἰς θάλασσαν, γυμνὸς ὡς τὸν θεωρεῖτε, (593a) καὶ καταφθάνει εἰς ἄβυσσον καὶ οὐκ ἐγλυτώνετέ τον· (593b) ἐὰν δὲ ἴσως πάλιν εἰς τὴν γῆν κοσμοπεριπατεῖτε, θεωρεῖτε καὶ τὸ τόξον του, πολλὰ στοχὰ δοξεύει, καὶ οὐκ ἔνι ὁδὸς νὰ φύγετε τὴν ἐρωτοταξίαν. Λοιπὸν ἐπιφωνοῦμαι σας ὁποὺ εἶστε ἀπὸ τὸν κόσμον, δουλώνεσθε εἰς τὸν Ἔρωτα καὶ ὁποὺ τὸν θέλει ὀμόσειν, ἂς ἔνι βέβαιον τὸ λαλεῖ, μὴ ὁρκοπαραβατήσῃ”. Καὶ παρακάτω ἔγραφεν τὰ ἐκ τὴν γραφὴν ἐκείνην: “Βέλη καὶ τόπος καὶ μονὴ τῆς ποθοορκωμοσίας”.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 139
Ὁ νοῦς μου εἶχεν ταραχὴν καὶ φόβον ἡ ψυχή μου, μέριμναν ἡ καρδία μου καὶ κλόνον ἀλλ’ ὁπόσον· ὥραν χαημένος περισσὴν νὰ κείτωμαι νὰ βλέπω τὸ πότε νὰ ἔλθῃ ὁ λογισμὸς τὸν εἶχα ἂν οὐκ ἐχάθη. Ὁκάποτε ἐπανήφερα καὶ ἦλθαν τὰ λογικά μου, ἀνέβην ἀπὸ τὸν βυθὸν τοῦ ὀνείρατος ὁ νοῦς μου, ἔριψα ἀπὸ τὰ ὀμμάτιά μου τὸν ὕπνον παραυτίκα· ἐκάτσα καὶ ἐκλονίζετον ὁ νοῦς μου ἀπὲ τὸν φόβον, ἀνεψηλάφουν διὰ δεσμὸν μὴ ἔχῃ ὁ σφόνδυλός μου, ἔβλεπα ἂν εἶμαι ὡς μὲ ἔσυρναν ἐκεῖνοι δεσμωμένος. Ἦτον ὁ νοῦς μου εἰς Ἔρωταν τὸν τρίμορφον ἐκεῖνον, ἐσκόπουν τὰς παράξενας τὰς δύο πλαγινάς του, τὸν ἡλιακὸν ἐθαύμαζα καὶ τὴν καλὴν φισκίναν, ἔβλεπα νὰ εἶπες αἰσθητὰ τὴν ποθοορκομωσίαν· ἤμουν εἰς τοῦτο καὶ εἰς αὐτὸ καὶ εἰς τὸ ἄλλον τὸ παρέξω, ἤθελα ἐκεῖνα νὰ σκοπῶ καὶ ἐτοῦτα νὰ φροντίζω, τὸ ἄλλο νὰ ἔχω μέριμναν, νὰ μὴ μὲ λάθῃ ἐκεῖνον, καί, πίστευσέ με, εἰς ἑκατὸν ἐκόπτετον ὁ νοῦς μου. Καὶ τέως μετὰ ὥραν περισσὴν μηνῶ τὸν συγγενή μου, ἐκεῖνον ὁποὺ μοῦ ἔλεγεν τὰ δύναται ἡ ἀγάπη· Ὁ Λίβιστρος τὸ ὄνειρον λέγει τὸν συγγενή του.
“Λίβιστρος γῆς λατινικῆς, ἄρχων τοπάρχης μέγας, πολλῶν πραγμάτων ἄνθρωπος, ρήγας πολλῶν ἀνθρώπων, μέλλει τοῦ τόπου του τοῦ γονικοῦ νὰ γένηται καὶ ξένος διὰ Ροδάμνην τὴν καλήν, τὴν ἐρωτικοπόθον· δεσπότης μέλλει νὰ γενῇ τοῦ Ἀργυροῦ τοῦ Κάστρου, Χρυσόν, πατέρα τὸν λαμπρὸν τῆς κόρης τῆς Ροδάμνης, νὰ διαδεχθῇ ἐκ τὴν χώραν του καὶ νὰ κοσμοκρατήσῃ· μετὰ διχρόνου διάστημα νὰ χάσῃ τὴν Ροδάμνην ὑπὸ γυναίκας πονηρᾶς, τῆς κακομάγου γραίας, καὶ νὰ ἔβγῃ εἰς ἀναζήτησιν τῆς κόρης τῆς Ροδάμνης· δίχρονον θέλει περπατεῖ νὰ ὑπάγῃ νὰ τὴν εὕρῃ, καὶ ἀφοῦ τὴν εὕρῃ ἀπὸ καλοῦ φίλου του συνεργίαν, εἰς ἄλλον ἕναν διάστημαν νὰ παραδράμῃ χρόνος καὶ πάλιν Κάστρου τοῦ Ἀργυροῦ νὰ γίνεται δεσπότης καὶ κόρην τὴν παράξενον νὰ τὴν συναποθάνῃ”. Εἶπεν ἐκεῖνος ὁ καλὸς ὁ μάντις ὁ προγνώστης, ἐλάλησε τὰ μέλλοντα καὶ ὁκάποτε ἀνεσπάσθην ἀπὸ τοῦ ὀνείρου τὴν πλοκήν, φίλε μου, τοῦ τοσούτου. Ἐξύπνησεν ὁ Λίβιστρος τῆς ὀνειροπλασίας, ἐξύπνησεν ὁλοζάλιστος, μυριοθορυβισμένος.Ἀνέγνωσά την τὴν γραφήν, εἶδα τὴν ἱστορίαν, ἁπλώνω ταῦτα εἰς τὸ πτερὸν καὶ ἐπάνω εἰς τὸ δοξάριν, καὶ εἶπα: “Μὰ τοῦτο τὸ πτερόν, μὰ τὸ εὔστοχόν σου τόξον, δουλώνομαι εἰς τὸν Ἔρωτα, λιζιώνομαι εἰς τὸν Πόθον, πιστός της νὰ εἶμαι ἀποτουνῦν τῆς Ἐρωτικοαγάπης”. Ὤμοσα καί, ἀφότου ὤμοσα, ταῦτα καὶ ὁ μάντις ἦλθεν, ὁ μάντις τὸν μὲ ἑρμήνευσαν νὰ μὲ ἴδῃ εἰς τὸν ὅρκον, καὶ ταῦτα ἐνπρώτοις λέγει με λόγους καὶ συντυχίας: Τὰ θέλει πάθει ὁ Λίβιστρος ὁ μάντις τοῦ τὰ λέγει.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 143
καὶ ἅμα τὸν εἶδα, εἶπα τον, οὐδὲ ἐχαιρέτισά τον: “Ἰδὲς τὸ τί μὲ ἐγίνετον τὴν χθεσινὴν ἑσπέραν. Ἔπλασεν ὁ Ἔρως ὄνειρον τὸ νὰ εἶπες ὅτι ἐβλέπω, καὶ ἔχει ὁ νοῦς μου μέριμναν καὶ ὀδύνην ἡ ψυχή μου· ἔπλασεν ὁ Ἔρως, συγγενῆ, πλάσμα φρικτὸν ὀνείρου, τὸ ἀκόμη βλέπω αἰστητῶς καὶ ἐντρέχει εἰς ὀφθαλμούς μου”. Καὶ ἐκεῖνος μὲ λέγει: “Λίβιστρε, δέσποτα, γῆς τοπάρχα, γῆς κοσμοκράτωρ τῆς ἐμῆς, εἰπέ, ἀφηγήσου μέ το”. Καὶ ἠρξάμην τὴν ἀφήγησιν, φίλε μου, νὰ τὴν λέγω τοῦ ὀνείρατος τοῦ ἐρωτικοῦ τὸν συγγενήν μου ἐκεῖνον· καὶ ὁπόταν ἦλθα εἰς τὸ ὄνομα τῆς κόρης τῆς Ροδάμνης, εἶπεν μοι: “Κράτει, Λίβιστρε, δι’ αὐτὴν τὴν συντυχαίνεις εἴδησιν ἔχω καὶ ἄκουσε, τώρα καιρὸς παρῆλθεν. Νομίζω ἔνι δίχρονον καὶ εἰς χώραν ἀπεδήμουν διὰ τὸν ρηγοδεσπότην της καὶ κοσμοαρχηγόν της, ὅτι ἀπεδήμην εἰς αὐτὴν τὴν κόρην ἣν μὲ λέγεις· καὶ σώπασε, μὴ θλίβεσαι, τίποτε μὴ λυπῆσαι, ἐπεὶ καὶ μάντις ἄνθρωπος προεῖπεν σοι τὸ μέλλον.
Ὁ νοῦς μου εἶχεν ταραχὴν καὶ φόβον ἡ ψυχή μου, μέριμναν ἡ καρδία μου καὶ κλόνον ἀλλ’ ὁπόσον· ὥραν χαημένος περισσὴν νὰ κείτωμαι νὰ βλέπω τὸ πότε νὰ ἔλθῃ ὁ λογισμὸς τὸν εἶχα ἂν οὐκ ἐχάθη. Ὁκάποτε ἐπανήφερα καὶ ἦλθαν τὰ λογικά μου, ἀνέβην ἀπὸ τὸν βυθὸν τοῦ ὀνείρατος ὁ νοῦς μου, ἔριψα ἀπὸ τὰ ὀμμάτιά μου τὸν ὕπνον παραυτίκα· ἐκάτσα καὶ ἐκλονίζετον ὁ νοῦς μου ἀπὲ τὸν φόβον, ἀνεψηλάφουν διὰ δεσμὸν μὴ ἔχῃ ὁ σφόνδυλός μου, ἔβλεπα ἂν εἶμαι ὡς μὲ ἔσυρναν ἐκεῖνοι δεσμωμένος. Ἦτον ὁ νοῦς μου εἰς Ἔρωταν τὸν τρίμορφον ἐκεῖνον, ἐσκόπουν τὰς παράξενας τὰς δύο πλαγινάς του, τὸν ἡλιακὸν ἐθαύμαζα καὶ τὴν καλὴν φισκίναν, ἔβλεπα νὰ εἶπες αἰσθητὰ τὴν ποθοορκομωσίαν· ἤμουν εἰς τοῦτο καὶ εἰς αὐτὸ καὶ εἰς τὸ ἄλλον τὸ παρέξω, ἤθελα ἐκεῖνα νὰ σκοπῶ καὶ ἐτοῦτα νὰ φροντίζω, τὸ ἄλλο νὰ ἔχω μέριμναν, νὰ μὴ μὲ λάθῃ ἐκεῖνον, καί, πίστευσέ με, εἰς ἑκατὸν ἐκόπτετον ὁ νοῦς μου. Καὶ τέως μετὰ ὥραν περισσὴν μηνῶ τὸν συγγενή μου, ἐκεῖνον ὁποὺ μοῦ ἔλεγεν τὰ δύναται ἡ ἀγάπη· Ὁ Λίβιστρος τὸ ὄνειρον λέγει τὸν συγγενή του.“Λίβιστρος γῆς λατινικῆς, ἄρχων τοπάρχης μέγας, πολλῶν πραγμάτων ἄνθρωπος, ρήγας πολλῶν ἀνθρώπων, μέλλει τοῦ τόπου του τοῦ γονικοῦ νὰ γένηται καὶ ξένος διὰ Ροδάμνην τὴν καλήν, τὴν ἐρωτικοπόθον· δεσπότης μέλλει νὰ γενῇ τοῦ Ἀργυροῦ τοῦ Κάστρου, Χρυσόν, πατέρα τὸν λαμπρὸν τῆς κόρης τῆς Ροδάμνης, νὰ διαδεχθῇ ἐκ τὴν χώραν του καὶ νὰ κοσμοκρατήσῃ· μετὰ διχρόνου διάστημα νὰ χάσῃ τὴν Ροδάμνην ὑπὸ γυναίκας πονηρᾶς, τῆς κακομάγου γραίας, καὶ νὰ ἔβγῃ εἰς ἀναζήτησιν τῆς κόρης τῆς Ροδάμνης· δίχρονον θέλει περπατεῖ νὰ ὑπάγῃ νὰ τὴν εὕρῃ, καὶ ἀφοῦ τὴν εὕρῃ ἀπὸ καλοῦ φίλου του συνεργίαν, εἰς ἄλλον ἕναν διάστημαν νὰ παραδράμῃ χρόνος καὶ πάλιν Κάστρου τοῦ Ἀργυροῦ νὰ γίνεται δεσπότης καὶ κόρην τὴν παράξενον νὰ τὴν συναποθάνῃ”. Εἶπεν ἐκεῖνος ὁ καλὸς ὁ μάντις ὁ προγνώστης, ἐλάλησε τὰ μέλλοντα καὶ ὁκάποτε ἀνεσπάσθην ἀπὸ τοῦ ὀνείρου τὴν πλοκήν, φίλε μου, τοῦ τοσούτου. Ἐξύπνησεν ὁ Λίβιστρος τῆς ὀνειροπλασίας, ἐξύπνησεν ὁλοζάλιστος, μυριοθορυβισμένος.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 148
Ἀλήθεια τὴν πατρίδα σου καὶ ὅλους τοὺς ἐδικούς σου θλίβεις, λυπεῖς, στενοχωρεῖς, πικραίνεις, θανατώνεις, ἂν εἶσαι εἰς ἀναζήτησιν τῆς κόρης τῆς Ροδάμνης· ἀλλὰ τὴν κόρην κέρδαισε τὴν σὲ ὑποσχέθην ὁ Ἔρως καὶ πάλιν τοὺς ἐλύπησες νὰ τοὺς παρηγορήσῃς”. Ἤρξατο, φίλε, ὁ συγγενὴς ἐκεῖνος ὁ δικός μου ὡς διὰ παρηγορίαν μου καὶ δι’ ἀνακουφισμόν μου λόγους νὰ ἐμπάζῃ ἐρωτικοὺς καὶ εἰς ἄλλα νὰ μὲ θέτῃ, καὶ ἔμνοστα λόγια νὰ λαλῇ μὴ νὰ μὲ μεταφέρῃ, καὶ ἐκτότε ὁ νοῦς μου ἐννοιάζετον εἰς ὃν εἶχεν ἡ ψυχή μου· καὶ ἦτον ἁπλῶς τὸ διάστημα ἐκείνης τῆς ἡμέρας μὲ ἐμέναν διὰ τὴν θλίψιν μου νὰ μὲ παρηγορήσῃ. Παρῆλθεν καὶ τὸ διάστημαν τῆς ὅλης τῆς ἡμέρας, ἦλθεν ἡ νύκτα, ἐσκότασεν, ἐφάνη τὸ φεγγάριν, ὁ συγγενής μου ἐμίσσευσεν τὸν εἶχα μετὰ μέναν· ἐδείπνησα μὲ τοὺς ἐμούς, ἐσύντυχα ὑποθέσεις, καὶ ἔπεσα εἰς ὕπνον, φίλε μου, καὶ ἄκουσον πάλιν πλάσμα τὸ ἔπλασεν Ἔρως διὰ ἐμὲν καὶ τὸ ἔπλεξεν ἡ νύκτα.
καὶ ἅμα τὸν εἶδα, εἶπα τον, οὐδὲ ἐχαιρέτισά τον: “Ἰδὲς τὸ τί μὲ ἐγίνετον τὴν χθεσινὴν ἑσπέραν. Ἔπλασεν ὁ Ἔρως ὄνειρον τὸ νὰ εἶπες ὅτι ἐβλέπω, καὶ ἔχει ὁ νοῦς μου μέριμναν καὶ ὀδύνην ἡ ψυχή μου· ἔπλασεν ὁ Ἔρως, συγγενῆ, πλάσμα φρικτὸν ὀνείρου, τὸ ἀκόμη βλέπω αἰστητῶς καὶ ἐντρέχει εἰς ὀφθαλμούς μου”. Καὶ ἐκεῖνος μὲ λέγει: “Λίβιστρε, δέσποτα, γῆς τοπάρχα, γῆς κοσμοκράτωρ τῆς ἐμῆς, εἰπέ, ἀφηγήσου μέ το”. Καὶ ἠρξάμην τὴν ἀφήγησιν, φίλε μου, νὰ τὴν λέγω τοῦ ὀνείρατος τοῦ ἐρωτικοῦ τὸν συγγενήν μου ἐκεῖνον· καὶ ὁπόταν ἦλθα εἰς τὸ ὄνομα τῆς κόρης τῆς Ροδάμνης, εἶπεν μοι: “Κράτει, Λίβιστρε, δι’ αὐτὴν τὴν συντυχαίνεις εἴδησιν ἔχω καὶ ἄκουσε, τώρα καιρὸς παρῆλθεν. Νομίζω ἔνι δίχρονον καὶ εἰς χώραν ἀπεδήμουν διὰ τὸν ρηγοδεσπότην της καὶ κοσμοαρχηγόν της, ὅτι ἀπεδήμην εἰς αὐτὴν τὴν κόρην ἣν μὲ λέγεις· καὶ σώπασε, μὴ θλίβεσαι, τίποτε μὴ λυπῆσαι, ἐπεὶ καὶ μάντις ἄνθρωπος προεῖπεν σοι τὸ μέλλον.Ὁ νοῦς μου εἶχεν ταραχὴν καὶ φόβον ἡ ψυχή μου, μέριμναν ἡ καρδία μου καὶ κλόνον ἀλλ’ ὁπόσον· ὥραν χαημένος περισσὴν νὰ κείτωμαι νὰ βλέπω τὸ πότε νὰ ἔλθῃ ὁ λογισμὸς τὸν εἶχα ἂν οὐκ ἐχάθη. Ὁκάποτε ἐπανήφερα καὶ ἦλθαν τὰ λογικά μου, ἀνέβην ἀπὸ τὸν βυθὸν τοῦ ὀνείρατος ὁ νοῦς μου, ἔριψα ἀπὸ τὰ ὀμμάτιά μου τὸν ὕπνον παραυτίκα· ἐκάτσα καὶ ἐκλονίζετον ὁ νοῦς μου ἀπὲ τὸν φόβον, ἀνεψηλάφουν διὰ δεσμὸν μὴ ἔχῃ ὁ σφόνδυλός μου, ἔβλεπα ἂν εἶμαι ὡς μὲ ἔσυρναν ἐκεῖνοι δεσμωμένος. Ἦτον ὁ νοῦς μου εἰς Ἔρωταν τὸν τρίμορφον ἐκεῖνον, ἐσκόπουν τὰς παράξενας τὰς δύο πλαγινάς του, τὸν ἡλιακὸν ἐθαύμαζα καὶ τὴν καλὴν φισκίναν, ἔβλεπα νὰ εἶπες αἰσθητὰ τὴν ποθοορκομωσίαν· ἤμουν εἰς τοῦτο καὶ εἰς αὐτὸ καὶ εἰς τὸ ἄλλον τὸ παρέξω, ἤθελα ἐκεῖνα νὰ σκοπῶ καὶ ἐτοῦτα νὰ φροντίζω, τὸ ἄλλο νὰ ἔχω μέριμναν, νὰ μὴ μὲ λάθῃ ἐκεῖνον, καί, πίστευσέ με, εἰς ἑκατὸν ἐκόπτετον ὁ νοῦς μου. Καὶ τέως μετὰ ὥραν περισσὴν μηνῶ τὸν συγγενή μου, ἐκεῖνον ὁποὺ μοῦ ἔλεγεν τὰ δύναται ἡ ἀγάπη· Ὁ Λίβιστρος τὸ ὄνειρον λέγει τὸν συγγενή του.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 150
Ὄνειρον πάλιν δεύτερον Λιβίστρου πολυπόνου. Ἐφάνη με εἰς παράξενον ἐσέβην περιβόλιν, εἰς μυριοδενδροφύτευτον, εἰς ὅλον ἐξηνθισμένον, τὸ ἐκόσμησεν Ἔρως βασιλεὺς καὶ ἐλάμπρυνεν ὁ Πόθος καὶ ἡ Ἀγάπη ἐκατεκάλλυνεν μὲ τὰ παράξενά της· ἐπεριεπάτουν, ἔβλεπα τὸ τέτοιον περιβόλιν, ἔτρεχα εἰς τοῦτο τὸ δενδρόν, ἠκούμπιζα εἰς ἐκεῖνον, ἔπεπτα εἰς τοῦτο καὶ εἰς αὐτό, μετέτρεχα εἰς ἐκεῖνον, καὶ ἔκοπτα ἐκ τοῦτο τὸν καρπόν, ἄνθος ἀπέκει ἐτρύγουν, καὶ ἁπλῶς τὸ ποῖον οὐδὲν εἶχον τὸ πρῶτον νὰ χωρίσω· ἐδῶ ὅπου βρύσεις καὶ νερά, νερῶν ἐκεῖ φισκῖναι, ἐδῶ Χαρίτων σύναξις, ἐκεῖ χορὸς Ἐρώτων· μέτρον οὐκ εἶχαν τὰ καλὰ τὰ εἶχεν τὸ περιβόλιν. Ἐφάνη με ἦτον καὶ πολὺν τὸ ἐρωτοπεριβόλιν, καὶ ἐδῶ ἀνατρέχω νὰ τὸ ἰδῶ καὶ ἐκεῖ νὰ τὸ γυρεύσω, συναπαντῶ τὸν Ἔρωταν, πλὴν τὸ μικρὸν τὸ βρέφος, ἐκεῖνον ὁποὺ ἐκαθέζετον μετὰ προσώπων δύο· εἶχεν εἰς ὤμους του πτερά, καὶ εἰς τὸ ἕναν του τὸ χέριν εἶχεν δοξάριν ἀργυρὸν καὶ εἰς τὸ ἄλλον του τὴν κόρην, τὴν κόρην τὴν παράξενην ἐκείνην τὴν Ροδάμνην.
Ἀλήθεια τὴν πατρίδα σου καὶ ὅλους τοὺς ἐδικούς σου θλίβεις, λυπεῖς, στενοχωρεῖς, πικραίνεις, θανατώνεις, ἂν εἶσαι εἰς ἀναζήτησιν τῆς κόρης τῆς Ροδάμνης· ἀλλὰ τὴν κόρην κέρδαισε τὴν σὲ ὑποσχέθην ὁ Ἔρως καὶ πάλιν τοὺς ἐλύπησες νὰ τοὺς παρηγορήσῃς”. Ἤρξατο, φίλε, ὁ συγγενὴς ἐκεῖνος ὁ δικός μου ὡς διὰ παρηγορίαν μου καὶ δι’ ἀνακουφισμόν μου λόγους νὰ ἐμπάζῃ ἐρωτικοὺς καὶ εἰς ἄλλα νὰ μὲ θέτῃ, καὶ ἔμνοστα λόγια νὰ λαλῇ μὴ νὰ μὲ μεταφέρῃ, καὶ ἐκτότε ὁ νοῦς μου ἐννοιάζετον εἰς ὃν εἶχεν ἡ ψυχή μου· καὶ ἦτον ἁπλῶς τὸ διάστημα ἐκείνης τῆς ἡμέρας μὲ ἐμέναν διὰ τὴν θλίψιν μου νὰ μὲ παρηγορήσῃ. Παρῆλθεν καὶ τὸ διάστημαν τῆς ὅλης τῆς ἡμέρας, ἦλθεν ἡ νύκτα, ἐσκότασεν, ἐφάνη τὸ φεγγάριν, ὁ συγγενής μου ἐμίσσευσεν τὸν εἶχα μετὰ μέναν· ἐδείπνησα μὲ τοὺς ἐμούς, ἐσύντυχα ὑποθέσεις, καὶ ἔπεσα εἰς ὕπνον, φίλε μου, καὶ ἄκουσον πάλιν πλάσμα τὸ ἔπλασεν Ἔρως διὰ ἐμὲν καὶ τὸ ἔπλεξεν ἡ νύκτα.καὶ ἅμα τὸν εἶδα, εἶπα τον, οὐδὲ ἐχαιρέτισά τον: “Ἰδὲς τὸ τί μὲ ἐγίνετον τὴν χθεσινὴν ἑσπέραν. Ἔπλασεν ὁ Ἔρως ὄνειρον τὸ νὰ εἶπες ὅτι ἐβλέπω, καὶ ἔχει ὁ νοῦς μου μέριμναν καὶ ὀδύνην ἡ ψυχή μου· ἔπλασεν ὁ Ἔρως, συγγενῆ, πλάσμα φρικτὸν ὀνείρου, τὸ ἀκόμη βλέπω αἰστητῶς καὶ ἐντρέχει εἰς ὀφθαλμούς μου”. Καὶ ἐκεῖνος μὲ λέγει: “Λίβιστρε, δέσποτα, γῆς τοπάρχα, γῆς κοσμοκράτωρ τῆς ἐμῆς, εἰπέ, ἀφηγήσου μέ το”. Καὶ ἠρξάμην τὴν ἀφήγησιν, φίλε μου, νὰ τὴν λέγω τοῦ ὀνείρατος τοῦ ἐρωτικοῦ τὸν συγγενήν μου ἐκεῖνον· καὶ ὁπόταν ἦλθα εἰς τὸ ὄνομα τῆς κόρης τῆς Ροδάμνης, εἶπεν μοι: “Κράτει, Λίβιστρε, δι’ αὐτὴν τὴν συντυχαίνεις εἴδησιν ἔχω καὶ ἄκουσε, τώρα καιρὸς παρῆλθεν. Νομίζω ἔνι δίχρονον καὶ εἰς χώραν ἀπεδήμουν διὰ τὸν ρηγοδεσπότην της καὶ κοσμοαρχηγόν της, ὅτι ἀπεδήμην εἰς αὐτὴν τὴν κόρην ἣν μὲ λέγεις· καὶ σώπασε, μὴ θλίβεσαι, τίποτε μὴ λυπῆσαι, ἐπεὶ καὶ μάντις ἄνθρωπος προεῖπεν σοι τὸ μέλλον.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 152
Εἶχεν τὴν κόρην—βάσταζε, πολύπονε καρδία, μὴ τώρα πάθῃς καὶ ραγῇς καὶ νεκρωθῇς ἐκ πόνου· εἶχεν τὴν κόρην—βάσταζε, ψυχή, μὴ ραθυμήσῃς· εἶχεν τὴν κόρην—πρόσεχε, ψυχή, μὴ ἀναιστητήσῃς· εἶχεν τὴν κόρην—λογισμέ, μὴ φύγῃς ἀπὸ ἐμέναν· εἶχεν τὴν κόρην—τῆς ἐμῆς ἀνάπαυσιν καρδίας· εἶχεν τὴν κόρην—φίλε μου, τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου· εἶχεν τὴν κόρην—πῶς νὰ εἰπῶ, βάστα, ψυχή, μὴ ἐξέβῃς. Συναπαντῶ τὸν Ἔρωταν, τὸν γέροντα, τὸ βρέφος, τὸ βρέφος τὸ παράδοξον τῆς μέσης ἡλικίας, ἐκεῖνον ὁποὺ ἐκαθέζετον μετὰ προσώπων δύο. Ἕναν πρᾶγμα μὲ ἔλαθεν, φίλε μου, παροπίσω, τὸ νὰ σὲ ἀφηγήσωμαι καὶ πάλιν ἐνθύμισέ το, καὶ ἀφοῦ πληρώσω τὸ ὄνειρον, νὰ σὲ εἴπω τὸ τί εἶδον. Συναπαντῶ τὸν Ἔρωτα, τὸν Ἔρων καὶ τὴν κόρην, τὴν κόρην καὶ τὸν Ἔρωταν τοῦ νὰ χειροκρατοῦνται· συναπαντᾶ με, βλέπει με πρῶτον αὐτὸς ἐμέναν, βλέπει με πρῶτον, κράζει με: “Λίβιστρε, σίμωσέ με”. Βλέπω, γνωρίζω τίς ἔνι, σιμώνω, προσκυνῶ τον· “Στά, μὴ φοβῆσαι”, λέγει με, “φέρε τὰ λογικά σου”.
Ὄνειρον πάλιν δεύτερον Λιβίστρου πολυπόνου. Ἐφάνη με εἰς παράξενον ἐσέβην περιβόλιν, εἰς μυριοδενδροφύτευτον, εἰς ὅλον ἐξηνθισμένον, τὸ ἐκόσμησεν Ἔρως βασιλεὺς καὶ ἐλάμπρυνεν ὁ Πόθος καὶ ἡ Ἀγάπη ἐκατεκάλλυνεν μὲ τὰ παράξενά της· ἐπεριεπάτουν, ἔβλεπα τὸ τέτοιον περιβόλιν, ἔτρεχα εἰς τοῦτο τὸ δενδρόν, ἠκούμπιζα εἰς ἐκεῖνον, ἔπεπτα εἰς τοῦτο καὶ εἰς αὐτό, μετέτρεχα εἰς ἐκεῖνον, καὶ ἔκοπτα ἐκ τοῦτο τὸν καρπόν, ἄνθος ἀπέκει ἐτρύγουν, καὶ ἁπλῶς τὸ ποῖον οὐδὲν εἶχον τὸ πρῶτον νὰ χωρίσω· ἐδῶ ὅπου βρύσεις καὶ νερά, νερῶν ἐκεῖ φισκῖναι, ἐδῶ Χαρίτων σύναξις, ἐκεῖ χορὸς Ἐρώτων· μέτρον οὐκ εἶχαν τὰ καλὰ τὰ εἶχεν τὸ περιβόλιν. Ἐφάνη με ἦτον καὶ πολὺν τὸ ἐρωτοπεριβόλιν, καὶ ἐδῶ ἀνατρέχω νὰ τὸ ἰδῶ καὶ ἐκεῖ νὰ τὸ γυρεύσω, συναπαντῶ τὸν Ἔρωταν, πλὴν τὸ μικρὸν τὸ βρέφος, ἐκεῖνον ὁποὺ ἐκαθέζετον μετὰ προσώπων δύο· εἶχεν εἰς ὤμους του πτερά, καὶ εἰς τὸ ἕναν του τὸ χέριν εἶχεν δοξάριν ἀργυρὸν καὶ εἰς τὸ ἄλλον του τὴν κόρην, τὴν κόρην τὴν παράξενην ἐκείνην τὴν Ροδάμνην.Ἀλήθεια τὴν πατρίδα σου καὶ ὅλους τοὺς ἐδικούς σου θλίβεις, λυπεῖς, στενοχωρεῖς, πικραίνεις, θανατώνεις, ἂν εἶσαι εἰς ἀναζήτησιν τῆς κόρης τῆς Ροδάμνης· ἀλλὰ τὴν κόρην κέρδαισε τὴν σὲ ὑποσχέθην ὁ Ἔρως καὶ πάλιν τοὺς ἐλύπησες νὰ τοὺς παρηγορήσῃς”. Ἤρξατο, φίλε, ὁ συγγενὴς ἐκεῖνος ὁ δικός μου ὡς διὰ παρηγορίαν μου καὶ δι’ ἀνακουφισμόν μου λόγους νὰ ἐμπάζῃ ἐρωτικοὺς καὶ εἰς ἄλλα νὰ μὲ θέτῃ, καὶ ἔμνοστα λόγια νὰ λαλῇ μὴ νὰ μὲ μεταφέρῃ, καὶ ἐκτότε ὁ νοῦς μου ἐννοιάζετον εἰς ὃν εἶχεν ἡ ψυχή μου· καὶ ἦτον ἁπλῶς τὸ διάστημα ἐκείνης τῆς ἡμέρας μὲ ἐμέναν διὰ τὴν θλίψιν μου νὰ μὲ παρηγορήσῃ. Παρῆλθεν καὶ τὸ διάστημαν τῆς ὅλης τῆς ἡμέρας, ἦλθεν ἡ νύκτα, ἐσκότασεν, ἐφάνη τὸ φεγγάριν, ὁ συγγενής μου ἐμίσσευσεν τὸν εἶχα μετὰ μέναν· ἐδείπνησα μὲ τοὺς ἐμούς, ἐσύντυχα ὑποθέσεις, καὶ ἔπεσα εἰς ὕπνον, φίλε μου, καὶ ἄκουσον πάλιν πλάσμα τὸ ἔπλασεν Ἔρως διὰ ἐμὲν καὶ τὸ ἔπλεξεν ἡ νύκτα.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 157
Στήκω, θωρῶ τὸν Ἔρωταν, τὴν κόρην ἐντρανίζω, ἐπρόσεχα τὸν Ἔρωταν, ἐθαύμαζα τὴν κόρην, ἔλεγα μόνος κατὰ νοῦν: “Ἔρως καὶ ἐτοῦτος ἔνι, καὶ μόνος μεταπλάττεται καὶ γίνεται γυναίκα. Καὶ πάλιν δίχα τὸ πτερόν· ποῦ κρύβει τὸ πτερόν του; Ἂν δὲ γυναίκα, πίστευσον, τὸ πρόσωπον τῆς κόρης νικᾶ τὴν πλάσιν Ἔρωτος εἰς τὴν εὐαρμοστίαν· γυναίκα καὶ τοῦτο καὶ λοιπὸν Ἔρωτος ἔνι μήτηρ, πλάσις αὐτῆς πρὸς Ἔρωταν ἀνάλογος ὑπάρχει· νὰ ζῇ καὶ ἡ μήτηρ Ἔρωτος, τὴν λέγουν Ἀφροδίτην, καὶ νὰ συντρέχῃ μετ’ αὐτόν, φαίνεται νέον καὶ πάλιν· τοῦτο τὸ πρᾶγμα τὸ θεωρῶ, καὶ κοράσιν ἔν’ τὸ βλέπω, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ πράγματος, ἄγαμον δίχα λόγου”. Καὶ μὲ τοὺς τόσους λογισμοὺς τοὺς ἐλογομαχόμην, ὁ Ἔρως μὲ λέγει: “Λίβιστρε, βλέπεις τὴν κόρην τούτην;
Εἶχεν τὴν κόρην—βάσταζε, πολύπονε καρδία, μὴ τώρα πάθῃς καὶ ραγῇς καὶ νεκρωθῇς ἐκ πόνου· εἶχεν τὴν κόρην—βάσταζε, ψυχή, μὴ ραθυμήσῃς· εἶχεν τὴν κόρην—πρόσεχε, ψυχή, μὴ ἀναιστητήσῃς· εἶχεν τὴν κόρην—λογισμέ, μὴ φύγῃς ἀπὸ ἐμέναν· εἶχεν τὴν κόρην—τῆς ἐμῆς ἀνάπαυσιν καρδίας· εἶχεν τὴν κόρην—φίλε μου, τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου· εἶχεν τὴν κόρην—πῶς νὰ εἰπῶ, βάστα, ψυχή, μὴ ἐξέβῃς. Συναπαντῶ τὸν Ἔρωταν, τὸν γέροντα, τὸ βρέφος, τὸ βρέφος τὸ παράδοξον τῆς μέσης ἡλικίας, ἐκεῖνον ὁποὺ ἐκαθέζετον μετὰ προσώπων δύο. Ἕναν πρᾶγμα μὲ ἔλαθεν, φίλε μου, παροπίσω, τὸ νὰ σὲ ἀφηγήσωμαι καὶ πάλιν ἐνθύμισέ το, καὶ ἀφοῦ πληρώσω τὸ ὄνειρον, νὰ σὲ εἴπω τὸ τί εἶδον. Συναπαντῶ τὸν Ἔρωτα, τὸν Ἔρων καὶ τὴν κόρην, τὴν κόρην καὶ τὸν Ἔρωταν τοῦ νὰ χειροκρατοῦνται· συναπαντᾶ με, βλέπει με πρῶτον αὐτὸς ἐμέναν, βλέπει με πρῶτον, κράζει με: “Λίβιστρε, σίμωσέ με”. Βλέπω, γνωρίζω τίς ἔνι, σιμώνω, προσκυνῶ τον· “Στά, μὴ φοβῆσαι”, λέγει με, “φέρε τὰ λογικά σου”.Ὄνειρον πάλιν δεύτερον Λιβίστρου πολυπόνου. Ἐφάνη με εἰς παράξενον ἐσέβην περιβόλιν, εἰς μυριοδενδροφύτευτον, εἰς ὅλον ἐξηνθισμένον, τὸ ἐκόσμησεν Ἔρως βασιλεὺς καὶ ἐλάμπρυνεν ὁ Πόθος καὶ ἡ Ἀγάπη ἐκατεκάλλυνεν μὲ τὰ παράξενά της· ἐπεριεπάτουν, ἔβλεπα τὸ τέτοιον περιβόλιν, ἔτρεχα εἰς τοῦτο τὸ δενδρόν, ἠκούμπιζα εἰς ἐκεῖνον, ἔπεπτα εἰς τοῦτο καὶ εἰς αὐτό, μετέτρεχα εἰς ἐκεῖνον, καὶ ἔκοπτα ἐκ τοῦτο τὸν καρπόν, ἄνθος ἀπέκει ἐτρύγουν, καὶ ἁπλῶς τὸ ποῖον οὐδὲν εἶχον τὸ πρῶτον νὰ χωρίσω· ἐδῶ ὅπου βρύσεις καὶ νερά, νερῶν ἐκεῖ φισκῖναι, ἐδῶ Χαρίτων σύναξις, ἐκεῖ χορὸς Ἐρώτων· μέτρον οὐκ εἶχαν τὰ καλὰ τὰ εἶχεν τὸ περιβόλιν. Ἐφάνη με ἦτον καὶ πολὺν τὸ ἐρωτοπεριβόλιν, καὶ ἐδῶ ἀνατρέχω νὰ τὸ ἰδῶ καὶ ἐκεῖ νὰ τὸ γυρεύσω, συναπαντῶ τὸν Ἔρωταν, πλὴν τὸ μικρὸν τὸ βρέφος, ἐκεῖνον ὁποὺ ἐκαθέζετον μετὰ προσώπων δύο· εἶχεν εἰς ὤμους του πτερά, καὶ εἰς τὸ ἕναν του τὸ χέριν εἶχεν δοξάριν ἀργυρὸν καὶ εἰς τὸ ἄλλον του τὴν κόρην, τὴν κόρην τὴν παράξενην ἐκείνην τὴν Ροδάμνην.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 161
Τὴν βλέπεις καὶ ξενίζεσαι καὶ τὴν πολλὰ θαυμάζεις, ἔνι ἡ Ροδάμνη τοῦ Χρυσοῦ θυγάτηρ βασιλέως, τὴν σὲ ὑποσχέθην, Λίβιστρε, τὴν σὲ εἶπα νὰ σοῦ δώσω· καὶ νά την, ἔπαρ’ την λοιπόν, νά την, χαρίζω σοῦ την, ἅπλωσε χέριν, κράτησε τὴν κόρην ἀπετώρα, καὶ ζῆσε χρόνους μετ’ αὐτὴν καὶ συναπόθανέ την καὶ σὸν τράχηλον ἄκλιτον κλίνε πρὸς ἔρωτάν της”. Ἤκουσα λόγους Ἔρωτος, ἁπλώνω μου τὸ χέριν, Ἔρως τῆς κόρης δίδει με τὸ χέριν μετὰ θάρρους· καταφιλῶ τὸν Ἔρωταν, ὁρμῶ καὶ πρὸς τὴν κόρην, καὶ ἀπὸ τὴν τόσην ἡδονὴν ἔξυπνος ἐγενόμην, ἔξυπνος μετὰ θάνατον, μετὰ πολλῆς πικρίας, ἔξυπνος νὰ ἔχω στεναγμοὺς καὶ ὀδύνας ἀμετρήτους, ἔξυπνος νὰ φλογίζωμαι, νὰ κόπτωμαι ἐκ τοὺς πόνους. Τὸν κῆπον ἀνεγύρευα, τὸν Ἔρωταν, τὴν κόρην, τὰ δένδρη καὶ τὰς χάριτας τὰς ἔβλεπα εἰς τὸν κῆπον· κατεκοπτόμην, ἔπασχα, τὴν νύκταν ἐπεθύμουν, τὸ ὄνειρον ὠρέγετον ὁ νοῦς μου νὰ τὸ βλέπῃ, τὸ φῶς ἐπαρατούμην το, ἐμίσουν τὴν ἡμέραν, τὴν νύκταν εἶχα δέσποιναν, αὐγὴν νὰ μὴ ἐντρανίζω.
Στήκω, θωρῶ τὸν Ἔρωταν, τὴν κόρην ἐντρανίζω, ἐπρόσεχα τὸν Ἔρωταν, ἐθαύμαζα τὴν κόρην, ἔλεγα μόνος κατὰ νοῦν: “Ἔρως καὶ ἐτοῦτος ἔνι, καὶ μόνος μεταπλάττεται καὶ γίνεται γυναίκα. Καὶ πάλιν δίχα τὸ πτερόν· ποῦ κρύβει τὸ πτερόν του; Ἂν δὲ γυναίκα, πίστευσον, τὸ πρόσωπον τῆς κόρης νικᾶ τὴν πλάσιν Ἔρωτος εἰς τὴν εὐαρμοστίαν· γυναίκα καὶ τοῦτο καὶ λοιπὸν Ἔρωτος ἔνι μήτηρ, πλάσις αὐτῆς πρὸς Ἔρωταν ἀνάλογος ὑπάρχει· νὰ ζῇ καὶ ἡ μήτηρ Ἔρωτος, τὴν λέγουν Ἀφροδίτην, καὶ νὰ συντρέχῃ μετ’ αὐτόν, φαίνεται νέον καὶ πάλιν· τοῦτο τὸ πρᾶγμα τὸ θεωρῶ, καὶ κοράσιν ἔν’ τὸ βλέπω, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ πράγματος, ἄγαμον δίχα λόγου”. Καὶ μὲ τοὺς τόσους λογισμοὺς τοὺς ἐλογομαχόμην, ὁ Ἔρως μὲ λέγει: “Λίβιστρε, βλέπεις τὴν κόρην τούτην;Εἶχεν τὴν κόρην—βάσταζε, πολύπονε καρδία, μὴ τώρα πάθῃς καὶ ραγῇς καὶ νεκρωθῇς ἐκ πόνου· εἶχεν τὴν κόρην—βάσταζε, ψυχή, μὴ ραθυμήσῃς· εἶχεν τὴν κόρην—πρόσεχε, ψυχή, μὴ ἀναιστητήσῃς· εἶχεν τὴν κόρην—λογισμέ, μὴ φύγῃς ἀπὸ ἐμέναν· εἶχεν τὴν κόρην—τῆς ἐμῆς ἀνάπαυσιν καρδίας· εἶχεν τὴν κόρην—φίλε μου, τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου· εἶχεν τὴν κόρην—πῶς νὰ εἰπῶ, βάστα, ψυχή, μὴ ἐξέβῃς. Συναπαντῶ τὸν Ἔρωταν, τὸν γέροντα, τὸ βρέφος, τὸ βρέφος τὸ παράδοξον τῆς μέσης ἡλικίας, ἐκεῖνον ὁποὺ ἐκαθέζετον μετὰ προσώπων δύο. Ἕναν πρᾶγμα μὲ ἔλαθεν, φίλε μου, παροπίσω, τὸ νὰ σὲ ἀφηγήσωμαι καὶ πάλιν ἐνθύμισέ το, καὶ ἀφοῦ πληρώσω τὸ ὄνειρον, νὰ σὲ εἴπω τὸ τί εἶδον. Συναπαντῶ τὸν Ἔρωτα, τὸν Ἔρων καὶ τὴν κόρην, τὴν κόρην καὶ τὸν Ἔρωταν τοῦ νὰ χειροκρατοῦνται· συναπαντᾶ με, βλέπει με πρῶτον αὐτὸς ἐμέναν, βλέπει με πρῶτον, κράζει με: “Λίβιστρε, σίμωσέ με”. Βλέπω, γνωρίζω τίς ἔνι, σιμώνω, προσκυνῶ τον· “Στά, μὴ φοβῆσαι”, λέγει με, “φέρε τὰ λογικά σου”.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 164
Πάλιν λαλῶ τὸν φίλον μου, τὸν συγγενήν μου ἐκεῖνον, καὶ πάλιν ἀφηγούμην του τοῦ ὀνείρατος τὴν πλάσιν, καὶ μετ’ αὐτὸν κοινολογῶ, βουλεύομαι ἀπετότε τὸ πῶς τὸ Κάστρον τὸ Ἀργυρὸν νὰ ἐβγῶ νὰ τὸ γυρεύσω, πῶς νὰ ἐπιτύχω τὸν Χρυσόν, τοῦ κάστρου βασιλέαν, καὶ πῶς νὰ ἰδοῦν τὰ ὀμμάτιά μου τὴν κόρην τὴν Ροδάμνην. Καὶ τὰ μὲν πρῶτα ὁ συγγενὴς ἐκεῖνος ὁ ἐδικός μου ἔλεγεν: “Πέμψε καὶ ἂς ἐβγοῦν καὶ ἂς γυρέψουν πρῶτον, καὶ ἂς δώσουν εἴδησιν διὰ ἐσὲν τὸ τίς εἶσαι καὶ πόθεν· τὴν φήμην σου ἐγνωρίζουν την καὶ τὴν ἀνδρείαν σου πάλε ὁ κόσμος ὅλος γέμει την καὶ οἱ πάντες τὴν ἠξεύρουν, καὶ μετὰ συμβιβάσεως ὁ πόθος σου νὰ γένῃ”. Ὡς δὲ εἶδεν ἀμετάθετον τὴν γνώμην μου εἰς τὸ πρᾶγμα, λέγει καὶ συμβουλεύεται μετὰ θλιμμένου τρόπου: Κάθεται, συμβουλεύεται μετὰ τοῦ συγγενοῦ του τὸ τί νὰ ποίσῃ ὁ Λίβιστρος καὶ πῶς νὰ τὴν γυρέψῃ.
Τὴν βλέπεις καὶ ξενίζεσαι καὶ τὴν πολλὰ θαυμάζεις, ἔνι ἡ Ροδάμνη τοῦ Χρυσοῦ θυγάτηρ βασιλέως, τὴν σὲ ὑποσχέθην, Λίβιστρε, τὴν σὲ εἶπα νὰ σοῦ δώσω· καὶ νά την, ἔπαρ’ την λοιπόν, νά την, χαρίζω σοῦ την, ἅπλωσε χέριν, κράτησε τὴν κόρην ἀπετώρα, καὶ ζῆσε χρόνους μετ’ αὐτὴν καὶ συναπόθανέ την καὶ σὸν τράχηλον ἄκλιτον κλίνε πρὸς ἔρωτάν της”. Ἤκουσα λόγους Ἔρωτος, ἁπλώνω μου τὸ χέριν, Ἔρως τῆς κόρης δίδει με τὸ χέριν μετὰ θάρρους· καταφιλῶ τὸν Ἔρωταν, ὁρμῶ καὶ πρὸς τὴν κόρην, καὶ ἀπὸ τὴν τόσην ἡδονὴν ἔξυπνος ἐγενόμην, ἔξυπνος μετὰ θάνατον, μετὰ πολλῆς πικρίας, ἔξυπνος νὰ ἔχω στεναγμοὺς καὶ ὀδύνας ἀμετρήτους, ἔξυπνος νὰ φλογίζωμαι, νὰ κόπτωμαι ἐκ τοὺς πόνους. Τὸν κῆπον ἀνεγύρευα, τὸν Ἔρωταν, τὴν κόρην, τὰ δένδρη καὶ τὰς χάριτας τὰς ἔβλεπα εἰς τὸν κῆπον· κατεκοπτόμην, ἔπασχα, τὴν νύκταν ἐπεθύμουν, τὸ ὄνειρον ὠρέγετον ὁ νοῦς μου νὰ τὸ βλέπῃ, τὸ φῶς ἐπαρατούμην το, ἐμίσουν τὴν ἡμέραν, τὴν νύκταν εἶχα δέσποιναν, αὐγὴν νὰ μὴ ἐντρανίζω.Στήκω, θωρῶ τὸν Ἔρωταν, τὴν κόρην ἐντρανίζω, ἐπρόσεχα τὸν Ἔρωταν, ἐθαύμαζα τὴν κόρην, ἔλεγα μόνος κατὰ νοῦν: “Ἔρως καὶ ἐτοῦτος ἔνι, καὶ μόνος μεταπλάττεται καὶ γίνεται γυναίκα. Καὶ πάλιν δίχα τὸ πτερόν· ποῦ κρύβει τὸ πτερόν του; Ἂν δὲ γυναίκα, πίστευσον, τὸ πρόσωπον τῆς κόρης νικᾶ τὴν πλάσιν Ἔρωτος εἰς τὴν εὐαρμοστίαν· γυναίκα καὶ τοῦτο καὶ λοιπὸν Ἔρωτος ἔνι μήτηρ, πλάσις αὐτῆς πρὸς Ἔρωταν ἀνάλογος ὑπάρχει· νὰ ζῇ καὶ ἡ μήτηρ Ἔρωτος, τὴν λέγουν Ἀφροδίτην, καὶ νὰ συντρέχῃ μετ’ αὐτόν, φαίνεται νέον καὶ πάλιν· τοῦτο τὸ πρᾶγμα τὸ θεωρῶ, καὶ κοράσιν ἔν’ τὸ βλέπω, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ πράγματος, ἄγαμον δίχα λόγου”. Καὶ μὲ τοὺς τόσους λογισμοὺς τοὺς ἐλογομαχόμην, ὁ Ἔρως μὲ λέγει: “Λίβιστρε, βλέπεις τὴν κόρην τούτην;
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 167
“Ἐπεί, τοπάρχα Λίβιστρε χώρας ἐμῆς καὶ τόπου, χώρας Λιβάνδρου βασιλεύς, ἀναψυχὴ καὶ κάλλος, ἐφλέχθης διὰ τὸν ἔρωταν, ἐτρώθης δι’ ἀγάπην, ἔπαθεν ἡ καρδία σου πληγὴν ἀπὸ τὸν πόθον, *ἐθελοκαταδούλευτα ἐβγαίνεις νὰ γυρεύῃς,* λέγω καὶ συμβουλεύω σε, τοῦτο παρακαλῶ σε, φρόντισον πρῶτα τὸ καλὸν τῆς γονικῆς σου χώρας· ἄνθρωπον στῆσε νὰ κρατῇ τὴν χώραν σου ὡς ἀντίς σου, μέχρι νὰ εὕρῃς τὸ πεθυμᾶς, νὰ τύχῃς τὸ γυρεύεις· ἔπαρ’ ἐκ τὴν πατρίδα σου ἀνθρώπους ὅσους θέλεις καὶ ὅρμησε εἰς ἀναζήτησιν τῆς κόρης τῆς Ροδάμνης”. Παρεδεξάμην τὴν βουλήν, τὴν συμβουλὴν ἐκείνην, λέγω ταῦτα τὸν φίλον μου, τὸν συγγενήν μου ἐκεῖνον: “Σὲ μὲν ὡς πρῶτον ἄνθρωπον καὶ ὡς πρῶτον συγγενή μου εἰς τὴν πατρίδα τὴν ἐμὴν ἀφήνω σε ἀντίς μου μέχρι νὰ εὕρω τὸ ἐπιθυμῶ καὶ νὰ χαρῶ τὸ θέλω, καὶ πάλιν νὰ ἔλθω εἰς τὴν ἐμὴν πατρίδα μετὰ θάρρους.
Πάλιν λαλῶ τὸν φίλον μου, τὸν συγγενήν μου ἐκεῖνον, καὶ πάλιν ἀφηγούμην του τοῦ ὀνείρατος τὴν πλάσιν, καὶ μετ’ αὐτὸν κοινολογῶ, βουλεύομαι ἀπετότε τὸ πῶς τὸ Κάστρον τὸ Ἀργυρὸν νὰ ἐβγῶ νὰ τὸ γυρεύσω, πῶς νὰ ἐπιτύχω τὸν Χρυσόν, τοῦ κάστρου βασιλέαν, καὶ πῶς νὰ ἰδοῦν τὰ ὀμμάτιά μου τὴν κόρην τὴν Ροδάμνην. Καὶ τὰ μὲν πρῶτα ὁ συγγενὴς ἐκεῖνος ὁ ἐδικός μου ἔλεγεν: “Πέμψε καὶ ἂς ἐβγοῦν καὶ ἂς γυρέψουν πρῶτον, καὶ ἂς δώσουν εἴδησιν διὰ ἐσὲν τὸ τίς εἶσαι καὶ πόθεν· τὴν φήμην σου ἐγνωρίζουν την καὶ τὴν ἀνδρείαν σου πάλε ὁ κόσμος ὅλος γέμει την καὶ οἱ πάντες τὴν ἠξεύρουν, καὶ μετὰ συμβιβάσεως ὁ πόθος σου νὰ γένῃ”. Ὡς δὲ εἶδεν ἀμετάθετον τὴν γνώμην μου εἰς τὸ πρᾶγμα, λέγει καὶ συμβουλεύεται μετὰ θλιμμένου τρόπου: Κάθεται, συμβουλεύεται μετὰ τοῦ συγγενοῦ του τὸ τί νὰ ποίσῃ ὁ Λίβιστρος καὶ πῶς νὰ τὴν γυρέψῃ.Τὴν βλέπεις καὶ ξενίζεσαι καὶ τὴν πολλὰ θαυμάζεις, ἔνι ἡ Ροδάμνη τοῦ Χρυσοῦ θυγάτηρ βασιλέως, τὴν σὲ ὑποσχέθην, Λίβιστρε, τὴν σὲ εἶπα νὰ σοῦ δώσω· καὶ νά την, ἔπαρ’ την λοιπόν, νά την, χαρίζω σοῦ την, ἅπλωσε χέριν, κράτησε τὴν κόρην ἀπετώρα, καὶ ζῆσε χρόνους μετ’ αὐτὴν καὶ συναπόθανέ την καὶ σὸν τράχηλον ἄκλιτον κλίνε πρὸς ἔρωτάν της”. Ἤκουσα λόγους Ἔρωτος, ἁπλώνω μου τὸ χέριν, Ἔρως τῆς κόρης δίδει με τὸ χέριν μετὰ θάρρους· καταφιλῶ τὸν Ἔρωταν, ὁρμῶ καὶ πρὸς τὴν κόρην, καὶ ἀπὸ τὴν τόσην ἡδονὴν ἔξυπνος ἐγενόμην, ἔξυπνος μετὰ θάνατον, μετὰ πολλῆς πικρίας, ἔξυπνος νὰ ἔχω στεναγμοὺς καὶ ὀδύνας ἀμετρήτους, ἔξυπνος νὰ φλογίζωμαι, νὰ κόπτωμαι ἐκ τοὺς πόνους. Τὸν κῆπον ἀνεγύρευα, τὸν Ἔρωταν, τὴν κόρην, τὰ δένδρη καὶ τὰς χάριτας τὰς ἔβλεπα εἰς τὸν κῆπον· κατεκοπτόμην, ἔπασχα, τὴν νύκταν ἐπεθύμουν, τὸ ὄνειρον ὠρέγετον ὁ νοῦς μου νὰ τὸ βλέπῃ, τὸ φῶς ἐπαρατούμην το, ἐμίσουν τὴν ἡμέραν, τὴν νύκταν εἶχα δέσποιναν, αὐγὴν νὰ μὴ ἐντρανίζω.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 169
Κινῶ ἀπὲ τὴν πατρίδα μου καὶ ἀπὲ τὰ γονικά μου, ἐβγαίνω νὰ περιπατῶ, νὰ κοσμοαναγυρεύω διὰ τὸ Κάστρον τὸ Ἀργυρόν, διὰ τὴν καλὴν Ροδάμνην· καὶ ὅποιος ἀπὸ τοὺς φίλους μου καὶ ἀπὸ τοὺς ἐδικούς μου θέλει νὰ ἔλθῃ μετ’ ἐμὲν νὰ μὲ συγκακοπαθήσῃ, (797a) εὐχαριστῶ τον καὶ ἂν ἐλθῇ, ἂς βεβαιωθῇ ἀπὸ ἐμέναν (797b) ὅτι ἔνι εἰς τὰς ὀδύνας μου πολλὴ παρηγορία”. Ἤκουσαν οἱ πρωτεύοντες τῆς χώρας μου οἱ τοπάρχοι, καὶ ποῖος ὀμπρὸς συνέριζεν νὰ δώσῃ τὸ παιδίν του, νὰ ἔλθῃ εἰς παρηγορίαν μου διὰ νὰ μὲ θεραπεύσῃ. Ἐβγαίνω ἀπὲ τὴν χώραν μου, κινῶ ἐκ τὰ γονικά μου, εἶχα μετὰ ἐμέν, φίλε μου, ἑκατὸν τέτοιους ὅλους ὅτι, μὰ τῆς καρδίας μου τὴν πονοαμετρησίαν, μόνον μὲ τὰ κοντάριά τους νὰ ἐδείρασιν χιλίους. Ὁ Λίβιστρος ἐκίνησεν ἀπὸ τὰ γονικά του εἰς ποθοαναζήτησιν τῆς κόρης τῆς Ροδάμνης.
“Ἐπεί, τοπάρχα Λίβιστρε χώρας ἐμῆς καὶ τόπου, χώρας Λιβάνδρου βασιλεύς, ἀναψυχὴ καὶ κάλλος, ἐφλέχθης διὰ τὸν ἔρωταν, ἐτρώθης δι’ ἀγάπην, ἔπαθεν ἡ καρδία σου πληγὴν ἀπὸ τὸν πόθον, *ἐθελοκαταδούλευτα ἐβγαίνεις νὰ γυρεύῃς,* λέγω καὶ συμβουλεύω σε, τοῦτο παρακαλῶ σε, φρόντισον πρῶτα τὸ καλὸν τῆς γονικῆς σου χώρας· ἄνθρωπον στῆσε νὰ κρατῇ τὴν χώραν σου ὡς ἀντίς σου, μέχρι νὰ εὕρῃς τὸ πεθυμᾶς, νὰ τύχῃς τὸ γυρεύεις· ἔπαρ’ ἐκ τὴν πατρίδα σου ἀνθρώπους ὅσους θέλεις καὶ ὅρμησε εἰς ἀναζήτησιν τῆς κόρης τῆς Ροδάμνης”. Παρεδεξάμην τὴν βουλήν, τὴν συμβουλὴν ἐκείνην, λέγω ταῦτα τὸν φίλον μου, τὸν συγγενήν μου ἐκεῖνον: “Σὲ μὲν ὡς πρῶτον ἄνθρωπον καὶ ὡς πρῶτον συγγενή μου εἰς τὴν πατρίδα τὴν ἐμὴν ἀφήνω σε ἀντίς μου μέχρι νὰ εὕρω τὸ ἐπιθυμῶ καὶ νὰ χαρῶ τὸ θέλω, καὶ πάλιν νὰ ἔλθω εἰς τὴν ἐμὴν πατρίδα μετὰ θάρρους.Πάλιν λαλῶ τὸν φίλον μου, τὸν συγγενήν μου ἐκεῖνον, καὶ πάλιν ἀφηγούμην του τοῦ ὀνείρατος τὴν πλάσιν, καὶ μετ’ αὐτὸν κοινολογῶ, βουλεύομαι ἀπετότε τὸ πῶς τὸ Κάστρον τὸ Ἀργυρὸν νὰ ἐβγῶ νὰ τὸ γυρεύσω, πῶς νὰ ἐπιτύχω τὸν Χρυσόν, τοῦ κάστρου βασιλέαν, καὶ πῶς νὰ ἰδοῦν τὰ ὀμμάτιά μου τὴν κόρην τὴν Ροδάμνην. Καὶ τὰ μὲν πρῶτα ὁ συγγενὴς ἐκεῖνος ὁ ἐδικός μου ἔλεγεν: “Πέμψε καὶ ἂς ἐβγοῦν καὶ ἂς γυρέψουν πρῶτον, καὶ ἂς δώσουν εἴδησιν διὰ ἐσὲν τὸ τίς εἶσαι καὶ πόθεν· τὴν φήμην σου ἐγνωρίζουν την καὶ τὴν ἀνδρείαν σου πάλε ὁ κόσμος ὅλος γέμει την καὶ οἱ πάντες τὴν ἠξεύρουν, καὶ μετὰ συμβιβάσεως ὁ πόθος σου νὰ γένῃ”. Ὡς δὲ εἶδεν ἀμετάθετον τὴν γνώμην μου εἰς τὸ πρᾶγμα, λέγει καὶ συμβουλεύεται μετὰ θλιμμένου τρόπου: Κάθεται, συμβουλεύεται μετὰ τοῦ συγγενοῦ του τὸ τί νὰ ποίσῃ ὁ Λίβιστρος καὶ πῶς νὰ τὴν γυρέψῃ.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 17
Ἄνθρωπος εἶμαι καὶ πονῶ, καὶ τὸ πονῶ γυρεύεις, συνοδοιπόρε σύνξενε, καὶ θέλεις νὰ τὸ μάθῃς; Ἂν εἶσαι πέτρα νὰ ραγῇς, νομίζω, ἐκ τὴν λύπην, διότι, μὰ τοὺς πόνους μου τοὺς πάσχω διὰ τὸν πόθον, καὶ πέτρα ἂν φθάσῃ τὰ ἔπαθα τοῦ νὰ τὰ θέλῃ μάθει, εἰς ἑκατὸν νὰ διαρραγῇ καὶ νὰ θρυβῇ ὡς τὸ χῶμαν». Ἐγὼ ὡς ἐκατεγνώρισα διὰ πόθον ἔν’ τὸ πάσχειν, ὅρκους φρικτοὺς τὸν ὤμοσα νὰ μὲ εἰπῇ τὰ λυπᾶται· εἶπα τον: «Ξένε, γνώριζε, λέγει ὁ δημώδης λόγος, κάλλιον ἔνι εἷς ἀδελφὸς εἰς στράταν παρὸ μάναν· καὶ ἂν τὸ πονεῖς οὐ λέγῃς το καὶ κρύβῃς το εἰς ἐσέναν, ὁποὺ φυλάσσει τὸ πονεῖ, γίνεται εἰς κίνδυνόν του». Καὶ ὁκάποτε ἀπὸ βίας του στρέφεται καὶ θωρεῖ με, νὰ χύνεται ἐκ τὰ ὀμμάτιά του τὸ δάκρυον ὡς ποτάμιν, Τὸν Κλιτοβώντα ὁ Λίβιστρος πάλιν ἀπηλογήθη. καὶ λέγει: «Ἂς σὲ εἴπω τίποτε, ξένε συνοδοιπόρε, ἐμὲν ὡς μὲ κατέστησεν ἡ τύχη μου εἰς τὸν κόσμον.
Ἐγὼ ὡς τὸν εἶδα ὅτι πονεῖ καὶ θλίβεται τοσοῦτον, ἀγωνιζόμην καὶ ἤθελα τὸ νὰ τὸν ἐρωτήσω τίς ἔνι, πόθεν ὁ ἄνθρωπος καὶ τί ἔνι τὸ στενάζει· καὶ τέως οὐδὲν μὲ ἐβάσταξεν, ἐκ τὰ πολλὰ ἠγανάκτουν, ἐσίμωσά τον εἰς τὸ πλευρόν, θαρρῶ, ἐχαιρέτισά τον, εἶπα τον: «Πόθεν περπατεῖς, ξένε συνοδοιπόρε;» Καὶ ἐκεῖνος ὡς ἐκόπτετον ὁ νοῦς του ἀπὸ τοὺς πόνους, οὐδὲ ἐστράφην εἰς ἐμὲ οὐδὲ ἐχαιρέτισέ με, ἀλλὰ τῆς στράτας τὸ στενὸν ἐκράτει μονοπάτιν καὶ τὸ ποτάμιν ἔβλεπεν καὶ ἐπήγαινε θλιμμένος. Ἐγὼ πάλιν ὡς ἤθελα νὰ μάθω τί ἔνι τὸ πάσχει, πάλιν ἐλάλουν πρὸς αὐτόν, ἐσυχνοανεχαιρέτουν: «Βάσταζε, ξένε, μὴ πονῇς, μὴ θλίβεσαι τοσοῦτον· εἰς ἄγριον τόπον περπατεῖς καὶ ἂν τύχῃ ἀπὸ τοὺς πόνους ἄλλον ὁκάτι ἐπώδυνον νὰ γίνεται εἰς ἐσέναν, νὰ εἶσαι ἀπαρηγόρητος ἐδῶ εἰς τὴν ξενιτείαν». Ὁκάποτε ἐστέναξεν καὶ στρέφεται εἰς ἐμέναν πολλὰ θλιμμένος, σοβαρὸς καὶ ἀπηλογήθηκέ μου: Ἀπηλογεῖται ὁ Λίβιστρος τὸν φίλον Κλιτοβώντα. «Ἄνθρωπε, τί ἔν’ τὸ μὲ ἐρωτᾶς καὶ βιάζεις με τοσοῦτον νὰ μάθῃς τί ἔν’ τὸ θλίβομαι καὶ συχνοαναστενάζω;Φαρὶν ἐκαβαλλίκευεν, ἐβάσταζε γεράκιν, καὶ ὀπίσω ἠκολούθει τον σκυλὶν μὲ τὸ λητάριν· ζωσμένος ἦτον ἄρματα καὶ ἐπήγαινε τὸν δρόμον, νὰ βρέχεται ἐκ τὰ δάκρυά του, νὰ συχνοαναστενάζῃ, καὶ ἀπὸ τὰ ἀναστενάσματα νὰ καίῃ τὸ μονοπάτι. Ἤμουν καὶ ἐγὼ ἐκ τὴν χώραν μου διωγμένος διὰ πόθον, θλιμμένος ἐκ τὸν ἔρωταν, καμμένος δι’ ἀγάπην, ἐξέβηκα ἀπὸ λύπης μου καὶ κόσμον περιεπάτουν διὰ κουφισμὸν καὶ ἀνάπαυσιν τῶν πόνων μου τῶν τόσων. Καὶ πῶς οὐκ οἶδα, ἐκράτησα καὶ ἐγὼ τὸ μονοπάτι τὸ ἐκράτει ὁ παράξενος ἐκεῖνος ὁ στρατιώτης· ἡμέραν ἐπερπάτησα, εἰς ἄλλην ἔφθασά τον, κατόπισθέν του ἐπήγαινα καὶ ἐκεῖνος ἔμπροσθέν μου, νὰ λούεται ἐκ τὰ δάκρυά του, νὰ συχνοαναστενάζῃ.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 173
Ἐβγαίνω ἀπὲ τὴν χώρα μου, κινῶ ἐκ τὰ γονικά μου· καὶ τί νὰ σὲ εἰπῶ, φίλε μου, καὶ μετὰ πόσου πόθου καὶ μετὰ πόσου πικρασμοῦ δρόμον ἐπεριεπάτουν ἕως οὗ νὰ ἐπιτύχωμεν τὸ κάστρον τῆς Ροδάμνης ἐγὼ καὶ ἐκεῖνοι οἱ ἑκατὸν οἱ συνομήλικοί μου. Καὶ ἄφες νὰ σὲ ἀφηγήσωμαι, φίλε μου, τὰ ἐν τῷ μέσῳ, καὶ τὰ καλὰ καὶ τὰ κακὰ τὰ ἐπάθαμεν ἐντάμα ὡσοῦ νὰ ἐπιτύχωμεν τὸ κάστρον τῆς Ροδάμνης. Ὁκάποτ’ ἐσιμώσαμεν τὸ κάστρον τῆς Ροδάμνης, ἐξέβημεν τὰ δύσκολα κ’ ἐσέβημεν λιβάδιν, εἰς τὴν ἀρχὴν ἐπέσαμεν ταῦτα τοῦ λιβαδίου τοῦ νὰ περιαναπαύσωμεν τοὺς παροπίσω χρόνους· βραδὺν ἦτον ὅταν ἤλθαμεν, φίλε μου, εἰς τὸ λιβάδιν καὶ εὐθὺς ἐκατουνεύσαμεν νὰ περιαναπαυοῦμεν. Ηὗρεν ὁ ξένος Λίβιστρος τὸ κάστρον τῆς Ροδάμνης μετὰ πολλῆς τῆς συμφορᾶς, μετὰ πολλοῦ τοῦ πόθου. Ἔδωκεν ὁ ἥλιος τὸ πρωῒ καὶ ἀνέτειλεν τὸ κάστρον, ἐλάμπασιν οἱ ἀκτίνες του καὶ ἐδέρνασιν τὸ κάστρον, καὶ ἄλλες ἀκτίνες ἔδερναν τὸν ἥλιον ἐκ τοῦ κάστρου. Ἤθελες ἴδει, φίλε μου, καὶ ἂν ζοῦμε νὰ ἴδῃς πάλε, τὸ κάστρον ἐσυνέριζεν τὸν ἥλιον εἰς τὸ λάμπειν.
Κινῶ ἀπὲ τὴν πατρίδα μου καὶ ἀπὲ τὰ γονικά μου, ἐβγαίνω νὰ περιπατῶ, νὰ κοσμοαναγυρεύω διὰ τὸ Κάστρον τὸ Ἀργυρόν, διὰ τὴν καλὴν Ροδάμνην· καὶ ὅποιος ἀπὸ τοὺς φίλους μου καὶ ἀπὸ τοὺς ἐδικούς μου θέλει νὰ ἔλθῃ μετ’ ἐμὲν νὰ μὲ συγκακοπαθήσῃ, (797a) εὐχαριστῶ τον καὶ ἂν ἐλθῇ, ἂς βεβαιωθῇ ἀπὸ ἐμέναν (797b) ὅτι ἔνι εἰς τὰς ὀδύνας μου πολλὴ παρηγορία”. Ἤκουσαν οἱ πρωτεύοντες τῆς χώρας μου οἱ τοπάρχοι, καὶ ποῖος ὀμπρὸς συνέριζεν νὰ δώσῃ τὸ παιδίν του, νὰ ἔλθῃ εἰς παρηγορίαν μου διὰ νὰ μὲ θεραπεύσῃ. Ἐβγαίνω ἀπὲ τὴν χώραν μου, κινῶ ἐκ τὰ γονικά μου, εἶχα μετὰ ἐμέν, φίλε μου, ἑκατὸν τέτοιους ὅλους ὅτι, μὰ τῆς καρδίας μου τὴν πονοαμετρησίαν, μόνον μὲ τὰ κοντάριά τους νὰ ἐδείρασιν χιλίους. Ὁ Λίβιστρος ἐκίνησεν ἀπὸ τὰ γονικά του εἰς ποθοαναζήτησιν τῆς κόρης τῆς Ροδάμνης.“Ἐπεί, τοπάρχα Λίβιστρε χώρας ἐμῆς καὶ τόπου, χώρας Λιβάνδρου βασιλεύς, ἀναψυχὴ καὶ κάλλος, ἐφλέχθης διὰ τὸν ἔρωταν, ἐτρώθης δι’ ἀγάπην, ἔπαθεν ἡ καρδία σου πληγὴν ἀπὸ τὸν πόθον, *ἐθελοκαταδούλευτα ἐβγαίνεις νὰ γυρεύῃς,* λέγω καὶ συμβουλεύω σε, τοῦτο παρακαλῶ σε, φρόντισον πρῶτα τὸ καλὸν τῆς γονικῆς σου χώρας· ἄνθρωπον στῆσε νὰ κρατῇ τὴν χώραν σου ὡς ἀντίς σου, μέχρι νὰ εὕρῃς τὸ πεθυμᾶς, νὰ τύχῃς τὸ γυρεύεις· ἔπαρ’ ἐκ τὴν πατρίδα σου ἀνθρώπους ὅσους θέλεις καὶ ὅρμησε εἰς ἀναζήτησιν τῆς κόρης τῆς Ροδάμνης”. Παρεδεξάμην τὴν βουλήν, τὴν συμβουλὴν ἐκείνην, λέγω ταῦτα τὸν φίλον μου, τὸν συγγενήν μου ἐκεῖνον: “Σὲ μὲν ὡς πρῶτον ἄνθρωπον καὶ ὡς πρῶτον συγγενή μου εἰς τὴν πατρίδα τὴν ἐμὴν ἀφήνω σε ἀντίς μου μέχρι νὰ εὕρω τὸ ἐπιθυμῶ καὶ νὰ χαρῶ τὸ θέλω, καὶ πάλιν νὰ ἔλθω εἰς τὴν ἐμὴν πατρίδα μετὰ θάρρους.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 179
Εἰ μὲν εἰς ἥλιον ἤθελες πολλάκις νὰ ἐντρανίζῃς, ἔδερνεν ὁ ἥλιος τὴν αὐγὴν τὸ πύργωμαν τοῦ κάστρου καὶ ἔβλεπες ἥλιον αἰσθητὸν—οὐκ ἦτον συντυχία— ὅτι ἀνατέλλει τὴν αὐγὴν ἀπέσω ἀπὲ τὸ κάστρον· ἂν δὲ εἰς ἀσήμιν ἤθελες πολλάκις νὰ ἐντρανίσῃς, ἔβλεπες τὰ λιθάρια τοῦ κάστρου ὅτι λάμπουν ὡς ἔν’ τὸ ἀσήμιν τὸ ἄδολον ὁλολαγαρισμένον. Καὶ ἤθελες ἴδει ἔριταν τοῦ κάστρου καὶ τοῦ ἡλίου, νὰ ἔνι ὡς ἄλλος ἥλιος καὶ ἀντὶ ἀσημίου λιθάριν. Ἔδωκεν ὁ ἥλιος τὴν αὐγήν, ἐξύπνησέ μας ὅλους, ἐβγαίνω ἀπὸ τὴν τέντα μου, θωρῶ ἀντίκρυς τοῦ κάστρου, λέγω τοὺς συντοπίτας μου, φωνάζω ἀπὸ χαρᾶς μου: “Βλέπετε τὸ Ἀργυρόκαστρον; Ἤδη ἐσιμώσαμέν το”. Εἴδασιν τὸ Ἀργυρόκαστρον καὶ οἱ ἑκατὸν ἐκεῖνοι, παρέλαβέ μας ἡ χαρὰ καὶ ἀφῆκεν μας ἡ θλίψις, λέγουν με πάντες ἐκ χαρᾶς, μετὰ μεγάλου πόθου: “Λίβιστρε, ζῆσε ἀποτουνῦν, ηὕρηκες τὸ ἐπεθύμας”.
Ἐβγαίνω ἀπὲ τὴν χώρα μου, κινῶ ἐκ τὰ γονικά μου· καὶ τί νὰ σὲ εἰπῶ, φίλε μου, καὶ μετὰ πόσου πόθου καὶ μετὰ πόσου πικρασμοῦ δρόμον ἐπεριεπάτουν ἕως οὗ νὰ ἐπιτύχωμεν τὸ κάστρον τῆς Ροδάμνης ἐγὼ καὶ ἐκεῖνοι οἱ ἑκατὸν οἱ συνομήλικοί μου. Καὶ ἄφες νὰ σὲ ἀφηγήσωμαι, φίλε μου, τὰ ἐν τῷ μέσῳ, καὶ τὰ καλὰ καὶ τὰ κακὰ τὰ ἐπάθαμεν ἐντάμα ὡσοῦ νὰ ἐπιτύχωμεν τὸ κάστρον τῆς Ροδάμνης. Ὁκάποτ’ ἐσιμώσαμεν τὸ κάστρον τῆς Ροδάμνης, ἐξέβημεν τὰ δύσκολα κ’ ἐσέβημεν λιβάδιν, εἰς τὴν ἀρχὴν ἐπέσαμεν ταῦτα τοῦ λιβαδίου τοῦ νὰ περιαναπαύσωμεν τοὺς παροπίσω χρόνους· βραδὺν ἦτον ὅταν ἤλθαμεν, φίλε μου, εἰς τὸ λιβάδιν καὶ εὐθὺς ἐκατουνεύσαμεν νὰ περιαναπαυοῦμεν. Ηὗρεν ὁ ξένος Λίβιστρος τὸ κάστρον τῆς Ροδάμνης μετὰ πολλῆς τῆς συμφορᾶς, μετὰ πολλοῦ τοῦ πόθου. Ἔδωκεν ὁ ἥλιος τὸ πρωῒ καὶ ἀνέτειλεν τὸ κάστρον, ἐλάμπασιν οἱ ἀκτίνες του καὶ ἐδέρνασιν τὸ κάστρον, καὶ ἄλλες ἀκτίνες ἔδερναν τὸν ἥλιον ἐκ τοῦ κάστρου. Ἤθελες ἴδει, φίλε μου, καὶ ἂν ζοῦμε νὰ ἴδῃς πάλε, τὸ κάστρον ἐσυνέριζεν τὸν ἥλιον εἰς τὸ λάμπειν.Κινῶ ἀπὲ τὴν πατρίδα μου καὶ ἀπὲ τὰ γονικά μου, ἐβγαίνω νὰ περιπατῶ, νὰ κοσμοαναγυρεύω διὰ τὸ Κάστρον τὸ Ἀργυρόν, διὰ τὴν καλὴν Ροδάμνην· καὶ ὅποιος ἀπὸ τοὺς φίλους μου καὶ ἀπὸ τοὺς ἐδικούς μου θέλει νὰ ἔλθῃ μετ’ ἐμὲν νὰ μὲ συγκακοπαθήσῃ, (797a) εὐχαριστῶ τον καὶ ἂν ἐλθῇ, ἂς βεβαιωθῇ ἀπὸ ἐμέναν (797b) ὅτι ἔνι εἰς τὰς ὀδύνας μου πολλὴ παρηγορία”. Ἤκουσαν οἱ πρωτεύοντες τῆς χώρας μου οἱ τοπάρχοι, καὶ ποῖος ὀμπρὸς συνέριζεν νὰ δώσῃ τὸ παιδίν του, νὰ ἔλθῃ εἰς παρηγορίαν μου διὰ νὰ μὲ θεραπεύσῃ. Ἐβγαίνω ἀπὲ τὴν χώραν μου, κινῶ ἐκ τὰ γονικά μου, εἶχα μετὰ ἐμέν, φίλε μου, ἑκατὸν τέτοιους ὅλους ὅτι, μὰ τῆς καρδίας μου τὴν πονοαμετρησίαν, μόνον μὲ τὰ κοντάριά τους νὰ ἐδείρασιν χιλίους. Ὁ Λίβιστρος ἐκίνησεν ἀπὸ τὰ γονικά του εἰς ποθοαναζήτησιν τῆς κόρης τῆς Ροδάμνης.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 184
Ἀναπετῶ τὴν τέντα μου, στένω τὸ φλάμπουρό μου, συνάγω τὰ παιδία μου τὰ συνομήλικά μου, δίδω βουλὴν νὰ μένωμεν ἀπέσω εἰς τὸ λιβάδιν· ἔλυσαν τὰ φαρία τους πάντες εἰς τὸ λιβάδιν, εἶχεν ὁ τόπος ταραχὴν καὶ ἐβρόντα τὸ λιβάδιν ἀπὸ τὰ χλιμιντρίσματα τῶν ἑκατὸν φαρίων. Ἐπέσαμεν ἀμέριμνα τὴν ὅλην τὴν ἡμέραν, καὶ πρὸς ὡρίτσαν δειλινοῦ, πρὸς ὥραν καταψύχου, κρατοῦμεν τὰ φαρία μας ὅλοι καὶ στρώνομέ τα· καὶ τάχα δι’ ἀνακούφισιν τῶν πόνων μας τῶν τόσων Καβαλλικεύει ὁ Λίβιστρος καὶ παίζει τὸ κοντάριν μετὰ τοὺς συντοπίτες του τοὺς ἑκατὸν τοὺς εἶχεν. ὅλοι ἐκαβαλλικεύσαμεν εἰς τ’ ὄμνοστον λιβάδιν, ἀρξάμεθα νὰ παίζωμεν, νὰ κονταροκροτοῦμεν. Ἤκουσαν τὴν συγκρότησιν ἀπέσω ἀπὸ τὸ κάστρον, εἶδαν τὸν τόσον πληθυσμὸν καὶ τὸ κατουνοτόπιν, καὶ περιεθορυβήθησαν, ἐσπούδαξαν νὰ μάθουν τίς ἡ τοσαύτη ταραχὴ τῶν τόσων τῶν ἀνθρώπων καὶ τίνος ἔν’ τὸ πέσιμον καὶ τὸ κατουνοτόπιν.
Εἰ μὲν εἰς ἥλιον ἤθελες πολλάκις νὰ ἐντρανίζῃς, ἔδερνεν ὁ ἥλιος τὴν αὐγὴν τὸ πύργωμαν τοῦ κάστρου καὶ ἔβλεπες ἥλιον αἰσθητὸν—οὐκ ἦτον συντυχία— ὅτι ἀνατέλλει τὴν αὐγὴν ἀπέσω ἀπὲ τὸ κάστρον· ἂν δὲ εἰς ἀσήμιν ἤθελες πολλάκις νὰ ἐντρανίσῃς, ἔβλεπες τὰ λιθάρια τοῦ κάστρου ὅτι λάμπουν ὡς ἔν’ τὸ ἀσήμιν τὸ ἄδολον ὁλολαγαρισμένον. Καὶ ἤθελες ἴδει ἔριταν τοῦ κάστρου καὶ τοῦ ἡλίου, νὰ ἔνι ὡς ἄλλος ἥλιος καὶ ἀντὶ ἀσημίου λιθάριν. Ἔδωκεν ὁ ἥλιος τὴν αὐγήν, ἐξύπνησέ μας ὅλους, ἐβγαίνω ἀπὸ τὴν τέντα μου, θωρῶ ἀντίκρυς τοῦ κάστρου, λέγω τοὺς συντοπίτας μου, φωνάζω ἀπὸ χαρᾶς μου: “Βλέπετε τὸ Ἀργυρόκαστρον; Ἤδη ἐσιμώσαμέν το”. Εἴδασιν τὸ Ἀργυρόκαστρον καὶ οἱ ἑκατὸν ἐκεῖνοι, παρέλαβέ μας ἡ χαρὰ καὶ ἀφῆκεν μας ἡ θλίψις, λέγουν με πάντες ἐκ χαρᾶς, μετὰ μεγάλου πόθου: “Λίβιστρε, ζῆσε ἀποτουνῦν, ηὕρηκες τὸ ἐπεθύμας”.Ἐβγαίνω ἀπὲ τὴν χώρα μου, κινῶ ἐκ τὰ γονικά μου· καὶ τί νὰ σὲ εἰπῶ, φίλε μου, καὶ μετὰ πόσου πόθου καὶ μετὰ πόσου πικρασμοῦ δρόμον ἐπεριεπάτουν ἕως οὗ νὰ ἐπιτύχωμεν τὸ κάστρον τῆς Ροδάμνης ἐγὼ καὶ ἐκεῖνοι οἱ ἑκατὸν οἱ συνομήλικοί μου. Καὶ ἄφες νὰ σὲ ἀφηγήσωμαι, φίλε μου, τὰ ἐν τῷ μέσῳ, καὶ τὰ καλὰ καὶ τὰ κακὰ τὰ ἐπάθαμεν ἐντάμα ὡσοῦ νὰ ἐπιτύχωμεν τὸ κάστρον τῆς Ροδάμνης. Ὁκάποτ’ ἐσιμώσαμεν τὸ κάστρον τῆς Ροδάμνης, ἐξέβημεν τὰ δύσκολα κ’ ἐσέβημεν λιβάδιν, εἰς τὴν ἀρχὴν ἐπέσαμεν ταῦτα τοῦ λιβαδίου τοῦ νὰ περιαναπαύσωμεν τοὺς παροπίσω χρόνους· βραδὺν ἦτον ὅταν ἤλθαμεν, φίλε μου, εἰς τὸ λιβάδιν καὶ εὐθὺς ἐκατουνεύσαμεν νὰ περιαναπαυοῦμεν. Ηὗρεν ὁ ξένος Λίβιστρος τὸ κάστρον τῆς Ροδάμνης μετὰ πολλῆς τῆς συμφορᾶς, μετὰ πολλοῦ τοῦ πόθου. Ἔδωκεν ὁ ἥλιος τὸ πρωῒ καὶ ἀνέτειλεν τὸ κάστρον, ἐλάμπασιν οἱ ἀκτίνες του καὶ ἐδέρνασιν τὸ κάστρον, καὶ ἄλλες ἀκτίνες ἔδερναν τὸν ἥλιον ἐκ τοῦ κάστρου. Ἤθελες ἴδει, φίλε μου, καὶ ἂν ζοῦμε νὰ ἴδῃς πάλε, τὸ κάστρον ἐσυνέριζεν τὸν ἥλιον εἰς τὸ λάμπειν.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 188
Ἀπὲ τὸ Κάστρον τὸ Ἀργυρὸν ἦλθεν μαντατοφόρος νὰ μάθῃ τίς ἡ ταραχὴ καὶ τίνος ἡ κατούνα· λέγει του εἷς ἐκ τοὺς ἐμοὺς τοὺς ἑκατὸν ἐκείνους: “Ἄνθρωπος ἔναι κεφαλὴ χώρας τῆς γῆς Λιβάνδρου, Λίβιστρος ὁ παράξενος μετὰ τοὺς ἐδικούς του· δίχρονον τώρα περπατεῖ, κόσμον πολὺν γυρεύει, ἀπείρους εἶδεν συμφορὰς καὶ ἀνάγκες ὑπεστάθην· ἦλθεν εἰς τόπον καὶ ηὕρηκεν ἀνάπαυσιν μεγάλην καὶ θέλει ἀπὸ τοὺς πόνους του τοὺς ἔπαθεν τοὺς τόσους τίποτε ὀλίγον ὁ ἄνθρωπος τοῦ νὰ περιανασάνῃ. Πῶς δὲ τὸ λέγουν, ἄνθρωπε, τὸ κάστρον τὸ θωροῦμεν, καὶ πῶς τοῦ κάστρου τοῦ λαμπροῦ λέγουσιν βασιλέαν;” “Λέγουν τὸ κάστρον Ἀργυρόν, Χρυσὸν τὸν βασιλέαν, ἔχει καὶ κόρην ἠθικὴν Ροδάμνην θυγατέραν”. Ἔμαθεν, κατεγνώρισεν ὁ μηνυτὴς ἐκεῖνος τὸ τίνος ἔναι ἡ ταραχὴ καὶ τίνος ἡ κατούνα, ἐπῆγεν καὶ ἀνεδίδαξεν Χρυσὸν τὸν βασιλέα ἁπλῶς διὰ τὴν κατούνα μου καὶ διὰ τοὺς ἐδικούς μου.
Ἀναπετῶ τὴν τέντα μου, στένω τὸ φλάμπουρό μου, συνάγω τὰ παιδία μου τὰ συνομήλικά μου, δίδω βουλὴν νὰ μένωμεν ἀπέσω εἰς τὸ λιβάδιν· ἔλυσαν τὰ φαρία τους πάντες εἰς τὸ λιβάδιν, εἶχεν ὁ τόπος ταραχὴν καὶ ἐβρόντα τὸ λιβάδιν ἀπὸ τὰ χλιμιντρίσματα τῶν ἑκατὸν φαρίων. Ἐπέσαμεν ἀμέριμνα τὴν ὅλην τὴν ἡμέραν, καὶ πρὸς ὡρίτσαν δειλινοῦ, πρὸς ὥραν καταψύχου, κρατοῦμεν τὰ φαρία μας ὅλοι καὶ στρώνομέ τα· καὶ τάχα δι’ ἀνακούφισιν τῶν πόνων μας τῶν τόσων Καβαλλικεύει ὁ Λίβιστρος καὶ παίζει τὸ κοντάριν μετὰ τοὺς συντοπίτες του τοὺς ἑκατὸν τοὺς εἶχεν. ὅλοι ἐκαβαλλικεύσαμεν εἰς τ’ ὄμνοστον λιβάδιν, ἀρξάμεθα νὰ παίζωμεν, νὰ κονταροκροτοῦμεν. Ἤκουσαν τὴν συγκρότησιν ἀπέσω ἀπὸ τὸ κάστρον, εἶδαν τὸν τόσον πληθυσμὸν καὶ τὸ κατουνοτόπιν, καὶ περιεθορυβήθησαν, ἐσπούδαξαν νὰ μάθουν τίς ἡ τοσαύτη ταραχὴ τῶν τόσων τῶν ἀνθρώπων καὶ τίνος ἔν’ τὸ πέσιμον καὶ τὸ κατουνοτόπιν.Εἰ μὲν εἰς ἥλιον ἤθελες πολλάκις νὰ ἐντρανίζῃς, ἔδερνεν ὁ ἥλιος τὴν αὐγὴν τὸ πύργωμαν τοῦ κάστρου καὶ ἔβλεπες ἥλιον αἰσθητὸν—οὐκ ἦτον συντυχία— ὅτι ἀνατέλλει τὴν αὐγὴν ἀπέσω ἀπὲ τὸ κάστρον· ἂν δὲ εἰς ἀσήμιν ἤθελες πολλάκις νὰ ἐντρανίσῃς, ἔβλεπες τὰ λιθάρια τοῦ κάστρου ὅτι λάμπουν ὡς ἔν’ τὸ ἀσήμιν τὸ ἄδολον ὁλολαγαρισμένον. Καὶ ἤθελες ἴδει ἔριταν τοῦ κάστρου καὶ τοῦ ἡλίου, νὰ ἔνι ὡς ἄλλος ἥλιος καὶ ἀντὶ ἀσημίου λιθάριν. Ἔδωκεν ὁ ἥλιος τὴν αὐγήν, ἐξύπνησέ μας ὅλους, ἐβγαίνω ἀπὸ τὴν τέντα μου, θωρῶ ἀντίκρυς τοῦ κάστρου, λέγω τοὺς συντοπίτας μου, φωνάζω ἀπὸ χαρᾶς μου: “Βλέπετε τὸ Ἀργυρόκαστρον; Ἤδη ἐσιμώσαμέν το”. Εἴδασιν τὸ Ἀργυρόκαστρον καὶ οἱ ἑκατὸν ἐκεῖνοι, παρέλαβέ μας ἡ χαρὰ καὶ ἀφῆκεν μας ἡ θλίψις, λέγουν με πάντες ἐκ χαρᾶς, μετὰ μεγάλου πόθου: “Λίβιστρε, ζῆσε ἀποτουνῦν, ηὕρηκες τὸ ἐπεθύμας”.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 191
Παρῆλθεν, ἐπαρέδραμεν τὸ πλάτος τῆς ἡμέρας, ἤγγισεν πάλε τὸ βραδύν, ἐσίμωσε ἡ νύκτα, καὶ ἐγὼ μὲ τοὺς ἀγώρους μου τοὺς ἑκατὸν ἐκείνους δειπνῶ καὶ συντυχαίνω τους καὶ συμβουλεύομαί τους: “Ἅμα τοῦ ἰδοῦμε τὴν αὐγὴν ὅτι παραχαράζει νὰ τοπομεταθέσωμε, ν’ ἀγγίσωμεν τὸ κάστρον, νὰ θέσουν τὴν κατούνα μας ὅσον δοξεύει χέριν”. Ἤρεσεν ὅλους ἡ βουλὴ καὶ ἀπεχαιρέτησάν με καὶ μοναξὸν μὲ ἀφήκασιν ἐμὲν οἱ ἐδικοί μου ἀπέσω εἰς τὴν κατούνα μου μὲ τὰ παιδόπουλά μου· καὶ ἄκουσε πάλε, φίλε μου, τὸ τί ἔπλεξεν ἡ νύκτα καὶ πάλε τί μὲ ἐφάνταζεν ὁ ἐρωτοποθοκράτωρ. Ὄνειρον τρίτον Ἔρωτος Λιβίστρου πολυπόνου. Ἔπεσα εἰς τὸ κρεββάτιν μου καὶ εὐθὺς ἀπεκοιμήθην, καὶ πάλιν ἐν ὀνείρῳ μου τὸν Ἔρωταν ἐθώρουν· ἐπέτετον καὶ ἔρχετον μετὰ πολλοῦ τοῦ θράσους καὶ ἀπέσω εἰς τὴν κατούνα μου ἔδραμεν μετὰ θάρρους· καὶ ἅμα τὸ ἐμπεῖ μὲ τὸ πτερὸν δέρνει με εἰς τὸ κεφάλιν, λέγει: “Κοιμᾶσαι, Λίβιστρε;” καὶ εὐθὺς ἐξύπνησέ με.
Ἀπὲ τὸ Κάστρον τὸ Ἀργυρὸν ἦλθεν μαντατοφόρος νὰ μάθῃ τίς ἡ ταραχὴ καὶ τίνος ἡ κατούνα· λέγει του εἷς ἐκ τοὺς ἐμοὺς τοὺς ἑκατὸν ἐκείνους: “Ἄνθρωπος ἔναι κεφαλὴ χώρας τῆς γῆς Λιβάνδρου, Λίβιστρος ὁ παράξενος μετὰ τοὺς ἐδικούς του· δίχρονον τώρα περπατεῖ, κόσμον πολὺν γυρεύει, ἀπείρους εἶδεν συμφορὰς καὶ ἀνάγκες ὑπεστάθην· ἦλθεν εἰς τόπον καὶ ηὕρηκεν ἀνάπαυσιν μεγάλην καὶ θέλει ἀπὸ τοὺς πόνους του τοὺς ἔπαθεν τοὺς τόσους τίποτε ὀλίγον ὁ ἄνθρωπος τοῦ νὰ περιανασάνῃ. Πῶς δὲ τὸ λέγουν, ἄνθρωπε, τὸ κάστρον τὸ θωροῦμεν, καὶ πῶς τοῦ κάστρου τοῦ λαμπροῦ λέγουσιν βασιλέαν;” “Λέγουν τὸ κάστρον Ἀργυρόν, Χρυσὸν τὸν βασιλέαν, ἔχει καὶ κόρην ἠθικὴν Ροδάμνην θυγατέραν”. Ἔμαθεν, κατεγνώρισεν ὁ μηνυτὴς ἐκεῖνος τὸ τίνος ἔναι ἡ ταραχὴ καὶ τίνος ἡ κατούνα, ἐπῆγεν καὶ ἀνεδίδαξεν Χρυσὸν τὸν βασιλέα ἁπλῶς διὰ τὴν κατούνα μου καὶ διὰ τοὺς ἐδικούς μου.Ἀναπετῶ τὴν τέντα μου, στένω τὸ φλάμπουρό μου, συνάγω τὰ παιδία μου τὰ συνομήλικά μου, δίδω βουλὴν νὰ μένωμεν ἀπέσω εἰς τὸ λιβάδιν· ἔλυσαν τὰ φαρία τους πάντες εἰς τὸ λιβάδιν, εἶχεν ὁ τόπος ταραχὴν καὶ ἐβρόντα τὸ λιβάδιν ἀπὸ τὰ χλιμιντρίσματα τῶν ἑκατὸν φαρίων. Ἐπέσαμεν ἀμέριμνα τὴν ὅλην τὴν ἡμέραν, καὶ πρὸς ὡρίτσαν δειλινοῦ, πρὸς ὥραν καταψύχου, κρατοῦμεν τὰ φαρία μας ὅλοι καὶ στρώνομέ τα· καὶ τάχα δι’ ἀνακούφισιν τῶν πόνων μας τῶν τόσων Καβαλλικεύει ὁ Λίβιστρος καὶ παίζει τὸ κοντάριν μετὰ τοὺς συντοπίτες του τοὺς ἑκατὸν τοὺς εἶχεν. ὅλοι ἐκαβαλλικεύσαμεν εἰς τ’ ὄμνοστον λιβάδιν, ἀρξάμεθα νὰ παίζωμεν, νὰ κονταροκροτοῦμεν. Ἤκουσαν τὴν συγκρότησιν ἀπέσω ἀπὸ τὸ κάστρον, εἶδαν τὸν τόσον πληθυσμὸν καὶ τὸ κατουνοτόπιν, καὶ περιεθορυβήθησαν, ἐσπούδαξαν νὰ μάθουν τίς ἡ τοσαύτη ταραχὴ τῶν τόσων τῶν ἀνθρώπων καὶ τίνος ἔν’ τὸ πέσιμον καὶ τὸ κατουνοτόπιν.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 195
“Μηδὲν λυπῆσαι ἀποτουνῦν, μὴ θλίβεσαι”, μὲ λέγει· “ἔφθασες, εἶδες ἀπεδὰ τὸ κάστρον τῆς Ροδάμνης, καὶ ἀποτουνῦν ἐγνώριζε, τώρα ἀπὸ ἐσὲν ὑπάγω διὰ πόθον τὴν παράξενον τὸν σὸν νὰ τὴν δοξεύσω· καὶ εὔξου με ἀπάρτι, Λίβιστρε, τίποτε μὴ λυπᾶσαι”. Ἐβγαίνει ἀπὸ τὴν τέντα μου καὶ ἐχάθην ἀπὸ μέναν, ἐξύπνησα ἐκ τὸ ὄνειρον καὶ πάλιν ἀνεζήτουν μετὰ μεγάλης ταραχῆς νὰ εὕρω τὸν Ἔρωτά μου. Παρέδραμεν, ἐξέφυγεν, ἐμίσσευσεν ἡ νύκτα πάλιν θωρῶ την τὴν αὐγήν, καὶ ἤρξατο νὰ χαράσσῃ, καὶ πάλιν ἐκ τὴν τέντα μου πρόσχαρος ἐσηκώθην, ἐβγαίνω εἰς τοὺς ἀγούρους μου, περιπατῶ εἰς τοὺς ὅλους καὶ πάλιν ἀφηγοῦμαι τους τὴν ὀνειροπλεξίαν, καὶ ὅλοι: “Χαίρου”, μ’ ἔλεγαν, “τοπάρχα, ἀπετώρα”». Ὁ Κλιτοβὼν ἀνερωτᾶ τὸν Λίβιστρον νὰ μάθῃ διὰ τὰ ὄπισθεν τὰ πρόσωπα τὰ ἐρωτικὰ τὰ τρία. Καὶ λέγω τον τὸν φίλον μου: «Ἂς σὲ περικόψω ὀλίγον· ὁκάτι ὀπίσω σὲ ἔλαθεν τὸ νὰ μὲ θέλῃς εἴπει, καὶ πάλιν ἐνθυμίζω σε τὸ νὰ μὲ ἀναδιδάξῃς».
Παρῆλθεν, ἐπαρέδραμεν τὸ πλάτος τῆς ἡμέρας, ἤγγισεν πάλε τὸ βραδύν, ἐσίμωσε ἡ νύκτα, καὶ ἐγὼ μὲ τοὺς ἀγώρους μου τοὺς ἑκατὸν ἐκείνους δειπνῶ καὶ συντυχαίνω τους καὶ συμβουλεύομαί τους: “Ἅμα τοῦ ἰδοῦμε τὴν αὐγὴν ὅτι παραχαράζει νὰ τοπομεταθέσωμε, ν’ ἀγγίσωμεν τὸ κάστρον, νὰ θέσουν τὴν κατούνα μας ὅσον δοξεύει χέριν”. Ἤρεσεν ὅλους ἡ βουλὴ καὶ ἀπεχαιρέτησάν με καὶ μοναξὸν μὲ ἀφήκασιν ἐμὲν οἱ ἐδικοί μου ἀπέσω εἰς τὴν κατούνα μου μὲ τὰ παιδόπουλά μου· καὶ ἄκουσε πάλε, φίλε μου, τὸ τί ἔπλεξεν ἡ νύκτα καὶ πάλε τί μὲ ἐφάνταζεν ὁ ἐρωτοποθοκράτωρ. Ὄνειρον τρίτον Ἔρωτος Λιβίστρου πολυπόνου. Ἔπεσα εἰς τὸ κρεββάτιν μου καὶ εὐθὺς ἀπεκοιμήθην, καὶ πάλιν ἐν ὀνείρῳ μου τὸν Ἔρωταν ἐθώρουν· ἐπέτετον καὶ ἔρχετον μετὰ πολλοῦ τοῦ θράσους καὶ ἀπέσω εἰς τὴν κατούνα μου ἔδραμεν μετὰ θάρρους· καὶ ἅμα τὸ ἐμπεῖ μὲ τὸ πτερὸν δέρνει με εἰς τὸ κεφάλιν, λέγει: “Κοιμᾶσαι, Λίβιστρε;” καὶ εὐθὺς ἐξύπνησέ με.Ἀπὲ τὸ Κάστρον τὸ Ἀργυρὸν ἦλθεν μαντατοφόρος νὰ μάθῃ τίς ἡ ταραχὴ καὶ τίνος ἡ κατούνα· λέγει του εἷς ἐκ τοὺς ἐμοὺς τοὺς ἑκατὸν ἐκείνους: “Ἄνθρωπος ἔναι κεφαλὴ χώρας τῆς γῆς Λιβάνδρου, Λίβιστρος ὁ παράξενος μετὰ τοὺς ἐδικούς του· δίχρονον τώρα περπατεῖ, κόσμον πολὺν γυρεύει, ἀπείρους εἶδεν συμφορὰς καὶ ἀνάγκες ὑπεστάθην· ἦλθεν εἰς τόπον καὶ ηὕρηκεν ἀνάπαυσιν μεγάλην καὶ θέλει ἀπὸ τοὺς πόνους του τοὺς ἔπαθεν τοὺς τόσους τίποτε ὀλίγον ὁ ἄνθρωπος τοῦ νὰ περιανασάνῃ. Πῶς δὲ τὸ λέγουν, ἄνθρωπε, τὸ κάστρον τὸ θωροῦμεν, καὶ πῶς τοῦ κάστρου τοῦ λαμπροῦ λέγουσιν βασιλέαν;” “Λέγουν τὸ κάστρον Ἀργυρόν, Χρυσὸν τὸν βασιλέαν, ἔχει καὶ κόρην ἠθικὴν Ροδάμνην θυγατέραν”. Ἔμαθεν, κατεγνώρισεν ὁ μηνυτὴς ἐκεῖνος τὸ τίνος ἔναι ἡ ταραχὴ καὶ τίνος ἡ κατούνα, ἐπῆγεν καὶ ἀνεδίδαξεν Χρυσὸν τὸν βασιλέα ἁπλῶς διὰ τὴν κατούνα μου καὶ διὰ τοὺς ἐδικούς μου.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 200
Καὶ λέγει με: «Διὰ τοῦ Ἔρωτος τὰ πρόσωπα τὰ τρία, τὰ μὲ εἶπεν, τὰ μὲ ἐδίδαξεν ὁ μάντις ὁ προγνώστης, Τοῦ πόθου τὴν ἰσότηταν ὁ Λίβιστρος διδάσκει ἐκεῖνον τὸν παράξενον φίλον τὸν Κλιτοβώντα. εἶπεν με: “Τὸ τριπρόσωπον τὸ ἐρωτικὸν τὸ βλέπεις, ἄκουσε, μάθε, Λίβιστρε, τὸ τί ἔν’ διδάχνω σέ το. Ἔρως εἰς τὴν ἀσχόλησιν πρόσωπα οὐ διακρίνει, ὁ δεῖνα γέρων ἄνθρωπος καὶ μὴ ἀσχολῆται πόθου, καὶ ὁ δεῖνα μέσα τοῦ καιροῦ καὶ πρέπει νὰ ἀσχολῆται, καὶ ὁ δεῖνα πλήρης βρέφος ἔν’ καὶ οὐ πρέπει νὰ ἀγαπήσῃ. Ἀλλὰ κἂν γέρων, κἂν παιδίν, κἂν μέσης ἡλικίας, ἐπίσης ἔνι ὁ Κρεμασμὸς καὶ ὁ Πόθος ἴσος ἔνι, καὶ οὐδὲν ἔχει τὴν προτίμησιν εἷς τοῦ ἄλλου τὴν Ἀγάπην· τὸ ποῖος τὴν λέγει οὐδὲν ἔχεις εἰς τὸ νὰ τὴν ἀπεικάσῃς.
“Μηδὲν λυπῆσαι ἀποτουνῦν, μὴ θλίβεσαι”, μὲ λέγει· “ἔφθασες, εἶδες ἀπεδὰ τὸ κάστρον τῆς Ροδάμνης, καὶ ἀποτουνῦν ἐγνώριζε, τώρα ἀπὸ ἐσὲν ὑπάγω διὰ πόθον τὴν παράξενον τὸν σὸν νὰ τὴν δοξεύσω· καὶ εὔξου με ἀπάρτι, Λίβιστρε, τίποτε μὴ λυπᾶσαι”. Ἐβγαίνει ἀπὸ τὴν τέντα μου καὶ ἐχάθην ἀπὸ μέναν, ἐξύπνησα ἐκ τὸ ὄνειρον καὶ πάλιν ἀνεζήτουν μετὰ μεγάλης ταραχῆς νὰ εὕρω τὸν Ἔρωτά μου. Παρέδραμεν, ἐξέφυγεν, ἐμίσσευσεν ἡ νύκτα πάλιν θωρῶ την τὴν αὐγήν, καὶ ἤρξατο νὰ χαράσσῃ, καὶ πάλιν ἐκ τὴν τέντα μου πρόσχαρος ἐσηκώθην, ἐβγαίνω εἰς τοὺς ἀγούρους μου, περιπατῶ εἰς τοὺς ὅλους καὶ πάλιν ἀφηγοῦμαι τους τὴν ὀνειροπλεξίαν, καὶ ὅλοι: “Χαίρου”, μ’ ἔλεγαν, “τοπάρχα, ἀπετώρα”». Ὁ Κλιτοβὼν ἀνερωτᾶ τὸν Λίβιστρον νὰ μάθῃ διὰ τὰ ὄπισθεν τὰ πρόσωπα τὰ ἐρωτικὰ τὰ τρία. Καὶ λέγω τον τὸν φίλον μου: «Ἂς σὲ περικόψω ὀλίγον· ὁκάτι ὀπίσω σὲ ἔλαθεν τὸ νὰ μὲ θέλῃς εἴπει, καὶ πάλιν ἐνθυμίζω σε τὸ νὰ μὲ ἀναδιδάξῃς».Παρῆλθεν, ἐπαρέδραμεν τὸ πλάτος τῆς ἡμέρας, ἤγγισεν πάλε τὸ βραδύν, ἐσίμωσε ἡ νύκτα, καὶ ἐγὼ μὲ τοὺς ἀγώρους μου τοὺς ἑκατὸν ἐκείνους δειπνῶ καὶ συντυχαίνω τους καὶ συμβουλεύομαί τους: “Ἅμα τοῦ ἰδοῦμε τὴν αὐγὴν ὅτι παραχαράζει νὰ τοπομεταθέσωμε, ν’ ἀγγίσωμεν τὸ κάστρον, νὰ θέσουν τὴν κατούνα μας ὅσον δοξεύει χέριν”. Ἤρεσεν ὅλους ἡ βουλὴ καὶ ἀπεχαιρέτησάν με καὶ μοναξὸν μὲ ἀφήκασιν ἐμὲν οἱ ἐδικοί μου ἀπέσω εἰς τὴν κατούνα μου μὲ τὰ παιδόπουλά μου· καὶ ἄκουσε πάλε, φίλε μου, τὸ τί ἔπλεξεν ἡ νύκτα καὶ πάλε τί μὲ ἐφάνταζεν ὁ ἐρωτοποθοκράτωρ. Ὄνειρον τρίτον Ἔρωτος Λιβίστρου πολυπόνου. Ἔπεσα εἰς τὸ κρεββάτιν μου καὶ εὐθὺς ἀπεκοιμήθην, καὶ πάλιν ἐν ὀνείρῳ μου τὸν Ἔρωταν ἐθώρουν· ἐπέτετον καὶ ἔρχετον μετὰ πολλοῦ τοῦ θράσους καὶ ἀπέσω εἰς τὴν κατούνα μου ἔδραμεν μετὰ θάρρους· καὶ ἅμα τὸ ἐμπεῖ μὲ τὸ πτερὸν δέρνει με εἰς τὸ κεφάλιν, λέγει: “Κοιμᾶσαι, Λίβιστρε;” καὶ εὐθὺς ἐξύπνησέ με.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 204
Καὶ πᾶσαν φύσιν, γνώριζε, κἂν γέροντος, κἂν νέου, κἂν ἔνι μέσον τοῦ καιροῦ, κἂν βρεφικοῦ τοῦ τρόπου, οὕτω καὶ εἰς τοῦτο καὶ εἰς αὐτὸ καὶ πάλιν εἰς ἐκεῖνο ὁ Πόθος τρέχει, γνώριζε, τὸν εἶδες μετὰ σέναν· καὶ μάθε, οὐκ ἔν’ προτίμησις τῶν ἐρωτοπροσώπων εἰς τίποτε, νῦν ἐγνώριζε, μὰ τὸ σπαθὶν τοῦ Πόθου”. Ἔδε τὰ μὲ ἀφηγήσετον ἐκεῖνος ὁ προγνώστης, φίλε μου, διὰ τὰ πρόσωπα τὰ ἐρωτικὰ τὰ τρία· ἰδὲ καὶ πάλιν ἄκουσε, μάθε νὰ σὲ ἀφηγοῦμαι καὶ πῶς ἐμεταπέσαμεν ἐκ τὸ κατουνοτόπιν καὶ τὴν ἀρχὴν ἣν ηὕραμεν εἰς τὸ Ἀργυρὸν τὸ Κάστρον. Πλὴν ἀπετώρα, φίλε μου, κατέλαβεν ἡ ἑσπέρα, καὶ εἰς κάστρον ἐκατηντήσαμεν καὶ ἂς εὕρωμεν μονήν μας· καὶ πάλιν ὅταν κινήσωμεν καὶ πιάσωμεν τὴν στράταν καὶ τὴν ὁδὸν κρατήσωμεν, πάλε νὰ σὲ ἀφηγοῦμαι. Ὕπνου καιρὸς ἀποτουνῦν, καὶ ἂς κοιμηθοῦμε, φίλε· καὶ πάλιν τὴν ἀφήγησιν ὅταν ἡμέρα φέξῃ, καταλεπτὸν—ὡς δύναμαι—λαλήσω, καταλέξω». Δεύτερος λόγος ἔρωτος Λιβίστρου καὶ Ροδάμνης, τὸ πῶς τὸ κάστρον ηὕρασιν καὶ μετὰ ταῦτα πάλε πῶς τὴν ἀρχὴν ἐσέβησαν τῆς κόρης τῆς Ροδάμνης.
Καὶ λέγει με: «Διὰ τοῦ Ἔρωτος τὰ πρόσωπα τὰ τρία, τὰ μὲ εἶπεν, τὰ μὲ ἐδίδαξεν ὁ μάντις ὁ προγνώστης, Τοῦ πόθου τὴν ἰσότηταν ὁ Λίβιστρος διδάσκει ἐκεῖνον τὸν παράξενον φίλον τὸν Κλιτοβώντα. εἶπεν με: “Τὸ τριπρόσωπον τὸ ἐρωτικὸν τὸ βλέπεις, ἄκουσε, μάθε, Λίβιστρε, τὸ τί ἔν’ διδάχνω σέ το. Ἔρως εἰς τὴν ἀσχόλησιν πρόσωπα οὐ διακρίνει, ὁ δεῖνα γέρων ἄνθρωπος καὶ μὴ ἀσχολῆται πόθου, καὶ ὁ δεῖνα μέσα τοῦ καιροῦ καὶ πρέπει νὰ ἀσχολῆται, καὶ ὁ δεῖνα πλήρης βρέφος ἔν’ καὶ οὐ πρέπει νὰ ἀγαπήσῃ. Ἀλλὰ κἂν γέρων, κἂν παιδίν, κἂν μέσης ἡλικίας, ἐπίσης ἔνι ὁ Κρεμασμὸς καὶ ὁ Πόθος ἴσος ἔνι, καὶ οὐδὲν ἔχει τὴν προτίμησιν εἷς τοῦ ἄλλου τὴν Ἀγάπην· τὸ ποῖος τὴν λέγει οὐδὲν ἔχεις εἰς τὸ νὰ τὴν ἀπεικάσῃς.“Μηδὲν λυπῆσαι ἀποτουνῦν, μὴ θλίβεσαι”, μὲ λέγει· “ἔφθασες, εἶδες ἀπεδὰ τὸ κάστρον τῆς Ροδάμνης, καὶ ἀποτουνῦν ἐγνώριζε, τώρα ἀπὸ ἐσὲν ὑπάγω διὰ πόθον τὴν παράξενον τὸν σὸν νὰ τὴν δοξεύσω· καὶ εὔξου με ἀπάρτι, Λίβιστρε, τίποτε μὴ λυπᾶσαι”. Ἐβγαίνει ἀπὸ τὴν τέντα μου καὶ ἐχάθην ἀπὸ μέναν, ἐξύπνησα ἐκ τὸ ὄνειρον καὶ πάλιν ἀνεζήτουν μετὰ μεγάλης ταραχῆς νὰ εὕρω τὸν Ἔρωτά μου. Παρέδραμεν, ἐξέφυγεν, ἐμίσσευσεν ἡ νύκτα πάλιν θωρῶ την τὴν αὐγήν, καὶ ἤρξατο νὰ χαράσσῃ, καὶ πάλιν ἐκ τὴν τέντα μου πρόσχαρος ἐσηκώθην, ἐβγαίνω εἰς τοὺς ἀγούρους μου, περιπατῶ εἰς τοὺς ὅλους καὶ πάλιν ἀφηγοῦμαι τους τὴν ὀνειροπλεξίαν, καὶ ὅλοι: “Χαίρου”, μ’ ἔλεγαν, “τοπάρχα, ἀπετώρα”». Ὁ Κλιτοβὼν ἀνερωτᾶ τὸν Λίβιστρον νὰ μάθῃ διὰ τὰ ὄπισθεν τὰ πρόσωπα τὰ ἐρωτικὰ τὰ τρία. Καὶ λέγω τον τὸν φίλον μου: «Ἂς σὲ περικόψω ὀλίγον· ὁκάτι ὀπίσω σὲ ἔλαθεν τὸ νὰ μὲ θέλῃς εἴπει, καὶ πάλιν ἐνθυμίζω σε τὸ νὰ μὲ ἀναδιδάξῃς».
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 209
Τὴν νύκταν παρεδράμαμεν καὶ εἴδαμεν τὴν ἡμέραν, πάλιν καβαλλικεύομεν καὶ τὴν ὁδὸν κρατοῦμεν· καὶ πάλιν ὁ ποθόδαρτος τὰ τέτοια μὲ ἀφηγεῖτον: «Ἠξεύρεις ποῦ ἐκατήντησεν τοῦ λόγου μας τὸ τέλος, φίλε, τὸ ἐσυντύχαμεν τὴν χθεσινὴν ἡμέραν;» Καὶ εἶπα τον: «Ναί, εἰς τὰ πρόσωπα τὰ ἐρωτικὰ τὰ τρία, καὶ πῶς ἠθέλετε ἀπεδὰ σιμώσειν εἰς τὸ κάστρον». Καὶ εἶπε μοι: «Ναί», καὶ ἐχείρισεν πάλιν νὰ μὲ ἀφηγῆται τὸ πῶς εἰς τὴν ἀσχόλησιν ἐσέβηκεν τῆς κόρης: «Εἶπα των καὶ ἀφηγήθη των τὸ ὄνειρον τὸ εἶδα, τὸ εἶπα τῶν ἀγώρων μου καὶ εἴπασίν μου ἐκεῖνοι: “Τί παρατρέχεις τὸν καιρόν, Λίβιστρε, γῆς τοπάρχα; Τί τὸν καιρὸν κενοτομεῖς τοῦ ἐπιχειρήματός σου; Τί περιμένεις δίχρονον νὰ πληρωθῇ καὶ πάλιν; Τί πλέον θέλεις ἀκομὴ τὸ νὰ κακοπαθήσῃς; Καὶ τί βραδύνεις τὸν καιρὸν καὶ ἀντί σου ἀγανακτοῦμεν; Τί σὲ κρατεῖ ὁ λογισμὸς καὶ φόβος σὲ προσδέρνει; Τί σὲ ταράσσει κίνδυνος καὶ πάλιν ἀναμένεις; Ἔδε τὸ κάστρον, ηὗρες το. Τί καρτερεῖς; Εἰπέ μας”.
Καὶ πᾶσαν φύσιν, γνώριζε, κἂν γέροντος, κἂν νέου, κἂν ἔνι μέσον τοῦ καιροῦ, κἂν βρεφικοῦ τοῦ τρόπου, οὕτω καὶ εἰς τοῦτο καὶ εἰς αὐτὸ καὶ πάλιν εἰς ἐκεῖνο ὁ Πόθος τρέχει, γνώριζε, τὸν εἶδες μετὰ σέναν· καὶ μάθε, οὐκ ἔν’ προτίμησις τῶν ἐρωτοπροσώπων εἰς τίποτε, νῦν ἐγνώριζε, μὰ τὸ σπαθὶν τοῦ Πόθου”. Ἔδε τὰ μὲ ἀφηγήσετον ἐκεῖνος ὁ προγνώστης, φίλε μου, διὰ τὰ πρόσωπα τὰ ἐρωτικὰ τὰ τρία· ἰδὲ καὶ πάλιν ἄκουσε, μάθε νὰ σὲ ἀφηγοῦμαι καὶ πῶς ἐμεταπέσαμεν ἐκ τὸ κατουνοτόπιν καὶ τὴν ἀρχὴν ἣν ηὕραμεν εἰς τὸ Ἀργυρὸν τὸ Κάστρον. Πλὴν ἀπετώρα, φίλε μου, κατέλαβεν ἡ ἑσπέρα, καὶ εἰς κάστρον ἐκατηντήσαμεν καὶ ἂς εὕρωμεν μονήν μας· καὶ πάλιν ὅταν κινήσωμεν καὶ πιάσωμεν τὴν στράταν καὶ τὴν ὁδὸν κρατήσωμεν, πάλε νὰ σὲ ἀφηγοῦμαι. Ὕπνου καιρὸς ἀποτουνῦν, καὶ ἂς κοιμηθοῦμε, φίλε· καὶ πάλιν τὴν ἀφήγησιν ὅταν ἡμέρα φέξῃ, καταλεπτὸν—ὡς δύναμαι—λαλήσω, καταλέξω». Δεύτερος λόγος ἔρωτος Λιβίστρου καὶ Ροδάμνης, τὸ πῶς τὸ κάστρον ηὕρασιν καὶ μετὰ ταῦτα πάλε πῶς τὴν ἀρχὴν ἐσέβησαν τῆς κόρης τῆς Ροδάμνης.Καὶ λέγει με: «Διὰ τοῦ Ἔρωτος τὰ πρόσωπα τὰ τρία, τὰ μὲ εἶπεν, τὰ μὲ ἐδίδαξεν ὁ μάντις ὁ προγνώστης, Τοῦ πόθου τὴν ἰσότηταν ὁ Λίβιστρος διδάσκει ἐκεῖνον τὸν παράξενον φίλον τὸν Κλιτοβώντα. εἶπεν με: “Τὸ τριπρόσωπον τὸ ἐρωτικὸν τὸ βλέπεις, ἄκουσε, μάθε, Λίβιστρε, τὸ τί ἔν’ διδάχνω σέ το. Ἔρως εἰς τὴν ἀσχόλησιν πρόσωπα οὐ διακρίνει, ὁ δεῖνα γέρων ἄνθρωπος καὶ μὴ ἀσχολῆται πόθου, καὶ ὁ δεῖνα μέσα τοῦ καιροῦ καὶ πρέπει νὰ ἀσχολῆται, καὶ ὁ δεῖνα πλήρης βρέφος ἔν’ καὶ οὐ πρέπει νὰ ἀγαπήσῃ. Ἀλλὰ κἂν γέρων, κἂν παιδίν, κἂν μέσης ἡλικίας, ἐπίσης ἔνι ὁ Κρεμασμὸς καὶ ὁ Πόθος ἴσος ἔνι, καὶ οὐδὲν ἔχει τὴν προτίμησιν εἷς τοῦ ἄλλου τὴν Ἀγάπην· τὸ ποῖος τὴν λέγει οὐδὲν ἔχεις εἰς τὸ νὰ τὴν ἀπεικάσῃς.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 22
Ἀντὶ πατρός, ἀντὶ μητρός, ἀντὶ ἀδελφοὺς καὶ φίλους, ἔχω ἐσέναν σήμερον ἐδῶ εἰς τὴν ξενιτείαν, καὶ θέλω νὰ σὲ ἀφηγήσωμαι τὰ ἐπάσχισα εἰς τὸν κόσμον· καὶ ἂν καταλήθειαν ἔμαθες νὰ συμπονῇς τοὺς ξένους, νὰ ποίσῃς ὅρκον μετ’ ἐμέν, νὰ στεργοαφιρώσῃς, οἷος ἂν ἔλθῃ κίνδυνος νὰ μὴ ἀποχωριστοῦμεν». Εἶπα τον: «Ναί», καὶ παρευθὺς πεζεύει ἀπὸ τὸ ἄλογόν του, καὶ ἐγὼ ὡσαύτως μετ’ αὐτοῦ, καὶ ὠμόσαμεν οἱ δύο ὅστις ἂν ἔλθῃ κίνδυνος νὰ μὴ ἀποχωρισθῶμεν. Καὶ πρῶτον πρῶτον λέγει με μεθ’ ὅρκου ἀπὸ ψυχῆς του: «Ἐγνώριζε, μὰ τοὺς πόνους μου τοὺς ἔχω εἰς τὴν ψυχήν μου, χρόνον ἀκέραιον περιπατῶ καὶ κοσμοαναγυρεύω, καὶ ζῶ ἀπὸ τὸ γεράκιν μου καὶ θρέφομαι ἀπὸ τὸ σκυλίν μου· ἔναι ζωή μου τὸ φαρίν, ψυχή μου τὰ ἄρματά μου. Καὶ ἁπλῶς εἰς τέτοιαν, φίλε μου, κατήντησα μανίαν, ὅτι ἐγίνην εἰς ἐμὲν ὡς Χάρος τὸ σπαθίν μου, θάνατος τὸ λουρίκιν μου καὶ τάφος τὰ ἄρματά μου. Ἐδὰ ἀποτώρα ἐγνώριζε καὶ τί ἔναι τὸ στενάζω. Ὁ Λίβιστρος τὸ γένος του λέγει τὸν Κλιτοβώντα.
Ἄνθρωπος εἶμαι καὶ πονῶ, καὶ τὸ πονῶ γυρεύεις, συνοδοιπόρε σύνξενε, καὶ θέλεις νὰ τὸ μάθῃς; Ἂν εἶσαι πέτρα νὰ ραγῇς, νομίζω, ἐκ τὴν λύπην, διότι, μὰ τοὺς πόνους μου τοὺς πάσχω διὰ τὸν πόθον, καὶ πέτρα ἂν φθάσῃ τὰ ἔπαθα τοῦ νὰ τὰ θέλῃ μάθει, εἰς ἑκατὸν νὰ διαρραγῇ καὶ νὰ θρυβῇ ὡς τὸ χῶμαν». Ἐγὼ ὡς ἐκατεγνώρισα διὰ πόθον ἔν’ τὸ πάσχειν, ὅρκους φρικτοὺς τὸν ὤμοσα νὰ μὲ εἰπῇ τὰ λυπᾶται· εἶπα τον: «Ξένε, γνώριζε, λέγει ὁ δημώδης λόγος, κάλλιον ἔνι εἷς ἀδελφὸς εἰς στράταν παρὸ μάναν· καὶ ἂν τὸ πονεῖς οὐ λέγῃς το καὶ κρύβῃς το εἰς ἐσέναν, ὁποὺ φυλάσσει τὸ πονεῖ, γίνεται εἰς κίνδυνόν του». Καὶ ὁκάποτε ἀπὸ βίας του στρέφεται καὶ θωρεῖ με, νὰ χύνεται ἐκ τὰ ὀμμάτιά του τὸ δάκρυον ὡς ποτάμιν, Τὸν Κλιτοβώντα ὁ Λίβιστρος πάλιν ἀπηλογήθη. καὶ λέγει: «Ἂς σὲ εἴπω τίποτε, ξένε συνοδοιπόρε, ἐμὲν ὡς μὲ κατέστησεν ἡ τύχη μου εἰς τὸν κόσμον.Ἐγὼ ὡς τὸν εἶδα ὅτι πονεῖ καὶ θλίβεται τοσοῦτον, ἀγωνιζόμην καὶ ἤθελα τὸ νὰ τὸν ἐρωτήσω τίς ἔνι, πόθεν ὁ ἄνθρωπος καὶ τί ἔνι τὸ στενάζει· καὶ τέως οὐδὲν μὲ ἐβάσταξεν, ἐκ τὰ πολλὰ ἠγανάκτουν, ἐσίμωσά τον εἰς τὸ πλευρόν, θαρρῶ, ἐχαιρέτισά τον, εἶπα τον: «Πόθεν περπατεῖς, ξένε συνοδοιπόρε;» Καὶ ἐκεῖνος ὡς ἐκόπτετον ὁ νοῦς του ἀπὸ τοὺς πόνους, οὐδὲ ἐστράφην εἰς ἐμὲ οὐδὲ ἐχαιρέτισέ με, ἀλλὰ τῆς στράτας τὸ στενὸν ἐκράτει μονοπάτιν καὶ τὸ ποτάμιν ἔβλεπεν καὶ ἐπήγαινε θλιμμένος. Ἐγὼ πάλιν ὡς ἤθελα νὰ μάθω τί ἔνι τὸ πάσχει, πάλιν ἐλάλουν πρὸς αὐτόν, ἐσυχνοανεχαιρέτουν: «Βάσταζε, ξένε, μὴ πονῇς, μὴ θλίβεσαι τοσοῦτον· εἰς ἄγριον τόπον περπατεῖς καὶ ἂν τύχῃ ἀπὸ τοὺς πόνους ἄλλον ὁκάτι ἐπώδυνον νὰ γίνεται εἰς ἐσέναν, νὰ εἶσαι ἀπαρηγόρητος ἐδῶ εἰς τὴν ξενιτείαν». Ὁκάποτε ἐστέναξεν καὶ στρέφεται εἰς ἐμέναν πολλὰ θλιμμένος, σοβαρὸς καὶ ἀπηλογήθηκέ μου: Ἀπηλογεῖται ὁ Λίβιστρος τὸν φίλον Κλιτοβώντα. «Ἄνθρωπε, τί ἔν’ τὸ μὲ ἐρωτᾶς καὶ βιάζεις με τοσοῦτον νὰ μάθῃς τί ἔν’ τὸ θλίβομαι καὶ συχνοαναστενάζω;
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 220
Καὶ ὡς ἤκουσα ἀπὸ τοὺς ἐμοὺς ὅτι στενοχωροῦνται, Τοὺς ἑκατὸν ὁ Λίβιστρος στήκει καὶ ἀπηλογᾶται. εἶπα τους: “Φίλοι ἐγνώριμοι καὶ συγκακοπαθηταί μου, γῆς τῆς ἐμῆς οἰκήτορες καὶ συνομοκαστρίται, ἐπεὶν συνεπασχίσετε δίχρονον ἤδη τώρα καὶ τοὺς πολλούς μου πικρασμοὺς συνεπονέσετέ τους, καὶ τὰς πολλὰς κακώσεις μου συνεκακώθητέ τας, τὰς συμφοράς μου τὰς πολλὰς συνυπομείνετέ τας, τὰς ἀβαστάγους λύπας μου συνελυπήθητέ τας, καὶ μὲ τὰ τόσα τὰ πολλὰ τὰ ἐπάθαμεν ἐντάμα, τὸ ἐψηλαφοῦμεν δίχρονον ἤδη ἐπιτύχαμέν το καὶ εἰς τόπον κατηντήσαμεν γλυκὺν ἐλευθερίας, βλέπετε μὴ σπουδάσωμεν καὶ μὲ τοὺς τόσους κόπους ἐβγῇ τὸ κέρδος ἄκαιρον τοῦ κόπου μας τοῦ τόσου.
Τὴν νύκταν παρεδράμαμεν καὶ εἴδαμεν τὴν ἡμέραν, πάλιν καβαλλικεύομεν καὶ τὴν ὁδὸν κρατοῦμεν· καὶ πάλιν ὁ ποθόδαρτος τὰ τέτοια μὲ ἀφηγεῖτον: «Ἠξεύρεις ποῦ ἐκατήντησεν τοῦ λόγου μας τὸ τέλος, φίλε, τὸ ἐσυντύχαμεν τὴν χθεσινὴν ἡμέραν;» Καὶ εἶπα τον: «Ναί, εἰς τὰ πρόσωπα τὰ ἐρωτικὰ τὰ τρία, καὶ πῶς ἠθέλετε ἀπεδὰ σιμώσειν εἰς τὸ κάστρον». Καὶ εἶπε μοι: «Ναί», καὶ ἐχείρισεν πάλιν νὰ μὲ ἀφηγῆται τὸ πῶς εἰς τὴν ἀσχόλησιν ἐσέβηκεν τῆς κόρης: «Εἶπα των καὶ ἀφηγήθη των τὸ ὄνειρον τὸ εἶδα, τὸ εἶπα τῶν ἀγώρων μου καὶ εἴπασίν μου ἐκεῖνοι: “Τί παρατρέχεις τὸν καιρόν, Λίβιστρε, γῆς τοπάρχα; Τί τὸν καιρὸν κενοτομεῖς τοῦ ἐπιχειρήματός σου; Τί περιμένεις δίχρονον νὰ πληρωθῇ καὶ πάλιν; Τί πλέον θέλεις ἀκομὴ τὸ νὰ κακοπαθήσῃς; Καὶ τί βραδύνεις τὸν καιρὸν καὶ ἀντί σου ἀγανακτοῦμεν; Τί σὲ κρατεῖ ὁ λογισμὸς καὶ φόβος σὲ προσδέρνει; Τί σὲ ταράσσει κίνδυνος καὶ πάλιν ἀναμένεις; Ἔδε τὸ κάστρον, ηὗρες το. Τί καρτερεῖς; Εἰπέ μας”.Καὶ πᾶσαν φύσιν, γνώριζε, κἂν γέροντος, κἂν νέου, κἂν ἔνι μέσον τοῦ καιροῦ, κἂν βρεφικοῦ τοῦ τρόπου, οὕτω καὶ εἰς τοῦτο καὶ εἰς αὐτὸ καὶ πάλιν εἰς ἐκεῖνο ὁ Πόθος τρέχει, γνώριζε, τὸν εἶδες μετὰ σέναν· καὶ μάθε, οὐκ ἔν’ προτίμησις τῶν ἐρωτοπροσώπων εἰς τίποτε, νῦν ἐγνώριζε, μὰ τὸ σπαθὶν τοῦ Πόθου”. Ἔδε τὰ μὲ ἀφηγήσετον ἐκεῖνος ὁ προγνώστης, φίλε μου, διὰ τὰ πρόσωπα τὰ ἐρωτικὰ τὰ τρία· ἰδὲ καὶ πάλιν ἄκουσε, μάθε νὰ σὲ ἀφηγοῦμαι καὶ πῶς ἐμεταπέσαμεν ἐκ τὸ κατουνοτόπιν καὶ τὴν ἀρχὴν ἣν ηὕραμεν εἰς τὸ Ἀργυρὸν τὸ Κάστρον. Πλὴν ἀπετώρα, φίλε μου, κατέλαβεν ἡ ἑσπέρα, καὶ εἰς κάστρον ἐκατηντήσαμεν καὶ ἂς εὕρωμεν μονήν μας· καὶ πάλιν ὅταν κινήσωμεν καὶ πιάσωμεν τὴν στράταν καὶ τὴν ὁδὸν κρατήσωμεν, πάλε νὰ σὲ ἀφηγοῦμαι. Ὕπνου καιρὸς ἀποτουνῦν, καὶ ἂς κοιμηθοῦμε, φίλε· καὶ πάλιν τὴν ἀφήγησιν ὅταν ἡμέρα φέξῃ, καταλεπτὸν—ὡς δύναμαι—λαλήσω, καταλέξω». Δεύτερος λόγος ἔρωτος Λιβίστρου καὶ Ροδάμνης, τὸ πῶς τὸ κάστρον ηὕρασιν καὶ μετὰ ταῦτα πάλε πῶς τὴν ἀρχὴν ἐσέβησαν τῆς κόρης τῆς Ροδάμνης.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 222
Ἀλλὰ ἂς προκαρτερήσωμεν, γυρεύσωμεν τὸ κάστρον, μάθωμεν ποῦ παράκειται τῆς κόρης τὸ κουβούκλιν, στήσωμεν τένταν ἀπεκεῖ, ποίσωμεν μῆναν ἕναν, σπουδάσωμεν νὰ ποίσωμεν φιλίαν ἀπὲ τὸ κάστρον, τὰ πάντα καταμάθωμεν, γυρεύσωμεν τὸν τόπον, καὶ μετὰ πόθου μηχανῆς ὀλίγον κατολίγον ἴδωμεν τὸ ποθούμενον, Ἔρως οὐ ψεύδεταί μας, ζήσωμεν χρόνους μετ’ αὐτήν, χαρῶμεν, γλυκανθῶμεν, ἐστάνε Πόθος τὸν σκοπὸν τὸν ἔχει μὴ ἀλλάξῃ καὶ Ἔρωτας ποίσει τὸ γλυκὺν νὰ γυριστῇ φαρμάκιν”. Ἤρεσεν ὅλους ἡ βουλή, φίλε, τοὺς ἐδικούς μου, αὐγὴν ἐμεταπέσαμεν, ἤλθαμεν εἰς τὸ κάστρον, εἴδαμεν κάστρου καλλονήν, εἴδαμεν κάστρου κτίσμαν, καὶ ὡς ἔχω ἀπὸ ἀφηγήματος νὰ ξενιστῇ ἡ ψυχή σου. Ἔκφρασις Κάστρου τοῦ Ἀργυροῦ τῆς κόρης τῆς Ροδάμνης. Τρίγωνον ἦτον, φίλε μου, τὸ κάστρον τῆς Ροδάμνης καὶ εἰς τὸ καθέναν του πλευρὸν δώδεκα πύργους εἶχεν· καὶ ἐπάνω εἰς τοῦ πυργώματος τὸ δόντι τὸ καθέναν ἄνθρωποι ἀπὸ χαλκώματος νὰ στέκουσιν ὁλόρθοι.
Καὶ ὡς ἤκουσα ἀπὸ τοὺς ἐμοὺς ὅτι στενοχωροῦνται, Τοὺς ἑκατὸν ὁ Λίβιστρος στήκει καὶ ἀπηλογᾶται. εἶπα τους: “Φίλοι ἐγνώριμοι καὶ συγκακοπαθηταί μου, γῆς τῆς ἐμῆς οἰκήτορες καὶ συνομοκαστρίται, ἐπεὶν συνεπασχίσετε δίχρονον ἤδη τώρα καὶ τοὺς πολλούς μου πικρασμοὺς συνεπονέσετέ τους, καὶ τὰς πολλὰς κακώσεις μου συνεκακώθητέ τας, τὰς συμφοράς μου τὰς πολλὰς συνυπομείνετέ τας, τὰς ἀβαστάγους λύπας μου συνελυπήθητέ τας, καὶ μὲ τὰ τόσα τὰ πολλὰ τὰ ἐπάθαμεν ἐντάμα, τὸ ἐψηλαφοῦμεν δίχρονον ἤδη ἐπιτύχαμέν το καὶ εἰς τόπον κατηντήσαμεν γλυκὺν ἐλευθερίας, βλέπετε μὴ σπουδάσωμεν καὶ μὲ τοὺς τόσους κόπους ἐβγῇ τὸ κέρδος ἄκαιρον τοῦ κόπου μας τοῦ τόσου.Τὴν νύκταν παρεδράμαμεν καὶ εἴδαμεν τὴν ἡμέραν, πάλιν καβαλλικεύομεν καὶ τὴν ὁδὸν κρατοῦμεν· καὶ πάλιν ὁ ποθόδαρτος τὰ τέτοια μὲ ἀφηγεῖτον: «Ἠξεύρεις ποῦ ἐκατήντησεν τοῦ λόγου μας τὸ τέλος, φίλε, τὸ ἐσυντύχαμεν τὴν χθεσινὴν ἡμέραν;» Καὶ εἶπα τον: «Ναί, εἰς τὰ πρόσωπα τὰ ἐρωτικὰ τὰ τρία, καὶ πῶς ἠθέλετε ἀπεδὰ σιμώσειν εἰς τὸ κάστρον». Καὶ εἶπε μοι: «Ναί», καὶ ἐχείρισεν πάλιν νὰ μὲ ἀφηγῆται τὸ πῶς εἰς τὴν ἀσχόλησιν ἐσέβηκεν τῆς κόρης: «Εἶπα των καὶ ἀφηγήθη των τὸ ὄνειρον τὸ εἶδα, τὸ εἶπα τῶν ἀγώρων μου καὶ εἴπασίν μου ἐκεῖνοι: “Τί παρατρέχεις τὸν καιρόν, Λίβιστρε, γῆς τοπάρχα; Τί τὸν καιρὸν κενοτομεῖς τοῦ ἐπιχειρήματός σου; Τί περιμένεις δίχρονον νὰ πληρωθῇ καὶ πάλιν; Τί πλέον θέλεις ἀκομὴ τὸ νὰ κακοπαθήσῃς; Καὶ τί βραδύνεις τὸν καιρὸν καὶ ἀντί σου ἀγανακτοῦμεν; Τί σὲ κρατεῖ ὁ λογισμὸς καὶ φόβος σὲ προσδέρνει; Τί σὲ ταράσσει κίνδυνος καὶ πάλιν ἀναμένεις; Ἔδε τὸ κάστρον, ηὗρες το. Τί καρτερεῖς; Εἰπέ μας”.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 226
Τοὺς μὲν ἐν ὅπλοις ἔστησεν ἐκεῖνος ὁ τεχνίτης, νομίζω νὰ εἶπες ἐκπαντός, φίλε μου, ἂν τοὺς εἶδες, ζοῦν, ἀντιπαρατάσσονται καὶ στέκουσιν πρὸς μάχην· τοὺς ἄλλους πάλιν ἔποικεν ἐκεῖνος ὁ τεχνίτης, ὁ μὲν νὰ παίζῃ μουσικήν, ἄλλος νὰ παίζῃ λύραν καὶ ἄλλος νὰ παίζῃ τεχνικὰ καλάμιν ἀπὸ πόθου, καὶ τὸ καθέναν τῶν ἠχῶν τοῦ καθενὸς τοῦ ξύλου ἤκουσες πῶς ἐφώναζεν ἐκ τὴν πνοὴν τοῦ ἀνέμου. Ὡς ἦτον ἀπὸ μηχανῆς ἐκείνου τοῦ τεχνίτου ἕναν λιθάριν ἔλεγες ἔνι τὸ κάστρον ὅλον, ἁρμὸς οὐκ ἦτον πρὸς ἁρμόν, πέτρα πρὸς ἄλλην πέτραν. Καὶ εἰς τὸ πλευρὸν τὸ ἀριστερόν, τὸ πρὸς τὴν πόρταν μέρος, εἶδα τὰς δώδεκα Ἀρετὰς ἐκεῖ λατομημένας· *τὸ χέριν τὸ καθέναν τους ἐβάσταζεν χαρτία καὶ ὅλα νὰ ἔχουν γράμματα, καὶ τὸ ἄλλον τους τὸ χέριν (1021a) ἦτον ὡς πρὸς τὸ σχῆμαν της τῆς καθεμίας φεδούλας.* (1021b) Ἔκφρασις τῶν δώδεκα Ἀρετῶν τοῦ κάστρου.
Ἀλλὰ ἂς προκαρτερήσωμεν, γυρεύσωμεν τὸ κάστρον, μάθωμεν ποῦ παράκειται τῆς κόρης τὸ κουβούκλιν, στήσωμεν τένταν ἀπεκεῖ, ποίσωμεν μῆναν ἕναν, σπουδάσωμεν νὰ ποίσωμεν φιλίαν ἀπὲ τὸ κάστρον, τὰ πάντα καταμάθωμεν, γυρεύσωμεν τὸν τόπον, καὶ μετὰ πόθου μηχανῆς ὀλίγον κατολίγον ἴδωμεν τὸ ποθούμενον, Ἔρως οὐ ψεύδεταί μας, ζήσωμεν χρόνους μετ’ αὐτήν, χαρῶμεν, γλυκανθῶμεν, ἐστάνε Πόθος τὸν σκοπὸν τὸν ἔχει μὴ ἀλλάξῃ καὶ Ἔρωτας ποίσει τὸ γλυκὺν νὰ γυριστῇ φαρμάκιν”. Ἤρεσεν ὅλους ἡ βουλή, φίλε, τοὺς ἐδικούς μου, αὐγὴν ἐμεταπέσαμεν, ἤλθαμεν εἰς τὸ κάστρον, εἴδαμεν κάστρου καλλονήν, εἴδαμεν κάστρου κτίσμαν, καὶ ὡς ἔχω ἀπὸ ἀφηγήματος νὰ ξενιστῇ ἡ ψυχή σου. Ἔκφρασις Κάστρου τοῦ Ἀργυροῦ τῆς κόρης τῆς Ροδάμνης. Τρίγωνον ἦτον, φίλε μου, τὸ κάστρον τῆς Ροδάμνης καὶ εἰς τὸ καθέναν του πλευρὸν δώδεκα πύργους εἶχεν· καὶ ἐπάνω εἰς τοῦ πυργώματος τὸ δόντι τὸ καθέναν ἄνθρωποι ἀπὸ χαλκώματος νὰ στέκουσιν ὁλόρθοι.Καὶ ὡς ἤκουσα ἀπὸ τοὺς ἐμοὺς ὅτι στενοχωροῦνται, Τοὺς ἑκατὸν ὁ Λίβιστρος στήκει καὶ ἀπηλογᾶται. εἶπα τους: “Φίλοι ἐγνώριμοι καὶ συγκακοπαθηταί μου, γῆς τῆς ἐμῆς οἰκήτορες καὶ συνομοκαστρίται, ἐπεὶν συνεπασχίσετε δίχρονον ἤδη τώρα καὶ τοὺς πολλούς μου πικρασμοὺς συνεπονέσετέ τους, καὶ τὰς πολλὰς κακώσεις μου συνεκακώθητέ τας, τὰς συμφοράς μου τὰς πολλὰς συνυπομείνετέ τας, τὰς ἀβαστάγους λύπας μου συνελυπήθητέ τας, καὶ μὲ τὰ τόσα τὰ πολλὰ τὰ ἐπάθαμεν ἐντάμα, τὸ ἐψηλαφοῦμεν δίχρονον ἤδη ἐπιτύχαμέν το καὶ εἰς τόπον κατηντήσαμεν γλυκὺν ἐλευθερίας, βλέπετε μὴ σπουδάσωμεν καὶ μὲ τοὺς τόσους κόπους ἐβγῇ τὸ κέρδος ἄκαιρον τοῦ κόπου μας τοῦ τόσου.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 229
Ἦτον ἡ πρώτη Φρόνεσις καὶ εἶχεν τὸ σχῆμαν τοῦτο, νὰ στήκῃ σύννους, εὐγενής, καὶ τὸ ἕναν της τὸ χέριν κλιτὸν εἶχεν εἰς μέτωπον καὶ νὰ δακτυλοδείχνῃ τοῦ λογισμοῦ της τὸ ἄψευδον, τὸ ἀκέραιον φρόνημάν της, καὶ τὸ χαρτὶν τὸ ἐβάσταζεν εἰς τὸ ἄλλον της τὸ χέριν τοῦτα ἔγραφαν τὰ γράμματα, φίλε μου, καὶ ἄκουσέ τα: “Ὁ νοῦς φρονεῖ ὁποὺ σκοπεῖ τὸ τέλος τῶν πραγμάτων καὶ πρὸς τὸ τέλος τὴν ἀρχὴν ἐπιχειρεῖ ἀποτότες”. Ἔνοπλον εἶδα, ἐστήκετον ἀπ’ αὔτην τὴν Ἀνδρείαν, θρασέαν ἀπὸ τοῦ σχήματος, καὶ τὸ ἕναν της τὸ χέριν εἶχε χαρτὶν καὶ τὸ ἄλλον της ἐβάσταζεν κοντάριν, καὶ εἰς τὸ χαρτὶν ἐγράφασιν, φίλε μου, ἐτοῦτοι οἱ λόγοι: “Δειλὸν τὸν κρένω ὁποὺ σκοπᾶ τὸ τέλος τῶν πραγμάτων καὶ δίχα τόλμης κρίνω τον καὶ παρεκτὸς ἀνδρείας”. Ἀπαύτου εἶδα ἐστέκετον ἡ Ἀλήθεια μετὰ θάρρους, ἀληθινὸν τριαντάφυλλον τὸ χέρι της ἐκράτει καὶ τὸ χαρτὶν εἰς τὸ ἄλλον της καὶ ἔγραφαν τοῦτοι οἱ λόγοι: “Νοῦς ἀληθὴς οὐκ ἀτυχεῖ, τόλμης ἐπιτυχαίνει, καὶ τ’ ὀρεχθῇ πληρώνει το, ποτὲ οὐ δειλογνωμεῖ το”.
Τοὺς μὲν ἐν ὅπλοις ἔστησεν ἐκεῖνος ὁ τεχνίτης, νομίζω νὰ εἶπες ἐκπαντός, φίλε μου, ἂν τοὺς εἶδες, ζοῦν, ἀντιπαρατάσσονται καὶ στέκουσιν πρὸς μάχην· τοὺς ἄλλους πάλιν ἔποικεν ἐκεῖνος ὁ τεχνίτης, ὁ μὲν νὰ παίζῃ μουσικήν, ἄλλος νὰ παίζῃ λύραν καὶ ἄλλος νὰ παίζῃ τεχνικὰ καλάμιν ἀπὸ πόθου, καὶ τὸ καθέναν τῶν ἠχῶν τοῦ καθενὸς τοῦ ξύλου ἤκουσες πῶς ἐφώναζεν ἐκ τὴν πνοὴν τοῦ ἀνέμου. Ὡς ἦτον ἀπὸ μηχανῆς ἐκείνου τοῦ τεχνίτου ἕναν λιθάριν ἔλεγες ἔνι τὸ κάστρον ὅλον, ἁρμὸς οὐκ ἦτον πρὸς ἁρμόν, πέτρα πρὸς ἄλλην πέτραν. Καὶ εἰς τὸ πλευρὸν τὸ ἀριστερόν, τὸ πρὸς τὴν πόρταν μέρος, εἶδα τὰς δώδεκα Ἀρετὰς ἐκεῖ λατομημένας· *τὸ χέριν τὸ καθέναν τους ἐβάσταζεν χαρτία καὶ ὅλα νὰ ἔχουν γράμματα, καὶ τὸ ἄλλον τους τὸ χέριν (1021a) ἦτον ὡς πρὸς τὸ σχῆμαν της τῆς καθεμίας φεδούλας.* (1021b) Ἔκφρασις τῶν δώδεκα Ἀρετῶν τοῦ κάστρου.Ἀλλὰ ἂς προκαρτερήσωμεν, γυρεύσωμεν τὸ κάστρον, μάθωμεν ποῦ παράκειται τῆς κόρης τὸ κουβούκλιν, στήσωμεν τένταν ἀπεκεῖ, ποίσωμεν μῆναν ἕναν, σπουδάσωμεν νὰ ποίσωμεν φιλίαν ἀπὲ τὸ κάστρον, τὰ πάντα καταμάθωμεν, γυρεύσωμεν τὸν τόπον, καὶ μετὰ πόθου μηχανῆς ὀλίγον κατολίγον ἴδωμεν τὸ ποθούμενον, Ἔρως οὐ ψεύδεταί μας, ζήσωμεν χρόνους μετ’ αὐτήν, χαρῶμεν, γλυκανθῶμεν, ἐστάνε Πόθος τὸν σκοπὸν τὸν ἔχει μὴ ἀλλάξῃ καὶ Ἔρωτας ποίσει τὸ γλυκὺν νὰ γυριστῇ φαρμάκιν”. Ἤρεσεν ὅλους ἡ βουλή, φίλε, τοὺς ἐδικούς μου, αὐγὴν ἐμεταπέσαμεν, ἤλθαμεν εἰς τὸ κάστρον, εἴδαμεν κάστρου καλλονήν, εἴδαμεν κάστρου κτίσμαν, καὶ ὡς ἔχω ἀπὸ ἀφηγήματος νὰ ξενιστῇ ἡ ψυχή σου. Ἔκφρασις Κάστρου τοῦ Ἀργυροῦ τῆς κόρης τῆς Ροδάμνης. Τρίγωνον ἦτον, φίλε μου, τὸ κάστρον τῆς Ροδάμνης καὶ εἰς τὸ καθέναν του πλευρὸν δώδεκα πύργους εἶχεν· καὶ ἐπάνω εἰς τοῦ πυργώματος τὸ δόντι τὸ καθέναν ἄνθρωποι ἀπὸ χαλκώματος νὰ στέκουσιν ὁλόρθοι.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 232
Ἡ Πίστις ἦτον ἀπ’ αὐτὴν καὶ εἶχεν τὸ σχῆμαν τοῦτο, σύννους, δεινή, προσεκτική, καὶ εἰς τὸ ἕναν της τὸ χέριν εἶχεν σταυρὸν καὶ εἰς τὸ ἄλλον της χαρτὶν μετὰ γραμμάτων, καὶ ἐλέγασιν τὰ γράμματα τὰ ἦσαν ἐκεῖ γραμμένα: “Δίχα τῆς πίστεως, γνώριζε, κἂν ὅσα ἂν ἀληθεύσῃς, σφάλλεις εἰς τὴν ἀλήθειαν, βεβαιώθησε ἀπὸ ἐμέναν”. Τὴν Δικαιοσύνην ἀπ’ αὐτὴν νὰ βλέπῃ ὡς πρὸς τὴν Πίστιν, τὸ σχῆμα νὰ ἔχῃ χαρωπὸν καὶ ἐνήδονον τὸ βλέμμα, τὸ ἕναν της χέρι νὰ κρατῇ ζύγιν νὰ καμπανίζῃ καὶ τὸ ἄλλον εἶχεν, φίλε μου, χαρτὶν μετὰ γραμμάτων: “Δίχα τῶν ἔργων ἀπρακτεῖς, καὶ ἐσὺ ἀπὸ ἐμὲν τὸ μάθε, καὶ εἰς σὲ νεκρὰ τὰ πράγματα, πίστευε τὸ σὲ λέγω”. Τὴν Σωφροσύνην ἀπ’ αὐτὴν νὰ νεύῃ εἰς γῆν ὀλίγον, τὸ ἕναν της χέρι νὰ κρατῇ κλαδὶν ἀπὸ μυρσίνην καὶ τὸ ἄλλον της ἐβάσταζεν χαρτὶν μετὰ γραμμάτων: “Κἂν ἀληθής, κἂν δίκαιος, κἂν ἐξαρχῆς πιστεύῃς, ὅλα τὰ προτερήματα τῆς σωφροσύνης εἶναι”.
Ἦτον ἡ πρώτη Φρόνεσις καὶ εἶχεν τὸ σχῆμαν τοῦτο, νὰ στήκῃ σύννους, εὐγενής, καὶ τὸ ἕναν της τὸ χέριν κλιτὸν εἶχεν εἰς μέτωπον καὶ νὰ δακτυλοδείχνῃ τοῦ λογισμοῦ της τὸ ἄψευδον, τὸ ἀκέραιον φρόνημάν της, καὶ τὸ χαρτὶν τὸ ἐβάσταζεν εἰς τὸ ἄλλον της τὸ χέριν τοῦτα ἔγραφαν τὰ γράμματα, φίλε μου, καὶ ἄκουσέ τα: “Ὁ νοῦς φρονεῖ ὁποὺ σκοπεῖ τὸ τέλος τῶν πραγμάτων καὶ πρὸς τὸ τέλος τὴν ἀρχὴν ἐπιχειρεῖ ἀποτότες”. Ἔνοπλον εἶδα, ἐστήκετον ἀπ’ αὔτην τὴν Ἀνδρείαν, θρασέαν ἀπὸ τοῦ σχήματος, καὶ τὸ ἕναν της τὸ χέριν εἶχε χαρτὶν καὶ τὸ ἄλλον της ἐβάσταζεν κοντάριν, καὶ εἰς τὸ χαρτὶν ἐγράφασιν, φίλε μου, ἐτοῦτοι οἱ λόγοι: “Δειλὸν τὸν κρένω ὁποὺ σκοπᾶ τὸ τέλος τῶν πραγμάτων καὶ δίχα τόλμης κρίνω τον καὶ παρεκτὸς ἀνδρείας”. Ἀπαύτου εἶδα ἐστέκετον ἡ Ἀλήθεια μετὰ θάρρους, ἀληθινὸν τριαντάφυλλον τὸ χέρι της ἐκράτει καὶ τὸ χαρτὶν εἰς τὸ ἄλλον της καὶ ἔγραφαν τοῦτοι οἱ λόγοι: “Νοῦς ἀληθὴς οὐκ ἀτυχεῖ, τόλμης ἐπιτυχαίνει, καὶ τ’ ὀρεχθῇ πληρώνει το, ποτὲ οὐ δειλογνωμεῖ το”.Τοὺς μὲν ἐν ὅπλοις ἔστησεν ἐκεῖνος ὁ τεχνίτης, νομίζω νὰ εἶπες ἐκπαντός, φίλε μου, ἂν τοὺς εἶδες, ζοῦν, ἀντιπαρατάσσονται καὶ στέκουσιν πρὸς μάχην· τοὺς ἄλλους πάλιν ἔποικεν ἐκεῖνος ὁ τεχνίτης, ὁ μὲν νὰ παίζῃ μουσικήν, ἄλλος νὰ παίζῃ λύραν καὶ ἄλλος νὰ παίζῃ τεχνικὰ καλάμιν ἀπὸ πόθου, καὶ τὸ καθέναν τῶν ἠχῶν τοῦ καθενὸς τοῦ ξύλου ἤκουσες πῶς ἐφώναζεν ἐκ τὴν πνοὴν τοῦ ἀνέμου. Ὡς ἦτον ἀπὸ μηχανῆς ἐκείνου τοῦ τεχνίτου ἕναν λιθάριν ἔλεγες ἔνι τὸ κάστρον ὅλον, ἁρμὸς οὐκ ἦτον πρὸς ἁρμόν, πέτρα πρὸς ἄλλην πέτραν. Καὶ εἰς τὸ πλευρὸν τὸ ἀριστερόν, τὸ πρὸς τὴν πόρταν μέρος, εἶδα τὰς δώδεκα Ἀρετὰς ἐκεῖ λατομημένας· *τὸ χέριν τὸ καθέναν τους ἐβάσταζεν χαρτία καὶ ὅλα νὰ ἔχουν γράμματα, καὶ τὸ ἄλλον τους τὸ χέριν (1021a) ἦτον ὡς πρὸς τὸ σχῆμαν της τῆς καθεμίας φεδούλας.* (1021b) Ἔκφρασις τῶν δώδεκα Ἀρετῶν τοῦ κάστρου.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 235
Ἀπ’ αὔτην εἶδα ἱστήκετον καὶ ἡ Ταπεινοφροσύνη, εἶχεν τὸ σχῆμαν ἥμερον, γλυκείαν πολλὰ τὴν ὄψιν, ἥμερη εἰς τὸ πρόσωπον, καὶ τὸ ἕναν της τὸ χέριν εἶχεν ὡς πρὸς τὸ στῆθος της, καὶ εἰς τὸ ἄλλον της τὸ χέρι χαρτὶν καὶ εἶχεν γράμματα, ἦσαν γραμμένα ταῦτα: “Πᾶς ταπεινόφρων ἄνθρωπος πιστεύει καὶ ἀληθεύει, φρονεῖ τὸ δίκαιον ἐκπαντός, οὐκ ἔνι συντυχία”. Ἡ Ἀγάπη ἐστέκετο ἀπ’ αὐτὴν μετὰ ἐντροπῆς ἠχάδιν, νὰ νεύῃ εἰς γῆν καὶ νὰ θωρῇ, νὰ ἔχῃ δεινὸν τὸ βλέμμα, καὶ εἰς τὸ χαρτὶν τὸ ἐβάσταζεν τοῦτοι ἔγραφαν οἱ λόγοι: “Ὅσα καὶ ἂν εἶσαι ταπεινὸς καὶ ἀγάπην οὐ φυλάγῃς, βέβαιον οὐκ ἔνι τὸ φρονεῖς, πληροφορέθησέ το”. Εἶδα ἀπαύτου τὴν Προσευχήν, γυναίκαν εἰς τὴν ὄψιν, καταλυμένην καὶ δεινήν, εἶχεν εἰς γῆν τὸ βλέμμαν, καὶ εἰς τὸ χαρτὶν τὸ ἐβάσταζε τοῦτοι ἔγραφαν οἱ λόγοι: “Εὔχου μὴ μόνον, ἄνθρωπε, τοὺς ἀγαπᾶς καὶ μόνον, ἀλλὰ καὶ ὁποὺ σὲ ἐχθρεύονται, εὔχου καὶ ὑπὲρ ἐκείνων”.
Ἡ Πίστις ἦτον ἀπ’ αὐτὴν καὶ εἶχεν τὸ σχῆμαν τοῦτο, σύννους, δεινή, προσεκτική, καὶ εἰς τὸ ἕναν της τὸ χέριν εἶχεν σταυρὸν καὶ εἰς τὸ ἄλλον της χαρτὶν μετὰ γραμμάτων, καὶ ἐλέγασιν τὰ γράμματα τὰ ἦσαν ἐκεῖ γραμμένα: “Δίχα τῆς πίστεως, γνώριζε, κἂν ὅσα ἂν ἀληθεύσῃς, σφάλλεις εἰς τὴν ἀλήθειαν, βεβαιώθησε ἀπὸ ἐμέναν”. Τὴν Δικαιοσύνην ἀπ’ αὐτὴν νὰ βλέπῃ ὡς πρὸς τὴν Πίστιν, τὸ σχῆμα νὰ ἔχῃ χαρωπὸν καὶ ἐνήδονον τὸ βλέμμα, τὸ ἕναν της χέρι νὰ κρατῇ ζύγιν νὰ καμπανίζῃ καὶ τὸ ἄλλον εἶχεν, φίλε μου, χαρτὶν μετὰ γραμμάτων: “Δίχα τῶν ἔργων ἀπρακτεῖς, καὶ ἐσὺ ἀπὸ ἐμὲν τὸ μάθε, καὶ εἰς σὲ νεκρὰ τὰ πράγματα, πίστευε τὸ σὲ λέγω”. Τὴν Σωφροσύνην ἀπ’ αὐτὴν νὰ νεύῃ εἰς γῆν ὀλίγον, τὸ ἕναν της χέρι νὰ κρατῇ κλαδὶν ἀπὸ μυρσίνην καὶ τὸ ἄλλον της ἐβάσταζεν χαρτὶν μετὰ γραμμάτων: “Κἂν ἀληθής, κἂν δίκαιος, κἂν ἐξαρχῆς πιστεύῃς, ὅλα τὰ προτερήματα τῆς σωφροσύνης εἶναι”.Ἦτον ἡ πρώτη Φρόνεσις καὶ εἶχεν τὸ σχῆμαν τοῦτο, νὰ στήκῃ σύννους, εὐγενής, καὶ τὸ ἕναν της τὸ χέριν κλιτὸν εἶχεν εἰς μέτωπον καὶ νὰ δακτυλοδείχνῃ τοῦ λογισμοῦ της τὸ ἄψευδον, τὸ ἀκέραιον φρόνημάν της, καὶ τὸ χαρτὶν τὸ ἐβάσταζεν εἰς τὸ ἄλλον της τὸ χέριν τοῦτα ἔγραφαν τὰ γράμματα, φίλε μου, καὶ ἄκουσέ τα: “Ὁ νοῦς φρονεῖ ὁποὺ σκοπεῖ τὸ τέλος τῶν πραγμάτων καὶ πρὸς τὸ τέλος τὴν ἀρχὴν ἐπιχειρεῖ ἀποτότες”. Ἔνοπλον εἶδα, ἐστήκετον ἀπ’ αὔτην τὴν Ἀνδρείαν, θρασέαν ἀπὸ τοῦ σχήματος, καὶ τὸ ἕναν της τὸ χέριν εἶχε χαρτὶν καὶ τὸ ἄλλον της ἐβάσταζεν κοντάριν, καὶ εἰς τὸ χαρτὶν ἐγράφασιν, φίλε μου, ἐτοῦτοι οἱ λόγοι: “Δειλὸν τὸν κρένω ὁποὺ σκοπᾶ τὸ τέλος τῶν πραγμάτων καὶ δίχα τόλμης κρίνω τον καὶ παρεκτὸς ἀνδρείας”. Ἀπαύτου εἶδα ἐστέκετον ἡ Ἀλήθεια μετὰ θάρρους, ἀληθινὸν τριαντάφυλλον τὸ χέρι της ἐκράτει καὶ τὸ χαρτὶν εἰς τὸ ἄλλον της καὶ ἔγραφαν τοῦτοι οἱ λόγοι: “Νοῦς ἀληθὴς οὐκ ἀτυχεῖ, τόλμης ἐπιτυχαίνει, καὶ τ’ ὀρεχθῇ πληρώνει το, ποτὲ οὐ δειλογνωμεῖ το”.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 238
Ἀπαύτου τὴν παράξενον εἶδα Μακροθυμίαν, σύννους, δεινή, ὡς νὰ ἐπρόσεξες ἄνθρωπον θυμωμένον καὶ ἀπὸ θυμοῦ του νὰ ἔστεκεν εἶπες γλωσσοδεμένος, τὸ ἕναν της χέρι νὰ κρατῇ τάχα τὸ μάγουλόν της καὶ τὸ ἄλλον της ἐβάσταζεν χαρτὶν μετὰ γραμμάτων: “Θυμώδης πᾶς καὶ μανικὸς ψέγεται παρὰ πάντων, καὶ πάλιν τὸν μακρόθυμον οἱ πάντες ἐπαινοῦσιν”. Ἀπαύτου πάλιν ηὕρηκα καὶ ἐστέκετον ἡ Ἐλπίδα, νὰ βλέπῃ ἀπάνω εἰς τὸν οὐρανόν, καὶ τὸ ἕναν της τὸ χέρι νὰ δείχνῃ πάλε εἰς οὐρανὸν πρὸς τὴν Μακροθυμίαν, καὶ εἰς τὸ ἄλλον της χαρτὶν καὶ ἔγραφαν οὗτοι οἱ λόγοι: “Ἄνθρωπε, θάρρει, λέγω σε, ποτὲ μὴ ἀπελπίσῃς, ἔλπιζε εἰς τὸν οὐρανὸν νὰ βοηθῆσαι ἀπέκει”. Καὶ ἀπέκει τὴν παράξενον Ἐλεημοσύνην εἶδα νὰ στέκῃ καὶ νομίσματα τὸ χέριν της νὰ γέμῃ καὶ νὰ τὰ δίδῃ τῶν πτωχῶν, καὶ εἰς τὸ ἄλλον της τὸ χέριν εἶχεν χαρτὶν κ’ ἐγράφασιν, φίλε μου, ἐτοῦτοι οἱ λόγοι: “Τοὺς δυστυχοῦντας βλέπετε ἐσεῖς ὁποὺ εὐτυχεῖτε καὶ ἐλεήσετε τοὺς κλαίγοντας νὰ μὴ θανατωθῆτε”.
Ἀπ’ αὔτην εἶδα ἱστήκετον καὶ ἡ Ταπεινοφροσύνη, εἶχεν τὸ σχῆμαν ἥμερον, γλυκείαν πολλὰ τὴν ὄψιν, ἥμερη εἰς τὸ πρόσωπον, καὶ τὸ ἕναν της τὸ χέριν εἶχεν ὡς πρὸς τὸ στῆθος της, καὶ εἰς τὸ ἄλλον της τὸ χέρι χαρτὶν καὶ εἶχεν γράμματα, ἦσαν γραμμένα ταῦτα: “Πᾶς ταπεινόφρων ἄνθρωπος πιστεύει καὶ ἀληθεύει, φρονεῖ τὸ δίκαιον ἐκπαντός, οὐκ ἔνι συντυχία”. Ἡ Ἀγάπη ἐστέκετο ἀπ’ αὐτὴν μετὰ ἐντροπῆς ἠχάδιν, νὰ νεύῃ εἰς γῆν καὶ νὰ θωρῇ, νὰ ἔχῃ δεινὸν τὸ βλέμμα, καὶ εἰς τὸ χαρτὶν τὸ ἐβάσταζεν τοῦτοι ἔγραφαν οἱ λόγοι: “Ὅσα καὶ ἂν εἶσαι ταπεινὸς καὶ ἀγάπην οὐ φυλάγῃς, βέβαιον οὐκ ἔνι τὸ φρονεῖς, πληροφορέθησέ το”. Εἶδα ἀπαύτου τὴν Προσευχήν, γυναίκαν εἰς τὴν ὄψιν, καταλυμένην καὶ δεινήν, εἶχεν εἰς γῆν τὸ βλέμμαν, καὶ εἰς τὸ χαρτὶν τὸ ἐβάσταζε τοῦτοι ἔγραφαν οἱ λόγοι: “Εὔχου μὴ μόνον, ἄνθρωπε, τοὺς ἀγαπᾶς καὶ μόνον, ἀλλὰ καὶ ὁποὺ σὲ ἐχθρεύονται, εὔχου καὶ ὑπὲρ ἐκείνων”.Ἡ Πίστις ἦτον ἀπ’ αὐτὴν καὶ εἶχεν τὸ σχῆμαν τοῦτο, σύννους, δεινή, προσεκτική, καὶ εἰς τὸ ἕναν της τὸ χέριν εἶχεν σταυρὸν καὶ εἰς τὸ ἄλλον της χαρτὶν μετὰ γραμμάτων, καὶ ἐλέγασιν τὰ γράμματα τὰ ἦσαν ἐκεῖ γραμμένα: “Δίχα τῆς πίστεως, γνώριζε, κἂν ὅσα ἂν ἀληθεύσῃς, σφάλλεις εἰς τὴν ἀλήθειαν, βεβαιώθησε ἀπὸ ἐμέναν”. Τὴν Δικαιοσύνην ἀπ’ αὐτὴν νὰ βλέπῃ ὡς πρὸς τὴν Πίστιν, τὸ σχῆμα νὰ ἔχῃ χαρωπὸν καὶ ἐνήδονον τὸ βλέμμα, τὸ ἕναν της χέρι νὰ κρατῇ ζύγιν νὰ καμπανίζῃ καὶ τὸ ἄλλον εἶχεν, φίλε μου, χαρτὶν μετὰ γραμμάτων: “Δίχα τῶν ἔργων ἀπρακτεῖς, καὶ ἐσὺ ἀπὸ ἐμὲν τὸ μάθε, καὶ εἰς σὲ νεκρὰ τὰ πράγματα, πίστευε τὸ σὲ λέγω”. Τὴν Σωφροσύνην ἀπ’ αὐτὴν νὰ νεύῃ εἰς γῆν ὀλίγον, τὸ ἕναν της χέρι νὰ κρατῇ κλαδὶν ἀπὸ μυρσίνην καὶ τὸ ἄλλον της ἐβάσταζεν χαρτὶν μετὰ γραμμάτων: “Κἂν ἀληθής, κἂν δίκαιος, κἂν ἐξαρχῆς πιστεύῃς, ὅλα τὰ προτερήματα τῆς σωφροσύνης εἶναι”.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 241
Ἴδε τῶν δώδεκα Ἀρετῶν τὰ γράμματα καὶ οἱ λόγοι τὰ ηὕρηκα, φίλε, εἰς τὸ πλευρὸν τοῦ Ἀργυροῦ τοῦ Κάστρου· καὶ εἰς τὸ ἄλλον πάλε τὸ πλευρόν, τῆς πόρτας τὸ ἀπέκει, τοὺς δώδεκα ηὗρα καὶ ἵστανται Μῆνας λατομημένους, χαρτία καὶ ἐκεῖνοι νὰ κρατοῦν ὅλοι μετὰ γραμμάτων, καὶ τὸ καθένα, φίλε μου, νὰ σὲ τὸ ἀναδιδάξω. Ἔκφρασις δώδεκα Μηνῶν πάλε ἐκ τοῦ Λιβίστρου. Ὁ Μάρτις. Ὁ Μάρτις ἦτον ἔνοπλος στρατιώτης εἰς τὸ σχῆμα, ἀπάνω κάτω νά ’λεγες ὅλος σιδερωμένος, ζωσμένος ἦτον ἄρματα, καὶ εἰς τὸ ἕναν του τὸ χέριν εἶχε σπαθὶν καὶ εἰς τὸ ἄλλον του χαρτὶν μετὰ γραμμάτων: “Πρόβοδος εἶμαι τοῦ καιροῦ, στρατιώτης τοῦ πολέμου, καὶ ἀπάρτι μὴ καθέζεσθε, κινᾶτε εἰς τοὺς ἐχθρούς σας”. Ἀπρίλιος.
Ἀπαύτου τὴν παράξενον εἶδα Μακροθυμίαν, σύννους, δεινή, ὡς νὰ ἐπρόσεξες ἄνθρωπον θυμωμένον καὶ ἀπὸ θυμοῦ του νὰ ἔστεκεν εἶπες γλωσσοδεμένος, τὸ ἕναν της χέρι νὰ κρατῇ τάχα τὸ μάγουλόν της καὶ τὸ ἄλλον της ἐβάσταζεν χαρτὶν μετὰ γραμμάτων: “Θυμώδης πᾶς καὶ μανικὸς ψέγεται παρὰ πάντων, καὶ πάλιν τὸν μακρόθυμον οἱ πάντες ἐπαινοῦσιν”. Ἀπαύτου πάλιν ηὕρηκα καὶ ἐστέκετον ἡ Ἐλπίδα, νὰ βλέπῃ ἀπάνω εἰς τὸν οὐρανόν, καὶ τὸ ἕναν της τὸ χέρι νὰ δείχνῃ πάλε εἰς οὐρανὸν πρὸς τὴν Μακροθυμίαν, καὶ εἰς τὸ ἄλλον της χαρτὶν καὶ ἔγραφαν οὗτοι οἱ λόγοι: “Ἄνθρωπε, θάρρει, λέγω σε, ποτὲ μὴ ἀπελπίσῃς, ἔλπιζε εἰς τὸν οὐρανὸν νὰ βοηθῆσαι ἀπέκει”. Καὶ ἀπέκει τὴν παράξενον Ἐλεημοσύνην εἶδα νὰ στέκῃ καὶ νομίσματα τὸ χέριν της νὰ γέμῃ καὶ νὰ τὰ δίδῃ τῶν πτωχῶν, καὶ εἰς τὸ ἄλλον της τὸ χέριν εἶχεν χαρτὶν κ’ ἐγράφασιν, φίλε μου, ἐτοῦτοι οἱ λόγοι: “Τοὺς δυστυχοῦντας βλέπετε ἐσεῖς ὁποὺ εὐτυχεῖτε καὶ ἐλεήσετε τοὺς κλαίγοντας νὰ μὴ θανατωθῆτε”.Ἀπ’ αὔτην εἶδα ἱστήκετον καὶ ἡ Ταπεινοφροσύνη, εἶχεν τὸ σχῆμαν ἥμερον, γλυκείαν πολλὰ τὴν ὄψιν, ἥμερη εἰς τὸ πρόσωπον, καὶ τὸ ἕναν της τὸ χέριν εἶχεν ὡς πρὸς τὸ στῆθος της, καὶ εἰς τὸ ἄλλον της τὸ χέρι χαρτὶν καὶ εἶχεν γράμματα, ἦσαν γραμμένα ταῦτα: “Πᾶς ταπεινόφρων ἄνθρωπος πιστεύει καὶ ἀληθεύει, φρονεῖ τὸ δίκαιον ἐκπαντός, οὐκ ἔνι συντυχία”. Ἡ Ἀγάπη ἐστέκετο ἀπ’ αὐτὴν μετὰ ἐντροπῆς ἠχάδιν, νὰ νεύῃ εἰς γῆν καὶ νὰ θωρῇ, νὰ ἔχῃ δεινὸν τὸ βλέμμα, καὶ εἰς τὸ χαρτὶν τὸ ἐβάσταζεν τοῦτοι ἔγραφαν οἱ λόγοι: “Ὅσα καὶ ἂν εἶσαι ταπεινὸς καὶ ἀγάπην οὐ φυλάγῃς, βέβαιον οὐκ ἔνι τὸ φρονεῖς, πληροφορέθησέ το”. Εἶδα ἀπαύτου τὴν Προσευχήν, γυναίκαν εἰς τὴν ὄψιν, καταλυμένην καὶ δεινήν, εἶχεν εἰς γῆν τὸ βλέμμαν, καὶ εἰς τὸ χαρτὶν τὸ ἐβάσταζε τοῦτοι ἔγραφαν οἱ λόγοι: “Εὔχου μὴ μόνον, ἄνθρωπε, τοὺς ἀγαπᾶς καὶ μόνον, ἀλλὰ καὶ ὁποὺ σὲ ἐχθρεύονται, εὔχου καὶ ὑπὲρ ἐκείνων”.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 245
Ὁ Ἀπρίλιος ἦτον ἀπαυτοῦ, νὰ εἶδες ποιμέναν ἄνδραν, ἀσκέπαστος, ἀκτένιστος, ἄτσαλος εἰς τὴν πλάσιν, νὰ ἔχῃ ἐμπρός του πρόβατα, νὰ βόσκῃ ὡς ποιμένας, τὸ ἕναν του χέρι νὰ κρατῇ ποιμενικὸν καλάμιν καὶ τὸ ἄλλον χέρι νὰ κρατῇ χαρτὶ μετὰ γραμμάτων: “Εἶμαι ποιμὴν καὶ πρόβατα ποιμαίνω διὰ τὸ γάλα, καὶ τῶν ἀρνῶν τοὺς σκιρτασμοὺς ἔχω τους εἰς χαράν μου”. Μάιος. Τὸν Μάιον ηὗρα ἀπαυτοῦ ἄνδρα καλὸν εἰς εἶδος, καλὸν εἰς εἶδος καὶ κοπήν, καλὸν ὡς πρὸς τὸ σχῆμα, φίλε μου, εἰς τὸ κεφάλιν του νὰ ἔχῃ στεφάνιν ἀπὸ ἄνθη, καὶ εἰς τὸ χέριν του τριαντάφυλλα κόκκινα νὰ βαστάζῃ καὶ εἰς τὸ ἄλλον του εἶχεν τὸ χαρτὶν καὶ ἦσαν οἱ λόγοι οὗτοι: “Ζῆσε τοῦ χρόνου τὸ καλόν, πᾶς ἄνθρωπος εὐγνώμων, μὴ παραδράμῃς τὰ καλά, χάρησε, σκίρτησέ τα”. Ἰούνιος.
Ἴδε τῶν δώδεκα Ἀρετῶν τὰ γράμματα καὶ οἱ λόγοι τὰ ηὕρηκα, φίλε, εἰς τὸ πλευρὸν τοῦ Ἀργυροῦ τοῦ Κάστρου· καὶ εἰς τὸ ἄλλον πάλε τὸ πλευρόν, τῆς πόρτας τὸ ἀπέκει, τοὺς δώδεκα ηὗρα καὶ ἵστανται Μῆνας λατομημένους, χαρτία καὶ ἐκεῖνοι νὰ κρατοῦν ὅλοι μετὰ γραμμάτων, καὶ τὸ καθένα, φίλε μου, νὰ σὲ τὸ ἀναδιδάξω. Ἔκφρασις δώδεκα Μηνῶν πάλε ἐκ τοῦ Λιβίστρου. Ὁ Μάρτις. Ὁ Μάρτις ἦτον ἔνοπλος στρατιώτης εἰς τὸ σχῆμα, ἀπάνω κάτω νά ’λεγες ὅλος σιδερωμένος, ζωσμένος ἦτον ἄρματα, καὶ εἰς τὸ ἕναν του τὸ χέριν εἶχε σπαθὶν καὶ εἰς τὸ ἄλλον του χαρτὶν μετὰ γραμμάτων: “Πρόβοδος εἶμαι τοῦ καιροῦ, στρατιώτης τοῦ πολέμου, καὶ ἀπάρτι μὴ καθέζεσθε, κινᾶτε εἰς τοὺς ἐχθρούς σας”. Ἀπρίλιος.Ἀπαύτου τὴν παράξενον εἶδα Μακροθυμίαν, σύννους, δεινή, ὡς νὰ ἐπρόσεξες ἄνθρωπον θυμωμένον καὶ ἀπὸ θυμοῦ του νὰ ἔστεκεν εἶπες γλωσσοδεμένος, τὸ ἕναν της χέρι νὰ κρατῇ τάχα τὸ μάγουλόν της καὶ τὸ ἄλλον της ἐβάσταζεν χαρτὶν μετὰ γραμμάτων: “Θυμώδης πᾶς καὶ μανικὸς ψέγεται παρὰ πάντων, καὶ πάλιν τὸν μακρόθυμον οἱ πάντες ἐπαινοῦσιν”. Ἀπαύτου πάλιν ηὕρηκα καὶ ἐστέκετον ἡ Ἐλπίδα, νὰ βλέπῃ ἀπάνω εἰς τὸν οὐρανόν, καὶ τὸ ἕναν της τὸ χέρι νὰ δείχνῃ πάλε εἰς οὐρανὸν πρὸς τὴν Μακροθυμίαν, καὶ εἰς τὸ ἄλλον της χαρτὶν καὶ ἔγραφαν οὗτοι οἱ λόγοι: “Ἄνθρωπε, θάρρει, λέγω σε, ποτὲ μὴ ἀπελπίσῃς, ἔλπιζε εἰς τὸν οὐρανὸν νὰ βοηθῆσαι ἀπέκει”. Καὶ ἀπέκει τὴν παράξενον Ἐλεημοσύνην εἶδα νὰ στέκῃ καὶ νομίσματα τὸ χέριν της νὰ γέμῃ καὶ νὰ τὰ δίδῃ τῶν πτωχῶν, καὶ εἰς τὸ ἄλλον της τὸ χέριν εἶχεν χαρτὶν κ’ ἐγράφασιν, φίλε μου, ἐτοῦτοι οἱ λόγοι: “Τοὺς δυστυχοῦντας βλέπετε ἐσεῖς ὁποὺ εὐτυχεῖτε καὶ ἐλεήσετε τοὺς κλαίγοντας νὰ μὴ θανατωθῆτε”.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 249
Τὸν Ἰούνιον πάλε ἀπαυτοῦ ἄνθρωπον τέτοιον, φίλε, πλατὺς εἰς ὤμους καὶ χοντρὸν τὴν κεφαλήν, τὰ μέσα, γυμνὰ ἦσαν τὰ χέριά του μέχρι καὶ τῶν ἀγκώνων, μέσα εἰς λιβάδιν θαλερὸν νὰ κείτεται ἁπλωμένος, τὰ χέριά του ἄνθη νὰ κρατοῦν ἀπὸ διαφόρους χρόας καὶ μετὰ ἐκεῖνα καὶ χαρτὶν καὶ ἔγραφαν οἱ λόγοι οὗτοι: “Ζῶ τοῦ καιροῦ τὸ ἐνήδονον, χαίρομαι τὸ καλόν του, τέρπομαι τὰ μυρίσματα τῆς ἀνθοποικιλίας”. Ἰούλιος. Εἶδα τὸν Ἰούλιον ἀπεκεῖ τέτοιον καὶ ἐκεῖνον ἄνδραν, νὰ ἔν’ γυμνὸς τὰ χέριά του καὶ ὅλος ἀνασκομπωμένος, νὰ κεῖται εἰς τὸ κεφάλιν του στεφάνιν ἀπὸ ἀστάχυν, τὸ ἕναν του χέρι νὰ κρατῇ δρεπάνιν νὰ θερίζῃ καὶ τὸ ἄλλον ἠγωνίζετον τὰ στάχυα νὰ μαζώνῃ, καὶ εἶχεν χαρτὶν ὀπίσω του καὶ ἔγραφαν οὗτοι οἱ λόγοι: “Θερίζω γῆς γεννήματα τὰ ἔσπειρα μὲ κόπον, νὰ δεκαπλασιάσω τὸν καρπὸν εἰς τὸ ἀποθέρισμάν μου”. Αὔγουστος.
Ὁ Ἀπρίλιος ἦτον ἀπαυτοῦ, νὰ εἶδες ποιμέναν ἄνδραν, ἀσκέπαστος, ἀκτένιστος, ἄτσαλος εἰς τὴν πλάσιν, νὰ ἔχῃ ἐμπρός του πρόβατα, νὰ βόσκῃ ὡς ποιμένας, τὸ ἕναν του χέρι νὰ κρατῇ ποιμενικὸν καλάμιν καὶ τὸ ἄλλον χέρι νὰ κρατῇ χαρτὶ μετὰ γραμμάτων: “Εἶμαι ποιμὴν καὶ πρόβατα ποιμαίνω διὰ τὸ γάλα, καὶ τῶν ἀρνῶν τοὺς σκιρτασμοὺς ἔχω τους εἰς χαράν μου”. Μάιος. Τὸν Μάιον ηὗρα ἀπαυτοῦ ἄνδρα καλὸν εἰς εἶδος, καλὸν εἰς εἶδος καὶ κοπήν, καλὸν ὡς πρὸς τὸ σχῆμα, φίλε μου, εἰς τὸ κεφάλιν του νὰ ἔχῃ στεφάνιν ἀπὸ ἄνθη, καὶ εἰς τὸ χέριν του τριαντάφυλλα κόκκινα νὰ βαστάζῃ καὶ εἰς τὸ ἄλλον του εἶχεν τὸ χαρτὶν καὶ ἦσαν οἱ λόγοι οὗτοι: “Ζῆσε τοῦ χρόνου τὸ καλόν, πᾶς ἄνθρωπος εὐγνώμων, μὴ παραδράμῃς τὰ καλά, χάρησε, σκίρτησέ τα”. Ἰούνιος.Ἴδε τῶν δώδεκα Ἀρετῶν τὰ γράμματα καὶ οἱ λόγοι τὰ ηὕρηκα, φίλε, εἰς τὸ πλευρὸν τοῦ Ἀργυροῦ τοῦ Κάστρου· καὶ εἰς τὸ ἄλλον πάλε τὸ πλευρόν, τῆς πόρτας τὸ ἀπέκει, τοὺς δώδεκα ηὗρα καὶ ἵστανται Μῆνας λατομημένους, χαρτία καὶ ἐκεῖνοι νὰ κρατοῦν ὅλοι μετὰ γραμμάτων, καὶ τὸ καθένα, φίλε μου, νὰ σὲ τὸ ἀναδιδάξω. Ἔκφρασις δώδεκα Μηνῶν πάλε ἐκ τοῦ Λιβίστρου. Ὁ Μάρτις. Ὁ Μάρτις ἦτον ἔνοπλος στρατιώτης εἰς τὸ σχῆμα, ἀπάνω κάτω νά ’λεγες ὅλος σιδερωμένος, ζωσμένος ἦτον ἄρματα, καὶ εἰς τὸ ἕναν του τὸ χέριν εἶχε σπαθὶν καὶ εἰς τὸ ἄλλον του χαρτὶν μετὰ γραμμάτων: “Πρόβοδος εἶμαι τοῦ καιροῦ, στρατιώτης τοῦ πολέμου, καὶ ἀπάρτι μὴ καθέζεσθε, κινᾶτε εἰς τοὺς ἐχθρούς σας”. Ἀπρίλιος.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 253
Εἶδα ἀπαυτοῦ τὸν Αὔγουστον τέτοιον καὶ ἐκεῖνον, φίλε, νὰ στέκῃ τάχατε εἰς λουετρόν, †ὡς φαίνει να ἐπροσεύχα †, νὰ ἔναι ἐκ τὸ καῦμα ἔκδιψος, καὶ εἰς τὸ ἕναν του τὸ χέριν ὁκάτι ἐκράτει καὶ ἔπινεν καὶ εἰς τὸ ἄλλον του τὸ χέριν ἐκράτει χαρτὶν καὶ ἔγραφαν, φίλε μου, ἐτοῦτοι οἱ λόγοι: “Τοὺς κάψῃ ἡ θέρμη τοῦ λουτροῦ, τοὺς φλέξῃ καὶ διψήσουν, κατάψυχρον ἂς πίνουσιν νερὸν νὰ μὴ διψήσουν”. Σεπτέβριος. Ηὕρηκα τὸν Σεπτέβριον τοῦ νὰ τρυγᾷ ἀπαύτου †ἀμπέλιν δροσερὸν, δένδρη καὶ καρπὸν, σταφίλια να συνάγει †, καὶ εἰς τὸ ἄλλον του χέριν τὸ χαρτὶν καὶ ἦσαν οἱ λόγοι οὗτοι: “Τρυγῶ τὸ ἐδεργατεύσασιν τρεῖς χρόνους οἱ ὀφθαλμοί μου καὶ τὸν καρπόν του τρώγω τον καὶ πίνω τὸ γλυκύν του”. Ὀκτώβριος.
Τὸν Ἰούνιον πάλε ἀπαυτοῦ ἄνθρωπον τέτοιον, φίλε, πλατὺς εἰς ὤμους καὶ χοντρὸν τὴν κεφαλήν, τὰ μέσα, γυμνὰ ἦσαν τὰ χέριά του μέχρι καὶ τῶν ἀγκώνων, μέσα εἰς λιβάδιν θαλερὸν νὰ κείτεται ἁπλωμένος, τὰ χέριά του ἄνθη νὰ κρατοῦν ἀπὸ διαφόρους χρόας καὶ μετὰ ἐκεῖνα καὶ χαρτὶν καὶ ἔγραφαν οἱ λόγοι οὗτοι: “Ζῶ τοῦ καιροῦ τὸ ἐνήδονον, χαίρομαι τὸ καλόν του, τέρπομαι τὰ μυρίσματα τῆς ἀνθοποικιλίας”. Ἰούλιος. Εἶδα τὸν Ἰούλιον ἀπεκεῖ τέτοιον καὶ ἐκεῖνον ἄνδραν, νὰ ἔν’ γυμνὸς τὰ χέριά του καὶ ὅλος ἀνασκομπωμένος, νὰ κεῖται εἰς τὸ κεφάλιν του στεφάνιν ἀπὸ ἀστάχυν, τὸ ἕναν του χέρι νὰ κρατῇ δρεπάνιν νὰ θερίζῃ καὶ τὸ ἄλλον ἠγωνίζετον τὰ στάχυα νὰ μαζώνῃ, καὶ εἶχεν χαρτὶν ὀπίσω του καὶ ἔγραφαν οὗτοι οἱ λόγοι: “Θερίζω γῆς γεννήματα τὰ ἔσπειρα μὲ κόπον, νὰ δεκαπλασιάσω τὸν καρπὸν εἰς τὸ ἀποθέρισμάν μου”. Αὔγουστος.Ὁ Ἀπρίλιος ἦτον ἀπαυτοῦ, νὰ εἶδες ποιμέναν ἄνδραν, ἀσκέπαστος, ἀκτένιστος, ἄτσαλος εἰς τὴν πλάσιν, νὰ ἔχῃ ἐμπρός του πρόβατα, νὰ βόσκῃ ὡς ποιμένας, τὸ ἕναν του χέρι νὰ κρατῇ ποιμενικὸν καλάμιν καὶ τὸ ἄλλον χέρι νὰ κρατῇ χαρτὶ μετὰ γραμμάτων: “Εἶμαι ποιμὴν καὶ πρόβατα ποιμαίνω διὰ τὸ γάλα, καὶ τῶν ἀρνῶν τοὺς σκιρτασμοὺς ἔχω τους εἰς χαράν μου”. Μάιος. Τὸν Μάιον ηὗρα ἀπαυτοῦ ἄνδρα καλὸν εἰς εἶδος, καλὸν εἰς εἶδος καὶ κοπήν, καλὸν ὡς πρὸς τὸ σχῆμα, φίλε μου, εἰς τὸ κεφάλιν του νὰ ἔχῃ στεφάνιν ἀπὸ ἄνθη, καὶ εἰς τὸ χέριν του τριαντάφυλλα κόκκινα νὰ βαστάζῃ καὶ εἰς τὸ ἄλλον του εἶχεν τὸ χαρτὶν καὶ ἦσαν οἱ λόγοι οὗτοι: “Ζῆσε τοῦ χρόνου τὸ καλόν, πᾶς ἄνθρωπος εὐγνώμων, μὴ παραδράμῃς τὰ καλά, χάρησε, σκίρτησέ τα”. Ἰούνιος.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 257
Ἀπαύτου τὸν Ὀκτώβριον, ἄνθρωπον εἰς τὸ σχῆμα, εἶδα τον καὶ ἦτον κυνηγός, ἀλλὰ εἰς μικρὰ πουλία· εἰς τὸ ἕναν του τὸ χέριν τὸ κλουβὶν μὲ τὸ πουλὶν ἐκράτει, εἶχεν εἰς ἀέρα προσοχήν, καὶ εἰς τὸ ἄλλον του τὸ χέριν εἶχε χαρτὶν καὶ ἔγραφε, φίλε, τοιούτους λόγους: “Προσέχω, ἰχνεύω, κυνηγῶ, πουλία κρατῶ ἀπὸ τέχνης, καὶ ἔχω τοῦτο εἰς τέρψιν μου καὶ εἰς περιδιαβασμόν μου”. Νοέμβριος. Ἀπαύτου τὸν Νοέμβριον εἶδα καὶ ἐκεῖνον, φίλε, γεωργὸν ἀπὸ τὴν σύνθεσιν, γεωργὸν καὶ ἀπὸ τὸ σχῆμαν του, καὶ εἰς τὴν ποδέαν του ἐβάσταζεν σιτάριν διὰ σπόρον καὶ εἰς τὸ χέριν του χαρτὶν ὁλόγραφον νὰ λέγῃ: “Σπέρνω εἰς γῆν καὶ τοῦ καιροῦ τὸν σπόρον μου θερίζω, καὶ εἴτι δώσω ἐγὼ τὴν γῆν εἰς τὸ τριπλοῦν μὲ δίδει”. Δεκέμβριος. Ἀπαύτου τὸν Δεκέμβριον ηὕρηκά τον νὰ στέκῃ γεωργὸν καὶ ἐκεῖνον ἄνθρωπον, καὶ εἰς τὸ ἕναν του τὸ χέριν ἐβάσταζεν ραβδὶν καὶ εἰς τὸ ἄλλον του χαρτὶν καὶ ἔγραφαν τοῦτοι οἱ λόγοι: “Ὅστις γεωργὸς ἀποτουνῦν ἀπέσπειρε δικαίως, διότι ὁ καιρὸς συνέκλισεν καὶ οὐ συντελεῖ τὸν σπόρον”. Ἰανουάριος.
Εἶδα ἀπαυτοῦ τὸν Αὔγουστον τέτοιον καὶ ἐκεῖνον, φίλε, νὰ στέκῃ τάχατε εἰς λουετρόν, †ὡς φαίνει να ἐπροσεύχα †, νὰ ἔναι ἐκ τὸ καῦμα ἔκδιψος, καὶ εἰς τὸ ἕναν του τὸ χέριν ὁκάτι ἐκράτει καὶ ἔπινεν καὶ εἰς τὸ ἄλλον του τὸ χέριν ἐκράτει χαρτὶν καὶ ἔγραφαν, φίλε μου, ἐτοῦτοι οἱ λόγοι: “Τοὺς κάψῃ ἡ θέρμη τοῦ λουτροῦ, τοὺς φλέξῃ καὶ διψήσουν, κατάψυχρον ἂς πίνουσιν νερὸν νὰ μὴ διψήσουν”. Σεπτέβριος. Ηὕρηκα τὸν Σεπτέβριον τοῦ νὰ τρυγᾷ ἀπαύτου †ἀμπέλιν δροσερὸν, δένδρη καὶ καρπὸν, σταφίλια να συνάγει †, καὶ εἰς τὸ ἄλλον του χέριν τὸ χαρτὶν καὶ ἦσαν οἱ λόγοι οὗτοι: “Τρυγῶ τὸ ἐδεργατεύσασιν τρεῖς χρόνους οἱ ὀφθαλμοί μου καὶ τὸν καρπόν του τρώγω τον καὶ πίνω τὸ γλυκύν του”. Ὀκτώβριος.Τὸν Ἰούνιον πάλε ἀπαυτοῦ ἄνθρωπον τέτοιον, φίλε, πλατὺς εἰς ὤμους καὶ χοντρὸν τὴν κεφαλήν, τὰ μέσα, γυμνὰ ἦσαν τὰ χέριά του μέχρι καὶ τῶν ἀγκώνων, μέσα εἰς λιβάδιν θαλερὸν νὰ κείτεται ἁπλωμένος, τὰ χέριά του ἄνθη νὰ κρατοῦν ἀπὸ διαφόρους χρόας καὶ μετὰ ἐκεῖνα καὶ χαρτὶν καὶ ἔγραφαν οἱ λόγοι οὗτοι: “Ζῶ τοῦ καιροῦ τὸ ἐνήδονον, χαίρομαι τὸ καλόν του, τέρπομαι τὰ μυρίσματα τῆς ἀνθοποικιλίας”. Ἰούλιος. Εἶδα τὸν Ἰούλιον ἀπεκεῖ τέτοιον καὶ ἐκεῖνον ἄνδραν, νὰ ἔν’ γυμνὸς τὰ χέριά του καὶ ὅλος ἀνασκομπωμένος, νὰ κεῖται εἰς τὸ κεφάλιν του στεφάνιν ἀπὸ ἀστάχυν, τὸ ἕναν του χέρι νὰ κρατῇ δρεπάνιν νὰ θερίζῃ καὶ τὸ ἄλλον ἠγωνίζετον τὰ στάχυα νὰ μαζώνῃ, καὶ εἶχεν χαρτὶν ὀπίσω του καὶ ἔγραφαν οὗτοι οἱ λόγοι: “Θερίζω γῆς γεννήματα τὰ ἔσπειρα μὲ κόπον, νὰ δεκαπλασιάσω τὸν καρπὸν εἰς τὸ ἀποθέρισμάν μου”. Αὔγουστος.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 263
Ἰανουάριος ἦτον ἀπ’ αὐτόν, νὰ στήκεται καὶ ἐκεῖνος ἄνθρωπος ὅλος κυνηγός, ὅλος θαρσὺς τὸ σχῆμα, σκυλὶν ὀπίσω του ἔτρεχεν, καὶ ἐβάσταζεν γεράκιν, καὶ εἰς τὸ χαρτὶν τὸ ἐβάσταζεν τοῦτοι ἔγραφαν οἱ λόγοι: “Πᾶς κυνηγὸς μὴ κάθεται, τὸν χρόνον μὴ διαβάζῃ, ἀλλὰ ὁ καιρὸς στριγγίζει τον ἂς τρέχῃ εἰς τὸ κυνήγι”. Φεβρουάριος. Εἶδα τὸν Φεβρουάριον, καὶ ἐκεῖνον εἰς τὸ σχῆμα ἄνθρωπον ὅλον γηραιὸν τὴν τρίχα καὶ τὴν ὄψιν, γούναν ἀπάνω νὰ φορῇ καὶ ὀμπρός του νὰ ἅπτῃ φλόγα τάχα διὰ νὰ θερμαίνεται διὰ τοῦ καιροῦ τὴν ψύξιν, καὶ ὀμπρός του ἐκείτετον χαρτὶν καὶ ἔγραφαν τοῦτοι οἱ λόγοι: “Διὰ τοῦ καιροῦ θερμαίνομαι τὴν βαρυχειμωνίαν, καὶ ὁποὺ μὲ βλέπει γέροντα μὴ μὲ προσονειδίσῃ”. Ἴδε τῶν δώδεκα Μηνῶν τὰ γράμματα καὶ οἱ λόγοι τὰ ἔποικεν ὁ παράξενος ὁ πετρολιθοξύστης· εἰς δὲ τὸ ὄπισθεν πλευρὸν εἶχεν καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλον μέρος, ὅθεν καὶ μᾶλλον ἔκειτο τῆς κόρης τὸ κουβούκλιν, εἶχεν Ἐρωτιδόπωλα δώδεκα τοῦ νὰ στήκουν, χαρτὶν καὶ ἐκεῖνα νὰ κρατοῦν ὅλα μετὰ γραμμάτων, καὶ τὸ καθένα, φίλε μου, νὰ σὲ τὸ ἀναδιδάξω.
Ἀπαύτου τὸν Ὀκτώβριον, ἄνθρωπον εἰς τὸ σχῆμα, εἶδα τον καὶ ἦτον κυνηγός, ἀλλὰ εἰς μικρὰ πουλία· εἰς τὸ ἕναν του τὸ χέριν τὸ κλουβὶν μὲ τὸ πουλὶν ἐκράτει, εἶχεν εἰς ἀέρα προσοχήν, καὶ εἰς τὸ ἄλλον του τὸ χέριν εἶχε χαρτὶν καὶ ἔγραφε, φίλε, τοιούτους λόγους: “Προσέχω, ἰχνεύω, κυνηγῶ, πουλία κρατῶ ἀπὸ τέχνης, καὶ ἔχω τοῦτο εἰς τέρψιν μου καὶ εἰς περιδιαβασμόν μου”. Νοέμβριος. Ἀπαύτου τὸν Νοέμβριον εἶδα καὶ ἐκεῖνον, φίλε, γεωργὸν ἀπὸ τὴν σύνθεσιν, γεωργὸν καὶ ἀπὸ τὸ σχῆμαν του, καὶ εἰς τὴν ποδέαν του ἐβάσταζεν σιτάριν διὰ σπόρον καὶ εἰς τὸ χέριν του χαρτὶν ὁλόγραφον νὰ λέγῃ: “Σπέρνω εἰς γῆν καὶ τοῦ καιροῦ τὸν σπόρον μου θερίζω, καὶ εἴτι δώσω ἐγὼ τὴν γῆν εἰς τὸ τριπλοῦν μὲ δίδει”. Δεκέμβριος. Ἀπαύτου τὸν Δεκέμβριον ηὕρηκά τον νὰ στέκῃ γεωργὸν καὶ ἐκεῖνον ἄνθρωπον, καὶ εἰς τὸ ἕναν του τὸ χέριν ἐβάσταζεν ραβδὶν καὶ εἰς τὸ ἄλλον του χαρτὶν καὶ ἔγραφαν τοῦτοι οἱ λόγοι: “Ὅστις γεωργὸς ἀποτουνῦν ἀπέσπειρε δικαίως, διότι ὁ καιρὸς συνέκλισεν καὶ οὐ συντελεῖ τὸν σπόρον”. Ἰανουάριος.Εἶδα ἀπαυτοῦ τὸν Αὔγουστον τέτοιον καὶ ἐκεῖνον, φίλε, νὰ στέκῃ τάχατε εἰς λουετρόν, †ὡς φαίνει να ἐπροσεύχα †, νὰ ἔναι ἐκ τὸ καῦμα ἔκδιψος, καὶ εἰς τὸ ἕναν του τὸ χέριν ὁκάτι ἐκράτει καὶ ἔπινεν καὶ εἰς τὸ ἄλλον του τὸ χέριν ἐκράτει χαρτὶν καὶ ἔγραφαν, φίλε μου, ἐτοῦτοι οἱ λόγοι: “Τοὺς κάψῃ ἡ θέρμη τοῦ λουτροῦ, τοὺς φλέξῃ καὶ διψήσουν, κατάψυχρον ἂς πίνουσιν νερὸν νὰ μὴ διψήσουν”. Σεπτέβριος. Ηὕρηκα τὸν Σεπτέβριον τοῦ νὰ τρυγᾷ ἀπαύτου †ἀμπέλιν δροσερὸν, δένδρη καὶ καρπὸν, σταφίλια να συνάγει †, καὶ εἰς τὸ ἄλλον του χέριν τὸ χαρτὶν καὶ ἦσαν οἱ λόγοι οὗτοι: “Τρυγῶ τὸ ἐδεργατεύσασιν τρεῖς χρόνους οἱ ὀφθαλμοί μου καὶ τὸν καρπόν του τρώγω τον καὶ πίνω τὸ γλυκύν του”. Ὀκτώβριος.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 267
Ἦτον ἡ πρώτη Ἀσχόλησις, εἶχεν τοὺς λόγους τούτους: “Ἀσχόλησις ἐρωτικὴ †λόγεις ἀλέας ἐμπύρα† καὶ θέλει ἐπίμονον σπουδὴν νὰ μὴ παραοκνῆται”. Ἀπαύτου πάλε Ὑπόληψις καὶ ἔγραφεν εἰς ἐκεῖνον: “Ὁ ἐξ ὑπολήψεως κρεμασμὸς οὐ ψέγεται εἰς τὸν κόσμον, ἀλλὰ ἐπαινεῖται εἰς ἔρωτας διότι καὶ χάριν ἔχει”. Ἡ Ἀγάπη καὶ εἰς τὸ χέριν της τοῦτοι ἔγραφαν οἱ λόγοι: “Ἡ ἀγάπη, καὶ ἂν ἐντρέπεται, δένει, καὶ τὸν δεσμόν της οὐ λύουν τον ὅλοι ἂν συναχθοῦν οἱ φθονικοὶ τοῦ κόσμου”. Καὶ παρακάτου ἱστήκετον ἀπ’ αὔτην ἡ Φιλία καὶ εἰς τὸ χαρτὶν τὸ ἐβάσταζεν ἔγραφον οὗτοι οἱ λόγοι: “Οὐκ ἔν’ καλὸν εἰς ἔρωταν παρὰ ἡ φιλία τοῦ πόθου καὶ τοῦ νὰ ἔνι ἀπὸ ψυχῆς ἐρωτικῆς φεδούλας”. Εἶδα ἀπαύτου τὴν Στοργὴν καὶ εἶχεν γραμμένα ταῦτα: “Στέργετε εἰς τὴν ἀσχόλησιν, ποσῶς μὴ ἀποδημῆτε, ἡ ἀναμονὴ καλὸν ἔναι, πληρώνει ἀκέραιον πρᾶγμα”. Ἀπ’ αὔτην τὴν Ἐνθύμησιν εἶδα μετὰ γραμμάτων: “Ποθοενθυμεῖσθε, λέγω σας, ὅπου ἂν ἀποδημῆτε καὶ ἔχετε εἰς νοῦν σας πάντοτε τὰς ἐρωτοασχολήσεις”.
Ἰανουάριος ἦτον ἀπ’ αὐτόν, νὰ στήκεται καὶ ἐκεῖνος ἄνθρωπος ὅλος κυνηγός, ὅλος θαρσὺς τὸ σχῆμα, σκυλὶν ὀπίσω του ἔτρεχεν, καὶ ἐβάσταζεν γεράκιν, καὶ εἰς τὸ χαρτὶν τὸ ἐβάσταζεν τοῦτοι ἔγραφαν οἱ λόγοι: “Πᾶς κυνηγὸς μὴ κάθεται, τὸν χρόνον μὴ διαβάζῃ, ἀλλὰ ὁ καιρὸς στριγγίζει τον ἂς τρέχῃ εἰς τὸ κυνήγι”. Φεβρουάριος. Εἶδα τὸν Φεβρουάριον, καὶ ἐκεῖνον εἰς τὸ σχῆμα ἄνθρωπον ὅλον γηραιὸν τὴν τρίχα καὶ τὴν ὄψιν, γούναν ἀπάνω νὰ φορῇ καὶ ὀμπρός του νὰ ἅπτῃ φλόγα τάχα διὰ νὰ θερμαίνεται διὰ τοῦ καιροῦ τὴν ψύξιν, καὶ ὀμπρός του ἐκείτετον χαρτὶν καὶ ἔγραφαν τοῦτοι οἱ λόγοι: “Διὰ τοῦ καιροῦ θερμαίνομαι τὴν βαρυχειμωνίαν, καὶ ὁποὺ μὲ βλέπει γέροντα μὴ μὲ προσονειδίσῃ”. Ἴδε τῶν δώδεκα Μηνῶν τὰ γράμματα καὶ οἱ λόγοι τὰ ἔποικεν ὁ παράξενος ὁ πετρολιθοξύστης· εἰς δὲ τὸ ὄπισθεν πλευρὸν εἶχεν καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλον μέρος, ὅθεν καὶ μᾶλλον ἔκειτο τῆς κόρης τὸ κουβούκλιν, εἶχεν Ἐρωτιδόπωλα δώδεκα τοῦ νὰ στήκουν, χαρτὶν καὶ ἐκεῖνα νὰ κρατοῦν ὅλα μετὰ γραμμάτων, καὶ τὸ καθένα, φίλε μου, νὰ σὲ τὸ ἀναδιδάξω.Ἀπαύτου τὸν Ὀκτώβριον, ἄνθρωπον εἰς τὸ σχῆμα, εἶδα τον καὶ ἦτον κυνηγός, ἀλλὰ εἰς μικρὰ πουλία· εἰς τὸ ἕναν του τὸ χέριν τὸ κλουβὶν μὲ τὸ πουλὶν ἐκράτει, εἶχεν εἰς ἀέρα προσοχήν, καὶ εἰς τὸ ἄλλον του τὸ χέριν εἶχε χαρτὶν καὶ ἔγραφε, φίλε, τοιούτους λόγους: “Προσέχω, ἰχνεύω, κυνηγῶ, πουλία κρατῶ ἀπὸ τέχνης, καὶ ἔχω τοῦτο εἰς τέρψιν μου καὶ εἰς περιδιαβασμόν μου”. Νοέμβριος. Ἀπαύτου τὸν Νοέμβριον εἶδα καὶ ἐκεῖνον, φίλε, γεωργὸν ἀπὸ τὴν σύνθεσιν, γεωργὸν καὶ ἀπὸ τὸ σχῆμαν του, καὶ εἰς τὴν ποδέαν του ἐβάσταζεν σιτάριν διὰ σπόρον καὶ εἰς τὸ χέριν του χαρτὶν ὁλόγραφον νὰ λέγῃ: “Σπέρνω εἰς γῆν καὶ τοῦ καιροῦ τὸν σπόρον μου θερίζω, καὶ εἴτι δώσω ἐγὼ τὴν γῆν εἰς τὸ τριπλοῦν μὲ δίδει”. Δεκέμβριος. Ἀπαύτου τὸν Δεκέμβριον ηὕρηκά τον νὰ στέκῃ γεωργὸν καὶ ἐκεῖνον ἄνθρωπον, καὶ εἰς τὸ ἕναν του τὸ χέριν ἐβάσταζεν ραβδὶν καὶ εἰς τὸ ἄλλον του χαρτὶν καὶ ἔγραφαν τοῦτοι οἱ λόγοι: “Ὅστις γεωργὸς ἀποτουνῦν ἀπέσπειρε δικαίως, διότι ὁ καιρὸς συνέκλισεν καὶ οὐ συντελεῖ τὸν σπόρον”. Ἰανουάριος.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 273
Εἶδα καὶ τὴν Ἀνάμνησιν καὶ ἔγραφεν εἰς ἐκείνην: “Ἔχετε ἐρωτοανάμνησιν ἐσεῖς ὁποὺ ποθεῖτε, στιγμὴν ἐκ τῆς καρδίας σας μὴ λείψῃ ὅ, τι ἁρμόζει”. Εἶδα ἀπ’ αὔτην ἐστέκετον τὴν Εὐυποληψίαν καὶ εἰς τὰ χέριά της ἐβάσταζεν χαρτὶ μετὰ γραμμάτων: “Ὁποὺ ποθεῖ εὐυπόληπτα φήμην πολλὴν ἐβγάνει, διότι τὸ εὐυπόληπτον πολὺ ἔνι εἰς τὸν κόσμον”. Εἶδα τὴν Ἀκεραιότητα, ἱστέκετον ἀπ’ ἐκείνην, ἐβάσταζεν εἰς τὸ χέριν της χαρτὶ μετὰ γραμμάτων: “Ὁ ἀκέραιος εἰς τὸν ἔρωτα ποτὲ οὐκ ἀποτυγχάνει, καὶ εἴτι πρᾶγμαν ὀρεκτῇ, θέλει τὸ ἐπιτύχει”. Ἀπ’ αὔτην ἐνενδράνισα καὶ τὴν Εὐδιακρισίαν, μετὰ γραμμάτων ἵσταται καὶ ἄκουσε τί λαλοῦσαν: “Ὁποὺ ἔχει εὐδιάκριτον ψυχὴν καὶ ἀπὸ ψυχῆς ποθήσει, οὐ σφάλλει εἰς τὸ ἔχει θέλημα μὲ τὴν εὐδιακρισίαν”. Ἀπ’ αὔτην τὴν παράξενον εἶδα Μακροψυχίαν, μετὰ γραμμάτων ἵσταται καὶ τοιοῦτα νὰ φωνάζῃ: “Καλὸν ἔναι ὁ μακρόψυχος καὶ ὁποὺ χρονοϋπομένει, παρὰ τὸν ὀλιγόψυχον εἰς τὴν ἐρωτοτέχνην”.
Ἦτον ἡ πρώτη Ἀσχόλησις, εἶχεν τοὺς λόγους τούτους: “Ἀσχόλησις ἐρωτικὴ †λόγεις ἀλέας ἐμπύρα† καὶ θέλει ἐπίμονον σπουδὴν νὰ μὴ παραοκνῆται”. Ἀπαύτου πάλε Ὑπόληψις καὶ ἔγραφεν εἰς ἐκεῖνον: “Ὁ ἐξ ὑπολήψεως κρεμασμὸς οὐ ψέγεται εἰς τὸν κόσμον, ἀλλὰ ἐπαινεῖται εἰς ἔρωτας διότι καὶ χάριν ἔχει”. Ἡ Ἀγάπη καὶ εἰς τὸ χέριν της τοῦτοι ἔγραφαν οἱ λόγοι: “Ἡ ἀγάπη, καὶ ἂν ἐντρέπεται, δένει, καὶ τὸν δεσμόν της οὐ λύουν τον ὅλοι ἂν συναχθοῦν οἱ φθονικοὶ τοῦ κόσμου”. Καὶ παρακάτου ἱστήκετον ἀπ’ αὔτην ἡ Φιλία καὶ εἰς τὸ χαρτὶν τὸ ἐβάσταζεν ἔγραφον οὗτοι οἱ λόγοι: “Οὐκ ἔν’ καλὸν εἰς ἔρωταν παρὰ ἡ φιλία τοῦ πόθου καὶ τοῦ νὰ ἔνι ἀπὸ ψυχῆς ἐρωτικῆς φεδούλας”. Εἶδα ἀπαύτου τὴν Στοργὴν καὶ εἶχεν γραμμένα ταῦτα: “Στέργετε εἰς τὴν ἀσχόλησιν, ποσῶς μὴ ἀποδημῆτε, ἡ ἀναμονὴ καλὸν ἔναι, πληρώνει ἀκέραιον πρᾶγμα”. Ἀπ’ αὔτην τὴν Ἐνθύμησιν εἶδα μετὰ γραμμάτων: “Ποθοενθυμεῖσθε, λέγω σας, ὅπου ἂν ἀποδημῆτε καὶ ἔχετε εἰς νοῦν σας πάντοτε τὰς ἐρωτοασχολήσεις”.Ἰανουάριος ἦτον ἀπ’ αὐτόν, νὰ στήκεται καὶ ἐκεῖνος ἄνθρωπος ὅλος κυνηγός, ὅλος θαρσὺς τὸ σχῆμα, σκυλὶν ὀπίσω του ἔτρεχεν, καὶ ἐβάσταζεν γεράκιν, καὶ εἰς τὸ χαρτὶν τὸ ἐβάσταζεν τοῦτοι ἔγραφαν οἱ λόγοι: “Πᾶς κυνηγὸς μὴ κάθεται, τὸν χρόνον μὴ διαβάζῃ, ἀλλὰ ὁ καιρὸς στριγγίζει τον ἂς τρέχῃ εἰς τὸ κυνήγι”. Φεβρουάριος. Εἶδα τὸν Φεβρουάριον, καὶ ἐκεῖνον εἰς τὸ σχῆμα ἄνθρωπον ὅλον γηραιὸν τὴν τρίχα καὶ τὴν ὄψιν, γούναν ἀπάνω νὰ φορῇ καὶ ὀμπρός του νὰ ἅπτῃ φλόγα τάχα διὰ νὰ θερμαίνεται διὰ τοῦ καιροῦ τὴν ψύξιν, καὶ ὀμπρός του ἐκείτετον χαρτὶν καὶ ἔγραφαν τοῦτοι οἱ λόγοι: “Διὰ τοῦ καιροῦ θερμαίνομαι τὴν βαρυχειμωνίαν, καὶ ὁποὺ μὲ βλέπει γέροντα μὴ μὲ προσονειδίσῃ”. Ἴδε τῶν δώδεκα Μηνῶν τὰ γράμματα καὶ οἱ λόγοι τὰ ἔποικεν ὁ παράξενος ὁ πετρολιθοξύστης· εἰς δὲ τὸ ὄπισθεν πλευρὸν εἶχεν καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλον μέρος, ὅθεν καὶ μᾶλλον ἔκειτο τῆς κόρης τὸ κουβούκλιν, εἶχεν Ἐρωτιδόπωλα δώδεκα τοῦ νὰ στήκουν, χαρτὶν καὶ ἐκεῖνα νὰ κρατοῦν ὅλα μετὰ γραμμάτων, καὶ τὸ καθένα, φίλε μου, νὰ σὲ τὸ ἀναδιδάξω.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 278
Ἀπ’ αὔτην τὴν Ἀναμονὴν καὶ αὐτὴν μετὰ γραμμάτων: “Ἀνάμενε, μὴ ὀλιγωρῇς ἐὰν χρονοαργοποθήσῃς, διότι ὁ πόθος εἰς ψυχὴν ὑπομονὴν φυτρώνει”. Ἔδε καὶ τὰ παράξενα τὰ ἔβλεπα εἰς τὸ ἄλλον μέρος καὶ τὰ ἐπνιγόμην νὰ θεωρῶ, τὰ ἐκρέμετον ὁ νοῦς μου. Καὶ ἀφότου τὰ ἐτριγύρεψα καὶ ἐσκόπουν τα τὰ γράφει καὶ εἶδα τὰς ἱστορίας των τὰς εἶχεν τριγυρέαν, καὶ εἶδα τὸ πόθεν ὁ κοιτὼν παράκειται τῆς κόρης, λέγω ἀποτότε τοὺς ἐμοὺς καὶ ἱσταίνουσί με τένταν ἀντίκρυ ὅπου ἐπαρέκειτον τῆς κόρης τὸ κουβούκλιν. Ἔβλεπα ἐδῶ τὰς Ἀρετάς, τοὺς Μῆνας ἀπεκεῖθεν, ἐδῶ τὰ Ἐρωτιδόπουλα καὶ ἐπάνω τὰ ζωδία· σκοπὸν ὁ νοῦς μου ἐγύρευεν τὸ πῶς νὰ ἐπιχειρήσῃ τῆς κόρης τὴν ὑπόθεσιν καὶ μετὰ τέχνης ποίας, καὶ ἁπλῶς ἐκατεκόπτετον εἰς ἑκατὸν ὁ νοῦς μου. Ἡμέραν ἐπαρέδραμον καὶ ἐπλήρωσα τὰς δύο, καὶ τρεῖς ἀπεπληρώθησαν καὶ τέσσαρες καὶ τότε εἷς μὲ λαλεῖ ἀπὸ τοὺς ἐμοὺς καὶ συμβουλεύεταί με.
Εἶδα καὶ τὴν Ἀνάμνησιν καὶ ἔγραφεν εἰς ἐκείνην: “Ἔχετε ἐρωτοανάμνησιν ἐσεῖς ὁποὺ ποθεῖτε, στιγμὴν ἐκ τῆς καρδίας σας μὴ λείψῃ ὅ, τι ἁρμόζει”. Εἶδα ἀπ’ αὔτην ἐστέκετον τὴν Εὐυποληψίαν καὶ εἰς τὰ χέριά της ἐβάσταζεν χαρτὶ μετὰ γραμμάτων: “Ὁποὺ ποθεῖ εὐυπόληπτα φήμην πολλὴν ἐβγάνει, διότι τὸ εὐυπόληπτον πολὺ ἔνι εἰς τὸν κόσμον”. Εἶδα τὴν Ἀκεραιότητα, ἱστέκετον ἀπ’ ἐκείνην, ἐβάσταζεν εἰς τὸ χέριν της χαρτὶ μετὰ γραμμάτων: “Ὁ ἀκέραιος εἰς τὸν ἔρωτα ποτὲ οὐκ ἀποτυγχάνει, καὶ εἴτι πρᾶγμαν ὀρεκτῇ, θέλει τὸ ἐπιτύχει”. Ἀπ’ αὔτην ἐνενδράνισα καὶ τὴν Εὐδιακρισίαν, μετὰ γραμμάτων ἵσταται καὶ ἄκουσε τί λαλοῦσαν: “Ὁποὺ ἔχει εὐδιάκριτον ψυχὴν καὶ ἀπὸ ψυχῆς ποθήσει, οὐ σφάλλει εἰς τὸ ἔχει θέλημα μὲ τὴν εὐδιακρισίαν”. Ἀπ’ αὔτην τὴν παράξενον εἶδα Μακροψυχίαν, μετὰ γραμμάτων ἵσταται καὶ τοιοῦτα νὰ φωνάζῃ: “Καλὸν ἔναι ὁ μακρόψυχος καὶ ὁποὺ χρονοϋπομένει, παρὰ τὸν ὀλιγόψυχον εἰς τὴν ἐρωτοτέχνην”.Ἦτον ἡ πρώτη Ἀσχόλησις, εἶχεν τοὺς λόγους τούτους: “Ἀσχόλησις ἐρωτικὴ †λόγεις ἀλέας ἐμπύρα† καὶ θέλει ἐπίμονον σπουδὴν νὰ μὴ παραοκνῆται”. Ἀπαύτου πάλε Ὑπόληψις καὶ ἔγραφεν εἰς ἐκεῖνον: “Ὁ ἐξ ὑπολήψεως κρεμασμὸς οὐ ψέγεται εἰς τὸν κόσμον, ἀλλὰ ἐπαινεῖται εἰς ἔρωτας διότι καὶ χάριν ἔχει”. Ἡ Ἀγάπη καὶ εἰς τὸ χέριν της τοῦτοι ἔγραφαν οἱ λόγοι: “Ἡ ἀγάπη, καὶ ἂν ἐντρέπεται, δένει, καὶ τὸν δεσμόν της οὐ λύουν τον ὅλοι ἂν συναχθοῦν οἱ φθονικοὶ τοῦ κόσμου”. Καὶ παρακάτου ἱστήκετον ἀπ’ αὔτην ἡ Φιλία καὶ εἰς τὸ χαρτὶν τὸ ἐβάσταζεν ἔγραφον οὗτοι οἱ λόγοι: “Οὐκ ἔν’ καλὸν εἰς ἔρωταν παρὰ ἡ φιλία τοῦ πόθου καὶ τοῦ νὰ ἔνι ἀπὸ ψυχῆς ἐρωτικῆς φεδούλας”. Εἶδα ἀπαύτου τὴν Στοργὴν καὶ εἶχεν γραμμένα ταῦτα: “Στέργετε εἰς τὴν ἀσχόλησιν, ποσῶς μὴ ἀποδημῆτε, ἡ ἀναμονὴ καλὸν ἔναι, πληρώνει ἀκέραιον πρᾶγμα”. Ἀπ’ αὔτην τὴν Ἐνθύμησιν εἶδα μετὰ γραμμάτων: “Ποθοενθυμεῖσθε, λέγω σας, ὅπου ἂν ἀποδημῆτε καὶ ἔχετε εἰς νοῦν σας πάντοτε τὰς ἐρωτοασχολήσεις”.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 28
Φίλε, εἰς τὴν χώραν τὴν ἐμὴν ἄνθρωπος ἤμουν μέγας, τοπάρχης πλούσιος, φοβερὸς καὶ εἰς τὴν ἀνδρείαν τοσοῦτος, τέτοιος ὅτι, νομίζω, ὁ καιρὸς νὰ σὲ τὸ ἀναδιδάξῃ· σύντροφον εἶχα τὴν χαράν, φίλον τὴν ἀθλιψίαν, εἴτι καλὸν καὶ ἐνήδονον ποτὲ νὰ μὴ μὲ λείπῃ. Καὶ μὲ τὰς τόσας ἡδονάς, μὲ τὰ καλὰ τὰ τόσα, καὶ μὲ τὸν τόσον πλοῦτον μου καὶ τὴν εὐημερίαν, μὲ τὰς τρυφάς μου τὰς πολλάς, μὲ τὰς γλυκύτητάς μου, τὰς εἶχα, τὰς ὑπότασσα, εἶχα τας καὶ ἐθάρρουν, ἔρωτος εἶδος εἰς ἐμὲν ποτὲ οὐκ ἀνεβιβάσθην· ἦτον ὁ νοῦς μου ἀμέριμνος καθόλου ἀπὸ τὸν πόθον, εἰς τὸν λογισμόν μου ἐνθύμησις ἀγάπης οὐκ ἀνέβην, ἔζουν ἀκαταδούλωτος καὶ μετὰ ἐλευθερίας, ἐρωτοακατάκριτος καὶ παρεκτὸς ἀγάπης. Ἀλλὰ καὶ μᾶλλον, φίλε μου, ποτὲ ἂν ἐσυνεπλάκῃ ἄνθρωπος ἀπὸ τοῦ γένους μου καὶ ἀπὸ τοὺς ἐδικούς μου εἰς τέτοιαν ποθοενθύμησιν καὶ ἀνάμνησιν ἀγάπης, πολλὰ τὸν ἐκατεπίκραινα, χίλια τὸν ἐμεμφόμην.
Ἀντὶ πατρός, ἀντὶ μητρός, ἀντὶ ἀδελφοὺς καὶ φίλους, ἔχω ἐσέναν σήμερον ἐδῶ εἰς τὴν ξενιτείαν, καὶ θέλω νὰ σὲ ἀφηγήσωμαι τὰ ἐπάσχισα εἰς τὸν κόσμον· καὶ ἂν καταλήθειαν ἔμαθες νὰ συμπονῇς τοὺς ξένους, νὰ ποίσῃς ὅρκον μετ’ ἐμέν, νὰ στεργοαφιρώσῃς, οἷος ἂν ἔλθῃ κίνδυνος νὰ μὴ ἀποχωριστοῦμεν». Εἶπα τον: «Ναί», καὶ παρευθὺς πεζεύει ἀπὸ τὸ ἄλογόν του, καὶ ἐγὼ ὡσαύτως μετ’ αὐτοῦ, καὶ ὠμόσαμεν οἱ δύο ὅστις ἂν ἔλθῃ κίνδυνος νὰ μὴ ἀποχωρισθῶμεν. Καὶ πρῶτον πρῶτον λέγει με μεθ’ ὅρκου ἀπὸ ψυχῆς του: «Ἐγνώριζε, μὰ τοὺς πόνους μου τοὺς ἔχω εἰς τὴν ψυχήν μου, χρόνον ἀκέραιον περιπατῶ καὶ κοσμοαναγυρεύω, καὶ ζῶ ἀπὸ τὸ γεράκιν μου καὶ θρέφομαι ἀπὸ τὸ σκυλίν μου· ἔναι ζωή μου τὸ φαρίν, ψυχή μου τὰ ἄρματά μου. Καὶ ἁπλῶς εἰς τέτοιαν, φίλε μου, κατήντησα μανίαν, ὅτι ἐγίνην εἰς ἐμὲν ὡς Χάρος τὸ σπαθίν μου, θάνατος τὸ λουρίκιν μου καὶ τάφος τὰ ἄρματά μου. Ἐδὰ ἀποτώρα ἐγνώριζε καὶ τί ἔναι τὸ στενάζω. Ὁ Λίβιστρος τὸ γένος του λέγει τὸν Κλιτοβώντα.Ἄνθρωπος εἶμαι καὶ πονῶ, καὶ τὸ πονῶ γυρεύεις, συνοδοιπόρε σύνξενε, καὶ θέλεις νὰ τὸ μάθῃς; Ἂν εἶσαι πέτρα νὰ ραγῇς, νομίζω, ἐκ τὴν λύπην, διότι, μὰ τοὺς πόνους μου τοὺς πάσχω διὰ τὸν πόθον, καὶ πέτρα ἂν φθάσῃ τὰ ἔπαθα τοῦ νὰ τὰ θέλῃ μάθει, εἰς ἑκατὸν νὰ διαρραγῇ καὶ νὰ θρυβῇ ὡς τὸ χῶμαν». Ἐγὼ ὡς ἐκατεγνώρισα διὰ πόθον ἔν’ τὸ πάσχειν, ὅρκους φρικτοὺς τὸν ὤμοσα νὰ μὲ εἰπῇ τὰ λυπᾶται· εἶπα τον: «Ξένε, γνώριζε, λέγει ὁ δημώδης λόγος, κάλλιον ἔνι εἷς ἀδελφὸς εἰς στράταν παρὸ μάναν· καὶ ἂν τὸ πονεῖς οὐ λέγῃς το καὶ κρύβῃς το εἰς ἐσέναν, ὁποὺ φυλάσσει τὸ πονεῖ, γίνεται εἰς κίνδυνόν του». Καὶ ὁκάποτε ἀπὸ βίας του στρέφεται καὶ θωρεῖ με, νὰ χύνεται ἐκ τὰ ὀμμάτιά του τὸ δάκρυον ὡς ποτάμιν, Τὸν Κλιτοβώντα ὁ Λίβιστρος πάλιν ἀπηλογήθη. καὶ λέγει: «Ἂς σὲ εἴπω τίποτε, ξένε συνοδοιπόρε, ἐμὲν ὡς μὲ κατέστησεν ἡ τύχη μου εἰς τὸν κόσμον.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 283
Πλήν, φίλε, ἀπὸ τὴν παραδρομὴν τῶν ἡμερῶν τῶν τόσων ἔβλεπα ὅτι ἐπαρεσκύπτασιν ἀπέσω ἀπὲ τὸ κάστρον ἄνδρες, γυναῖκες, γέροντες ὁμοῦ τε καὶ παιδία τὸ νὰ σκοποῦν τὸ πέσιμον καὶ τὸ κατούνεμά μας· καὶ ἐκεῖ ὅπου ἦτον ὁ κοιτὼν τῆς κόρης τῆς Ροδάμνης ἐθεώρουν ὅτι ἐπροέκυπταν φοδοῦλες ὡραιωμένες μετὰ ἕναν εὐνουχόπουλον πανεύμορφον εἰς εἶδος, καὶ ἐκεῖνον τὸ εὐνουχόπουλον ἦτον οἰκεῖον τῆς κόρης εἰς λόγους, εἰς μυστήρια καὶ εἰς κρυφιοσυμβουλάς της. Ἄκουσε τέως τὴν βουλὴν τὴν μὲ ἐσυμβουλεύθη· Ἄνθρωπος ἐκ τοὺς ἑκατὸν Λιβίστρου τοὺς ἀγούρους στέκει καὶ συμβουλεύεται τὸν Λίβιστρον ἐκ πόθου. εἶπεν: “Ἐπεὶ ἐπαρέδραμαν, Λίβιστρε, ἡμέραι τόσαι καὶ γνώριμοι ἐγενόμεθα τοῦ κάστρου ἀποτώρα, βλέπεις τὸ εὐνουχόπουλον ἐκεῖ ὁποὺ παρακύπτει; Εἶμαι ἀπεδὰ παρέτοιμος νὰ τὸν ποιήσω φίλον καὶ αὐτὸς εἰς τὴν ὑπόθεσιν τῆς κόρης νὰ ὑπουργήσῃ.
Ἀπ’ αὔτην τὴν Ἀναμονὴν καὶ αὐτὴν μετὰ γραμμάτων: “Ἀνάμενε, μὴ ὀλιγωρῇς ἐὰν χρονοαργοποθήσῃς, διότι ὁ πόθος εἰς ψυχὴν ὑπομονὴν φυτρώνει”. Ἔδε καὶ τὰ παράξενα τὰ ἔβλεπα εἰς τὸ ἄλλον μέρος καὶ τὰ ἐπνιγόμην νὰ θεωρῶ, τὰ ἐκρέμετον ὁ νοῦς μου. Καὶ ἀφότου τὰ ἐτριγύρεψα καὶ ἐσκόπουν τα τὰ γράφει καὶ εἶδα τὰς ἱστορίας των τὰς εἶχεν τριγυρέαν, καὶ εἶδα τὸ πόθεν ὁ κοιτὼν παράκειται τῆς κόρης, λέγω ἀποτότε τοὺς ἐμοὺς καὶ ἱσταίνουσί με τένταν ἀντίκρυ ὅπου ἐπαρέκειτον τῆς κόρης τὸ κουβούκλιν. Ἔβλεπα ἐδῶ τὰς Ἀρετάς, τοὺς Μῆνας ἀπεκεῖθεν, ἐδῶ τὰ Ἐρωτιδόπουλα καὶ ἐπάνω τὰ ζωδία· σκοπὸν ὁ νοῦς μου ἐγύρευεν τὸ πῶς νὰ ἐπιχειρήσῃ τῆς κόρης τὴν ὑπόθεσιν καὶ μετὰ τέχνης ποίας, καὶ ἁπλῶς ἐκατεκόπτετον εἰς ἑκατὸν ὁ νοῦς μου. Ἡμέραν ἐπαρέδραμον καὶ ἐπλήρωσα τὰς δύο, καὶ τρεῖς ἀπεπληρώθησαν καὶ τέσσαρες καὶ τότε εἷς μὲ λαλεῖ ἀπὸ τοὺς ἐμοὺς καὶ συμβουλεύεταί με.Εἶδα καὶ τὴν Ἀνάμνησιν καὶ ἔγραφεν εἰς ἐκείνην: “Ἔχετε ἐρωτοανάμνησιν ἐσεῖς ὁποὺ ποθεῖτε, στιγμὴν ἐκ τῆς καρδίας σας μὴ λείψῃ ὅ, τι ἁρμόζει”. Εἶδα ἀπ’ αὔτην ἐστέκετον τὴν Εὐυποληψίαν καὶ εἰς τὰ χέριά της ἐβάσταζεν χαρτὶ μετὰ γραμμάτων: “Ὁποὺ ποθεῖ εὐυπόληπτα φήμην πολλὴν ἐβγάνει, διότι τὸ εὐυπόληπτον πολὺ ἔνι εἰς τὸν κόσμον”. Εἶδα τὴν Ἀκεραιότητα, ἱστέκετον ἀπ’ ἐκείνην, ἐβάσταζεν εἰς τὸ χέριν της χαρτὶ μετὰ γραμμάτων: “Ὁ ἀκέραιος εἰς τὸν ἔρωτα ποτὲ οὐκ ἀποτυγχάνει, καὶ εἴτι πρᾶγμαν ὀρεκτῇ, θέλει τὸ ἐπιτύχει”. Ἀπ’ αὔτην ἐνενδράνισα καὶ τὴν Εὐδιακρισίαν, μετὰ γραμμάτων ἵσταται καὶ ἄκουσε τί λαλοῦσαν: “Ὁποὺ ἔχει εὐδιάκριτον ψυχὴν καὶ ἀπὸ ψυχῆς ποθήσει, οὐ σφάλλει εἰς τὸ ἔχει θέλημα μὲ τὴν εὐδιακρισίαν”. Ἀπ’ αὔτην τὴν παράξενον εἶδα Μακροψυχίαν, μετὰ γραμμάτων ἵσταται καὶ τοιοῦτα νὰ φωνάζῃ: “Καλὸν ἔναι ὁ μακρόψυχος καὶ ὁποὺ χρονοϋπομένει, παρὰ τὸν ὀλιγόψυχον εἰς τὴν ἐρωτοτέχνην”.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 287
Πλὴν τοῦτο σὲ συμβουλεύομαι, ποίησέ το, μὴν τὸ ὀκνήσῃς· γράψε εἰς σαγίτταν γράμματα, καὶ ὅταν ἴδῃς ἀπέκει ἀπὸ τὸ πανεξαίρετον τῆς κόρης τὸ κουβούκλι ἵνα προκύψῃ ἡ ἐρωτικὴ κἂν μία τὸ νὰ μᾶς βλέψῃ, ποίησε ἀφορμὴν ὅτι θεωρεῖς πουλὶν εἰς τὸ κουβούκλιν, καὶ τόξευσέ το, ἀλλὰ ἀχαμνά, καὶ πρόσεξε νὰ πέσῃ ἀπέσω εἰς τὸ κουβούκλιν της τῆς κόρης ἡ σαγίττα· καὶ τέως νὰ δώσῃς ἀφορμὴν καὶ ἀρχὴν εἰς τὴν ἀγάπην καὶ νὰ ἴδῃς τὸ ἐπιχείρημα τὸ πῶς νὰ τὸ ἐμπέσῃς”. Ἐνέπαυσέ με ἡ συμβουλὴ καὶ ὁ λόγος ἤρεσέ με: “Πρῶτον ἐσὺ ἐπιχείρησε”, τὸν εἶπα, “τὴν φιλίαν, νὰ σ’ ἔχω ἀπέσω συνεργὸν νὰ ἐγνωρίζω πρᾶγμα, ὡσαύτως καὶ ἐγὼ παρέτοιμος εἰς τὸ ἐπιχείρημά μου”.
Πλήν, φίλε, ἀπὸ τὴν παραδρομὴν τῶν ἡμερῶν τῶν τόσων ἔβλεπα ὅτι ἐπαρεσκύπτασιν ἀπέσω ἀπὲ τὸ κάστρον ἄνδρες, γυναῖκες, γέροντες ὁμοῦ τε καὶ παιδία τὸ νὰ σκοποῦν τὸ πέσιμον καὶ τὸ κατούνεμά μας· καὶ ἐκεῖ ὅπου ἦτον ὁ κοιτὼν τῆς κόρης τῆς Ροδάμνης ἐθεώρουν ὅτι ἐπροέκυπταν φοδοῦλες ὡραιωμένες μετὰ ἕναν εὐνουχόπουλον πανεύμορφον εἰς εἶδος, καὶ ἐκεῖνον τὸ εὐνουχόπουλον ἦτον οἰκεῖον τῆς κόρης εἰς λόγους, εἰς μυστήρια καὶ εἰς κρυφιοσυμβουλάς της. Ἄκουσε τέως τὴν βουλὴν τὴν μὲ ἐσυμβουλεύθη· Ἄνθρωπος ἐκ τοὺς ἑκατὸν Λιβίστρου τοὺς ἀγούρους στέκει καὶ συμβουλεύεται τὸν Λίβιστρον ἐκ πόθου. εἶπεν: “Ἐπεὶ ἐπαρέδραμαν, Λίβιστρε, ἡμέραι τόσαι καὶ γνώριμοι ἐγενόμεθα τοῦ κάστρου ἀποτώρα, βλέπεις τὸ εὐνουχόπουλον ἐκεῖ ὁποὺ παρακύπτει; Εἶμαι ἀπεδὰ παρέτοιμος νὰ τὸν ποιήσω φίλον καὶ αὐτὸς εἰς τὴν ὑπόθεσιν τῆς κόρης νὰ ὑπουργήσῃ.Ἀπ’ αὔτην τὴν Ἀναμονὴν καὶ αὐτὴν μετὰ γραμμάτων: “Ἀνάμενε, μὴ ὀλιγωρῇς ἐὰν χρονοαργοποθήσῃς, διότι ὁ πόθος εἰς ψυχὴν ὑπομονὴν φυτρώνει”. Ἔδε καὶ τὰ παράξενα τὰ ἔβλεπα εἰς τὸ ἄλλον μέρος καὶ τὰ ἐπνιγόμην νὰ θεωρῶ, τὰ ἐκρέμετον ὁ νοῦς μου. Καὶ ἀφότου τὰ ἐτριγύρεψα καὶ ἐσκόπουν τα τὰ γράφει καὶ εἶδα τὰς ἱστορίας των τὰς εἶχεν τριγυρέαν, καὶ εἶδα τὸ πόθεν ὁ κοιτὼν παράκειται τῆς κόρης, λέγω ἀποτότε τοὺς ἐμοὺς καὶ ἱσταίνουσί με τένταν ἀντίκρυ ὅπου ἐπαρέκειτον τῆς κόρης τὸ κουβούκλιν. Ἔβλεπα ἐδῶ τὰς Ἀρετάς, τοὺς Μῆνας ἀπεκεῖθεν, ἐδῶ τὰ Ἐρωτιδόπουλα καὶ ἐπάνω τὰ ζωδία· σκοπὸν ὁ νοῦς μου ἐγύρευεν τὸ πῶς νὰ ἐπιχειρήσῃ τῆς κόρης τὴν ὑπόθεσιν καὶ μετὰ τέχνης ποίας, καὶ ἁπλῶς ἐκατεκόπτετον εἰς ἑκατὸν ὁ νοῦς μου. Ἡμέραν ἐπαρέδραμον καὶ ἐπλήρωσα τὰς δύο, καὶ τρεῖς ἀπεπληρώθησαν καὶ τέσσαρες καὶ τότε εἷς μὲ λαλεῖ ἀπὸ τοὺς ἐμοὺς καὶ συμβουλεύεταί με.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 289
Μισσεύει ἀπὸ τὴν κατούνα μου, πίπτει ἀπ’ ἐμὲν παρέξω, γίνεται ὡσὰν πραγματευτής, ἐμπαίνει εἰς τὸ κάστρον, καὶ πῶς τὴν οἰκονόμησεν οὐκ οἶδα τὴν φιλίαν· τοῦτο καὶ μόνον ἔμαθα, παρέδραμον ἡμέρες καὶ βλέπω ὅτι ἐπαρέκυψεν ἐκεῖνος ἀπὸ τὸ κάστρον, ὅπου τῆς κόρης ἔκειτον †τῆς κόρης† τὸ κουβούκλιν, καὶ σχῆμαν χαιρετίσματος ἔποικεν πρὸς ἐμέναν καὶ πάλιν ἐσέβηκεν γοργὸν κανεὶς νὰ μὴν τὸν ἴδῃ. *Ἀφοῦ τὸν ἠναντράνισα, κάθημαι καὶ εἰς σαγίτταν ἔγραψα, φίλε, γράμματα καὶ ἄκουσε τί ἐλαλοῦσαν:* Πρώτη τοῦ πόθου ἀφορμὴ Λιβίστρου πρὸς τὴν κόρην· γράφει εἰς σαγίτταν γράμματα καὶ εἰς αὐτὴν τοξεύει. “Ἂν εὐστοχῇς εἰς τὸ πουλὶν ὡς εἰς ἐμέ, σαγίττα, νὰ ἔναι πολλὰ παράξενα τὰ χέρια τοῦ τοξότου· ἂν δὲ εἰς ἀνθρώπου μοναχοῦ καρδίαν ἐπιτυχαίνῃς, κἂν ὡς ἐμένα τόξευσε κόρην ἀπὸ τὸ κάστρον, κόρην τὴν κάλλιαν ἀπ’ αὐτοὺς καὶ ὡς ἔπασχα ἂς πασχίσῃ”. Ἐπλήρωσα τὰ γράμματα καὶ ἐβγαίνω ἀπὸ τὴν τένταν, γεμίζω τὸ δοξάριν μου, προσέχω τὸ κουβούκλιν, ἐσχηματίσθην διὰ πουλὶν καὶ σύρνω τὴν σαγίτταν.
Πλὴν τοῦτο σὲ συμβουλεύομαι, ποίησέ το, μὴν τὸ ὀκνήσῃς· γράψε εἰς σαγίτταν γράμματα, καὶ ὅταν ἴδῃς ἀπέκει ἀπὸ τὸ πανεξαίρετον τῆς κόρης τὸ κουβούκλι ἵνα προκύψῃ ἡ ἐρωτικὴ κἂν μία τὸ νὰ μᾶς βλέψῃ, ποίησε ἀφορμὴν ὅτι θεωρεῖς πουλὶν εἰς τὸ κουβούκλιν, καὶ τόξευσέ το, ἀλλὰ ἀχαμνά, καὶ πρόσεξε νὰ πέσῃ ἀπέσω εἰς τὸ κουβούκλιν της τῆς κόρης ἡ σαγίττα· καὶ τέως νὰ δώσῃς ἀφορμὴν καὶ ἀρχὴν εἰς τὴν ἀγάπην καὶ νὰ ἴδῃς τὸ ἐπιχείρημα τὸ πῶς νὰ τὸ ἐμπέσῃς”. Ἐνέπαυσέ με ἡ συμβουλὴ καὶ ὁ λόγος ἤρεσέ με: “Πρῶτον ἐσὺ ἐπιχείρησε”, τὸν εἶπα, “τὴν φιλίαν, νὰ σ’ ἔχω ἀπέσω συνεργὸν νὰ ἐγνωρίζω πρᾶγμα, ὡσαύτως καὶ ἐγὼ παρέτοιμος εἰς τὸ ἐπιχείρημά μου”.Πλήν, φίλε, ἀπὸ τὴν παραδρομὴν τῶν ἡμερῶν τῶν τόσων ἔβλεπα ὅτι ἐπαρεσκύπτασιν ἀπέσω ἀπὲ τὸ κάστρον ἄνδρες, γυναῖκες, γέροντες ὁμοῦ τε καὶ παιδία τὸ νὰ σκοποῦν τὸ πέσιμον καὶ τὸ κατούνεμά μας· καὶ ἐκεῖ ὅπου ἦτον ὁ κοιτὼν τῆς κόρης τῆς Ροδάμνης ἐθεώρουν ὅτι ἐπροέκυπταν φοδοῦλες ὡραιωμένες μετὰ ἕναν εὐνουχόπουλον πανεύμορφον εἰς εἶδος, καὶ ἐκεῖνον τὸ εὐνουχόπουλον ἦτον οἰκεῖον τῆς κόρης εἰς λόγους, εἰς μυστήρια καὶ εἰς κρυφιοσυμβουλάς της. Ἄκουσε τέως τὴν βουλὴν τὴν μὲ ἐσυμβουλεύθη· Ἄνθρωπος ἐκ τοὺς ἑκατὸν Λιβίστρου τοὺς ἀγούρους στέκει καὶ συμβουλεύεται τὸν Λίβιστρον ἐκ πόθου. εἶπεν: “Ἐπεὶ ἐπαρέδραμαν, Λίβιστρε, ἡμέραι τόσαι καὶ γνώριμοι ἐγενόμεθα τοῦ κάστρου ἀποτώρα, βλέπεις τὸ εὐνουχόπουλον ἐκεῖ ὁποὺ παρακύπτει; Εἶμαι ἀπεδὰ παρέτοιμος νὰ τὸν ποιήσω φίλον καὶ αὐτὸς εἰς τὴν ὑπόθεσιν τῆς κόρης νὰ ὑπουργήσῃ.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 293
Καὶ ἦτον τριγύρου ἡλιακὸς τοῦ κουβουκλίου τῆς κόρης, καὶ ἔπεσεν εἰς τὸν ἡλιακὸν τῆς κόρης ἡ σαγίττα· καὶ πάλιν ἐσέβηκα ἐγὼ ἀπέσω εἰς τὴν τέντα καὶ πάλιν ἐσκόπουν τὸν καιρὸν τοῦ πόθου τῆς ὡραίας καὶ τῆς ἀγάπης τὴν ἀρχὴν πῶς νὰ ἔμπω ἐμελέτουν: Λιβίστρου τοῦ πολυπαθοῦς μελέτη μετὰ πόνου. “Πάντως ἐκενοτόμησα δίχρονον ἤδη τώρα, τόπους πολλοὺς παρέδραμα καὶ πόνους ὑπεστάθην, ηὕρηκα τὸ εἶχα θέλημα μετὰ πολλὰς ὀδύνας, ἐπέτυχε τὸ ὠρέγετον ὁ νοῦς μου μετὰ βίας. Πῶς ἀπεδάρε τὴν ἀρχὴν νὰ ἔμπω τῆς ἀγάπης; Φίλον μου ποῖον τὸ ὀρέγομαι νὰ τὸ καταθαρρέσω; Πρῶτον νὰ πέμψω μηνυτήν· καὶ εἰς τίναν νὰ τὸν πέμψω; Νὰ γράψω ἀπέκει γράμματα· καὶ τίς νὰ τὰ ἀναγνώσῃ; Ἂς εἴπω ὅτι ηὗρα φίλον μου καὶ ἐθάρρεσα τὰ πάσχω· πῶς νὰ τολμήσῃ νὰ τὸ πῇ πάλιν αὐτὸς τὴν κόρην; Λέγω ὅτι ἐκεῖνος νὰ τὸ εἰπῇ τὴν κόρην μετὰ τέχνης· καὶ ἡ κόρη ἂν εἶναι κενόδοξος, νὰ θυμωθῇ ἐκ τοῦ λόγου; Καὶ ἐκείνη οὐκ ἐγνωρίζει με, τίς εἶμαι οὐδὲν μὲ ἐξεύρει, καὶ ἂν τύχῃ ὁκάτι κατ’ ἐμοῦ, νὰ ὀργίζεται ἡ φουδούλα;
Μισσεύει ἀπὸ τὴν κατούνα μου, πίπτει ἀπ’ ἐμὲν παρέξω, γίνεται ὡσὰν πραγματευτής, ἐμπαίνει εἰς τὸ κάστρον, καὶ πῶς τὴν οἰκονόμησεν οὐκ οἶδα τὴν φιλίαν· τοῦτο καὶ μόνον ἔμαθα, παρέδραμον ἡμέρες καὶ βλέπω ὅτι ἐπαρέκυψεν ἐκεῖνος ἀπὸ τὸ κάστρον, ὅπου τῆς κόρης ἔκειτον †τῆς κόρης† τὸ κουβούκλιν, καὶ σχῆμαν χαιρετίσματος ἔποικεν πρὸς ἐμέναν καὶ πάλιν ἐσέβηκεν γοργὸν κανεὶς νὰ μὴν τὸν ἴδῃ. *Ἀφοῦ τὸν ἠναντράνισα, κάθημαι καὶ εἰς σαγίτταν ἔγραψα, φίλε, γράμματα καὶ ἄκουσε τί ἐλαλοῦσαν:* Πρώτη τοῦ πόθου ἀφορμὴ Λιβίστρου πρὸς τὴν κόρην· γράφει εἰς σαγίτταν γράμματα καὶ εἰς αὐτὴν τοξεύει. “Ἂν εὐστοχῇς εἰς τὸ πουλὶν ὡς εἰς ἐμέ, σαγίττα, νὰ ἔναι πολλὰ παράξενα τὰ χέρια τοῦ τοξότου· ἂν δὲ εἰς ἀνθρώπου μοναχοῦ καρδίαν ἐπιτυχαίνῃς, κἂν ὡς ἐμένα τόξευσε κόρην ἀπὸ τὸ κάστρον, κόρην τὴν κάλλιαν ἀπ’ αὐτοὺς καὶ ὡς ἔπασχα ἂς πασχίσῃ”. Ἐπλήρωσα τὰ γράμματα καὶ ἐβγαίνω ἀπὸ τὴν τένταν, γεμίζω τὸ δοξάριν μου, προσέχω τὸ κουβούκλιν, ἐσχηματίσθην διὰ πουλὶν καὶ σύρνω τὴν σαγίτταν.Πλὴν τοῦτο σὲ συμβουλεύομαι, ποίησέ το, μὴν τὸ ὀκνήσῃς· γράψε εἰς σαγίτταν γράμματα, καὶ ὅταν ἴδῃς ἀπέκει ἀπὸ τὸ πανεξαίρετον τῆς κόρης τὸ κουβούκλι ἵνα προκύψῃ ἡ ἐρωτικὴ κἂν μία τὸ νὰ μᾶς βλέψῃ, ποίησε ἀφορμὴν ὅτι θεωρεῖς πουλὶν εἰς τὸ κουβούκλιν, καὶ τόξευσέ το, ἀλλὰ ἀχαμνά, καὶ πρόσεξε νὰ πέσῃ ἀπέσω εἰς τὸ κουβούκλιν της τῆς κόρης ἡ σαγίττα· καὶ τέως νὰ δώσῃς ἀφορμὴν καὶ ἀρχὴν εἰς τὴν ἀγάπην καὶ νὰ ἴδῃς τὸ ἐπιχείρημα τὸ πῶς νὰ τὸ ἐμπέσῃς”. Ἐνέπαυσέ με ἡ συμβουλὴ καὶ ὁ λόγος ἤρεσέ με: “Πρῶτον ἐσὺ ἐπιχείρησε”, τὸν εἶπα, “τὴν φιλίαν, νὰ σ’ ἔχω ἀπέσω συνεργὸν νὰ ἐγνωρίζω πρᾶγμα, ὡσαύτως καὶ ἐγὼ παρέτοιμος εἰς τὸ ἐπιχείρημά μου”.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 302
Ἀλλὰ νομίζω τοῦ Ἔρωτος οὐ ψεύδεται τὸ στόμα· ἠξεύρω ὅτι ὑπεσχέθη με ὅτι νὰ τὴν τοξεύσῃ, εἶπε με διὰ τὸν πόθον μου αὐτὸς νὰ μὲ τὴν δώσῃ. Καὶ γὰρ νὰ εἶπε ψέματα· καὶ τίς ἦτον ἡ βία; Ἂς εἴπω ὅτι ἐκατετέθην το καὶ ἐσέβην εἰς τὴν ἀγάπην, ἀγάπην μου ἐπαρέλαβε, καὶ πῶς νὰ τὸ ἐγνωρίσω; Νὰ γράψῃ ἐκείνη πρὸς ἐμέν; Καὶ τοῦτο οὐδὲν ἁρμόζει. Λοιπὸν ἐμένα φαίνεται πρῶτον ἵνα τὴν γράψω, καὶ εἰ μὲν τὸ παραδέξεται, ἔνι εὐτυχία μεγάλη· εἰ δὲ καὶ οὐδὲν τὸ δέξεται, πάλιν νὰ δευτερώσω, νὰ γράψω τρεῖς καὶ τέσσαρες καὶ πέντε ἄλλες πλέον, καὶ ὁκάποιαν ἐκ τὰς τόσας μου γραφὰς νὰ παραλάβῃ”. Καὶ μὲ τὸν τοιοῦτον λογισμὸν τὸν ἐσκοποεμελέτουν, σηκώνομαι ὁλοσόβαρος, ἐβγαίνω ἀπὸ τὴν τένταν, κρατῶ ἕνα τεντόσχοινον καὶ ἱστέκουμουν ἐννοιασμένος, ὁ νοῦς μου νὰ ἔχῃ ταραχὴν ἀπὸ τῆς βίας τῆς τόσης.
Καὶ ἦτον τριγύρου ἡλιακὸς τοῦ κουβουκλίου τῆς κόρης, καὶ ἔπεσεν εἰς τὸν ἡλιακὸν τῆς κόρης ἡ σαγίττα· καὶ πάλιν ἐσέβηκα ἐγὼ ἀπέσω εἰς τὴν τέντα καὶ πάλιν ἐσκόπουν τὸν καιρὸν τοῦ πόθου τῆς ὡραίας καὶ τῆς ἀγάπης τὴν ἀρχὴν πῶς νὰ ἔμπω ἐμελέτουν: Λιβίστρου τοῦ πολυπαθοῦς μελέτη μετὰ πόνου. “Πάντως ἐκενοτόμησα δίχρονον ἤδη τώρα, τόπους πολλοὺς παρέδραμα καὶ πόνους ὑπεστάθην, ηὕρηκα τὸ εἶχα θέλημα μετὰ πολλὰς ὀδύνας, ἐπέτυχε τὸ ὠρέγετον ὁ νοῦς μου μετὰ βίας. Πῶς ἀπεδάρε τὴν ἀρχὴν νὰ ἔμπω τῆς ἀγάπης; Φίλον μου ποῖον τὸ ὀρέγομαι νὰ τὸ καταθαρρέσω; Πρῶτον νὰ πέμψω μηνυτήν· καὶ εἰς τίναν νὰ τὸν πέμψω; Νὰ γράψω ἀπέκει γράμματα· καὶ τίς νὰ τὰ ἀναγνώσῃ; Ἂς εἴπω ὅτι ηὗρα φίλον μου καὶ ἐθάρρεσα τὰ πάσχω· πῶς νὰ τολμήσῃ νὰ τὸ πῇ πάλιν αὐτὸς τὴν κόρην; Λέγω ὅτι ἐκεῖνος νὰ τὸ εἰπῇ τὴν κόρην μετὰ τέχνης· καὶ ἡ κόρη ἂν εἶναι κενόδοξος, νὰ θυμωθῇ ἐκ τοῦ λόγου; Καὶ ἐκείνη οὐκ ἐγνωρίζει με, τίς εἶμαι οὐδὲν μὲ ἐξεύρει, καὶ ἂν τύχῃ ὁκάτι κατ’ ἐμοῦ, νὰ ὀργίζεται ἡ φουδούλα;Μισσεύει ἀπὸ τὴν κατούνα μου, πίπτει ἀπ’ ἐμὲν παρέξω, γίνεται ὡσὰν πραγματευτής, ἐμπαίνει εἰς τὸ κάστρον, καὶ πῶς τὴν οἰκονόμησεν οὐκ οἶδα τὴν φιλίαν· τοῦτο καὶ μόνον ἔμαθα, παρέδραμον ἡμέρες καὶ βλέπω ὅτι ἐπαρέκυψεν ἐκεῖνος ἀπὸ τὸ κάστρον, ὅπου τῆς κόρης ἔκειτον †τῆς κόρης† τὸ κουβούκλιν, καὶ σχῆμαν χαιρετίσματος ἔποικεν πρὸς ἐμέναν καὶ πάλιν ἐσέβηκεν γοργὸν κανεὶς νὰ μὴν τὸν ἴδῃ. *Ἀφοῦ τὸν ἠναντράνισα, κάθημαι καὶ εἰς σαγίτταν ἔγραψα, φίλε, γράμματα καὶ ἄκουσε τί ἐλαλοῦσαν:* Πρώτη τοῦ πόθου ἀφορμὴ Λιβίστρου πρὸς τὴν κόρην· γράφει εἰς σαγίτταν γράμματα καὶ εἰς αὐτὴν τοξεύει. “Ἂν εὐστοχῇς εἰς τὸ πουλὶν ὡς εἰς ἐμέ, σαγίττα, νὰ ἔναι πολλὰ παράξενα τὰ χέρια τοῦ τοξότου· ἂν δὲ εἰς ἀνθρώπου μοναχοῦ καρδίαν ἐπιτυχαίνῃς, κἂν ὡς ἐμένα τόξευσε κόρην ἀπὸ τὸ κάστρον, κόρην τὴν κάλλιαν ἀπ’ αὐτοὺς καὶ ὡς ἔπασχα ἂς πασχίσῃ”. Ἐπλήρωσα τὰ γράμματα καὶ ἐβγαίνω ἀπὸ τὴν τένταν, γεμίζω τὸ δοξάριν μου, προσέχω τὸ κουβούκλιν, ἐσχηματίσθην διὰ πουλὶν καὶ σύρνω τὴν σαγίτταν.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 309
Καὶ ὅσον ἐστάθην καὶ ἔβλεπα μυριομεριμνημένος, τηρῶ εἰς τῆς κόρης τὸ κελλίν, προσέχω εἰς τὸ κουβούκλιν, καὶ τριγύρου εἰς τὸν ἡλιακὸν βλέπω τὰς ὡραιωμένας διὰ τὸ βεργὶν νὰ μάχωνται τὸ πῶς νὰ τὸ κρατήσουν· καὶ μία τὸ ἐκράτει καὶ ἔτρεχεν καὶ ἄλλη τὸ ἁρπάζει καὶ εἴχασιν ὅλες ταραχὴν τὸ ποία νὰ τὸ κρατήσῃ. Γίνεται ὁκάποτε σιγή, στέκουσιν αἱ φουδοῦλες, κρατεῖ το μία καὶ ἐστάθησαν αἱ ἄλλαι καὶ ἀνέγνωσάν το· καὶ ἀφότου τὸ ἀνεγνώσασιν ὅλες ἐντάμα τρέχουν καὶ εἰς τὸ κελλὶν ἐσέβησαν ἀπέσω τῆς φουδούλας, καὶ κἂν νὰ τὸ εἶδεν τὸ βεργὶν τὸ τί ἔγραφαν ἡ κόρη καὶ κἂν οὐ μὴ τὸ ἀνέγνωσεν, ὡς ἔμαθα ἐξυστέρου. Ὡς εἶδεν ὅτι ἐμάχοντο, ἀνερωτᾷ ἡ φουδούλα τὸ τί ἔναι τὸ δικάζονται, τί ἔναι τὸ συνερίζουν, καὶ τὸ βεργὶν τὴν δίδουσιν τὸ εὑρήκασιν γραμμένον. Ἁρπάζει καὶ ἀναγνώθει το, θεωρεῖ, ἀναψηλαφᾷ το· καὶ ἀφότου τὸ εἶδεν καὶ ἔμαθεν τὰ ἐγράφαν εἰς ἐκεῖνο, ποῦ τὸ ηὗραν ἠρώτησεν καὶ πόθεν ἔνι γραμμένον. Εἴπασιν ποῦ τὸ εὑρήκασιν, καὶ σιγερὰ ἡ φοδούλα λέγει: “Καὶ τίς νὰ τὸ ἔγραψεν προσέχετε νὰ ἰδῆτε”.
Ἀλλὰ νομίζω τοῦ Ἔρωτος οὐ ψεύδεται τὸ στόμα· ἠξεύρω ὅτι ὑπεσχέθη με ὅτι νὰ τὴν τοξεύσῃ, εἶπε με διὰ τὸν πόθον μου αὐτὸς νὰ μὲ τὴν δώσῃ. Καὶ γὰρ νὰ εἶπε ψέματα· καὶ τίς ἦτον ἡ βία; Ἂς εἴπω ὅτι ἐκατετέθην το καὶ ἐσέβην εἰς τὴν ἀγάπην, ἀγάπην μου ἐπαρέλαβε, καὶ πῶς νὰ τὸ ἐγνωρίσω; Νὰ γράψῃ ἐκείνη πρὸς ἐμέν; Καὶ τοῦτο οὐδὲν ἁρμόζει. Λοιπὸν ἐμένα φαίνεται πρῶτον ἵνα τὴν γράψω, καὶ εἰ μὲν τὸ παραδέξεται, ἔνι εὐτυχία μεγάλη· εἰ δὲ καὶ οὐδὲν τὸ δέξεται, πάλιν νὰ δευτερώσω, νὰ γράψω τρεῖς καὶ τέσσαρες καὶ πέντε ἄλλες πλέον, καὶ ὁκάποιαν ἐκ τὰς τόσας μου γραφὰς νὰ παραλάβῃ”. Καὶ μὲ τὸν τοιοῦτον λογισμὸν τὸν ἐσκοποεμελέτουν, σηκώνομαι ὁλοσόβαρος, ἐβγαίνω ἀπὸ τὴν τένταν, κρατῶ ἕνα τεντόσχοινον καὶ ἱστέκουμουν ἐννοιασμένος, ὁ νοῦς μου νὰ ἔχῃ ταραχὴν ἀπὸ τῆς βίας τῆς τόσης.Καὶ ἦτον τριγύρου ἡλιακὸς τοῦ κουβουκλίου τῆς κόρης, καὶ ἔπεσεν εἰς τὸν ἡλιακὸν τῆς κόρης ἡ σαγίττα· καὶ πάλιν ἐσέβηκα ἐγὼ ἀπέσω εἰς τὴν τέντα καὶ πάλιν ἐσκόπουν τὸν καιρὸν τοῦ πόθου τῆς ὡραίας καὶ τῆς ἀγάπης τὴν ἀρχὴν πῶς νὰ ἔμπω ἐμελέτουν: Λιβίστρου τοῦ πολυπαθοῦς μελέτη μετὰ πόνου. “Πάντως ἐκενοτόμησα δίχρονον ἤδη τώρα, τόπους πολλοὺς παρέδραμα καὶ πόνους ὑπεστάθην, ηὕρηκα τὸ εἶχα θέλημα μετὰ πολλὰς ὀδύνας, ἐπέτυχε τὸ ὠρέγετον ὁ νοῦς μου μετὰ βίας. Πῶς ἀπεδάρε τὴν ἀρχὴν νὰ ἔμπω τῆς ἀγάπης; Φίλον μου ποῖον τὸ ὀρέγομαι νὰ τὸ καταθαρρέσω; Πρῶτον νὰ πέμψω μηνυτήν· καὶ εἰς τίναν νὰ τὸν πέμψω; Νὰ γράψω ἀπέκει γράμματα· καὶ τίς νὰ τὰ ἀναγνώσῃ; Ἂς εἴπω ὅτι ηὗρα φίλον μου καὶ ἐθάρρεσα τὰ πάσχω· πῶς νὰ τολμήσῃ νὰ τὸ πῇ πάλιν αὐτὸς τὴν κόρην; Λέγω ὅτι ἐκεῖνος νὰ τὸ εἰπῇ τὴν κόρην μετὰ τέχνης· καὶ ἡ κόρη ἂν εἶναι κενόδοξος, νὰ θυμωθῇ ἐκ τοῦ λόγου; Καὶ ἐκείνη οὐκ ἐγνωρίζει με, τίς εἶμαι οὐδὲν μὲ ἐξεύρει, καὶ ἂν τύχῃ ὁκάτι κατ’ ἐμοῦ, νὰ ὀργίζεται ἡ φουδούλα;
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 31
Καὶ μία ἡμέρα δόχνει με νὰ ἐβγῶ νὰ κυνηγήσω μὲ τοὺς ἐμοὺς τοὺς συγγενεῖς καὶ μὲ τοὺς ἐδικούς μου· ἐξέβηκα εἰς παράπλαγα καὶ εἰς ὀρεινὸν βουνίτσιν, ἀνεψηλάφουν πούπετε περδίκιν νὰ ἐπιτύχω, νὰ λύσω τὸ γεράκιν μου, νὰ ἴδω ἂν ὑπαγαίνῃ. Ἐκείνην ἐπαράτρεχα τὴν ὅλην τὴν ἡμέραν εἰς κάμπους, εἰς παράπλαγα, εἰς ὀρεινοβουνία, νὰ μὴ ἐπιτύχω πούπετε νὰ λύσω τὸ γεράκιν. Καὶ ἁπλῶς ἀργὰ τὸ δειλινόν, τὸ πλήρωμαν ἡμέρας, εἰς δένδρου κλῶνον ηὕρηκα πουλία τρυγόνια δύο ἐντάμα νὰ καθέζουνται καὶ νὰ καταφιλοῦνται· καὶ δένω τὸ γεράκιν μου καὶ ἐβγάνω τὸ δοξάριν, γεμίζω το καὶ ἐδόξευσα ἕνα ἀπὸ τὰ δύο. Καὶ εἶδα μυστήριον φοβερὸν εἰς τὰ τρυγονοπούλια· ἅμα τὸ πέσειν εἰς τὴν γῆν ἐκεῖνο τὸ ἐφονεύθην, τὸ ἄλλον εἰς ὕψος ἔδωκεν, ἀνέβην εἰς τὰ νέφη, χαμνίζει ἀπέκει τὸ πτερὸν ἐκ τὸ ὕψος τὸ τοσοῦτον καὶ πίπτει εἰς τὸ ταίριν του καὶ ἐκεῖνον φονευμένον.
Φίλε, εἰς τὴν χώραν τὴν ἐμὴν ἄνθρωπος ἤμουν μέγας, τοπάρχης πλούσιος, φοβερὸς καὶ εἰς τὴν ἀνδρείαν τοσοῦτος, τέτοιος ὅτι, νομίζω, ὁ καιρὸς νὰ σὲ τὸ ἀναδιδάξῃ· σύντροφον εἶχα τὴν χαράν, φίλον τὴν ἀθλιψίαν, εἴτι καλὸν καὶ ἐνήδονον ποτὲ νὰ μὴ μὲ λείπῃ. Καὶ μὲ τὰς τόσας ἡδονάς, μὲ τὰ καλὰ τὰ τόσα, καὶ μὲ τὸν τόσον πλοῦτον μου καὶ τὴν εὐημερίαν, μὲ τὰς τρυφάς μου τὰς πολλάς, μὲ τὰς γλυκύτητάς μου, τὰς εἶχα, τὰς ὑπότασσα, εἶχα τας καὶ ἐθάρρουν, ἔρωτος εἶδος εἰς ἐμὲν ποτὲ οὐκ ἀνεβιβάσθην· ἦτον ὁ νοῦς μου ἀμέριμνος καθόλου ἀπὸ τὸν πόθον, εἰς τὸν λογισμόν μου ἐνθύμησις ἀγάπης οὐκ ἀνέβην, ἔζουν ἀκαταδούλωτος καὶ μετὰ ἐλευθερίας, ἐρωτοακατάκριτος καὶ παρεκτὸς ἀγάπης. Ἀλλὰ καὶ μᾶλλον, φίλε μου, ποτὲ ἂν ἐσυνεπλάκῃ ἄνθρωπος ἀπὸ τοῦ γένους μου καὶ ἀπὸ τοὺς ἐδικούς μου εἰς τέτοιαν ποθοενθύμησιν καὶ ἀνάμνησιν ἀγάπης, πολλὰ τὸν ἐκατεπίκραινα, χίλια τὸν ἐμεμφόμην.Ἀντὶ πατρός, ἀντὶ μητρός, ἀντὶ ἀδελφοὺς καὶ φίλους, ἔχω ἐσέναν σήμερον ἐδῶ εἰς τὴν ξενιτείαν, καὶ θέλω νὰ σὲ ἀφηγήσωμαι τὰ ἐπάσχισα εἰς τὸν κόσμον· καὶ ἂν καταλήθειαν ἔμαθες νὰ συμπονῇς τοὺς ξένους, νὰ ποίσῃς ὅρκον μετ’ ἐμέν, νὰ στεργοαφιρώσῃς, οἷος ἂν ἔλθῃ κίνδυνος νὰ μὴ ἀποχωριστοῦμεν». Εἶπα τον: «Ναί», καὶ παρευθὺς πεζεύει ἀπὸ τὸ ἄλογόν του, καὶ ἐγὼ ὡσαύτως μετ’ αὐτοῦ, καὶ ὠμόσαμεν οἱ δύο ὅστις ἂν ἔλθῃ κίνδυνος νὰ μὴ ἀποχωρισθῶμεν. Καὶ πρῶτον πρῶτον λέγει με μεθ’ ὅρκου ἀπὸ ψυχῆς του: «Ἐγνώριζε, μὰ τοὺς πόνους μου τοὺς ἔχω εἰς τὴν ψυχήν μου, χρόνον ἀκέραιον περιπατῶ καὶ κοσμοαναγυρεύω, καὶ ζῶ ἀπὸ τὸ γεράκιν μου καὶ θρέφομαι ἀπὸ τὸ σκυλίν μου· ἔναι ζωή μου τὸ φαρίν, ψυχή μου τὰ ἄρματά μου. Καὶ ἁπλῶς εἰς τέτοιαν, φίλε μου, κατήντησα μανίαν, ὅτι ἐγίνην εἰς ἐμὲν ὡς Χάρος τὸ σπαθίν μου, θάνατος τὸ λουρίκιν μου καὶ τάφος τὰ ἄρματά μου. Ἐδὰ ἀποτώρα ἐγνώριζε καὶ τί ἔναι τὸ στενάζω. Ὁ Λίβιστρος τὸ γένος του λέγει τὸν Κλιτοβώντα.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 314
Ἐπαίρνει ἡ κόρη τὸ βεργίν, ἄλλον οὐκ ἔστρεψέν το, ἐκράτειν το εἰς τὰ χέριά της, ἐθεώρειν τὸ τί γράφει καὶ ὅλον ἐσυχνοεπαράγγελλεν νὰ μάθῃ πόθεν ἐγράφει. Καὶ μετὰ ὥραν ὀλιγὴν ἐξέβην ἡ Ροδάμνη, νὰ παίζῃ ἐκεῖνο τὸ βεργίν, νὰ τὸ συχνοασχολεῖται, νὰ περιπατῇ ἡ πανεύγενος τὸ πύργωμαν τοῦ κάστρου μετὰ καυχίτσαν μοναχὴ καὶ μετὰ τὸν εὐνοῦχον· νὰ τὸ προσέχῃ τὸ βεργίν, νὰ ἐναντρανίζῃ ἐμένα καὶ πρὸς τὸν εὐνουχόπουλον νὰ συντυχαίνῃ λόγους. Καὶ ἐγὼ ἀπὸ τοῦ σχήματος ἐνόησα τὴν κόρην τὸ τίνος ἦτον τὸ βεργὶν ἐκατεγνώρισέν το· καὶ πρὸς πιττάκιν ὥρμησεν ὁ νοῦς μου νὰ τὴν γράψω, καὶ ἄκουσε τί τὴν ἔγραψα, φίλε μου, εἰς τὸ πιττάκιν: Ἀρχὴ πιττακίου καὶ γραφῆς Λιβίστρου πρὸς τὴν κόρην.
Καὶ ὅσον ἐστάθην καὶ ἔβλεπα μυριομεριμνημένος, τηρῶ εἰς τῆς κόρης τὸ κελλίν, προσέχω εἰς τὸ κουβούκλιν, καὶ τριγύρου εἰς τὸν ἡλιακὸν βλέπω τὰς ὡραιωμένας διὰ τὸ βεργὶν νὰ μάχωνται τὸ πῶς νὰ τὸ κρατήσουν· καὶ μία τὸ ἐκράτει καὶ ἔτρεχεν καὶ ἄλλη τὸ ἁρπάζει καὶ εἴχασιν ὅλες ταραχὴν τὸ ποία νὰ τὸ κρατήσῃ. Γίνεται ὁκάποτε σιγή, στέκουσιν αἱ φουδοῦλες, κρατεῖ το μία καὶ ἐστάθησαν αἱ ἄλλαι καὶ ἀνέγνωσάν το· καὶ ἀφότου τὸ ἀνεγνώσασιν ὅλες ἐντάμα τρέχουν καὶ εἰς τὸ κελλὶν ἐσέβησαν ἀπέσω τῆς φουδούλας, καὶ κἂν νὰ τὸ εἶδεν τὸ βεργὶν τὸ τί ἔγραφαν ἡ κόρη καὶ κἂν οὐ μὴ τὸ ἀνέγνωσεν, ὡς ἔμαθα ἐξυστέρου. Ὡς εἶδεν ὅτι ἐμάχοντο, ἀνερωτᾷ ἡ φουδούλα τὸ τί ἔναι τὸ δικάζονται, τί ἔναι τὸ συνερίζουν, καὶ τὸ βεργὶν τὴν δίδουσιν τὸ εὑρήκασιν γραμμένον. Ἁρπάζει καὶ ἀναγνώθει το, θεωρεῖ, ἀναψηλαφᾷ το· καὶ ἀφότου τὸ εἶδεν καὶ ἔμαθεν τὰ ἐγράφαν εἰς ἐκεῖνο, ποῦ τὸ ηὗραν ἠρώτησεν καὶ πόθεν ἔνι γραμμένον. Εἴπασιν ποῦ τὸ εὑρήκασιν, καὶ σιγερὰ ἡ φοδούλα λέγει: “Καὶ τίς νὰ τὸ ἔγραψεν προσέχετε νὰ ἰδῆτε”.Ἀλλὰ νομίζω τοῦ Ἔρωτος οὐ ψεύδεται τὸ στόμα· ἠξεύρω ὅτι ὑπεσχέθη με ὅτι νὰ τὴν τοξεύσῃ, εἶπε με διὰ τὸν πόθον μου αὐτὸς νὰ μὲ τὴν δώσῃ. Καὶ γὰρ νὰ εἶπε ψέματα· καὶ τίς ἦτον ἡ βία; Ἂς εἴπω ὅτι ἐκατετέθην το καὶ ἐσέβην εἰς τὴν ἀγάπην, ἀγάπην μου ἐπαρέλαβε, καὶ πῶς νὰ τὸ ἐγνωρίσω; Νὰ γράψῃ ἐκείνη πρὸς ἐμέν; Καὶ τοῦτο οὐδὲν ἁρμόζει. Λοιπὸν ἐμένα φαίνεται πρῶτον ἵνα τὴν γράψω, καὶ εἰ μὲν τὸ παραδέξεται, ἔνι εὐτυχία μεγάλη· εἰ δὲ καὶ οὐδὲν τὸ δέξεται, πάλιν νὰ δευτερώσω, νὰ γράψω τρεῖς καὶ τέσσαρες καὶ πέντε ἄλλες πλέον, καὶ ὁκάποιαν ἐκ τὰς τόσας μου γραφὰς νὰ παραλάβῃ”. Καὶ μὲ τὸν τοιοῦτον λογισμὸν τὸν ἐσκοποεμελέτουν, σηκώνομαι ὁλοσόβαρος, ἐβγαίνω ἀπὸ τὴν τένταν, κρατῶ ἕνα τεντόσχοινον καὶ ἱστέκουμουν ἐννοιασμένος, ὁ νοῦς μου νὰ ἔχῃ ταραχὴν ἀπὸ τῆς βίας τῆς τόσης.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 317
“Νομίζω ἂν ἐκατέμαθεν δι’ ἐμέναν ἡ ψυχή σου, ἂν ἔμαθες τὸ τίς εἶμαι καὶ διὰ τίναν πάσχω, ἂν ἦτον πούποτε ἄνθρωπος νὰ σὲ πληροφορήσῃ τὸ πόσου χρόνου διάστημα παρέδραμα δι’ ἐσέναν, πόσους κινδύνους ἔπαθα καὶ ἀνάγκας ὑπεστάθην, τί πράγματα ἐσυνέβησαν δι’ ἐσέναν εἰς ἐμέναν, πέτραν ἂν εἶχες αἴσθησιν καὶ σίδηρον καρδίαν, νὰ μὲ τὰ συνεπάσχισες ἂν ἔμαθες τὰ πάσχω. Ἐγὼ τινὰν οὐδὲν ἔχω δι’ ἐμέναν νὰ σὲ ἀναφέρῃ, Ἔρωταν ἔχω μοναχόν, τάχα θαρρῶ εἰς ἐκεῖνον, ἐλπίζω εἰς τὴν καρδίαν σου νὰ ρίψῃ ἐνθύμησίν μου· βραδύνει, οὐδὲν τὸ πολεμεῖ καὶ ἀργεῖ εἰς τὸ μὲ ὑπεσχέθη, καὶ ἐγὼ τὰ πάσχω οὐδὲν ἔχω ἵνα τὰ ἐγκαλέσω, καί, πίστευε, ἡ καρδία μου σφάζεται ἀπὸ τοὺς πόνους. Ἐδὰ ἰδέ την τὴν γραφὴν καὶ ἀνάγνωσε τὰ πάσχω, γνώρισε τίνος τὸ χαρτίν, ἠλέησε, πόνεσέ τον, δίχρονον ἤδη περιπατεῖ διὰ πόθον ἐδικόν σου”. Ἔγραψα, φίλε, τὴν γραφήν, γαϊτάνιν ἔδησά την, καὶ πάλιν εἰς ὥραν σωχρασμοῦ, πάλιν ἀρχὴν ἑσπέρας, δένω το εἰς τὴν σαγίτταν μου, τοξεύω το εἰς ἐκείνην, καὶ πάλιν εἰς τὸν ἡλιακὸν ἐπέτασα τῆς κόρης.
Ἐπαίρνει ἡ κόρη τὸ βεργίν, ἄλλον οὐκ ἔστρεψέν το, ἐκράτειν το εἰς τὰ χέριά της, ἐθεώρειν τὸ τί γράφει καὶ ὅλον ἐσυχνοεπαράγγελλεν νὰ μάθῃ πόθεν ἐγράφει. Καὶ μετὰ ὥραν ὀλιγὴν ἐξέβην ἡ Ροδάμνη, νὰ παίζῃ ἐκεῖνο τὸ βεργίν, νὰ τὸ συχνοασχολεῖται, νὰ περιπατῇ ἡ πανεύγενος τὸ πύργωμαν τοῦ κάστρου μετὰ καυχίτσαν μοναχὴ καὶ μετὰ τὸν εὐνοῦχον· νὰ τὸ προσέχῃ τὸ βεργίν, νὰ ἐναντρανίζῃ ἐμένα καὶ πρὸς τὸν εὐνουχόπουλον νὰ συντυχαίνῃ λόγους. Καὶ ἐγὼ ἀπὸ τοῦ σχήματος ἐνόησα τὴν κόρην τὸ τίνος ἦτον τὸ βεργὶν ἐκατεγνώρισέν το· καὶ πρὸς πιττάκιν ὥρμησεν ὁ νοῦς μου νὰ τὴν γράψω, καὶ ἄκουσε τί τὴν ἔγραψα, φίλε μου, εἰς τὸ πιττάκιν: Ἀρχὴ πιττακίου καὶ γραφῆς Λιβίστρου πρὸς τὴν κόρην.Καὶ ὅσον ἐστάθην καὶ ἔβλεπα μυριομεριμνημένος, τηρῶ εἰς τῆς κόρης τὸ κελλίν, προσέχω εἰς τὸ κουβούκλιν, καὶ τριγύρου εἰς τὸν ἡλιακὸν βλέπω τὰς ὡραιωμένας διὰ τὸ βεργὶν νὰ μάχωνται τὸ πῶς νὰ τὸ κρατήσουν· καὶ μία τὸ ἐκράτει καὶ ἔτρεχεν καὶ ἄλλη τὸ ἁρπάζει καὶ εἴχασιν ὅλες ταραχὴν τὸ ποία νὰ τὸ κρατήσῃ. Γίνεται ὁκάποτε σιγή, στέκουσιν αἱ φουδοῦλες, κρατεῖ το μία καὶ ἐστάθησαν αἱ ἄλλαι καὶ ἀνέγνωσάν το· καὶ ἀφότου τὸ ἀνεγνώσασιν ὅλες ἐντάμα τρέχουν καὶ εἰς τὸ κελλὶν ἐσέβησαν ἀπέσω τῆς φουδούλας, καὶ κἂν νὰ τὸ εἶδεν τὸ βεργὶν τὸ τί ἔγραφαν ἡ κόρη καὶ κἂν οὐ μὴ τὸ ἀνέγνωσεν, ὡς ἔμαθα ἐξυστέρου. Ὡς εἶδεν ὅτι ἐμάχοντο, ἀνερωτᾷ ἡ φουδούλα τὸ τί ἔναι τὸ δικάζονται, τί ἔναι τὸ συνερίζουν, καὶ τὸ βεργὶν τὴν δίδουσιν τὸ εὑρήκασιν γραμμένον. Ἁρπάζει καὶ ἀναγνώθει το, θεωρεῖ, ἀναψηλαφᾷ το· καὶ ἀφότου τὸ εἶδεν καὶ ἔμαθεν τὰ ἐγράφαν εἰς ἐκεῖνο, ποῦ τὸ ηὗραν ἠρώτησεν καὶ πόθεν ἔνι γραμμένον. Εἴπασιν ποῦ τὸ εὑρήκασιν, καὶ σιγερὰ ἡ φοδούλα λέγει: “Καὶ τίς νὰ τὸ ἔγραψεν προσέχετε νὰ ἰδῆτε”.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 321
Ἀλλὰ πρὸς τὸ μεσάνυκτον ἐκείνης τῆς ἑσπέρας ἔφθασεν, ἦλθεν εἰς ἐμὲν ἐκεῖνος ὁ ἐδικός μου ὁποὺ εἰς τὴν φιλίαν ὥρμησεν ἐκείνου τοῦ εὐνούχου· ἐμπαίνει εἰς τὴν κατούνα μου, σιμώνει με, λαλεῖ με, λέγει: “Κοιμᾶσαι, Λίβιστρε; Σηκώθησε ἐκ τοῦ ὕπνου”. Ἀνεσηκώθην, εἶδα τον, δράσσω τον καὶ φιλῶ τον· λέγει με: “Χαίρου ἀποτουνῦν, τίποτε μὴ λυπῆσαι· ἐποίησα φίλον ἀπεδά, γνώριζε, τὸν εὐνοῦχον· εἶπε με λόγους του κρυφούς, μυστήρια ἐδικά του, ὅρκον φρικτὸν ἐποιήσαμεν τὰ εἰποῦμεν πρὸς ἀλλήλους νὰ τὰ περιφυλάσσωμεν, κανεὶς νὰ μὴν τὰ ἀκούσῃ. Καὶ ἀφοῦ τὸν ἐστερέωσα καὶ κατεθάρρησέ με, εἶπε με: ‘Νὰ σὲ εἰπῶ τίποτε, τώρα καιρὸς παρῆλθεν. Τὴν κόρην εἰς τὸν κοιτώναν της ὄνειρον τὴν ἐφάνη· ἦλθεν ὁκάτι πτερωτὸν παιδόπουλον εἰς αὔτην, νὰ πέτεται εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἀπὸ θυμοῦ νὰ δράμῃ νὰ ἔμπῃ εἰς τὸν κοιτώναν της καὶ τοιαῦτα νὰ τὴν λέγῃ: Τὴν κόρην ἐν ὀνείρου της ὁ Ἔρως τῆς συντυχαίνει.
“Νομίζω ἂν ἐκατέμαθεν δι’ ἐμέναν ἡ ψυχή σου, ἂν ἔμαθες τὸ τίς εἶμαι καὶ διὰ τίναν πάσχω, ἂν ἦτον πούποτε ἄνθρωπος νὰ σὲ πληροφορήσῃ τὸ πόσου χρόνου διάστημα παρέδραμα δι’ ἐσέναν, πόσους κινδύνους ἔπαθα καὶ ἀνάγκας ὑπεστάθην, τί πράγματα ἐσυνέβησαν δι’ ἐσέναν εἰς ἐμέναν, πέτραν ἂν εἶχες αἴσθησιν καὶ σίδηρον καρδίαν, νὰ μὲ τὰ συνεπάσχισες ἂν ἔμαθες τὰ πάσχω. Ἐγὼ τινὰν οὐδὲν ἔχω δι’ ἐμέναν νὰ σὲ ἀναφέρῃ, Ἔρωταν ἔχω μοναχόν, τάχα θαρρῶ εἰς ἐκεῖνον, ἐλπίζω εἰς τὴν καρδίαν σου νὰ ρίψῃ ἐνθύμησίν μου· βραδύνει, οὐδὲν τὸ πολεμεῖ καὶ ἀργεῖ εἰς τὸ μὲ ὑπεσχέθη, καὶ ἐγὼ τὰ πάσχω οὐδὲν ἔχω ἵνα τὰ ἐγκαλέσω, καί, πίστευε, ἡ καρδία μου σφάζεται ἀπὸ τοὺς πόνους. Ἐδὰ ἰδέ την τὴν γραφὴν καὶ ἀνάγνωσε τὰ πάσχω, γνώρισε τίνος τὸ χαρτίν, ἠλέησε, πόνεσέ τον, δίχρονον ἤδη περιπατεῖ διὰ πόθον ἐδικόν σου”. Ἔγραψα, φίλε, τὴν γραφήν, γαϊτάνιν ἔδησά την, καὶ πάλιν εἰς ὥραν σωχρασμοῦ, πάλιν ἀρχὴν ἑσπέρας, δένω το εἰς τὴν σαγίτταν μου, τοξεύω το εἰς ἐκείνην, καὶ πάλιν εἰς τὸν ἡλιακὸν ἐπέτασα τῆς κόρης.Ἐπαίρνει ἡ κόρη τὸ βεργίν, ἄλλον οὐκ ἔστρεψέν το, ἐκράτειν το εἰς τὰ χέριά της, ἐθεώρειν τὸ τί γράφει καὶ ὅλον ἐσυχνοεπαράγγελλεν νὰ μάθῃ πόθεν ἐγράφει. Καὶ μετὰ ὥραν ὀλιγὴν ἐξέβην ἡ Ροδάμνη, νὰ παίζῃ ἐκεῖνο τὸ βεργίν, νὰ τὸ συχνοασχολεῖται, νὰ περιπατῇ ἡ πανεύγενος τὸ πύργωμαν τοῦ κάστρου μετὰ καυχίτσαν μοναχὴ καὶ μετὰ τὸν εὐνοῦχον· νὰ τὸ προσέχῃ τὸ βεργίν, νὰ ἐναντρανίζῃ ἐμένα καὶ πρὸς τὸν εὐνουχόπουλον νὰ συντυχαίνῃ λόγους. Καὶ ἐγὼ ἀπὸ τοῦ σχήματος ἐνόησα τὴν κόρην τὸ τίνος ἦτον τὸ βεργὶν ἐκατεγνώρισέν το· καὶ πρὸς πιττάκιν ὥρμησεν ὁ νοῦς μου νὰ τὴν γράψω, καὶ ἄκουσε τί τὴν ἔγραψα, φίλε μου, εἰς τὸ πιττάκιν: Ἀρχὴ πιττακίου καὶ γραφῆς Λιβίστρου πρὸς τὴν κόρην.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 326
„Λίβιστρος γῆς λατινικῆς, ρήγας τῆς γῆς Λιβάνδρου, δίχρονον τώρα περιπατεῖ διὰ πόθον ἰδικόν σου, κινδύνους εἶδε φοβεροὺς καὶ ἀνάγκας ὑπεστάθην· καὶ ἀποτουνῦν παράλαβε τὸν πόθον του εἰς τὸν νοῦ σου, ἔπαρον τὴν ἀγάπην του, δουλώθησε εἰς ἐκεῖνον καὶ σὸν τράχηλον ἄκλιτον κλίνε εἰς τὸν ἔρωτάν του, ρίψε το τὸ κενόδοξον, ἄφες τὸ ἠπηρμένον· πολλὰ ἐπικράνθην δι’ ἐσέν, μὴ ἀντισταθῇς εἰς πρᾶγμαν“. Καὶ ἀφότου τὴν ἐσυνέτυχεν, εἰς τὸ ἀπομισσευτίκιν τοξεύει τὴν ἀγέρωχον στοχὰ κατὰ καρδίαν. Καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἐξύπνησε, φωνάζει με, λαλεῖ με: „Βέτανε, φθάσε, κράτησε τὸν δήμιον τοξότην, τὸν σφάκτην τῆς καρδίας μου, τὸν διχοτομητήν μου“. Ἀνεσηκώθην, εἶδα την, κρατῶ την ἐκ τὸ χέριν: „Στά, μὴ φοβῆσαι“, λέγω την, „πάντως οὐκ ἐφαντάσθης;“ Λέγει με: „Ναί, παιδόπουλον ἦτον μετὰ πτερὰ ὧδε καὶ ἀφότου μὲ συνέτυχεν, εἰς τὸ ἀπομισσευτίκιν τοξεύει τὴν καρδίαν μου καὶ χάνεται ἀπομπρός μου“.
Ἀλλὰ πρὸς τὸ μεσάνυκτον ἐκείνης τῆς ἑσπέρας ἔφθασεν, ἦλθεν εἰς ἐμὲν ἐκεῖνος ὁ ἐδικός μου ὁποὺ εἰς τὴν φιλίαν ὥρμησεν ἐκείνου τοῦ εὐνούχου· ἐμπαίνει εἰς τὴν κατούνα μου, σιμώνει με, λαλεῖ με, λέγει: “Κοιμᾶσαι, Λίβιστρε; Σηκώθησε ἐκ τοῦ ὕπνου”. Ἀνεσηκώθην, εἶδα τον, δράσσω τον καὶ φιλῶ τον· λέγει με: “Χαίρου ἀποτουνῦν, τίποτε μὴ λυπῆσαι· ἐποίησα φίλον ἀπεδά, γνώριζε, τὸν εὐνοῦχον· εἶπε με λόγους του κρυφούς, μυστήρια ἐδικά του, ὅρκον φρικτὸν ἐποιήσαμεν τὰ εἰποῦμεν πρὸς ἀλλήλους νὰ τὰ περιφυλάσσωμεν, κανεὶς νὰ μὴν τὰ ἀκούσῃ. Καὶ ἀφοῦ τὸν ἐστερέωσα καὶ κατεθάρρησέ με, εἶπε με: ‘Νὰ σὲ εἰπῶ τίποτε, τώρα καιρὸς παρῆλθεν. Τὴν κόρην εἰς τὸν κοιτώναν της ὄνειρον τὴν ἐφάνη· ἦλθεν ὁκάτι πτερωτὸν παιδόπουλον εἰς αὔτην, νὰ πέτεται εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἀπὸ θυμοῦ νὰ δράμῃ νὰ ἔμπῃ εἰς τὸν κοιτώναν της καὶ τοιαῦτα νὰ τὴν λέγῃ: Τὴν κόρην ἐν ὀνείρου της ὁ Ἔρως τῆς συντυχαίνει.“Νομίζω ἂν ἐκατέμαθεν δι’ ἐμέναν ἡ ψυχή σου, ἂν ἔμαθες τὸ τίς εἶμαι καὶ διὰ τίναν πάσχω, ἂν ἦτον πούποτε ἄνθρωπος νὰ σὲ πληροφορήσῃ τὸ πόσου χρόνου διάστημα παρέδραμα δι’ ἐσέναν, πόσους κινδύνους ἔπαθα καὶ ἀνάγκας ὑπεστάθην, τί πράγματα ἐσυνέβησαν δι’ ἐσέναν εἰς ἐμέναν, πέτραν ἂν εἶχες αἴσθησιν καὶ σίδηρον καρδίαν, νὰ μὲ τὰ συνεπάσχισες ἂν ἔμαθες τὰ πάσχω. Ἐγὼ τινὰν οὐδὲν ἔχω δι’ ἐμέναν νὰ σὲ ἀναφέρῃ, Ἔρωταν ἔχω μοναχόν, τάχα θαρρῶ εἰς ἐκεῖνον, ἐλπίζω εἰς τὴν καρδίαν σου νὰ ρίψῃ ἐνθύμησίν μου· βραδύνει, οὐδὲν τὸ πολεμεῖ καὶ ἀργεῖ εἰς τὸ μὲ ὑπεσχέθη, καὶ ἐγὼ τὰ πάσχω οὐδὲν ἔχω ἵνα τὰ ἐγκαλέσω, καί, πίστευε, ἡ καρδία μου σφάζεται ἀπὸ τοὺς πόνους. Ἐδὰ ἰδέ την τὴν γραφὴν καὶ ἀνάγνωσε τὰ πάσχω, γνώρισε τίνος τὸ χαρτίν, ἠλέησε, πόνεσέ τον, δίχρονον ἤδη περιπατεῖ διὰ πόθον ἐδικόν σου”. Ἔγραψα, φίλε, τὴν γραφήν, γαϊτάνιν ἔδησά την, καὶ πάλιν εἰς ὥραν σωχρασμοῦ, πάλιν ἀρχὴν ἑσπέρας, δένω το εἰς τὴν σαγίτταν μου, τοξεύω το εἰς ἐκείνην, καὶ πάλιν εἰς τὸν ἡλιακὸν ἐπέτασα τῆς κόρης.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 330
Γίνεται εἰς ὅλους ταραχὴ καὶ φόβος διὰ τὴν κόρην· ἦλθε Χρυσὸς ὁ βασιλεύς, στέκει καὶ ἐρωτᾶ την, πῶς ἐφαντάσθην καὶ διατί καὶ τί ἦτον τὸ ἐφαντάσθη· καὶ ἡ κόρη οὐκ ὡμολόγησεν τὸ ὄνειρον ὡς ἦτον, ἀλλ’ εἶπεν: „Ἄνθρωπος ληστὴς κατ’ ἐδικοῦ μου ὁκάτις ἦλθεν τοξάριν νὰ κρατῇ καὶ ὁρμεῖν νὰ μὲ τοξεύσῃ, καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἐξύπνησα μυριοφοβερισμένη“. Ἐλίγευσεν ἡ ταραχὴ καὶ ἡ ζάλη ἀπεπληρώθη, οἱ πάντες ἐσκορπίσθησαν, γίνεται μοναξία, ὑπάγει Χρυσὸς ὁ βασιλεὺς ὅπου εἶχε τὸν κοιτώνα· ἡ κόρη μόνη ἀπέμεινεν νὰ συντυχαίνῃ ἐμένα, νὰ λέγῃ διὰ τὸν Λίβιστρον, τὸν ρήγαν τῆς Λιβάνδρου, νὰ μὲ ἀφηγῆται τὸ ὄνειρον, ἁπλῶς νὰ μὴ χορταίνῃ. Καὶ ἀποτότε μέριμνα ἐσέβη εἰς τὸν νοῦν της, σχεδὸν νὰ μὴ ἀναπαύεται νύκτας καὶ τὰς ἡμέρας, ὁ νοῦς της πάντα νὰ πονῇ διὰ τὸ ὄνειρόν της καὶ διὰ τὸν ἄγουρον αὐτὸν τὸν εἶδεν δι’ ὀνείρου· καὶ ὡς ἦλθεν καὶ ἐκατούνευσεν, καὶ εἶδε τον ἡ φουδούλα καὶ τὸ βεργὶν ἐγνώρισε ὅτι ἀπ’ ἐκεῖνον ἔνι, ἀλλὰ φοβεῖται τὰς κακὰς ἀνθρώπων ἀπολήψεις.
„Λίβιστρος γῆς λατινικῆς, ρήγας τῆς γῆς Λιβάνδρου, δίχρονον τώρα περιπατεῖ διὰ πόθον ἰδικόν σου, κινδύνους εἶδε φοβεροὺς καὶ ἀνάγκας ὑπεστάθην· καὶ ἀποτουνῦν παράλαβε τὸν πόθον του εἰς τὸν νοῦ σου, ἔπαρον τὴν ἀγάπην του, δουλώθησε εἰς ἐκεῖνον καὶ σὸν τράχηλον ἄκλιτον κλίνε εἰς τὸν ἔρωτάν του, ρίψε το τὸ κενόδοξον, ἄφες τὸ ἠπηρμένον· πολλὰ ἐπικράνθην δι’ ἐσέν, μὴ ἀντισταθῇς εἰς πρᾶγμαν“. Καὶ ἀφότου τὴν ἐσυνέτυχεν, εἰς τὸ ἀπομισσευτίκιν τοξεύει τὴν ἀγέρωχον στοχὰ κατὰ καρδίαν. Καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἐξύπνησε, φωνάζει με, λαλεῖ με: „Βέτανε, φθάσε, κράτησε τὸν δήμιον τοξότην, τὸν σφάκτην τῆς καρδίας μου, τὸν διχοτομητήν μου“. Ἀνεσηκώθην, εἶδα την, κρατῶ την ἐκ τὸ χέριν: „Στά, μὴ φοβῆσαι“, λέγω την, „πάντως οὐκ ἐφαντάσθης;“ Λέγει με: „Ναί, παιδόπουλον ἦτον μετὰ πτερὰ ὧδε καὶ ἀφότου μὲ συνέτυχεν, εἰς τὸ ἀπομισσευτίκιν τοξεύει τὴν καρδίαν μου καὶ χάνεται ἀπομπρός μου“.Ἀλλὰ πρὸς τὸ μεσάνυκτον ἐκείνης τῆς ἑσπέρας ἔφθασεν, ἦλθεν εἰς ἐμὲν ἐκεῖνος ὁ ἐδικός μου ὁποὺ εἰς τὴν φιλίαν ὥρμησεν ἐκείνου τοῦ εὐνούχου· ἐμπαίνει εἰς τὴν κατούνα μου, σιμώνει με, λαλεῖ με, λέγει: “Κοιμᾶσαι, Λίβιστρε; Σηκώθησε ἐκ τοῦ ὕπνου”. Ἀνεσηκώθην, εἶδα τον, δράσσω τον καὶ φιλῶ τον· λέγει με: “Χαίρου ἀποτουνῦν, τίποτε μὴ λυπῆσαι· ἐποίησα φίλον ἀπεδά, γνώριζε, τὸν εὐνοῦχον· εἶπε με λόγους του κρυφούς, μυστήρια ἐδικά του, ὅρκον φρικτὸν ἐποιήσαμεν τὰ εἰποῦμεν πρὸς ἀλλήλους νὰ τὰ περιφυλάσσωμεν, κανεὶς νὰ μὴν τὰ ἀκούσῃ. Καὶ ἀφοῦ τὸν ἐστερέωσα καὶ κατεθάρρησέ με, εἶπε με: ‘Νὰ σὲ εἰπῶ τίποτε, τώρα καιρὸς παρῆλθεν. Τὴν κόρην εἰς τὸν κοιτώναν της ὄνειρον τὴν ἐφάνη· ἦλθεν ὁκάτι πτερωτὸν παιδόπουλον εἰς αὔτην, νὰ πέτεται εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἀπὸ θυμοῦ νὰ δράμῃ νὰ ἔμπῃ εἰς τὸν κοιτώναν της καὶ τοιαῦτα νὰ τὴν λέγῃ: Τὴν κόρην ἐν ὀνείρου της ὁ Ἔρως τῆς συντυχαίνει.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 333
*Καὶ ἄμε ἀπ’ ἐμοῦ, προσκύνησε, χαιρέτισε καὶ εἰπέ τον: „Γράφε, μὴ ὀκνήσῃς τὰς γραφάς,* ἡ κόρη ὀρέγεταί τας· καὶ οὐκ ἔνι ὁδὸς νὰ συγκλιθῇ μετὰ ἕναν σου πιττάκιν· ἡ κόρη ἔναι παράξενος καὶ τὸ παράξενόν της κρατεῖ το ὡς τὴν ἐνδέχεται καὶ ἀγερωχεύεταί το. Καὶ σπούδαζέ το ἀποτουνῦν, καὶ ὡς ἀπὸ τῶν γραφῶν σου ἐλπίζω καὶ τὸν ἔρωταν τῆς κόρης νὰ ὑποτάξῃς“’. Ἴδε τὰ μὲ ἐσυνέτυχεν, Λίβιστρε, ἐμὲν ὁ εὐνοῦχος, ἀφοῦ τὸν ἐστερέωσα καὶ ἐπόταξά τον φίλον.” Καὶ ἀφότου μὲ ἐσύντυχεν, πάλιν ἠρώτησά τον πῶς ἐμεταχειρίσετον καὶ ἐπόταξέ τον φίλον· εἶπε με: “Τώρα μὴ μὲ ἐρωτᾷς, σπουδάζω, ὡς ἔναι νύκτα, νὰ ἔμπω εἰς τὸ κάστρον σύντομα, διότι παρήγγειλάν με νὰ μὴ μὲ φθάσῃ αὐγερινὸς παρέξωθεν τοῦ κάστρου. Πλὴν τὸ πιττάκιν τὸ ἔγραψες, μάθε, κρατεῖ το ἡ κόρη, βλέπει το καὶ ἀναγνώθει το καὶ ἀνιστορεῖ τὰ λέγει, καὶ γνώθω ἀπὸ τοῦ σχήματος ὅτι πονεῖ δι’ ἐσέναν· καὶ εὔξου με, κύριε Λίβιστρε, γῆς τῆς ἐμῆς τοπάρχα”. Ἀφήνει με καὶ ἐμίσσευσε μετὰ σπουδῆς μεγάλης, ἀπέσω νὰ εἶμαι εἰς τὸν βυθὸν τοῦ πόθου ζαλισμένος.
Γίνεται εἰς ὅλους ταραχὴ καὶ φόβος διὰ τὴν κόρην· ἦλθε Χρυσὸς ὁ βασιλεύς, στέκει καὶ ἐρωτᾶ την, πῶς ἐφαντάσθην καὶ διατί καὶ τί ἦτον τὸ ἐφαντάσθη· καὶ ἡ κόρη οὐκ ὡμολόγησεν τὸ ὄνειρον ὡς ἦτον, ἀλλ’ εἶπεν: „Ἄνθρωπος ληστὴς κατ’ ἐδικοῦ μου ὁκάτις ἦλθεν τοξάριν νὰ κρατῇ καὶ ὁρμεῖν νὰ μὲ τοξεύσῃ, καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἐξύπνησα μυριοφοβερισμένη“. Ἐλίγευσεν ἡ ταραχὴ καὶ ἡ ζάλη ἀπεπληρώθη, οἱ πάντες ἐσκορπίσθησαν, γίνεται μοναξία, ὑπάγει Χρυσὸς ὁ βασιλεὺς ὅπου εἶχε τὸν κοιτώνα· ἡ κόρη μόνη ἀπέμεινεν νὰ συντυχαίνῃ ἐμένα, νὰ λέγῃ διὰ τὸν Λίβιστρον, τὸν ρήγαν τῆς Λιβάνδρου, νὰ μὲ ἀφηγῆται τὸ ὄνειρον, ἁπλῶς νὰ μὴ χορταίνῃ. Καὶ ἀποτότε μέριμνα ἐσέβη εἰς τὸν νοῦν της, σχεδὸν νὰ μὴ ἀναπαύεται νύκτας καὶ τὰς ἡμέρας, ὁ νοῦς της πάντα νὰ πονῇ διὰ τὸ ὄνειρόν της καὶ διὰ τὸν ἄγουρον αὐτὸν τὸν εἶδεν δι’ ὀνείρου· καὶ ὡς ἦλθεν καὶ ἐκατούνευσεν, καὶ εἶδε τον ἡ φουδούλα καὶ τὸ βεργὶν ἐγνώρισε ὅτι ἀπ’ ἐκεῖνον ἔνι, ἀλλὰ φοβεῖται τὰς κακὰς ἀνθρώπων ἀπολήψεις.„Λίβιστρος γῆς λατινικῆς, ρήγας τῆς γῆς Λιβάνδρου, δίχρονον τώρα περιπατεῖ διὰ πόθον ἰδικόν σου, κινδύνους εἶδε φοβεροὺς καὶ ἀνάγκας ὑπεστάθην· καὶ ἀποτουνῦν παράλαβε τὸν πόθον του εἰς τὸν νοῦ σου, ἔπαρον τὴν ἀγάπην του, δουλώθησε εἰς ἐκεῖνον καὶ σὸν τράχηλον ἄκλιτον κλίνε εἰς τὸν ἔρωτάν του, ρίψε το τὸ κενόδοξον, ἄφες τὸ ἠπηρμένον· πολλὰ ἐπικράνθην δι’ ἐσέν, μὴ ἀντισταθῇς εἰς πρᾶγμαν“. Καὶ ἀφότου τὴν ἐσυνέτυχεν, εἰς τὸ ἀπομισσευτίκιν τοξεύει τὴν ἀγέρωχον στοχὰ κατὰ καρδίαν. Καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἐξύπνησε, φωνάζει με, λαλεῖ με: „Βέτανε, φθάσε, κράτησε τὸν δήμιον τοξότην, τὸν σφάκτην τῆς καρδίας μου, τὸν διχοτομητήν μου“. Ἀνεσηκώθην, εἶδα την, κρατῶ την ἐκ τὸ χέριν: „Στά, μὴ φοβῆσαι“, λέγω την, „πάντως οὐκ ἐφαντάσθης;“ Λέγει με: „Ναί, παιδόπουλον ἦτον μετὰ πτερὰ ὧδε καὶ ἀφότου μὲ συνέτυχεν, εἰς τὸ ἀπομισσευτίκιν τοξεύει τὴν καρδίαν μου καὶ χάνεται ἀπομπρός μου“.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 338
Ὁκάποτε ἐξημέρωσε, σηκώνομαι ἐκ τοῦ ὕπνου, ἐβγαίνω ἀπὸ τὴν τέντα μου, θεωρῶ τοὺς ἐδικούς μου, λαλῶ τους, ἦλθαν εἰς ἐμέν, ἤρξαντο νὰ μὲ λέγουν καὶ νὰ μὲ συντυχαίνουσι διαφόρους ὑποθέσεις· καὶ μετὰ ὡρίτσαν ὀλιγὴν ἀπεχαιρέτησάν με καὶ ἀφήνουν με εἰς τὴν τέντα μου μὲ τὰ παιδόπουλά μου νὰ στέκωμαι καὶ νὰ σκοπῶ τῆς κόρης τὸ κουβούκλιν καὶ τριγύρου τοῦ ἡλιακοῦ τὰ ὀμμάτιά μου νὰ βλέπουν. Καὶ ὁκάποτε ἡ παράξενος ἐβγαίνει ἐκ τὸ κουβούκλιν, ἐμπρός της ὁ εὐνουχόπουλος καὶ ὀπίσω καυχοπούλα· ἐκείνη ἐκράτει εἰς τὰ χέριά της τὸ ἔγραψα πιττάκιν καὶ τὸ βεργὶν τὸ πρωτινὸν νά ’χῃ ὁ εὐνουχόπουλός της. Ἐξέβην καὶ ἐπαρέκυψεν ἡ κόρη ἀπὸ τὸν πύργον, ἀνέβη καὶ ἐκατέβηκεν, ἐρωτοεσχηματίσθην, ἀνέγνωσέν την τὴν γραφήν, εἶδεν πρὸς τὸν εὐνοῦχον, ὡσὰν ἐχαμογέλασεν, πάλιν τὸν τοῖχον εἶδεν καὶ ἀπέκει εἰς τὸν κοιτώναν της ἐσέβηκεν ἀπέσω. Καὶ ὡς εἶδα πάλιν τὸ χαρτὶ νὰ τὸ κρατῇ ἡ φουδούλα, καὶ ἄλλον πιττάκιν ἔγραψα, φίλε μου, καὶ ἄκουσέ το: Ἄλλον πιττάκιν καὶ γραφὴ Λιβίστρου πρὸς τὴν κόρην.
*Καὶ ἄμε ἀπ’ ἐμοῦ, προσκύνησε, χαιρέτισε καὶ εἰπέ τον: „Γράφε, μὴ ὀκνήσῃς τὰς γραφάς,* ἡ κόρη ὀρέγεταί τας· καὶ οὐκ ἔνι ὁδὸς νὰ συγκλιθῇ μετὰ ἕναν σου πιττάκιν· ἡ κόρη ἔναι παράξενος καὶ τὸ παράξενόν της κρατεῖ το ὡς τὴν ἐνδέχεται καὶ ἀγερωχεύεταί το. Καὶ σπούδαζέ το ἀποτουνῦν, καὶ ὡς ἀπὸ τῶν γραφῶν σου ἐλπίζω καὶ τὸν ἔρωταν τῆς κόρης νὰ ὑποτάξῃς“’. Ἴδε τὰ μὲ ἐσυνέτυχεν, Λίβιστρε, ἐμὲν ὁ εὐνοῦχος, ἀφοῦ τὸν ἐστερέωσα καὶ ἐπόταξά τον φίλον.” Καὶ ἀφότου μὲ ἐσύντυχεν, πάλιν ἠρώτησά τον πῶς ἐμεταχειρίσετον καὶ ἐπόταξέ τον φίλον· εἶπε με: “Τώρα μὴ μὲ ἐρωτᾷς, σπουδάζω, ὡς ἔναι νύκτα, νὰ ἔμπω εἰς τὸ κάστρον σύντομα, διότι παρήγγειλάν με νὰ μὴ μὲ φθάσῃ αὐγερινὸς παρέξωθεν τοῦ κάστρου. Πλὴν τὸ πιττάκιν τὸ ἔγραψες, μάθε, κρατεῖ το ἡ κόρη, βλέπει το καὶ ἀναγνώθει το καὶ ἀνιστορεῖ τὰ λέγει, καὶ γνώθω ἀπὸ τοῦ σχήματος ὅτι πονεῖ δι’ ἐσέναν· καὶ εὔξου με, κύριε Λίβιστρε, γῆς τῆς ἐμῆς τοπάρχα”. Ἀφήνει με καὶ ἐμίσσευσε μετὰ σπουδῆς μεγάλης, ἀπέσω νὰ εἶμαι εἰς τὸν βυθὸν τοῦ πόθου ζαλισμένος.Γίνεται εἰς ὅλους ταραχὴ καὶ φόβος διὰ τὴν κόρην· ἦλθε Χρυσὸς ὁ βασιλεύς, στέκει καὶ ἐρωτᾶ την, πῶς ἐφαντάσθην καὶ διατί καὶ τί ἦτον τὸ ἐφαντάσθη· καὶ ἡ κόρη οὐκ ὡμολόγησεν τὸ ὄνειρον ὡς ἦτον, ἀλλ’ εἶπεν: „Ἄνθρωπος ληστὴς κατ’ ἐδικοῦ μου ὁκάτις ἦλθεν τοξάριν νὰ κρατῇ καὶ ὁρμεῖν νὰ μὲ τοξεύσῃ, καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἐξύπνησα μυριοφοβερισμένη“. Ἐλίγευσεν ἡ ταραχὴ καὶ ἡ ζάλη ἀπεπληρώθη, οἱ πάντες ἐσκορπίσθησαν, γίνεται μοναξία, ὑπάγει Χρυσὸς ὁ βασιλεὺς ὅπου εἶχε τὸν κοιτώνα· ἡ κόρη μόνη ἀπέμεινεν νὰ συντυχαίνῃ ἐμένα, νὰ λέγῃ διὰ τὸν Λίβιστρον, τὸν ρήγαν τῆς Λιβάνδρου, νὰ μὲ ἀφηγῆται τὸ ὄνειρον, ἁπλῶς νὰ μὴ χορταίνῃ. Καὶ ἀποτότε μέριμνα ἐσέβη εἰς τὸν νοῦν της, σχεδὸν νὰ μὴ ἀναπαύεται νύκτας καὶ τὰς ἡμέρας, ὁ νοῦς της πάντα νὰ πονῇ διὰ τὸ ὄνειρόν της καὶ διὰ τὸν ἄγουρον αὐτὸν τὸν εἶδεν δι’ ὀνείρου· καὶ ὡς ἦλθεν καὶ ἐκατούνευσεν, καὶ εἶδε τον ἡ φουδούλα καὶ τὸ βεργὶν ἐγνώρισε ὅτι ἀπ’ ἐκεῖνον ἔνι, ἀλλὰ φοβεῖται τὰς κακὰς ἀνθρώπων ἀπολήψεις.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 342
“Πότε νὰ ἐπεριεπάτησες τὸ κάστρον τῆς ψυχῆς μου; Πότε τὸν πύργον τῆς ἐμῆς καρδίας νὰ ἐδιέβῃς καὶ νὰ ἰχνοεποδοπάτησες αὐθεντικὰ εἰς ἐμέναν; Πότε τὰς πόρτας τῆς ἐμῆς ἐρωτικῆς καρδίας τὰ χέριά σου νὰ ἐκλείδωναν, ποσῶς νὰ μὴ ἀνοίγουν; Πότε νὰ ἐγίνουν εἰς ἐμὴν ἐρωτικὴν καρδίαν ἐξουσιαστὴς νὰ τὴν κρατῇς καὶ νὰ θεωρῇ εἰς ἐσέναν, παροῦ ὅτι αἰχμαλωτίζομαι διὰ πόθον ἰδικόν σου, παροῦ τὸ κάστρον τῆς ἐμῆς προδίδεται καρδίας ἀπὸ τὸν δήμιον ἔρωταν, ὡραία, τὸν ἐδικόν σου; Καὶ οὐκ εἶχα το παράξενον ἂν τὸ αἰχμαλωτιζόμην ἂν ἦτον ἀπὸ προαιρέσεως καὶ ἀπὸ θελήματός σου· ἀμ’ ἐστανέως σου γίνεται καὶ ἐγὼ εἶμαι ποντισμένος καὶ ὡς διὰ τὴν ἀγάπην σου ποινηλατοῦμαι τόσα καὶ ἔναι χωρὶς εἰδήσεως καὶ δίχα θελήματός σου.
Ὁκάποτε ἐξημέρωσε, σηκώνομαι ἐκ τοῦ ὕπνου, ἐβγαίνω ἀπὸ τὴν τέντα μου, θεωρῶ τοὺς ἐδικούς μου, λαλῶ τους, ἦλθαν εἰς ἐμέν, ἤρξαντο νὰ μὲ λέγουν καὶ νὰ μὲ συντυχαίνουσι διαφόρους ὑποθέσεις· καὶ μετὰ ὡρίτσαν ὀλιγὴν ἀπεχαιρέτησάν με καὶ ἀφήνουν με εἰς τὴν τέντα μου μὲ τὰ παιδόπουλά μου νὰ στέκωμαι καὶ νὰ σκοπῶ τῆς κόρης τὸ κουβούκλιν καὶ τριγύρου τοῦ ἡλιακοῦ τὰ ὀμμάτιά μου νὰ βλέπουν. Καὶ ὁκάποτε ἡ παράξενος ἐβγαίνει ἐκ τὸ κουβούκλιν, ἐμπρός της ὁ εὐνουχόπουλος καὶ ὀπίσω καυχοπούλα· ἐκείνη ἐκράτει εἰς τὰ χέριά της τὸ ἔγραψα πιττάκιν καὶ τὸ βεργὶν τὸ πρωτινὸν νά ’χῃ ὁ εὐνουχόπουλός της. Ἐξέβην καὶ ἐπαρέκυψεν ἡ κόρη ἀπὸ τὸν πύργον, ἀνέβη καὶ ἐκατέβηκεν, ἐρωτοεσχηματίσθην, ἀνέγνωσέν την τὴν γραφήν, εἶδεν πρὸς τὸν εὐνοῦχον, ὡσὰν ἐχαμογέλασεν, πάλιν τὸν τοῖχον εἶδεν καὶ ἀπέκει εἰς τὸν κοιτώναν της ἐσέβηκεν ἀπέσω. Καὶ ὡς εἶδα πάλιν τὸ χαρτὶ νὰ τὸ κρατῇ ἡ φουδούλα, καὶ ἄλλον πιττάκιν ἔγραψα, φίλε μου, καὶ ἄκουσέ το: Ἄλλον πιττάκιν καὶ γραφὴ Λιβίστρου πρὸς τὴν κόρην.*Καὶ ἄμε ἀπ’ ἐμοῦ, προσκύνησε, χαιρέτισε καὶ εἰπέ τον: „Γράφε, μὴ ὀκνήσῃς τὰς γραφάς,* ἡ κόρη ὀρέγεταί τας· καὶ οὐκ ἔνι ὁδὸς νὰ συγκλιθῇ μετὰ ἕναν σου πιττάκιν· ἡ κόρη ἔναι παράξενος καὶ τὸ παράξενόν της κρατεῖ το ὡς τὴν ἐνδέχεται καὶ ἀγερωχεύεταί το. Καὶ σπούδαζέ το ἀποτουνῦν, καὶ ὡς ἀπὸ τῶν γραφῶν σου ἐλπίζω καὶ τὸν ἔρωταν τῆς κόρης νὰ ὑποτάξῃς“’. Ἴδε τὰ μὲ ἐσυνέτυχεν, Λίβιστρε, ἐμὲν ὁ εὐνοῦχος, ἀφοῦ τὸν ἐστερέωσα καὶ ἐπόταξά τον φίλον.” Καὶ ἀφότου μὲ ἐσύντυχεν, πάλιν ἠρώτησά τον πῶς ἐμεταχειρίσετον καὶ ἐπόταξέ τον φίλον· εἶπε με: “Τώρα μὴ μὲ ἐρωτᾷς, σπουδάζω, ὡς ἔναι νύκτα, νὰ ἔμπω εἰς τὸ κάστρον σύντομα, διότι παρήγγειλάν με νὰ μὴ μὲ φθάσῃ αὐγερινὸς παρέξωθεν τοῦ κάστρου. Πλὴν τὸ πιττάκιν τὸ ἔγραψες, μάθε, κρατεῖ το ἡ κόρη, βλέπει το καὶ ἀναγνώθει το καὶ ἀνιστορεῖ τὰ λέγει, καὶ γνώθω ἀπὸ τοῦ σχήματος ὅτι πονεῖ δι’ ἐσέναν· καὶ εὔξου με, κύριε Λίβιστρε, γῆς τῆς ἐμῆς τοπάρχα”. Ἀφήνει με καὶ ἐμίσσευσε μετὰ σπουδῆς μεγάλης, ἀπέσω νὰ εἶμαι εἰς τὸν βυθὸν τοῦ πόθου ζαλισμένος.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 347
Ἀλλὰ θαρρῶ εἰς τὸν Ἔρωταν, ἐλπίζω εἰς τὸ ἀψευδές του, τὸ εἶπεν νὰ μὴν τὸ ψεύσεται, νὰ τὸ πληρώσῃ ὡς ἔξω, τὸ κάστρον τῆς καρδίας μου μόνη νὰ τὸ ὑποτάξῃς καὶ αὐθεντικὰ νὰ τὸν διαβῇς τὸν πύργον τῆς ψυχῆς μου· τοῦ φθόνου τὸ ἐπιβούλευμα νὰ λείψῃ ἀπὸ τὴν μέσην καὶ ἀπὸ τὸ αἰχμαλωτίζομαι νὰ λάβω ἐλευθερίαν, καὶ ὅσα πονῶ νὰ τὰ χαρῶ, νὰ μὴ νικήσῃ ὁ φθόνος”. Ἔγραψα πάλιν τὴν γραφήν, φίλε μου, καὶ ἔδησά την ἀπάνω εἰς τὴν σαγίτταν μου καὶ πάλιν ἐδόξευσά την ἀπάνω εἰς τὸ πανεύγενον τῆς κόρης τὸ κουβούκλιν. Καὶ νὰ ἦτον ὥρα πρόγευμα καὶ ἐξέβην ὁ εὐνοῦχος, βλέπει, γνωρίζει τὴν γραφήν, ἐξεύρει πόθεν ἔναι, κύπτει, ἐκ τὴν γῆν ἐπαίρνει την καὶ σύντομα ἐμπαίνει ἀπέσω εἰς τὸν κοιτώναν της ἐρωτικοκόρης· καὶ ὡς ἔμαθα ἐκ τὸν ἄνθρωπον, φίλε, τὸν ἰδικόν μου τέτοια τὴν ἐσυντύχαινεν διὰ τὸ βεργὶν ἐκεῖνο: “Εἶδες, Ροδάμνη δέσποινα, βασίλισσα Χαρίτων, χαρτίτσιν τὸ ηὗρα ὅτι ἔκειτον εἰς τὸν ἡλιακόν μας; Καὶ τί νὰ γράφῃ οὐδὲν οἶδα, ἰδὲ καὶ ἀνάγνωσέ το καὶ ἑρμήνευσέ με τὰ λαλεῖ καὶ διὰ τίναν τὰ λέγει”.
“Πότε νὰ ἐπεριεπάτησες τὸ κάστρον τῆς ψυχῆς μου; Πότε τὸν πύργον τῆς ἐμῆς καρδίας νὰ ἐδιέβῃς καὶ νὰ ἰχνοεποδοπάτησες αὐθεντικὰ εἰς ἐμέναν; Πότε τὰς πόρτας τῆς ἐμῆς ἐρωτικῆς καρδίας τὰ χέριά σου νὰ ἐκλείδωναν, ποσῶς νὰ μὴ ἀνοίγουν; Πότε νὰ ἐγίνουν εἰς ἐμὴν ἐρωτικὴν καρδίαν ἐξουσιαστὴς νὰ τὴν κρατῇς καὶ νὰ θεωρῇ εἰς ἐσέναν, παροῦ ὅτι αἰχμαλωτίζομαι διὰ πόθον ἰδικόν σου, παροῦ τὸ κάστρον τῆς ἐμῆς προδίδεται καρδίας ἀπὸ τὸν δήμιον ἔρωταν, ὡραία, τὸν ἐδικόν σου; Καὶ οὐκ εἶχα το παράξενον ἂν τὸ αἰχμαλωτιζόμην ἂν ἦτον ἀπὸ προαιρέσεως καὶ ἀπὸ θελήματός σου· ἀμ’ ἐστανέως σου γίνεται καὶ ἐγὼ εἶμαι ποντισμένος καὶ ὡς διὰ τὴν ἀγάπην σου ποινηλατοῦμαι τόσα καὶ ἔναι χωρὶς εἰδήσεως καὶ δίχα θελήματός σου.Ὁκάποτε ἐξημέρωσε, σηκώνομαι ἐκ τοῦ ὕπνου, ἐβγαίνω ἀπὸ τὴν τέντα μου, θεωρῶ τοὺς ἐδικούς μου, λαλῶ τους, ἦλθαν εἰς ἐμέν, ἤρξαντο νὰ μὲ λέγουν καὶ νὰ μὲ συντυχαίνουσι διαφόρους ὑποθέσεις· καὶ μετὰ ὡρίτσαν ὀλιγὴν ἀπεχαιρέτησάν με καὶ ἀφήνουν με εἰς τὴν τέντα μου μὲ τὰ παιδόπουλά μου νὰ στέκωμαι καὶ νὰ σκοπῶ τῆς κόρης τὸ κουβούκλιν καὶ τριγύρου τοῦ ἡλιακοῦ τὰ ὀμμάτιά μου νὰ βλέπουν. Καὶ ὁκάποτε ἡ παράξενος ἐβγαίνει ἐκ τὸ κουβούκλιν, ἐμπρός της ὁ εὐνουχόπουλος καὶ ὀπίσω καυχοπούλα· ἐκείνη ἐκράτει εἰς τὰ χέριά της τὸ ἔγραψα πιττάκιν καὶ τὸ βεργὶν τὸ πρωτινὸν νά ’χῃ ὁ εὐνουχόπουλός της. Ἐξέβην καὶ ἐπαρέκυψεν ἡ κόρη ἀπὸ τὸν πύργον, ἀνέβη καὶ ἐκατέβηκεν, ἐρωτοεσχηματίσθην, ἀνέγνωσέν την τὴν γραφήν, εἶδεν πρὸς τὸν εὐνοῦχον, ὡσὰν ἐχαμογέλασεν, πάλιν τὸν τοῖχον εἶδεν καὶ ἀπέκει εἰς τὸν κοιτώναν της ἐσέβηκεν ἀπέσω. Καὶ ὡς εἶδα πάλιν τὸ χαρτὶ νὰ τὸ κρατῇ ἡ φουδούλα, καὶ ἄλλον πιττάκιν ἔγραψα, φίλε μου, καὶ ἄκουσέ το: Ἄλλον πιττάκιν καὶ γραφὴ Λιβίστρου πρὸς τὴν κόρην.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 35
Εἶδα καὶ ἐξενίστην το καὶ μέριμνα μ’ ἐσέβην, συνελυπήθην τὸ πουλὶν καὶ ἀπὸ τοὺς ἐδικούς μου ἕναν μου ἐρώτουν συγγενήν, τὸ τί εἶχεν καὶ ἐφονεύθην· καὶ ἐκεῖνος, ἐκ τοῦ πράγματος ὡς ἔμαθα, ἐψηλάφα πάντα ἀφορμὴ τοῦ νὰ μὲ εἰπῇ τοῦ ἔρωτος τὰς ὀδύνας καὶ τὰ ἐρωτογλυκόπικρα τοῦ πόθου νὰ μὲ μάθῃ. Καὶ ἅμα τὸν ἐρώτησα, σύντομα μὲ ἀπεκρίθην: Τὸν Λίβιστρον ὁ συγγενὴς ἤρξατο νὰ διδάσκῃ τοῦ ἔρωτος τὰς συμφορὰς καὶ τοὺς παραδαρμούς του. “Μάθε, τοπάρχα Λίβιστρε χώρας ἐμῆς καὶ τόπου, ἂν κάτσω καὶ διδάξω σε διὰ τὸ πουλὶν τὸ βλέπεις, τὸν νοῦν σου τὸν ἀμέριμνον μέριμνα νὰ δουλώσῃ καὶ τοῦ ἔρωτος τὴν δύναμιν νὰ μυριομεγαλύνῃς”. Καὶ παρευθὺς εἰς τὸ πλευρὸν τὸν συγγενή μου ἐπῆρα, διὰ τὸ πουλὶν τὸν ἐρωτῶ, τὸ ἐρωτικὸν τρυγόνιν, καὶ τίς ἔναι ἡ πολύφοβος ἐρωτοδυναστεία. Καὶ ἐκεῖνος ἐπεχείρησε τοῦ νὰ μὲ ἀναδιδάξῃ τοῦ ἔρωτος τὰ μυστήρια καὶ τὰ δεσμὰ τοῦ πόθου, τῆς ἀσχολήσεως τὰ πικρὰ καὶ τῆς ποθομανίας: Ὁ Λίβιστρος μανθάνει τα παρὰ τοῦ συγγενοῦ του τὰ ἐρωτικὰ μυστήρια, τὰς ἡδονὰς τοῦ πόθου.
Καὶ μία ἡμέρα δόχνει με νὰ ἐβγῶ νὰ κυνηγήσω μὲ τοὺς ἐμοὺς τοὺς συγγενεῖς καὶ μὲ τοὺς ἐδικούς μου· ἐξέβηκα εἰς παράπλαγα καὶ εἰς ὀρεινὸν βουνίτσιν, ἀνεψηλάφουν πούπετε περδίκιν νὰ ἐπιτύχω, νὰ λύσω τὸ γεράκιν μου, νὰ ἴδω ἂν ὑπαγαίνῃ. Ἐκείνην ἐπαράτρεχα τὴν ὅλην τὴν ἡμέραν εἰς κάμπους, εἰς παράπλαγα, εἰς ὀρεινοβουνία, νὰ μὴ ἐπιτύχω πούπετε νὰ λύσω τὸ γεράκιν. Καὶ ἁπλῶς ἀργὰ τὸ δειλινόν, τὸ πλήρωμαν ἡμέρας, εἰς δένδρου κλῶνον ηὕρηκα πουλία τρυγόνια δύο ἐντάμα νὰ καθέζουνται καὶ νὰ καταφιλοῦνται· καὶ δένω τὸ γεράκιν μου καὶ ἐβγάνω τὸ δοξάριν, γεμίζω το καὶ ἐδόξευσα ἕνα ἀπὸ τὰ δύο. Καὶ εἶδα μυστήριον φοβερὸν εἰς τὰ τρυγονοπούλια· ἅμα τὸ πέσειν εἰς τὴν γῆν ἐκεῖνο τὸ ἐφονεύθην, τὸ ἄλλον εἰς ὕψος ἔδωκεν, ἀνέβην εἰς τὰ νέφη, χαμνίζει ἀπέκει τὸ πτερὸν ἐκ τὸ ὕψος τὸ τοσοῦτον καὶ πίπτει εἰς τὸ ταίριν του καὶ ἐκεῖνον φονευμένον.Φίλε, εἰς τὴν χώραν τὴν ἐμὴν ἄνθρωπος ἤμουν μέγας, τοπάρχης πλούσιος, φοβερὸς καὶ εἰς τὴν ἀνδρείαν τοσοῦτος, τέτοιος ὅτι, νομίζω, ὁ καιρὸς νὰ σὲ τὸ ἀναδιδάξῃ· σύντροφον εἶχα τὴν χαράν, φίλον τὴν ἀθλιψίαν, εἴτι καλὸν καὶ ἐνήδονον ποτὲ νὰ μὴ μὲ λείπῃ. Καὶ μὲ τὰς τόσας ἡδονάς, μὲ τὰ καλὰ τὰ τόσα, καὶ μὲ τὸν τόσον πλοῦτον μου καὶ τὴν εὐημερίαν, μὲ τὰς τρυφάς μου τὰς πολλάς, μὲ τὰς γλυκύτητάς μου, τὰς εἶχα, τὰς ὑπότασσα, εἶχα τας καὶ ἐθάρρουν, ἔρωτος εἶδος εἰς ἐμὲν ποτὲ οὐκ ἀνεβιβάσθην· ἦτον ὁ νοῦς μου ἀμέριμνος καθόλου ἀπὸ τὸν πόθον, εἰς τὸν λογισμόν μου ἐνθύμησις ἀγάπης οὐκ ἀνέβην, ἔζουν ἀκαταδούλωτος καὶ μετὰ ἐλευθερίας, ἐρωτοακατάκριτος καὶ παρεκτὸς ἀγάπης. Ἀλλὰ καὶ μᾶλλον, φίλε μου, ποτὲ ἂν ἐσυνεπλάκῃ ἄνθρωπος ἀπὸ τοῦ γένους μου καὶ ἀπὸ τοὺς ἐδικούς μου εἰς τέτοιαν ποθοενθύμησιν καὶ ἀνάμνησιν ἀγάπης, πολλὰ τὸν ἐκατεπίκραινα, χίλια τὸν ἐμεμφόμην.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 351
Ἁπλώνει, ἐπαίρνει τὸ χαρτίν, ἔλυσε τὸν δεσμόν του, ἀποτυλίσσει, βλέπει το, τὰ γράφει ἀναγινώσκει· καὶ ἀφότου τὸ ἀπεπλήρωσεν ἔριψε τὸ πιττάκιν, ὡσὰν ὑπενεστέναξεν καὶ λέγει τὸν εὐνοῦχον: “Τὸ τίνος ἔναι τὸ χαρτὶν καὶ διὰ τίναν τὰ γράφει, Βέτανε, οὐκ ἐγνωρίζω το, πλὴν τοῦτο ἐπιφωνοῦμαι· ὁποία ἐκ τὰς καυχίτσας μου καὶ ἀπὸ τὰς ἰδικάς μου εὑρῶ ὅτι δέχεται γραφὴν καὶ ἀντίγραφον νὰ πέμπῃ, ἂς ἐγνωρίζῃ ὅτι ἀπ’ ἐμὲν εἰς μίαν ἐθανατώθη”. Καὶ ὡς εἶδε τὴν ἀπόκρισιν μετὰ θυμοῦ τῆς κόρης, στήκει καὶ ἀποκρίνεται, τοιαῦτα τὴν συντυχαίνει: Ὁ εὐνοῦχος ἀποκρίνεται τὴν κόρην μετὰ θάρρους.
Ἀλλὰ θαρρῶ εἰς τὸν Ἔρωταν, ἐλπίζω εἰς τὸ ἀψευδές του, τὸ εἶπεν νὰ μὴν τὸ ψεύσεται, νὰ τὸ πληρώσῃ ὡς ἔξω, τὸ κάστρον τῆς καρδίας μου μόνη νὰ τὸ ὑποτάξῃς καὶ αὐθεντικὰ νὰ τὸν διαβῇς τὸν πύργον τῆς ψυχῆς μου· τοῦ φθόνου τὸ ἐπιβούλευμα νὰ λείψῃ ἀπὸ τὴν μέσην καὶ ἀπὸ τὸ αἰχμαλωτίζομαι νὰ λάβω ἐλευθερίαν, καὶ ὅσα πονῶ νὰ τὰ χαρῶ, νὰ μὴ νικήσῃ ὁ φθόνος”. Ἔγραψα πάλιν τὴν γραφήν, φίλε μου, καὶ ἔδησά την ἀπάνω εἰς τὴν σαγίτταν μου καὶ πάλιν ἐδόξευσά την ἀπάνω εἰς τὸ πανεύγενον τῆς κόρης τὸ κουβούκλιν. Καὶ νὰ ἦτον ὥρα πρόγευμα καὶ ἐξέβην ὁ εὐνοῦχος, βλέπει, γνωρίζει τὴν γραφήν, ἐξεύρει πόθεν ἔναι, κύπτει, ἐκ τὴν γῆν ἐπαίρνει την καὶ σύντομα ἐμπαίνει ἀπέσω εἰς τὸν κοιτώναν της ἐρωτικοκόρης· καὶ ὡς ἔμαθα ἐκ τὸν ἄνθρωπον, φίλε, τὸν ἰδικόν μου τέτοια τὴν ἐσυντύχαινεν διὰ τὸ βεργὶν ἐκεῖνο: “Εἶδες, Ροδάμνη δέσποινα, βασίλισσα Χαρίτων, χαρτίτσιν τὸ ηὗρα ὅτι ἔκειτον εἰς τὸν ἡλιακόν μας; Καὶ τί νὰ γράφῃ οὐδὲν οἶδα, ἰδὲ καὶ ἀνάγνωσέ το καὶ ἑρμήνευσέ με τὰ λαλεῖ καὶ διὰ τίναν τὰ λέγει”.“Πότε νὰ ἐπεριεπάτησες τὸ κάστρον τῆς ψυχῆς μου; Πότε τὸν πύργον τῆς ἐμῆς καρδίας νὰ ἐδιέβῃς καὶ νὰ ἰχνοεποδοπάτησες αὐθεντικὰ εἰς ἐμέναν; Πότε τὰς πόρτας τῆς ἐμῆς ἐρωτικῆς καρδίας τὰ χέριά σου νὰ ἐκλείδωναν, ποσῶς νὰ μὴ ἀνοίγουν; Πότε νὰ ἐγίνουν εἰς ἐμὴν ἐρωτικὴν καρδίαν ἐξουσιαστὴς νὰ τὴν κρατῇς καὶ νὰ θεωρῇ εἰς ἐσέναν, παροῦ ὅτι αἰχμαλωτίζομαι διὰ πόθον ἰδικόν σου, παροῦ τὸ κάστρον τῆς ἐμῆς προδίδεται καρδίας ἀπὸ τὸν δήμιον ἔρωταν, ὡραία, τὸν ἐδικόν σου; Καὶ οὐκ εἶχα το παράξενον ἂν τὸ αἰχμαλωτιζόμην ἂν ἦτον ἀπὸ προαιρέσεως καὶ ἀπὸ θελήματός σου· ἀμ’ ἐστανέως σου γίνεται καὶ ἐγὼ εἶμαι ποντισμένος καὶ ὡς διὰ τὴν ἀγάπην σου ποινηλατοῦμαι τόσα καὶ ἔναι χωρὶς εἰδήσεως καὶ δίχα θελήματός σου.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 353
“Ἄφες τὸ νὰ θυμώνεσαι, φουδούλα οὐδὲν ἁρμόζει, ἄφες τὸ νὰ εἶσαι μανικὴ κατὰ τοῦ πόθου τόσα, ἄφες τὸ νὰ κακώνεσαι τοὺς ἐρωτοποθοῦντας· φοβοῦ μὴ ἐμπλέξῃς εἰς δεσμὸν πολλάκις τῆς ἀγάπης, βλέπε μὴ ἔμπῃς εἰς τὸν βυθὸν ἀπέσω τῆς ἀγάπης, μὴ σὲ φλογίσῃ πρόσεχε τοῦ πόθου τὸ καμίνιν, βλέπε καλὰ μὴ ποντισθῇς εἰς θάλασσαν τοῦ πόθου, πρόσεχε τὴν καρδίαν σου νὰ μὴ τὴν παραδείρῃ κῦμα τῆς ἀσχολήσεως καὶ ἡ βία του νὰ σὲ πνίξῃ· καὶ τότε ὁποὺ ἐπάθασιν διὰ πόθον νὰ συμπάσχῃς, νὰ συμπονῇς τοὺς ἔφλεξεν ἡ φλόγα τῆς ἀγάπης, τοὺς ἔδειρεν ἡ ἀσχόλησις νὰ τοὺς συναποθνήσκῃς, τοὺς ἐκατατοξεύσασιν τὰ χέρια τῶν Ἐρώτων νὰ τοὺς θεωροῦν τὰ ὀμμάτιά σου καὶ νὰ πονῇ ἡ ψυχή σου”. Καὶ ἀφότου τὴν ἐσυνέτυχεν, ἀφήνει την καὶ ἐβγαίνει, τοὺς λόγους τοὺς ἐλάλησεν ὁ εὐνοῦχος νὰ φροντίζῃ· ἐγὼ δὲ πάλιν ἐξέβηκα καὶ ἐστάθην πρὸς τὴν τένταν, νὰ εἶμαι εἰς πόθου μέριμναν ἀπέσω ἐντυλιγμένος καὶ ἐσκόπουν ἐκ τὸν πόθον της τῆς κόρης μὴ ἀποτύχω.
Ἁπλώνει, ἐπαίρνει τὸ χαρτίν, ἔλυσε τὸν δεσμόν του, ἀποτυλίσσει, βλέπει το, τὰ γράφει ἀναγινώσκει· καὶ ἀφότου τὸ ἀπεπλήρωσεν ἔριψε τὸ πιττάκιν, ὡσὰν ὑπενεστέναξεν καὶ λέγει τὸν εὐνοῦχον: “Τὸ τίνος ἔναι τὸ χαρτὶν καὶ διὰ τίναν τὰ γράφει, Βέτανε, οὐκ ἐγνωρίζω το, πλὴν τοῦτο ἐπιφωνοῦμαι· ὁποία ἐκ τὰς καυχίτσας μου καὶ ἀπὸ τὰς ἰδικάς μου εὑρῶ ὅτι δέχεται γραφὴν καὶ ἀντίγραφον νὰ πέμπῃ, ἂς ἐγνωρίζῃ ὅτι ἀπ’ ἐμὲν εἰς μίαν ἐθανατώθη”. Καὶ ὡς εἶδε τὴν ἀπόκρισιν μετὰ θυμοῦ τῆς κόρης, στήκει καὶ ἀποκρίνεται, τοιαῦτα τὴν συντυχαίνει: Ὁ εὐνοῦχος ἀποκρίνεται τὴν κόρην μετὰ θάρρους.Ἀλλὰ θαρρῶ εἰς τὸν Ἔρωταν, ἐλπίζω εἰς τὸ ἀψευδές του, τὸ εἶπεν νὰ μὴν τὸ ψεύσεται, νὰ τὸ πληρώσῃ ὡς ἔξω, τὸ κάστρον τῆς καρδίας μου μόνη νὰ τὸ ὑποτάξῃς καὶ αὐθεντικὰ νὰ τὸν διαβῇς τὸν πύργον τῆς ψυχῆς μου· τοῦ φθόνου τὸ ἐπιβούλευμα νὰ λείψῃ ἀπὸ τὴν μέσην καὶ ἀπὸ τὸ αἰχμαλωτίζομαι νὰ λάβω ἐλευθερίαν, καὶ ὅσα πονῶ νὰ τὰ χαρῶ, νὰ μὴ νικήσῃ ὁ φθόνος”. Ἔγραψα πάλιν τὴν γραφήν, φίλε μου, καὶ ἔδησά την ἀπάνω εἰς τὴν σαγίτταν μου καὶ πάλιν ἐδόξευσά την ἀπάνω εἰς τὸ πανεύγενον τῆς κόρης τὸ κουβούκλιν. Καὶ νὰ ἦτον ὥρα πρόγευμα καὶ ἐξέβην ὁ εὐνοῦχος, βλέπει, γνωρίζει τὴν γραφήν, ἐξεύρει πόθεν ἔναι, κύπτει, ἐκ τὴν γῆν ἐπαίρνει την καὶ σύντομα ἐμπαίνει ἀπέσω εἰς τὸν κοιτώναν της ἐρωτικοκόρης· καὶ ὡς ἔμαθα ἐκ τὸν ἄνθρωπον, φίλε, τὸν ἰδικόν μου τέτοια τὴν ἐσυντύχαινεν διὰ τὸ βεργὶν ἐκεῖνο: “Εἶδες, Ροδάμνη δέσποινα, βασίλισσα Χαρίτων, χαρτίτσιν τὸ ηὗρα ὅτι ἔκειτον εἰς τὸν ἡλιακόν μας; Καὶ τί νὰ γράφῃ οὐδὲν οἶδα, ἰδὲ καὶ ἀνάγνωσέ το καὶ ἑρμήνευσέ με τὰ λαλεῖ καὶ διὰ τίναν τὰ λέγει”.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 355
Καὶ ἁπλῶς μετὰ ὥραν ὀλιγὴν βλέπω καὶ τὸν εὐνοῦχον, φίλε μου, καὶ τὸν ἄνθρωπον ἐκεῖνον τὸν ἐδικόν μου τοὺς δύο νὰ παρακύψουσιν καὶ νὰ μὲ γνέψουν “γράψε”. Ἐμετεστάθην ἀπεκεῖ καὶ ἐσέβην εἰς τὴν τένταν καὶ πάλιν, φίλε μου, ἔγραψα καὶ ἄκουσε τὴν γραφήν μου: Ἄλλη γραφὴ πολύπονος Λιβίστρου πολυπόνου. “Ἔρως μου, τὰς κακώσεις μου τὰς ἔπαθα εἰς τὸν κόσμον ἔχεις τας ἐνειδήσει σου, γνωρίζω οὐκ ἔλαθέν σε· Ἔρως, τὰς ὑποσχέσεις σου τὰς μὲ ὀνειροϋποσχέθης ὅλας ἐγὼ ἐγνωρίζω τας, τίποτα οὐκ ἔλαθέ με. Ἐδὰ διὰ τὴν ὑπόσχεσιν ἐγὼ τὴν ἐδικήν σου τόπον καὶ χώραν τὴν ἐμὴν καὶ γῆν καὶ γονικά μου καὶ κόσμον καὶ πατρίδαν μου μόνος παραιτησάμην, αἰχμαλωτίσθην δι’ ἐσὲ καὶ τὴν ὑπόσχεσίν σου· ἔθηκα διὰ τὸν ὄνειρον εἰς πόντος τὸν ἐμαυτόν μου καὶ δίχρονον ἐπάσχισα πικρίας ἀναριθμήτους, ἔφθασα εἰς τόπον γλυκασμοῦ, τὸ μὲ εἶπες εὕρηκά το.
“Ἄφες τὸ νὰ θυμώνεσαι, φουδούλα οὐδὲν ἁρμόζει, ἄφες τὸ νὰ εἶσαι μανικὴ κατὰ τοῦ πόθου τόσα, ἄφες τὸ νὰ κακώνεσαι τοὺς ἐρωτοποθοῦντας· φοβοῦ μὴ ἐμπλέξῃς εἰς δεσμὸν πολλάκις τῆς ἀγάπης, βλέπε μὴ ἔμπῃς εἰς τὸν βυθὸν ἀπέσω τῆς ἀγάπης, μὴ σὲ φλογίσῃ πρόσεχε τοῦ πόθου τὸ καμίνιν, βλέπε καλὰ μὴ ποντισθῇς εἰς θάλασσαν τοῦ πόθου, πρόσεχε τὴν καρδίαν σου νὰ μὴ τὴν παραδείρῃ κῦμα τῆς ἀσχολήσεως καὶ ἡ βία του νὰ σὲ πνίξῃ· καὶ τότε ὁποὺ ἐπάθασιν διὰ πόθον νὰ συμπάσχῃς, νὰ συμπονῇς τοὺς ἔφλεξεν ἡ φλόγα τῆς ἀγάπης, τοὺς ἔδειρεν ἡ ἀσχόλησις νὰ τοὺς συναποθνήσκῃς, τοὺς ἐκατατοξεύσασιν τὰ χέρια τῶν Ἐρώτων νὰ τοὺς θεωροῦν τὰ ὀμμάτιά σου καὶ νὰ πονῇ ἡ ψυχή σου”. Καὶ ἀφότου τὴν ἐσυνέτυχεν, ἀφήνει την καὶ ἐβγαίνει, τοὺς λόγους τοὺς ἐλάλησεν ὁ εὐνοῦχος νὰ φροντίζῃ· ἐγὼ δὲ πάλιν ἐξέβηκα καὶ ἐστάθην πρὸς τὴν τένταν, νὰ εἶμαι εἰς πόθου μέριμναν ἀπέσω ἐντυλιγμένος καὶ ἐσκόπουν ἐκ τὸν πόθον της τῆς κόρης μὴ ἀποτύχω.Ἁπλώνει, ἐπαίρνει τὸ χαρτίν, ἔλυσε τὸν δεσμόν του, ἀποτυλίσσει, βλέπει το, τὰ γράφει ἀναγινώσκει· καὶ ἀφότου τὸ ἀπεπλήρωσεν ἔριψε τὸ πιττάκιν, ὡσὰν ὑπενεστέναξεν καὶ λέγει τὸν εὐνοῦχον: “Τὸ τίνος ἔναι τὸ χαρτὶν καὶ διὰ τίναν τὰ γράφει, Βέτανε, οὐκ ἐγνωρίζω το, πλὴν τοῦτο ἐπιφωνοῦμαι· ὁποία ἐκ τὰς καυχίτσας μου καὶ ἀπὸ τὰς ἰδικάς μου εὑρῶ ὅτι δέχεται γραφὴν καὶ ἀντίγραφον νὰ πέμπῃ, ἂς ἐγνωρίζῃ ὅτι ἀπ’ ἐμὲν εἰς μίαν ἐθανατώθη”. Καὶ ὡς εἶδε τὴν ἀπόκρισιν μετὰ θυμοῦ τῆς κόρης, στήκει καὶ ἀποκρίνεται, τοιαῦτα τὴν συντυχαίνει: Ὁ εὐνοῦχος ἀποκρίνεται τὴν κόρην μετὰ θάρρους.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 359
Πλὴν μετὰ τὴν ἀγανάκτησιν τὴν πολυαφηγημένην εὕρηκά την ἀγέρωχον, κ’ ἑξάμηνον ὑπάγω καὶ γράφουσιν τὰ χέριά μου πιττάκια καθημέραν· ἐκείνη γοῦν οὐ δέχεται κανὲν ἀπὸ τὰ γράφω καὶ ἰδού, ἐγκαλῶ σέ το, Ἔρως μου, σκόπησε τὸ σὲ λέγω. Εἰ μὲν ἐτόξευσες καὶ αὐτήν, ἂς ἐγνωρίσω τοῦτο, ἂς δέξεται πιττάκιν μου, γραφήν μου ἂς ἀναγνώσῃ, ἂς μάθῃ διὰ τὸν πόθον μου καὶ ἀντίσηκον ἂς γράψῃ· ἂν δὲ καὶ τὴν καρδίαν μου ἔποικες μόνην διὰ νὰ λυπᾶται καὶ ἐκείνην οὐκ ἐδόξευσες, μάθε ὅτι ἀδικεῖς με, καὶ τὴν ἀδιακρισίαν σου νὰ τὴν γεμίσω εἰς κόσμον”. Ἔγραψα πάλιν τὴν γραφήν, ἔδησά την καὶ ἐκείνην καὶ πάλιν εἰς τὸν ἡλιακὸν ἀπέτασα τῆς κόρης· ἐβγαίνει ὁ εὐνοῦχος παρευθύς, βλέπει, ἠγνώρισέν την, καὶ πάλιν λέγει ὅτι “Ηὕρηκα, βασίλισσα, πιττάκιν”, καὶ λέγει: “Ἂς τὸ ἴδω, Βέτανε”· δίδει το τὴν φουδούλαν, ἔλυσε μὲ τὰ χέριά της τοῦ πιττακίου τὸ δέμαν, στέκει καὶ ἀναγνώθει το καὶ λέγει τὸν εὐνοῦχον: “Δός με καὶ τὸ ἄλλον τὸ χαρτὶ τὸ εὗρες πρὸ τῆς ἄλλης”.
Καὶ ἁπλῶς μετὰ ὥραν ὀλιγὴν βλέπω καὶ τὸν εὐνοῦχον, φίλε μου, καὶ τὸν ἄνθρωπον ἐκεῖνον τὸν ἐδικόν μου τοὺς δύο νὰ παρακύψουσιν καὶ νὰ μὲ γνέψουν “γράψε”. Ἐμετεστάθην ἀπεκεῖ καὶ ἐσέβην εἰς τὴν τένταν καὶ πάλιν, φίλε μου, ἔγραψα καὶ ἄκουσε τὴν γραφήν μου: Ἄλλη γραφὴ πολύπονος Λιβίστρου πολυπόνου. “Ἔρως μου, τὰς κακώσεις μου τὰς ἔπαθα εἰς τὸν κόσμον ἔχεις τας ἐνειδήσει σου, γνωρίζω οὐκ ἔλαθέν σε· Ἔρως, τὰς ὑποσχέσεις σου τὰς μὲ ὀνειροϋποσχέθης ὅλας ἐγὼ ἐγνωρίζω τας, τίποτα οὐκ ἔλαθέ με. Ἐδὰ διὰ τὴν ὑπόσχεσιν ἐγὼ τὴν ἐδικήν σου τόπον καὶ χώραν τὴν ἐμὴν καὶ γῆν καὶ γονικά μου καὶ κόσμον καὶ πατρίδαν μου μόνος παραιτησάμην, αἰχμαλωτίσθην δι’ ἐσὲ καὶ τὴν ὑπόσχεσίν σου· ἔθηκα διὰ τὸν ὄνειρον εἰς πόντος τὸν ἐμαυτόν μου καὶ δίχρονον ἐπάσχισα πικρίας ἀναριθμήτους, ἔφθασα εἰς τόπον γλυκασμοῦ, τὸ μὲ εἶπες εὕρηκά το.“Ἄφες τὸ νὰ θυμώνεσαι, φουδούλα οὐδὲν ἁρμόζει, ἄφες τὸ νὰ εἶσαι μανικὴ κατὰ τοῦ πόθου τόσα, ἄφες τὸ νὰ κακώνεσαι τοὺς ἐρωτοποθοῦντας· φοβοῦ μὴ ἐμπλέξῃς εἰς δεσμὸν πολλάκις τῆς ἀγάπης, βλέπε μὴ ἔμπῃς εἰς τὸν βυθὸν ἀπέσω τῆς ἀγάπης, μὴ σὲ φλογίσῃ πρόσεχε τοῦ πόθου τὸ καμίνιν, βλέπε καλὰ μὴ ποντισθῇς εἰς θάλασσαν τοῦ πόθου, πρόσεχε τὴν καρδίαν σου νὰ μὴ τὴν παραδείρῃ κῦμα τῆς ἀσχολήσεως καὶ ἡ βία του νὰ σὲ πνίξῃ· καὶ τότε ὁποὺ ἐπάθασιν διὰ πόθον νὰ συμπάσχῃς, νὰ συμπονῇς τοὺς ἔφλεξεν ἡ φλόγα τῆς ἀγάπης, τοὺς ἔδειρεν ἡ ἀσχόλησις νὰ τοὺς συναποθνήσκῃς, τοὺς ἐκατατοξεύσασιν τὰ χέρια τῶν Ἐρώτων νὰ τοὺς θεωροῦν τὰ ὀμμάτιά σου καὶ νὰ πονῇ ἡ ψυχή σου”. Καὶ ἀφότου τὴν ἐσυνέτυχεν, ἀφήνει την καὶ ἐβγαίνει, τοὺς λόγους τοὺς ἐλάλησεν ὁ εὐνοῦχος νὰ φροντίζῃ· ἐγὼ δὲ πάλιν ἐξέβηκα καὶ ἐστάθην πρὸς τὴν τένταν, νὰ εἶμαι εἰς πόθου μέριμναν ἀπέσω ἐντυλιγμένος καὶ ἐσκόπουν ἐκ τὸν πόθον της τῆς κόρης μὴ ἀποτύχω.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 362
Ἐβγάνει, δίδει την καὶ αὐτό, σμίγει τα καὶ τὰ δύο, ἕνα δεσμὸν τὰ ἐδέσμωσεν, ὡς ἔμαθον ὑστέρου, δίδει τα τὴν καυχίτσαν της, τοιαῦτα τὴν συντυχαίνει: Λόγοι συγκαταθέσεως τῆς κόρης λυπημένοι. “Ἀλίμονον τὸν ἄνθρωπον, τίς ἔνι οὐκ ἐγνωρίζω, πολλὰ ἔνι τὰ ἐκακοπάθησεν διὰ πόθον εἰς τὸν κόσμον, πολλὰς πικρίας ὑπέμεινεν δι’ ἀγάπην ἡ ψυχή του· ἔπαθε πόνους φοβεροὺς καὶ ἀνάγκας ὑπεστάθην καὶ τὸ διὰ τίναν τὰ πονεῖ φοβᾶται ὁμολογήσειν. Μὰ τὴν ἀλήθειαν, ἤθελα τίς ἔναι νὰ τὸν οἶδα καὶ διὰ τίναν τὰ πονεῖ καὶ νὰ τὸν ἐλυπούμην”. Ἔδραξεν, ηὗρεν ἀφορμὴν ὁ εὐνοῦχος εἰς τὴν κόρην καὶ πάλιν στέκει θαρρετὰ καὶ οὕτως τὴν συντυχαίνει: Ἐρωτονουθετήματα εὐνούχου πρὸς τὴν κόρην. “Πόνει τοὺς θλίβει ὁ Κρεμασμός, λυποῦ τοὺς φλέγει ὁ Πόθος, συμπόνει τοὺς ἐπίκρανεν ἡ Ἀγάπη ἀπὸ θυμοῦ της. Ἰδὲ καὶ νόησε τὰς γραφάς, μάθε διὰ τίναν ἔναι· οὐκ ἔνι διὰ καυχίτσαν σου, διὰ ’σὲν ἔνι, κυρά μου. Σκόπησε, δεσποτεία μου, τὸ ὄνειρον τὸ ἐφαντάσθης καὶ τὸ διὰ τίναν σὲ ἔλεγεν ἰδὲ καὶ πρόσεξέ το”.
Πλὴν μετὰ τὴν ἀγανάκτησιν τὴν πολυαφηγημένην εὕρηκά την ἀγέρωχον, κ’ ἑξάμηνον ὑπάγω καὶ γράφουσιν τὰ χέριά μου πιττάκια καθημέραν· ἐκείνη γοῦν οὐ δέχεται κανὲν ἀπὸ τὰ γράφω καὶ ἰδού, ἐγκαλῶ σέ το, Ἔρως μου, σκόπησε τὸ σὲ λέγω. Εἰ μὲν ἐτόξευσες καὶ αὐτήν, ἂς ἐγνωρίσω τοῦτο, ἂς δέξεται πιττάκιν μου, γραφήν μου ἂς ἀναγνώσῃ, ἂς μάθῃ διὰ τὸν πόθον μου καὶ ἀντίσηκον ἂς γράψῃ· ἂν δὲ καὶ τὴν καρδίαν μου ἔποικες μόνην διὰ νὰ λυπᾶται καὶ ἐκείνην οὐκ ἐδόξευσες, μάθε ὅτι ἀδικεῖς με, καὶ τὴν ἀδιακρισίαν σου νὰ τὴν γεμίσω εἰς κόσμον”. Ἔγραψα πάλιν τὴν γραφήν, ἔδησά την καὶ ἐκείνην καὶ πάλιν εἰς τὸν ἡλιακὸν ἀπέτασα τῆς κόρης· ἐβγαίνει ὁ εὐνοῦχος παρευθύς, βλέπει, ἠγνώρισέν την, καὶ πάλιν λέγει ὅτι “Ηὕρηκα, βασίλισσα, πιττάκιν”, καὶ λέγει: “Ἂς τὸ ἴδω, Βέτανε”· δίδει το τὴν φουδούλαν, ἔλυσε μὲ τὰ χέριά της τοῦ πιττακίου τὸ δέμαν, στέκει καὶ ἀναγνώθει το καὶ λέγει τὸν εὐνοῦχον: “Δός με καὶ τὸ ἄλλον τὸ χαρτὶ τὸ εὗρες πρὸ τῆς ἄλλης”.Καὶ ἁπλῶς μετὰ ὥραν ὀλιγὴν βλέπω καὶ τὸν εὐνοῦχον, φίλε μου, καὶ τὸν ἄνθρωπον ἐκεῖνον τὸν ἐδικόν μου τοὺς δύο νὰ παρακύψουσιν καὶ νὰ μὲ γνέψουν “γράψε”. Ἐμετεστάθην ἀπεκεῖ καὶ ἐσέβην εἰς τὴν τένταν καὶ πάλιν, φίλε μου, ἔγραψα καὶ ἄκουσε τὴν γραφήν μου: Ἄλλη γραφὴ πολύπονος Λιβίστρου πολυπόνου. “Ἔρως μου, τὰς κακώσεις μου τὰς ἔπαθα εἰς τὸν κόσμον ἔχεις τας ἐνειδήσει σου, γνωρίζω οὐκ ἔλαθέν σε· Ἔρως, τὰς ὑποσχέσεις σου τὰς μὲ ὀνειροϋποσχέθης ὅλας ἐγὼ ἐγνωρίζω τας, τίποτα οὐκ ἔλαθέ με. Ἐδὰ διὰ τὴν ὑπόσχεσιν ἐγὼ τὴν ἐδικήν σου τόπον καὶ χώραν τὴν ἐμὴν καὶ γῆν καὶ γονικά μου καὶ κόσμον καὶ πατρίδαν μου μόνος παραιτησάμην, αἰχμαλωτίσθην δι’ ἐσὲ καὶ τὴν ὑπόσχεσίν σου· ἔθηκα διὰ τὸν ὄνειρον εἰς πόντος τὸν ἐμαυτόν μου καὶ δίχρονον ἐπάσχισα πικρίας ἀναριθμήτους, ἔφθασα εἰς τόπον γλυκασμοῦ, τὸ μὲ εἶπες εὕρηκά το.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 369
Ἄκουσε τὸν εὐνοῦχον της ἡ κόρη καὶ ἀναστενάζει, τὰ δάκρυά της ἐπήδησαν, λόγους θλιμμένους εἶπεν: “Ὡσὰν τὸν οὐκ ἐτόξευσεν τὸ τόξον τῆς Ἀγάπης, ὡσὰν τὸν οὐκ ἐσίμωσεν ὁ κεραυνὸς τοῦ Πόθου· ἔζησε χρόνον ἔμνοστον καὶ ἀνώδυνας ἡμέρας. Καὶ οὐαὶ τὸν ἐκατετόξευσε τὸ τόξον τῆς Ἀγάπης καὶ τὸν ἐκατεφλόγισεν ὁ κεραυνὸς τοῦ Πόθου· τοὺς χρόνους ὅσους ἔζησεν ἦσαν μὲ τὴν ὀδύνην”. Καὶ ἀφότου τὸν ἐσύντυχεν ἡ κόρη ἐμετεστάθην καὶ ἀπέσω εἰς τὸν κοιτώναν της ἐσέβηκεν θλιμμένη, νά ’ναι πνιγμένη εἰς τὸν βυθὸν τοῦ πόθου τοῦ Λιβίστρου. Καὶ ὡς εἶδεν ὁ εὐνουχόπουλος τὴν κόρην λυπουμένην καὶ μετὰ πόνου ἐκίνησεν ὅπου εἶχεν τὸν κοιτώνα, τὸν ἄνθρωπόν μου ἐλάλησεν, λέγει: “Συγχαίρομαί σε, συνθλίβεται ἡ παράξενος τὸν πόθον τοῦ Λιβίστρου· καὶ ἰδού, ἄγωμε καὶ πρόσεξε, ἰδέ τον καὶ εἰπέ τον μὴ τὰς ἀφήσῃ τὰς γραφάς, μὲ χέριά του νὰ γράφῃ”. Παρέδραμεν τὸ διάστημα ἐκείνης τῆς ἡμέρας, εἶδα τὸν ἥλιον ὅτι ἔκλινεν, ἐσίμωσεν ἡ ἑσπέρα, τὸ φέγγος ἀνεντράνισα καὶ εἶδα ὅτι φέγγει, ἡ νύκτα ὑπεχώρησεν καὶ ἦλθεν ἡ ἡμέρα.
Ἐβγάνει, δίδει την καὶ αὐτό, σμίγει τα καὶ τὰ δύο, ἕνα δεσμὸν τὰ ἐδέσμωσεν, ὡς ἔμαθον ὑστέρου, δίδει τα τὴν καυχίτσαν της, τοιαῦτα τὴν συντυχαίνει: Λόγοι συγκαταθέσεως τῆς κόρης λυπημένοι. “Ἀλίμονον τὸν ἄνθρωπον, τίς ἔνι οὐκ ἐγνωρίζω, πολλὰ ἔνι τὰ ἐκακοπάθησεν διὰ πόθον εἰς τὸν κόσμον, πολλὰς πικρίας ὑπέμεινεν δι’ ἀγάπην ἡ ψυχή του· ἔπαθε πόνους φοβεροὺς καὶ ἀνάγκας ὑπεστάθην καὶ τὸ διὰ τίναν τὰ πονεῖ φοβᾶται ὁμολογήσειν. Μὰ τὴν ἀλήθειαν, ἤθελα τίς ἔναι νὰ τὸν οἶδα καὶ διὰ τίναν τὰ πονεῖ καὶ νὰ τὸν ἐλυπούμην”. Ἔδραξεν, ηὗρεν ἀφορμὴν ὁ εὐνοῦχος εἰς τὴν κόρην καὶ πάλιν στέκει θαρρετὰ καὶ οὕτως τὴν συντυχαίνει: Ἐρωτονουθετήματα εὐνούχου πρὸς τὴν κόρην. “Πόνει τοὺς θλίβει ὁ Κρεμασμός, λυποῦ τοὺς φλέγει ὁ Πόθος, συμπόνει τοὺς ἐπίκρανεν ἡ Ἀγάπη ἀπὸ θυμοῦ της. Ἰδὲ καὶ νόησε τὰς γραφάς, μάθε διὰ τίναν ἔναι· οὐκ ἔνι διὰ καυχίτσαν σου, διὰ ’σὲν ἔνι, κυρά μου. Σκόπησε, δεσποτεία μου, τὸ ὄνειρον τὸ ἐφαντάσθης καὶ τὸ διὰ τίναν σὲ ἔλεγεν ἰδὲ καὶ πρόσεξέ το”.Πλὴν μετὰ τὴν ἀγανάκτησιν τὴν πολυαφηγημένην εὕρηκά την ἀγέρωχον, κ’ ἑξάμηνον ὑπάγω καὶ γράφουσιν τὰ χέριά μου πιττάκια καθημέραν· ἐκείνη γοῦν οὐ δέχεται κανὲν ἀπὸ τὰ γράφω καὶ ἰδού, ἐγκαλῶ σέ το, Ἔρως μου, σκόπησε τὸ σὲ λέγω. Εἰ μὲν ἐτόξευσες καὶ αὐτήν, ἂς ἐγνωρίσω τοῦτο, ἂς δέξεται πιττάκιν μου, γραφήν μου ἂς ἀναγνώσῃ, ἂς μάθῃ διὰ τὸν πόθον μου καὶ ἀντίσηκον ἂς γράψῃ· ἂν δὲ καὶ τὴν καρδίαν μου ἔποικες μόνην διὰ νὰ λυπᾶται καὶ ἐκείνην οὐκ ἐδόξευσες, μάθε ὅτι ἀδικεῖς με, καὶ τὴν ἀδιακρισίαν σου νὰ τὴν γεμίσω εἰς κόσμον”. Ἔγραψα πάλιν τὴν γραφήν, ἔδησά την καὶ ἐκείνην καὶ πάλιν εἰς τὸν ἡλιακὸν ἀπέτασα τῆς κόρης· ἐβγαίνει ὁ εὐνοῦχος παρευθύς, βλέπει, ἠγνώρισέν την, καὶ πάλιν λέγει ὅτι “Ηὕρηκα, βασίλισσα, πιττάκιν”, καὶ λέγει: “Ἂς τὸ ἴδω, Βέτανε”· δίδει το τὴν φουδούλαν, ἔλυσε μὲ τὰ χέριά της τοῦ πιττακίου τὸ δέμαν, στέκει καὶ ἀναγνώθει το καὶ λέγει τὸν εὐνοῦχον: “Δός με καὶ τὸ ἄλλον τὸ χαρτὶ τὸ εὗρες πρὸ τῆς ἄλλης”.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 374
Καὶ ἁπλῶς μετὰ ὥραν περισσὴν ἐξέβην καὶ ἡ φουδούλα, ὀμπρός της ὁ εὐνουχόπουλος καὶ ὀπίσω καυχίτσες δύο, καὶ ἐκαλοφωνίζασιν τραγούδιν ὡς δι’ ἐμέναν, καὶ ἄκουσε τὸ τραγούδημαν, φίλε μου, τὸ ἐλαλοῦσαν: Τῆς κόρης πρὸς τὸν ἄγουρον τραγούδημαν ἐκ πόθου. “Ἄγουρος ἐκ τὴν χώραν του διὰ πόθον ὡραιωμένης αἰχμάλωτος ἐξέβηκεν καὶ μυριοτυραννεῖται· θέλει ὁ στρατιώτης τὰ πονεῖ καὶ ἡ κόρη νὰ τὰ μάθῃ, καὶ πῶς τὸ εἰπεῖν οὐδὲν ἔχει καὶ σφάζει τον ὁ πόνος· στενοχωρεῖται δυνατά, πνίγεται ἐκ τῆς λύπης, καὶ ἀπὸ τὴν βίαν του τὴν πολλὴν τὸν Ἔρωταν τὸ λέγει”. Καὶ ἀφότου τὸ ἐτραγούδησαν μετὰ ὥραν αἱ φουδοῦλες, πάλιν εἰς τὸν κοιτώναν της ἐσέβηκεν ἀπέσω, ἐγὼ δὲ τὸν πύργον ἔβλεπα ὅπου ἦτον ἡ φουδούλα· μόλις ἐμετεκίνησα καὶ ἐσέβην εἰς τὴν τένταν, ἔπεσα εἰς τὸ κρεββάτιν μου ποθοερωτοδαρμένος, μόνος ὁ νοῦς μου νὰ σκοπῇ καὶ τοιαῦτα νὰ φροντίζῃ: Πάλιν Λιβίστρου θλιβεροῦ μελέτη μετὰ πόνου. “Πότε τὸ κάστρον νὰ διαβῶ καὶ νὰ ἀναβῶ τὸν πύργον; Πότε τῆς κόρης μήνυμα δέξωμαι πρόσχαρόν της;
Ἄκουσε τὸν εὐνοῦχον της ἡ κόρη καὶ ἀναστενάζει, τὰ δάκρυά της ἐπήδησαν, λόγους θλιμμένους εἶπεν: “Ὡσὰν τὸν οὐκ ἐτόξευσεν τὸ τόξον τῆς Ἀγάπης, ὡσὰν τὸν οὐκ ἐσίμωσεν ὁ κεραυνὸς τοῦ Πόθου· ἔζησε χρόνον ἔμνοστον καὶ ἀνώδυνας ἡμέρας. Καὶ οὐαὶ τὸν ἐκατετόξευσε τὸ τόξον τῆς Ἀγάπης καὶ τὸν ἐκατεφλόγισεν ὁ κεραυνὸς τοῦ Πόθου· τοὺς χρόνους ὅσους ἔζησεν ἦσαν μὲ τὴν ὀδύνην”. Καὶ ἀφότου τὸν ἐσύντυχεν ἡ κόρη ἐμετεστάθην καὶ ἀπέσω εἰς τὸν κοιτώναν της ἐσέβηκεν θλιμμένη, νά ’ναι πνιγμένη εἰς τὸν βυθὸν τοῦ πόθου τοῦ Λιβίστρου. Καὶ ὡς εἶδεν ὁ εὐνουχόπουλος τὴν κόρην λυπουμένην καὶ μετὰ πόνου ἐκίνησεν ὅπου εἶχεν τὸν κοιτώνα, τὸν ἄνθρωπόν μου ἐλάλησεν, λέγει: “Συγχαίρομαί σε, συνθλίβεται ἡ παράξενος τὸν πόθον τοῦ Λιβίστρου· καὶ ἰδού, ἄγωμε καὶ πρόσεξε, ἰδέ τον καὶ εἰπέ τον μὴ τὰς ἀφήσῃ τὰς γραφάς, μὲ χέριά του νὰ γράφῃ”. Παρέδραμεν τὸ διάστημα ἐκείνης τῆς ἡμέρας, εἶδα τὸν ἥλιον ὅτι ἔκλινεν, ἐσίμωσεν ἡ ἑσπέρα, τὸ φέγγος ἀνεντράνισα καὶ εἶδα ὅτι φέγγει, ἡ νύκτα ὑπεχώρησεν καὶ ἦλθεν ἡ ἡμέρα.Ἐβγάνει, δίδει την καὶ αὐτό, σμίγει τα καὶ τὰ δύο, ἕνα δεσμὸν τὰ ἐδέσμωσεν, ὡς ἔμαθον ὑστέρου, δίδει τα τὴν καυχίτσαν της, τοιαῦτα τὴν συντυχαίνει: Λόγοι συγκαταθέσεως τῆς κόρης λυπημένοι. “Ἀλίμονον τὸν ἄνθρωπον, τίς ἔνι οὐκ ἐγνωρίζω, πολλὰ ἔνι τὰ ἐκακοπάθησεν διὰ πόθον εἰς τὸν κόσμον, πολλὰς πικρίας ὑπέμεινεν δι’ ἀγάπην ἡ ψυχή του· ἔπαθε πόνους φοβεροὺς καὶ ἀνάγκας ὑπεστάθην καὶ τὸ διὰ τίναν τὰ πονεῖ φοβᾶται ὁμολογήσειν. Μὰ τὴν ἀλήθειαν, ἤθελα τίς ἔναι νὰ τὸν οἶδα καὶ διὰ τίναν τὰ πονεῖ καὶ νὰ τὸν ἐλυπούμην”. Ἔδραξεν, ηὗρεν ἀφορμὴν ὁ εὐνοῦχος εἰς τὴν κόρην καὶ πάλιν στέκει θαρρετὰ καὶ οὕτως τὴν συντυχαίνει: Ἐρωτονουθετήματα εὐνούχου πρὸς τὴν κόρην. “Πόνει τοὺς θλίβει ὁ Κρεμασμός, λυποῦ τοὺς φλέγει ὁ Πόθος, συμπόνει τοὺς ἐπίκρανεν ἡ Ἀγάπη ἀπὸ θυμοῦ της. Ἰδὲ καὶ νόησε τὰς γραφάς, μάθε διὰ τίναν ἔναι· οὐκ ἔνι διὰ καυχίτσαν σου, διὰ ’σὲν ἔνι, κυρά μου. Σκόπησε, δεσποτεία μου, τὸ ὄνειρον τὸ ἐφαντάσθης καὶ τὸ διὰ τίναν σὲ ἔλεγεν ἰδὲ καὶ πρόσεξέ το”.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 379
Πότε κρατήσω εἰς τὰ χέριά μου πιττάκιν ἐδικόν της; Πότε νὰ ἰδῶ κοιτώναν της, λόγον της πότε νὰ ἀκούσω; Πότε λαλήσῃ ‘Λίβιστρε’ τὸ στόμαν τῆς ὡραίας; Πότε πατήσω ἐνήδονα τῆς κόρης τὸν κοιτώνα; Πότε κρατήσω χέριν της καὶ χείλη της φιλήσω καὶ γεμισθῇ γλυκύτηταν τὸ στόμα μου ἀπ’ ἐκείνην; Πότε τὸν κρυσταλλόσαρκον τράχηλον τῆς ὡραίας περιπλακῶ ὡς ἐπεθυμῶ, μυριοκαταφιλήσω;
Καὶ ἁπλῶς μετὰ ὥραν περισσὴν ἐξέβην καὶ ἡ φουδούλα, ὀμπρός της ὁ εὐνουχόπουλος καὶ ὀπίσω καυχίτσες δύο, καὶ ἐκαλοφωνίζασιν τραγούδιν ὡς δι’ ἐμέναν, καὶ ἄκουσε τὸ τραγούδημαν, φίλε μου, τὸ ἐλαλοῦσαν: Τῆς κόρης πρὸς τὸν ἄγουρον τραγούδημαν ἐκ πόθου. “Ἄγουρος ἐκ τὴν χώραν του διὰ πόθον ὡραιωμένης αἰχμάλωτος ἐξέβηκεν καὶ μυριοτυραννεῖται· θέλει ὁ στρατιώτης τὰ πονεῖ καὶ ἡ κόρη νὰ τὰ μάθῃ, καὶ πῶς τὸ εἰπεῖν οὐδὲν ἔχει καὶ σφάζει τον ὁ πόνος· στενοχωρεῖται δυνατά, πνίγεται ἐκ τῆς λύπης, καὶ ἀπὸ τὴν βίαν του τὴν πολλὴν τὸν Ἔρωταν τὸ λέγει”. Καὶ ἀφότου τὸ ἐτραγούδησαν μετὰ ὥραν αἱ φουδοῦλες, πάλιν εἰς τὸν κοιτώναν της ἐσέβηκεν ἀπέσω, ἐγὼ δὲ τὸν πύργον ἔβλεπα ὅπου ἦτον ἡ φουδούλα· μόλις ἐμετεκίνησα καὶ ἐσέβην εἰς τὴν τένταν, ἔπεσα εἰς τὸ κρεββάτιν μου ποθοερωτοδαρμένος, μόνος ὁ νοῦς μου νὰ σκοπῇ καὶ τοιαῦτα νὰ φροντίζῃ: Πάλιν Λιβίστρου θλιβεροῦ μελέτη μετὰ πόνου. “Πότε τὸ κάστρον νὰ διαβῶ καὶ νὰ ἀναβῶ τὸν πύργον; Πότε τῆς κόρης μήνυμα δέξωμαι πρόσχαρόν της;Ἄκουσε τὸν εὐνοῦχον της ἡ κόρη καὶ ἀναστενάζει, τὰ δάκρυά της ἐπήδησαν, λόγους θλιμμένους εἶπεν: “Ὡσὰν τὸν οὐκ ἐτόξευσεν τὸ τόξον τῆς Ἀγάπης, ὡσὰν τὸν οὐκ ἐσίμωσεν ὁ κεραυνὸς τοῦ Πόθου· ἔζησε χρόνον ἔμνοστον καὶ ἀνώδυνας ἡμέρας. Καὶ οὐαὶ τὸν ἐκατετόξευσε τὸ τόξον τῆς Ἀγάπης καὶ τὸν ἐκατεφλόγισεν ὁ κεραυνὸς τοῦ Πόθου· τοὺς χρόνους ὅσους ἔζησεν ἦσαν μὲ τὴν ὀδύνην”. Καὶ ἀφότου τὸν ἐσύντυχεν ἡ κόρη ἐμετεστάθην καὶ ἀπέσω εἰς τὸν κοιτώναν της ἐσέβηκεν θλιμμένη, νά ’ναι πνιγμένη εἰς τὸν βυθὸν τοῦ πόθου τοῦ Λιβίστρου. Καὶ ὡς εἶδεν ὁ εὐνουχόπουλος τὴν κόρην λυπουμένην καὶ μετὰ πόνου ἐκίνησεν ὅπου εἶχεν τὸν κοιτώνα, τὸν ἄνθρωπόν μου ἐλάλησεν, λέγει: “Συγχαίρομαί σε, συνθλίβεται ἡ παράξενος τὸν πόθον τοῦ Λιβίστρου· καὶ ἰδού, ἄγωμε καὶ πρόσεξε, ἰδέ τον καὶ εἰπέ τον μὴ τὰς ἀφήσῃ τὰς γραφάς, μὲ χέριά του νὰ γράφῃ”. Παρέδραμεν τὸ διάστημα ἐκείνης τῆς ἡμέρας, εἶδα τὸν ἥλιον ὅτι ἔκλινεν, ἐσίμωσεν ἡ ἑσπέρα, τὸ φέγγος ἀνεντράνισα καὶ εἶδα ὅτι φέγγει, ἡ νύκτα ὑπεχώρησεν καὶ ἦλθεν ἡ ἡμέρα.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 385
Καὶ πότε εἰς τὸ ὅλον σῶμαν της τὰ χέριά μου ἁπλώσουν, ποθοχοροβατήσουν την, ὁλοαρμοψηλαφήσουν, καὶ ἐπιχαρῶ τὸ ἐπιθυμῶ, κερδήσω το τὸ θέλω, βέβαιον νὰ γένηται, καὶ πότε νὰ τὸ εὐτυχήσω καὶ νὰ ἀπέβγω τὰ δύσκολα τὰ πάσχω καθεκάστην;” Καὶ μὲ τὰς ποθομέριμνας τὰς τίτοιας καὶ τὰς τόσας ἀπὸ τὸ κάστρον ἔφθασεν ἐκεῖνος ὁ ἰδικός μου, ἐμπαίνει εἰς τὸν κοιτώναν μου καὶ λέγει με: “Κοιμᾶσαι;” Λέγω τον: “Ὄχι”, δράσσω τον, πάλιν καταφιλῶ τον· ἐβγάνει ἀπὸ τὸν κόλπον του καὶ δίδει με πιττάκιν τὸ ἔγραψεν ὁ εὐνουχόπουλος ἐκεῖνος καὶ ἔστειλέν με, καὶ ἄκουσε τί εἶχεν ἡ γραφή, φίλε μου, τοῦ εὐνούχου: “Δοῦλος σου ἀνεγνώριστος, ξένος ἀλλ’ ἐδικός σου, τὸν ἀκομὴ οὐκ ἐγνώρισες, οὐδὲ συνέτυχές τον, γραφὴν πιττάκιν πέμπω σε, Λίβιστρε γῆς τοπάρχα, νὰ μάθῃς τέως ἐκ τὴν γραφὴν ὅτι δουλώνομαί σε· καὶ μὴ διὰ τὸ ἀνεγνώριστον τὸ ἐμὸν ὡς πρὸς ἐσέναν ἡγήσεσαί το σοβαρὸν καὶ ἀπαιδεψίαν τὸ κρίνεις, ἀλλὰ τὸ σπλάγχνον τὸ ἀπὸ ἐμὲν ἐννοιάστην πρὸς ἐσέναν, καὶ διάκρινε τὴν δούλωσιν τὴν σὲ κατεδουλώθην.
Πότε κρατήσω εἰς τὰ χέριά μου πιττάκιν ἐδικόν της; Πότε νὰ ἰδῶ κοιτώναν της, λόγον της πότε νὰ ἀκούσω; Πότε λαλήσῃ ‘Λίβιστρε’ τὸ στόμαν τῆς ὡραίας; Πότε πατήσω ἐνήδονα τῆς κόρης τὸν κοιτώνα; Πότε κρατήσω χέριν της καὶ χείλη της φιλήσω καὶ γεμισθῇ γλυκύτηταν τὸ στόμα μου ἀπ’ ἐκείνην; Πότε τὸν κρυσταλλόσαρκον τράχηλον τῆς ὡραίας περιπλακῶ ὡς ἐπεθυμῶ, μυριοκαταφιλήσω;Καὶ ἁπλῶς μετὰ ὥραν περισσὴν ἐξέβην καὶ ἡ φουδούλα, ὀμπρός της ὁ εὐνουχόπουλος καὶ ὀπίσω καυχίτσες δύο, καὶ ἐκαλοφωνίζασιν τραγούδιν ὡς δι’ ἐμέναν, καὶ ἄκουσε τὸ τραγούδημαν, φίλε μου, τὸ ἐλαλοῦσαν: Τῆς κόρης πρὸς τὸν ἄγουρον τραγούδημαν ἐκ πόθου. “Ἄγουρος ἐκ τὴν χώραν του διὰ πόθον ὡραιωμένης αἰχμάλωτος ἐξέβηκεν καὶ μυριοτυραννεῖται· θέλει ὁ στρατιώτης τὰ πονεῖ καὶ ἡ κόρη νὰ τὰ μάθῃ, καὶ πῶς τὸ εἰπεῖν οὐδὲν ἔχει καὶ σφάζει τον ὁ πόνος· στενοχωρεῖται δυνατά, πνίγεται ἐκ τῆς λύπης, καὶ ἀπὸ τὴν βίαν του τὴν πολλὴν τὸν Ἔρωταν τὸ λέγει”. Καὶ ἀφότου τὸ ἐτραγούδησαν μετὰ ὥραν αἱ φουδοῦλες, πάλιν εἰς τὸν κοιτώναν της ἐσέβηκεν ἀπέσω, ἐγὼ δὲ τὸν πύργον ἔβλεπα ὅπου ἦτον ἡ φουδούλα· μόλις ἐμετεκίνησα καὶ ἐσέβην εἰς τὴν τένταν, ἔπεσα εἰς τὸ κρεββάτιν μου ποθοερωτοδαρμένος, μόνος ὁ νοῦς μου νὰ σκοπῇ καὶ τοιαῦτα νὰ φροντίζῃ: Πάλιν Λιβίστρου θλιβεροῦ μελέτη μετὰ πόνου. “Πότε τὸ κάστρον νὰ διαβῶ καὶ νὰ ἀναβῶ τὸν πύργον; Πότε τῆς κόρης μήνυμα δέξωμαι πρόσχαρόν της;
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 386
Καὶ μάθε, διὰ τὸν πόθον σου ἡ κόρη ἀναστενάζει καὶ ἀγάπην σου ἐπαρέλαβεν καὶ πάσχει εἰς τὸ λυπεῖσαι, πλὴν αἱ φοδοῦλες ἔχουν το ἵνα κενοδοξοῦσιν· ἀλλὰ ἂν οὐ συγκλίνεται μὴ τὸ ἔχῃς ὅτι οὐ ποθεῖ σε, ἔχει το τὸ κενόδοξον τῆς ἡλιογεννημένης. Καὶ γράφε, γράφε, Λίβιστρε, γράφε, μηδὲν ὀκνήσῃς· κρατεῖ γὰρ τὰ πιττάκια, μάθε, τὰ πρωτινά σου, κρατεῖ καὶ ἀναγινώσκει τα, βλέπει τα κατὰ λόγον, τὴν δίχρονόν σου κάκωσιν ἀνιστορεῖ ἡ ψυχή της”. Ἀνέγνωσά την τὴν γραφήν, ὡσὰν ἐπαρηγορήθην, τὸν ἄνθρωπόν μου ἐλάλησα πάλε νὰ μὲ συντύχῃ τὸ πῶς ἐκατευόδωσε τοῦ εὐνούχου τὴν φιλίαν· καὶ εἶπε με: “Τώρα σώπασε, σπουδάζω νὰ ὑπαγαίνω, καὶ παρεμπρὸς νὰ σὲ τὸ πῶ τώρα μὴ μὲ ἀναγκάσῃς· πλὴν τώρα γράψε ἀντιγραφὴν καὶ σὺ πρὸς τὸν εὐνοῦχον”. Ἐκάθισα καὶ ἀντιπίττακον ἔγραψα πρὸς ἐκεῖνον, (1699a) καὶ ἄκουσε τὸ ἀντιπίττακον τοὺς λόγους ὅπερ εἶχεν: (1699b) Ἄλλην γραφὴν ἀντίσηκον πέμπει πρὸς τὸν εὐνοῦχον.
Καὶ πότε εἰς τὸ ὅλον σῶμαν της τὰ χέριά μου ἁπλώσουν, ποθοχοροβατήσουν την, ὁλοαρμοψηλαφήσουν, καὶ ἐπιχαρῶ τὸ ἐπιθυμῶ, κερδήσω το τὸ θέλω, βέβαιον νὰ γένηται, καὶ πότε νὰ τὸ εὐτυχήσω καὶ νὰ ἀπέβγω τὰ δύσκολα τὰ πάσχω καθεκάστην;” Καὶ μὲ τὰς ποθομέριμνας τὰς τίτοιας καὶ τὰς τόσας ἀπὸ τὸ κάστρον ἔφθασεν ἐκεῖνος ὁ ἰδικός μου, ἐμπαίνει εἰς τὸν κοιτώναν μου καὶ λέγει με: “Κοιμᾶσαι;” Λέγω τον: “Ὄχι”, δράσσω τον, πάλιν καταφιλῶ τον· ἐβγάνει ἀπὸ τὸν κόλπον του καὶ δίδει με πιττάκιν τὸ ἔγραψεν ὁ εὐνουχόπουλος ἐκεῖνος καὶ ἔστειλέν με, καὶ ἄκουσε τί εἶχεν ἡ γραφή, φίλε μου, τοῦ εὐνούχου: “Δοῦλος σου ἀνεγνώριστος, ξένος ἀλλ’ ἐδικός σου, τὸν ἀκομὴ οὐκ ἐγνώρισες, οὐδὲ συνέτυχές τον, γραφὴν πιττάκιν πέμπω σε, Λίβιστρε γῆς τοπάρχα, νὰ μάθῃς τέως ἐκ τὴν γραφὴν ὅτι δουλώνομαί σε· καὶ μὴ διὰ τὸ ἀνεγνώριστον τὸ ἐμὸν ὡς πρὸς ἐσέναν ἡγήσεσαί το σοβαρὸν καὶ ἀπαιδεψίαν τὸ κρίνεις, ἀλλὰ τὸ σπλάγχνον τὸ ἀπὸ ἐμὲν ἐννοιάστην πρὸς ἐσέναν, καὶ διάκρινε τὴν δούλωσιν τὴν σὲ κατεδουλώθην.Πότε κρατήσω εἰς τὰ χέριά μου πιττάκιν ἐδικόν της; Πότε νὰ ἰδῶ κοιτώναν της, λόγον της πότε νὰ ἀκούσω; Πότε λαλήσῃ ‘Λίβιστρε’ τὸ στόμαν τῆς ὡραίας; Πότε πατήσω ἐνήδονα τῆς κόρης τὸν κοιτώνα; Πότε κρατήσω χέριν της καὶ χείλη της φιλήσω καὶ γεμισθῇ γλυκύτηταν τὸ στόμα μου ἀπ’ ἐκείνην; Πότε τὸν κρυσταλλόσαρκον τράχηλον τῆς ὡραίας περιπλακῶ ὡς ἐπεθυμῶ, μυριοκαταφιλήσω;
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 39
“Βλέπεις το τοῦτο τὸ πουλίν”, λέγει με, “τὸ τρυγόνιν; Πάντως εἰς ὄρος πέτεται καὶ εἰς ἀέραν τρέχει, καὶ ἂν φονευθῇ τὸ ταίριν του καὶ λείψῃ ἀπὲ τὸν κόσμον, ποτὲ εἰς δένδρον οὐ κάθεται νὰ ἔχῃ χλωρὰ τὰ φύλλα, ποτὲ νερὸν καθάριον ἀπὸ πηγὴν οὐδὲν πίνει· πάντοτε εἰς πέτραν κάθεται, θρηνεῖ καὶ οὐκ ὑπομένει, τὴν στέρησίν του ἀνιστορεῖ καὶ πνίγει τὸν ἐνιαυτόν του. Καὶ μὴ θαυμάσῃς τὸ πουλὶν τὸ ’στάνεται καὶ βλέπει, ἀλλὰ ἰδὲς καὶ θαύμασε τὸ δένδρον τὸ φοινίκιν, πῶς ἂν οὐκ ἔχει ἀρσενικὸν τὸ θηλυκὸν φοινίκιν, ποτὲ οὐ καρπεύει εἰς τὴν γῆν, πάντα θλιμμένον στέκει. Ἄφες αὐτὸ καὶ θαύμασε τὸν λίθον τὸν μαγνήτην, πῶς ἕλκει ἀπὸ τοῦ πόθου του τὴν φύσιν τοῦ σιδήρου. Θαύμασε καὶ τὴν σμέριναν πάλε τὴν θαλασσίαν, πῶς ἀπὸ κάτω ἐκ τὸν βυθὸν διὰ πόθον ἀνεβαίνει καὶ μὲ τὸν ὄφιν σμίγεται διὰ ἐρωτικὴν ἀγάπην. Ξένισε καὶ τὸν ποταμὸν τὸν λέγουσιν Ἀλφεῖον, πῶς τὸ θαλασσοπέλαγος τὸ τόσον παρατρέχει καὶ πρὸς τὴν λίμνην ἔρχεται τὴν εἰς τὴν Σικελίαν.
Εἶδα καὶ ἐξενίστην το καὶ μέριμνα μ’ ἐσέβην, συνελυπήθην τὸ πουλὶν καὶ ἀπὸ τοὺς ἐδικούς μου ἕναν μου ἐρώτουν συγγενήν, τὸ τί εἶχεν καὶ ἐφονεύθην· καὶ ἐκεῖνος, ἐκ τοῦ πράγματος ὡς ἔμαθα, ἐψηλάφα πάντα ἀφορμὴ τοῦ νὰ μὲ εἰπῇ τοῦ ἔρωτος τὰς ὀδύνας καὶ τὰ ἐρωτογλυκόπικρα τοῦ πόθου νὰ μὲ μάθῃ. Καὶ ἅμα τὸν ἐρώτησα, σύντομα μὲ ἀπεκρίθην: Τὸν Λίβιστρον ὁ συγγενὴς ἤρξατο νὰ διδάσκῃ τοῦ ἔρωτος τὰς συμφορὰς καὶ τοὺς παραδαρμούς του. “Μάθε, τοπάρχα Λίβιστρε χώρας ἐμῆς καὶ τόπου, ἂν κάτσω καὶ διδάξω σε διὰ τὸ πουλὶν τὸ βλέπεις, τὸν νοῦν σου τὸν ἀμέριμνον μέριμνα νὰ δουλώσῃ καὶ τοῦ ἔρωτος τὴν δύναμιν νὰ μυριομεγαλύνῃς”. Καὶ παρευθὺς εἰς τὸ πλευρὸν τὸν συγγενή μου ἐπῆρα, διὰ τὸ πουλὶν τὸν ἐρωτῶ, τὸ ἐρωτικὸν τρυγόνιν, καὶ τίς ἔναι ἡ πολύφοβος ἐρωτοδυναστεία. Καὶ ἐκεῖνος ἐπεχείρησε τοῦ νὰ μὲ ἀναδιδάξῃ τοῦ ἔρωτος τὰ μυστήρια καὶ τὰ δεσμὰ τοῦ πόθου, τῆς ἀσχολήσεως τὰ πικρὰ καὶ τῆς ποθομανίας: Ὁ Λίβιστρος μανθάνει τα παρὰ τοῦ συγγενοῦ του τὰ ἐρωτικὰ μυστήρια, τὰς ἡδονὰς τοῦ πόθου.Καὶ μία ἡμέρα δόχνει με νὰ ἐβγῶ νὰ κυνηγήσω μὲ τοὺς ἐμοὺς τοὺς συγγενεῖς καὶ μὲ τοὺς ἐδικούς μου· ἐξέβηκα εἰς παράπλαγα καὶ εἰς ὀρεινὸν βουνίτσιν, ἀνεψηλάφουν πούπετε περδίκιν νὰ ἐπιτύχω, νὰ λύσω τὸ γεράκιν μου, νὰ ἴδω ἂν ὑπαγαίνῃ. Ἐκείνην ἐπαράτρεχα τὴν ὅλην τὴν ἡμέραν εἰς κάμπους, εἰς παράπλαγα, εἰς ὀρεινοβουνία, νὰ μὴ ἐπιτύχω πούπετε νὰ λύσω τὸ γεράκιν. Καὶ ἁπλῶς ἀργὰ τὸ δειλινόν, τὸ πλήρωμαν ἡμέρας, εἰς δένδρου κλῶνον ηὕρηκα πουλία τρυγόνια δύο ἐντάμα νὰ καθέζουνται καὶ νὰ καταφιλοῦνται· καὶ δένω τὸ γεράκιν μου καὶ ἐβγάνω τὸ δοξάριν, γεμίζω το καὶ ἐδόξευσα ἕνα ἀπὸ τὰ δύο. Καὶ εἶδα μυστήριον φοβερὸν εἰς τὰ τρυγονοπούλια· ἅμα τὸ πέσειν εἰς τὴν γῆν ἐκεῖνο τὸ ἐφονεύθην, τὸ ἄλλον εἰς ὕψος ἔδωκεν, ἀνέβην εἰς τὰ νέφη, χαμνίζει ἀπέκει τὸ πτερὸν ἐκ τὸ ὕψος τὸ τοσοῦτον καὶ πίπτει εἰς τὸ ταίριν του καὶ ἐκεῖνον φονευμένον.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 390
“Φίλε τὸν οὐκ ἐγνώρισα, δοῦλε μου τὸν οὐκ οἶδα, τὴν δούλωσίν σου εὐχαριστῶ, μυριοξενίζομαί την, πῶς ἄνθρωπον ἀγνώριστον τὸν οὐκ ἐσυνεκάτσες ὑπεδουλώθης εἰς αὐτὸν καὶ τόσα ἐπόθησές τον· καὶ ἐκ τούτου τῆς παιδεύσεως τὸ ἀκέραιον ἐγνωρίζω καὶ τὸ εἰς ἐμέ σου εὐδιάκριτον καὶ τὸ εὐυπόληπτόν σου. Καὶ ἐπεὶ οὐδὲν μὲ ἠγνώριζες καὶ τὴν φιλίαν μου θέλεις καὶ τῆς δουλώσεως τὸν δεσμὸν θέλεις τὸν ἰδικόν μου, ἐλπίζω ἂν φθάσῃς τὴν ἐμὴν φιλίαν νὰ ἐγνωρίσῃς, ἀδιάσπαστός μου νὰ γενῇς τῆς ζωῆς σου τὰς ἡμέρας”. Δίδω τον, φίλε, τὴν γραφὴν καὶ ἀφήνει με καὶ μισσεύει, καὶ πάλιν ἐσκόπουν μόνος μου καὶ ὁ νοῦς μου ἐτριοκοπᾶτον τὸ τί νὰ γράψω εἰς τὴν γραφὴν τῆς ἡλιογεννημένης, καὶ ἄκουσε τί τὴν ἔγραψα, φίλε μου, τὴν Ροδάμνην: Ἕτερον ἀντιπίττακον Λιβίστρου πρὸς τὴν κόρην.
Καὶ μάθε, διὰ τὸν πόθον σου ἡ κόρη ἀναστενάζει καὶ ἀγάπην σου ἐπαρέλαβεν καὶ πάσχει εἰς τὸ λυπεῖσαι, πλὴν αἱ φοδοῦλες ἔχουν το ἵνα κενοδοξοῦσιν· ἀλλὰ ἂν οὐ συγκλίνεται μὴ τὸ ἔχῃς ὅτι οὐ ποθεῖ σε, ἔχει το τὸ κενόδοξον τῆς ἡλιογεννημένης. Καὶ γράφε, γράφε, Λίβιστρε, γράφε, μηδὲν ὀκνήσῃς· κρατεῖ γὰρ τὰ πιττάκια, μάθε, τὰ πρωτινά σου, κρατεῖ καὶ ἀναγινώσκει τα, βλέπει τα κατὰ λόγον, τὴν δίχρονόν σου κάκωσιν ἀνιστορεῖ ἡ ψυχή της”. Ἀνέγνωσά την τὴν γραφήν, ὡσὰν ἐπαρηγορήθην, τὸν ἄνθρωπόν μου ἐλάλησα πάλε νὰ μὲ συντύχῃ τὸ πῶς ἐκατευόδωσε τοῦ εὐνούχου τὴν φιλίαν· καὶ εἶπε με: “Τώρα σώπασε, σπουδάζω νὰ ὑπαγαίνω, καὶ παρεμπρὸς νὰ σὲ τὸ πῶ τώρα μὴ μὲ ἀναγκάσῃς· πλὴν τώρα γράψε ἀντιγραφὴν καὶ σὺ πρὸς τὸν εὐνοῦχον”. Ἐκάθισα καὶ ἀντιπίττακον ἔγραψα πρὸς ἐκεῖνον, (1699a) καὶ ἄκουσε τὸ ἀντιπίττακον τοὺς λόγους ὅπερ εἶχεν: (1699b) Ἄλλην γραφὴν ἀντίσηκον πέμπει πρὸς τὸν εὐνοῦχον.Καὶ πότε εἰς τὸ ὅλον σῶμαν της τὰ χέριά μου ἁπλώσουν, ποθοχοροβατήσουν την, ὁλοαρμοψηλαφήσουν, καὶ ἐπιχαρῶ τὸ ἐπιθυμῶ, κερδήσω το τὸ θέλω, βέβαιον νὰ γένηται, καὶ πότε νὰ τὸ εὐτυχήσω καὶ νὰ ἀπέβγω τὰ δύσκολα τὰ πάσχω καθεκάστην;” Καὶ μὲ τὰς ποθομέριμνας τὰς τίτοιας καὶ τὰς τόσας ἀπὸ τὸ κάστρον ἔφθασεν ἐκεῖνος ὁ ἰδικός μου, ἐμπαίνει εἰς τὸν κοιτώναν μου καὶ λέγει με: “Κοιμᾶσαι;” Λέγω τον: “Ὄχι”, δράσσω τον, πάλιν καταφιλῶ τον· ἐβγάνει ἀπὸ τὸν κόλπον του καὶ δίδει με πιττάκιν τὸ ἔγραψεν ὁ εὐνουχόπουλος ἐκεῖνος καὶ ἔστειλέν με, καὶ ἄκουσε τί εἶχεν ἡ γραφή, φίλε μου, τοῦ εὐνούχου: “Δοῦλος σου ἀνεγνώριστος, ξένος ἀλλ’ ἐδικός σου, τὸν ἀκομὴ οὐκ ἐγνώρισες, οὐδὲ συνέτυχές τον, γραφὴν πιττάκιν πέμπω σε, Λίβιστρε γῆς τοπάρχα, νὰ μάθῃς τέως ἐκ τὴν γραφὴν ὅτι δουλώνομαί σε· καὶ μὴ διὰ τὸ ἀνεγνώριστον τὸ ἐμὸν ὡς πρὸς ἐσέναν ἡγήσεσαί το σοβαρὸν καὶ ἀπαιδεψίαν τὸ κρίνεις, ἀλλὰ τὸ σπλάγχνον τὸ ἀπὸ ἐμὲν ἐννοιάστην πρὸς ἐσέναν, καὶ διάκρινε τὴν δούλωσιν τὴν σὲ κατεδουλώθην.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 393
“Παρηγορία μου τῆς ψυχῆς, ἐγκάρδιόν μου ἐρωτίδιν, ἀνάπλοκέ μου κρεμασμὲ καὶ ἐνήδονε τοῦ πόθου, μάθε τα τὰ πικραίνομαι, γνώρισε τὰ λυποῦμαι, ἐλέησόν με εἰς τὰ θλίβομαι, παρηγορήθησέ με, ρίψε το τὸ κενόδοξον, ἄφες τὸ ἐπηρμένον, ἰδὲ τὰ θανατώνομαι καὶ πόνεσε εἰς ἐμέναν· πνίγομαι ἀπέσω εἰς τὸν βυθὸν τοῦ πόθου τοῦ ἰδικοῦ σου, κῦμα μὲ δέρνει φοβερὸν τῆς ἀποχωρισίας, πετᾷ με κάτω εἰς τὴν ἄβυσσον τῆς ποθοανελπισίας. Κάθισε καὶ ἀνεστόρησε τὸ τί ἐποινηλατήθην, πόσας πικρίας ὑπέμεινα καὶ ἀνάγκας ὑπεστάθην τοῦτον τὸ δίχρονον διὰ ἐσὲν καὶ τὴν ἀσχόλησίν σου· καὶ ἂν εἶσαι Ἀγάπης γέννημα καὶ παίδευσις Χαρίτων, ἂν εἶσαι Πόθου ἀνατροφὴ καὶ τῆς Αἰσθήσεως πρᾶγμα, συνθλίβησε εἰς τὰ θλίβομαι, συμπόνεσε εἰς τὰ πάσχω, τὰ χέριά σου ἂς κρατήσωσιν πιττάκιν ἰδικόν μου, ἀνάγνωσέ το ἀπὸ ψυχῆς καὶ ἀντίσηκον μὲ γράψε, ἂς δέξωμαι πιττάκιν σου καὶ ἂς ἴδω γράμματά σου, καὶ τὸ μὲ πνίγει τίποτε ἂς τὸ περιανασάνω.
“Φίλε τὸν οὐκ ἐγνώρισα, δοῦλε μου τὸν οὐκ οἶδα, τὴν δούλωσίν σου εὐχαριστῶ, μυριοξενίζομαί την, πῶς ἄνθρωπον ἀγνώριστον τὸν οὐκ ἐσυνεκάτσες ὑπεδουλώθης εἰς αὐτὸν καὶ τόσα ἐπόθησές τον· καὶ ἐκ τούτου τῆς παιδεύσεως τὸ ἀκέραιον ἐγνωρίζω καὶ τὸ εἰς ἐμέ σου εὐδιάκριτον καὶ τὸ εὐυπόληπτόν σου. Καὶ ἐπεὶ οὐδὲν μὲ ἠγνώριζες καὶ τὴν φιλίαν μου θέλεις καὶ τῆς δουλώσεως τὸν δεσμὸν θέλεις τὸν ἰδικόν μου, ἐλπίζω ἂν φθάσῃς τὴν ἐμὴν φιλίαν νὰ ἐγνωρίσῃς, ἀδιάσπαστός μου νὰ γενῇς τῆς ζωῆς σου τὰς ἡμέρας”. Δίδω τον, φίλε, τὴν γραφὴν καὶ ἀφήνει με καὶ μισσεύει, καὶ πάλιν ἐσκόπουν μόνος μου καὶ ὁ νοῦς μου ἐτριοκοπᾶτον τὸ τί νὰ γράψω εἰς τὴν γραφὴν τῆς ἡλιογεννημένης, καὶ ἄκουσε τί τὴν ἔγραψα, φίλε μου, τὴν Ροδάμνην: Ἕτερον ἀντιπίττακον Λιβίστρου πρὸς τὴν κόρην.Καὶ μάθε, διὰ τὸν πόθον σου ἡ κόρη ἀναστενάζει καὶ ἀγάπην σου ἐπαρέλαβεν καὶ πάσχει εἰς τὸ λυπεῖσαι, πλὴν αἱ φοδοῦλες ἔχουν το ἵνα κενοδοξοῦσιν· ἀλλὰ ἂν οὐ συγκλίνεται μὴ τὸ ἔχῃς ὅτι οὐ ποθεῖ σε, ἔχει το τὸ κενόδοξον τῆς ἡλιογεννημένης. Καὶ γράφε, γράφε, Λίβιστρε, γράφε, μηδὲν ὀκνήσῃς· κρατεῖ γὰρ τὰ πιττάκια, μάθε, τὰ πρωτινά σου, κρατεῖ καὶ ἀναγινώσκει τα, βλέπει τα κατὰ λόγον, τὴν δίχρονόν σου κάκωσιν ἀνιστορεῖ ἡ ψυχή της”. Ἀνέγνωσά την τὴν γραφήν, ὡσὰν ἐπαρηγορήθην, τὸν ἄνθρωπόν μου ἐλάλησα πάλε νὰ μὲ συντύχῃ τὸ πῶς ἐκατευόδωσε τοῦ εὐνούχου τὴν φιλίαν· καὶ εἶπε με: “Τώρα σώπασε, σπουδάζω νὰ ὑπαγαίνω, καὶ παρεμπρὸς νὰ σὲ τὸ πῶ τώρα μὴ μὲ ἀναγκάσῃς· πλὴν τώρα γράψε ἀντιγραφὴν καὶ σὺ πρὸς τὸν εὐνοῦχον”. Ἐκάθισα καὶ ἀντιπίττακον ἔγραψα πρὸς ἐκεῖνον, (1699a) καὶ ἄκουσε τὸ ἀντιπίττακον τοὺς λόγους ὅπερ εἶχεν: (1699b) Ἄλλην γραφὴν ἀντίσηκον πέμπει πρὸς τὸν εὐνοῦχον.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 395
Πολλὰ ἐκακώθην ὀδιὰ ’σέν, καρδία μου, πίστεψέ με, γέμει ἡ καρδία μου συμφορὰς γομάρια φορτωμένα, βουνὶν ἀκατατήρητον βαστάζει τὰς ὀδύνας· καὶ ἂν ἀκομὴ οὐ μετασταθῇς ἐκ τὸ ἀγέρωχόν σου ἤδη ἀπεδὰ φονεύομαι καὶ εἰς ἅδην ὑπαγαίνω”. Ἤκουσες, φίλε μου, γραφήν, μάθε καὶ πάλιν ἄλλην: Ἄλλη γραφὴ ἐπώδυνος Λιβίστρου πρὸς τὴν κόρην. “Λέγουν εἰς πέτρα ἂν σταλαγμὸς συχνάσῃ νὰ σταλάζῃ, κἂν οἷος ἔνι ὁ σταλαγμὸς καὶ οἷον τὸ λιθάριν, τὸ κατολίγον ὀλιγὸν τρυπᾶ το τὸ λιθάριν ἐκ τοῦ νεροῦ τὸν σταλαγμὸν τὸν ἔχει ἀπαραιτήτως· καὶ εἶχα τοῦτο φοβερὸν καὶ πάντα ἐθαύμαζά το πῶς τὸ λιθάριν δύναται ὁ σταλαγμὸς τρυπήσειν.
“Παρηγορία μου τῆς ψυχῆς, ἐγκάρδιόν μου ἐρωτίδιν, ἀνάπλοκέ μου κρεμασμὲ καὶ ἐνήδονε τοῦ πόθου, μάθε τα τὰ πικραίνομαι, γνώρισε τὰ λυποῦμαι, ἐλέησόν με εἰς τὰ θλίβομαι, παρηγορήθησέ με, ρίψε το τὸ κενόδοξον, ἄφες τὸ ἐπηρμένον, ἰδὲ τὰ θανατώνομαι καὶ πόνεσε εἰς ἐμέναν· πνίγομαι ἀπέσω εἰς τὸν βυθὸν τοῦ πόθου τοῦ ἰδικοῦ σου, κῦμα μὲ δέρνει φοβερὸν τῆς ἀποχωρισίας, πετᾷ με κάτω εἰς τὴν ἄβυσσον τῆς ποθοανελπισίας. Κάθισε καὶ ἀνεστόρησε τὸ τί ἐποινηλατήθην, πόσας πικρίας ὑπέμεινα καὶ ἀνάγκας ὑπεστάθην τοῦτον τὸ δίχρονον διὰ ἐσὲν καὶ τὴν ἀσχόλησίν σου· καὶ ἂν εἶσαι Ἀγάπης γέννημα καὶ παίδευσις Χαρίτων, ἂν εἶσαι Πόθου ἀνατροφὴ καὶ τῆς Αἰσθήσεως πρᾶγμα, συνθλίβησε εἰς τὰ θλίβομαι, συμπόνεσε εἰς τὰ πάσχω, τὰ χέριά σου ἂς κρατήσωσιν πιττάκιν ἰδικόν μου, ἀνάγνωσέ το ἀπὸ ψυχῆς καὶ ἀντίσηκον μὲ γράψε, ἂς δέξωμαι πιττάκιν σου καὶ ἂς ἴδω γράμματά σου, καὶ τὸ μὲ πνίγει τίποτε ἂς τὸ περιανασάνω.“Φίλε τὸν οὐκ ἐγνώρισα, δοῦλε μου τὸν οὐκ οἶδα, τὴν δούλωσίν σου εὐχαριστῶ, μυριοξενίζομαί την, πῶς ἄνθρωπον ἀγνώριστον τὸν οὐκ ἐσυνεκάτσες ὑπεδουλώθης εἰς αὐτὸν καὶ τόσα ἐπόθησές τον· καὶ ἐκ τούτου τῆς παιδεύσεως τὸ ἀκέραιον ἐγνωρίζω καὶ τὸ εἰς ἐμέ σου εὐδιάκριτον καὶ τὸ εὐυπόληπτόν σου. Καὶ ἐπεὶ οὐδὲν μὲ ἠγνώριζες καὶ τὴν φιλίαν μου θέλεις καὶ τῆς δουλώσεως τὸν δεσμὸν θέλεις τὸν ἰδικόν μου, ἐλπίζω ἂν φθάσῃς τὴν ἐμὴν φιλίαν νὰ ἐγνωρίσῃς, ἀδιάσπαστός μου νὰ γενῇς τῆς ζωῆς σου τὰς ἡμέρας”. Δίδω τον, φίλε, τὴν γραφὴν καὶ ἀφήνει με καὶ μισσεύει, καὶ πάλιν ἐσκόπουν μόνος μου καὶ ὁ νοῦς μου ἐτριοκοπᾶτον τὸ τί νὰ γράψω εἰς τὴν γραφὴν τῆς ἡλιογεννημένης, καὶ ἄκουσε τί τὴν ἔγραψα, φίλε μου, τὴν Ροδάμνην: Ἕτερον ἀντιπίττακον Λιβίστρου πρὸς τὴν κόρην.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 398
Καὶ ὡς βλέπω ἀπὸ τοῦ πράγματος, τὸ ἔλεγον ἀπιστῶ το καὶ οὐκ ἔχω ὅτι ὁ σταλαγμὸς τρυπᾶ το τὸ λιθάριν· ἂν γὰρ ἀπὸ τοῦ σταλαγμοῦ λιθάριν νὰ ἐτρυπᾶτον, ὁ σταλαγμὸς τοῦ πόθου μου τὴν πέτραν τῆς ψυχῆς σου χάρβαλον νὰ τὴν ἔποικεν ἀπὸ τὰ τὴν προσδέρει, ὁποὺ ἔχει ἀντὶ σταλάγματος πιττάκια τοσοῦτα, γραφάς μου πανεξαίρετας, λόγους ἐρωτικούς μου· ὅτι νομίζω ἂν ἔπεσαν τὰ λόγια τῆς γραφῆς μου εἰς πέτραν νὰ εἶναι ριζωτή, οἱ ρίζες της εἰς ἅδην, νὰ ἐξανεσπάσθην ἀπεκεῖ, νὰ αἰστάνθην τὸ πιττάκιν, καὶ ὅσα νὰ ἦτον ἄψυχος εἰς νοῦν νὰ μετεβλήθην. Λοιπὸν ἀπάρτι ὁ σταλαγμὸς ἀμηχανεῖ τῆς πέτρας, οὐκ ἔχει φύσιν τὸ λαλοῦν, ψεύδονται εἰς τὰ λέγουν· νικᾶ ἡ καρδία τῆς ἠθικῆς τὸν στερεωμὸν τοῦ λίθου, καὶ ἀποτουνῦν ἀμηχανεῖ καὶ ἡ δρόσος τῆς ψυχῆς μου καὶ ἀδυνατεῖ εἰς τὸν σταλαγμὸν καὶ τῆς καρδίας μου ἡ βρύσις. Τοῦτο λοιπὸν ἀπέμεινε, τὸ νὰ σὲ παρακαλέσω, τὰς θλίψεις τῆς καρδίας μου νὰ σὲ τὰς ἐγκαλέσω, καὶ ἀπέμεινεν εἰς διάκρισιν τοῦ πόθου σου, φουδούλα, καὶ εἰς τὸ εὐδιακριτόθετον τῆς ἰδικῆς σου γνώμης”.
Πολλὰ ἐκακώθην ὀδιὰ ’σέν, καρδία μου, πίστεψέ με, γέμει ἡ καρδία μου συμφορὰς γομάρια φορτωμένα, βουνὶν ἀκατατήρητον βαστάζει τὰς ὀδύνας· καὶ ἂν ἀκομὴ οὐ μετασταθῇς ἐκ τὸ ἀγέρωχόν σου ἤδη ἀπεδὰ φονεύομαι καὶ εἰς ἅδην ὑπαγαίνω”. Ἤκουσες, φίλε μου, γραφήν, μάθε καὶ πάλιν ἄλλην: Ἄλλη γραφὴ ἐπώδυνος Λιβίστρου πρὸς τὴν κόρην. “Λέγουν εἰς πέτρα ἂν σταλαγμὸς συχνάσῃ νὰ σταλάζῃ, κἂν οἷος ἔνι ὁ σταλαγμὸς καὶ οἷον τὸ λιθάριν, τὸ κατολίγον ὀλιγὸν τρυπᾶ το τὸ λιθάριν ἐκ τοῦ νεροῦ τὸν σταλαγμὸν τὸν ἔχει ἀπαραιτήτως· καὶ εἶχα τοῦτο φοβερὸν καὶ πάντα ἐθαύμαζά το πῶς τὸ λιθάριν δύναται ὁ σταλαγμὸς τρυπήσειν.“Παρηγορία μου τῆς ψυχῆς, ἐγκάρδιόν μου ἐρωτίδιν, ἀνάπλοκέ μου κρεμασμὲ καὶ ἐνήδονε τοῦ πόθου, μάθε τα τὰ πικραίνομαι, γνώρισε τὰ λυποῦμαι, ἐλέησόν με εἰς τὰ θλίβομαι, παρηγορήθησέ με, ρίψε το τὸ κενόδοξον, ἄφες τὸ ἐπηρμένον, ἰδὲ τὰ θανατώνομαι καὶ πόνεσε εἰς ἐμέναν· πνίγομαι ἀπέσω εἰς τὸν βυθὸν τοῦ πόθου τοῦ ἰδικοῦ σου, κῦμα μὲ δέρνει φοβερὸν τῆς ἀποχωρισίας, πετᾷ με κάτω εἰς τὴν ἄβυσσον τῆς ποθοανελπισίας. Κάθισε καὶ ἀνεστόρησε τὸ τί ἐποινηλατήθην, πόσας πικρίας ὑπέμεινα καὶ ἀνάγκας ὑπεστάθην τοῦτον τὸ δίχρονον διὰ ἐσὲν καὶ τὴν ἀσχόλησίν σου· καὶ ἂν εἶσαι Ἀγάπης γέννημα καὶ παίδευσις Χαρίτων, ἂν εἶσαι Πόθου ἀνατροφὴ καὶ τῆς Αἰσθήσεως πρᾶγμα, συνθλίβησε εἰς τὰ θλίβομαι, συμπόνεσε εἰς τὰ πάσχω, τὰ χέριά σου ἂς κρατήσωσιν πιττάκιν ἰδικόν μου, ἀνάγνωσέ το ἀπὸ ψυχῆς καὶ ἀντίσηκον μὲ γράψε, ἂς δέξωμαι πιττάκιν σου καὶ ἂς ἴδω γράμματά σου, καὶ τὸ μὲ πνίγει τίποτε ἂς τὸ περιανασάνω.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 4
Καὶ ὡς ἀπὸ τοῦ ἀφηγήματος καὶ τῆς ποθομανίας οἱ πάντες νὰ ἐγνωρίσωσι τὰς ἐρωτοπικρίας καὶ νὰ θαυμάσουν ἄνθρωπον ἄγροικον εἰς τὸν κόσμον, ἀφοῦ ἐσέβην νὰ ποθῇ, ὅσα κακὰ ὑπεστάθην. Λοιπὸν καὶ τὴν ἀφήγησιν ἄρξωμαι τῆς ἀγάπης Λιβίστρου τοῦ πολυπαθοῦς καὶ κόρης τῆς Ροδάμνης. Ἤρξατο τὴν ἀφήγησιν ὁ Κλιτοβὼν ὁ φίλος. Νέος εἰς ἀναπόταμον, εἰς ἀναλιβαδίαν, μέσα εἰς στενὸν ἐδιέβαινεν θλιμμένος μονοπάτιν. Ἔπρεπε τὸ ἀναλίβαδον νὰ ἔνι κατούνα ξένων καὶ τὸ γλυκοαναπόταμον θλιμμένους νὰ ποτίζῃ· εἶχεν ἐκεῖνο χάριταν καὶ αὐτὸ παρηγορίαν, ἐκεῖνο διὰ τὰ δένδρα του, τὰ ἄνθη καὶ τὰς βρύσας, καὶ αὐτὸ διὰ τὸ καθάριον καὶ τὸ γλυκόποτόν του. Αὐτὸς ὁποὺ τὸ ἐδιέβαινεν πολλὰ ἦτον πονεμένος· ἄνθρωπος ἦτον εὐγενὴς ὁκάποιος ἀπὸ χώραν, ἄγωρος ἐπιτήδειος, ἔμμορφος εἰς τὴν πλάσιν, νέος πολλὰ καλόκοπος εἰς σύνθεσιν καὶ σχῆμαν, ξανθός, μακρύς, ἀγένειος, τριγύρου κουρεμένος.
Στίχοι πολὺ ἐρωτικοί, ἀφήγησις Λιβίστρου, πῶς ὁ φίλος ὁ Κλιτοβὼν διηγεῖται τῆς Μυρτάνης. Πᾶς ἄνθρωπος εὐαιστητής, ἐρωτοπαιδευμένος, ἀνατροφὴ καὶ παίδευσις τῶν εὐγενῶν Χαρίτων, βασανιστείς, τυραννισθεὶς ἐξ ἐρωτομανίας, (5a) πᾶς εὐγενὴς ἐρωτικός, πᾶς ἐκ τῆς κάτω τύχης, (5b) πᾶσα ψυχὴ καλοθελή, ἐρωτοπαιδευμένη, εὐγενικοχαρίτωτος, φιλέρωτος καρδία, τώρα ἂς ἔλθῃ μετ’ ἐμὲν νὰ ἀκούσῃ ἀγάπης πόθον, ἐρωτικὴν ἀφήγησιν τὴν θέλω ἀφηγεῖσται. Καὶ σύ, Μυρτάνη δέσποινα, βασίλισσα Χαρίτων, βρύσις ἐρωτικόβρυτε τῆς εὐυποληψίας, χάρις Χαρίτων ἔμψυχε, κυρὰ τῆς Ἀφροδίτης, σὺν πάσῃ χώρᾳ τῇ λαμπρᾷ, τῇ Λιταβίων χώρᾳ, ἀπὸ λαμπρῶν σου συγγενῶν μέχρι τῆς κάτω τύχης, ἄνδρες, γυναῖκες εὐγενεῖς, γέροντες, νέοι πάντες, ἂς ἔλθωσιν, ἂς φθάσωσιν, ἂς περισυναχθῶσιν· ἐγὼ γὰρ ξενοχάραγον ἀφήγημαν ἀγάπης καὶ πόνους τοὺς ἐπάσχισεν ἐξαίρετος ὁκάτις, πολυπαθής, πολύπονος, ἐρωτοπαιδευμένος, μέλλω, Μυρτάνη δέσποινα, σήμερον ἀφηγεῖσται.Ὁ βασιλεὺς Ῥοδόφιλος τοὺς πάντας οὕτως λέγει· —Γινώσκετε, οἱ ἄρχοντες καὶ πάντες μεγιστᾶνοι, ηὕρηκα τὸ γεράκι μου, τὸ εἶχ’ ἀπολυμένον· ὁ δὲ νεκρός μου ἐγύρισεν ἐξ Ἅιδου τοῦ πυθμένος. Καὶ ταῦτα μὲν ἐνταῦθα μοι καὶ μέχρι τούτων στήτω, ἡμεῖς δὲ τοῦ Παροιμιαστοῦ ἀκούσωμεν τὸν λόγον· ἐὰν τὰ πρῶτα ἦν καλά, κακὰ δὲ τὰ ἐξ ὑστέρου, ὡς λέγει αὐτὸς ὁ φρόνιμος, ὅλα κακὰ ὑπάρχουν· εἰ δ’ ἔνι ὀπίσω τὰ καλὰ ἐν τῷ τέλει τοῦ βίου, ὅλα καλὰ ὑπάρχουσι καὶ μυριαευλογημένα. Καὶ λέγω τὸ ἀμήν, ἀμὴν καὶ παύομαι τὸν λόγον.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 401
Ἔμαθες, εἶδες, ἤκουσες καὶ τοῦτο τὸ πιττάκιν, τοῦτο τὸ τὴν ἀπέστειλα μετὰ καρδιοβρασίας· ἄκουσε πάλιν τί ἔγραψεν ἡ κόρη πρὸς ἐμέναν καὶ πῶς τὸ ἐπαρεδέξατο ἐκεῖνο τὸ πιττάκι. Ἔσυρα τὴν σαγίτταν μου πάλιν μὲ τὸ πιττάκιν καὶ πάλιν εἰς τὸν ἡλιακὸν ἐπέτασα τῆς κόρης, καὶ ἐκτότε ἐπρόσεχα τὸ ποῖος τὸ θέλει ἐπάρει. Ἐδιέβην ὥρα περισσὴ καὶ ἐξέβηκεν ἡ κόρη, βλέπει, γνωρίζει τὴν γραφήν, μόνη της τὴν ἐπαίρνει· ἔλυσε ταῦτα τὸν δεσμὸν καὶ εὐθὺς τὸ ἀποτυλίσσει, στέκει καὶ ἀναγνώθει την, βλέπει την ἄνω κάτω, κράζει τὸν εὐνουχόπουλον καὶ τοιαῦτα τὸν ἐλάλει: Ὑπέκυψεν εἰς ἔρωταν καὶ ἡ κόρη τοῦ Λιβίστρου καὶ συντυχαίνει θλιβερὰ τὸν εὐνουχόπουλόν της. “Πάντως τὴν βίαν σου βλέπεις την τὸ τί μὲ κατασταίνει, καὶ εἰς ποῖον βυθὸν μὲ ἐσέβασαν οἱ λόγοι σου τοῦ πόθου, πόσον κρημνὸν μὲ ἐγκρέμνισαν τὰ νουθετήματά σου, καὶ εἰς πόντον ποῖον μὲ ἔσυρες ἀπέσω τῆς ἀγάπης; Ηὕρηκα πάλιν, ἔξευρε, πιττάκιν ἄλλον ἕνα· ὀνειδισμοὺς εἶχεν γράμματα καὶ συνεπόνεσά το, καὶ ἄκουσε τί ἔναι, Βέτανε, καὶ τοῦτο τὸ πιττάκιν”.
Καὶ ὡς βλέπω ἀπὸ τοῦ πράγματος, τὸ ἔλεγον ἀπιστῶ το καὶ οὐκ ἔχω ὅτι ὁ σταλαγμὸς τρυπᾶ το τὸ λιθάριν· ἂν γὰρ ἀπὸ τοῦ σταλαγμοῦ λιθάριν νὰ ἐτρυπᾶτον, ὁ σταλαγμὸς τοῦ πόθου μου τὴν πέτραν τῆς ψυχῆς σου χάρβαλον νὰ τὴν ἔποικεν ἀπὸ τὰ τὴν προσδέρει, ὁποὺ ἔχει ἀντὶ σταλάγματος πιττάκια τοσοῦτα, γραφάς μου πανεξαίρετας, λόγους ἐρωτικούς μου· ὅτι νομίζω ἂν ἔπεσαν τὰ λόγια τῆς γραφῆς μου εἰς πέτραν νὰ εἶναι ριζωτή, οἱ ρίζες της εἰς ἅδην, νὰ ἐξανεσπάσθην ἀπεκεῖ, νὰ αἰστάνθην τὸ πιττάκιν, καὶ ὅσα νὰ ἦτον ἄψυχος εἰς νοῦν νὰ μετεβλήθην. Λοιπὸν ἀπάρτι ὁ σταλαγμὸς ἀμηχανεῖ τῆς πέτρας, οὐκ ἔχει φύσιν τὸ λαλοῦν, ψεύδονται εἰς τὰ λέγουν· νικᾶ ἡ καρδία τῆς ἠθικῆς τὸν στερεωμὸν τοῦ λίθου, καὶ ἀποτουνῦν ἀμηχανεῖ καὶ ἡ δρόσος τῆς ψυχῆς μου καὶ ἀδυνατεῖ εἰς τὸν σταλαγμὸν καὶ τῆς καρδίας μου ἡ βρύσις. Τοῦτο λοιπὸν ἀπέμεινε, τὸ νὰ σὲ παρακαλέσω, τὰς θλίψεις τῆς καρδίας μου νὰ σὲ τὰς ἐγκαλέσω, καὶ ἀπέμεινεν εἰς διάκρισιν τοῦ πόθου σου, φουδούλα, καὶ εἰς τὸ εὐδιακριτόθετον τῆς ἰδικῆς σου γνώμης”.Πολλὰ ἐκακώθην ὀδιὰ ’σέν, καρδία μου, πίστεψέ με, γέμει ἡ καρδία μου συμφορὰς γομάρια φορτωμένα, βουνὶν ἀκατατήρητον βαστάζει τὰς ὀδύνας· καὶ ἂν ἀκομὴ οὐ μετασταθῇς ἐκ τὸ ἀγέρωχόν σου ἤδη ἀπεδὰ φονεύομαι καὶ εἰς ἅδην ὑπαγαίνω”. Ἤκουσες, φίλε μου, γραφήν, μάθε καὶ πάλιν ἄλλην: Ἄλλη γραφὴ ἐπώδυνος Λιβίστρου πρὸς τὴν κόρην. “Λέγουν εἰς πέτρα ἂν σταλαγμὸς συχνάσῃ νὰ σταλάζῃ, κἂν οἷος ἔνι ὁ σταλαγμὸς καὶ οἷον τὸ λιθάριν, τὸ κατολίγον ὀλιγὸν τρυπᾶ το τὸ λιθάριν ἐκ τοῦ νεροῦ τὸν σταλαγμὸν τὸν ἔχει ἀπαραιτήτως· καὶ εἶχα τοῦτο φοβερὸν καὶ πάντα ἐθαύμαζά το πῶς τὸ λιθάριν δύναται ὁ σταλαγμὸς τρυπήσειν.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 406
Ἀνάγνωσέν την τὴν γραφὴν καὶ λέγει την ὁ εὐνοῦχος: “Ἐδὰ ἀπεδὰ συγκλίθησε, ρίψε τὸ ἀγέρωχόν σου, γράψε καὶ σὺ ἀντιπίττακον καὶ παρηγόρησέ τον, πόνεσε τὰς κακώσεις του τὰς ἔπαθεν δι’ ἐσένα, τὸν δίχρονόν του πειρασμόν, τοὺς ἀναψηλαφισμούς του, στάθησε, ἡ πανεύγενος, καὶ περιγλύκανέ τον”. Ἤκουσε τὸν εὐνοῦχον της, στέκει καὶ ἀναστενάζει, μόνη καὶ μόνη ἐλάλησεν ἁπλῶς πρὸς τὸν ἑαυτόν της: Λόγοι θλιμμένοι κατὰ νοῦν διὰ Λίβιστρον τῆς κόρης. “Συγκλίθησε, ἄκλιτε ψυχή, τράχηλε ἀγέρωχέ μου, κύψε εἰς τοῦ πόθου τὸν δεσμόν, ἤδη στενοχωρεῖσαι”. Καὶ ἀποτότε ἐγράφασιν τὰ χέριά της πιττάκιν καὶ πρὸς ἐμὲν τὸ ἐπέτασεν ὁ εὐνοῦχος καὶ ἄκουσέ το: Πρώτη γραφὴ πανήδονος πρὸς Λίβιστρον τῆς κόρης. “Ἐστρίγγιζα εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐλάλουν εἰς τὰ νέφη, εἰς γῆν κατεμαρτύρουν το καὶ εἰς ἀέραν ἔλεγά το, ποτὲ εἰς τοῦ πόθου τὸν δεσμὸν τράχηλον οὐ συγκλίνω, καὶ τάχα ἐκατευόδωνα καὶ ὑπεκαμάρωνά το.
Ἔμαθες, εἶδες, ἤκουσες καὶ τοῦτο τὸ πιττάκιν, τοῦτο τὸ τὴν ἀπέστειλα μετὰ καρδιοβρασίας· ἄκουσε πάλιν τί ἔγραψεν ἡ κόρη πρὸς ἐμέναν καὶ πῶς τὸ ἐπαρεδέξατο ἐκεῖνο τὸ πιττάκι. Ἔσυρα τὴν σαγίτταν μου πάλιν μὲ τὸ πιττάκιν καὶ πάλιν εἰς τὸν ἡλιακὸν ἐπέτασα τῆς κόρης, καὶ ἐκτότε ἐπρόσεχα τὸ ποῖος τὸ θέλει ἐπάρει. Ἐδιέβην ὥρα περισσὴ καὶ ἐξέβηκεν ἡ κόρη, βλέπει, γνωρίζει τὴν γραφήν, μόνη της τὴν ἐπαίρνει· ἔλυσε ταῦτα τὸν δεσμὸν καὶ εὐθὺς τὸ ἀποτυλίσσει, στέκει καὶ ἀναγνώθει την, βλέπει την ἄνω κάτω, κράζει τὸν εὐνουχόπουλον καὶ τοιαῦτα τὸν ἐλάλει: Ὑπέκυψεν εἰς ἔρωταν καὶ ἡ κόρη τοῦ Λιβίστρου καὶ συντυχαίνει θλιβερὰ τὸν εὐνουχόπουλόν της. “Πάντως τὴν βίαν σου βλέπεις την τὸ τί μὲ κατασταίνει, καὶ εἰς ποῖον βυθὸν μὲ ἐσέβασαν οἱ λόγοι σου τοῦ πόθου, πόσον κρημνὸν μὲ ἐγκρέμνισαν τὰ νουθετήματά σου, καὶ εἰς πόντον ποῖον μὲ ἔσυρες ἀπέσω τῆς ἀγάπης; Ηὕρηκα πάλιν, ἔξευρε, πιττάκιν ἄλλον ἕνα· ὀνειδισμοὺς εἶχεν γράμματα καὶ συνεπόνεσά το, καὶ ἄκουσε τί ἔναι, Βέτανε, καὶ τοῦτο τὸ πιττάκιν”.Καὶ ὡς βλέπω ἀπὸ τοῦ πράγματος, τὸ ἔλεγον ἀπιστῶ το καὶ οὐκ ἔχω ὅτι ὁ σταλαγμὸς τρυπᾶ το τὸ λιθάριν· ἂν γὰρ ἀπὸ τοῦ σταλαγμοῦ λιθάριν νὰ ἐτρυπᾶτον, ὁ σταλαγμὸς τοῦ πόθου μου τὴν πέτραν τῆς ψυχῆς σου χάρβαλον νὰ τὴν ἔποικεν ἀπὸ τὰ τὴν προσδέρει, ὁποὺ ἔχει ἀντὶ σταλάγματος πιττάκια τοσοῦτα, γραφάς μου πανεξαίρετας, λόγους ἐρωτικούς μου· ὅτι νομίζω ἂν ἔπεσαν τὰ λόγια τῆς γραφῆς μου εἰς πέτραν νὰ εἶναι ριζωτή, οἱ ρίζες της εἰς ἅδην, νὰ ἐξανεσπάσθην ἀπεκεῖ, νὰ αἰστάνθην τὸ πιττάκιν, καὶ ὅσα νὰ ἦτον ἄψυχος εἰς νοῦν νὰ μετεβλήθην. Λοιπὸν ἀπάρτι ὁ σταλαγμὸς ἀμηχανεῖ τῆς πέτρας, οὐκ ἔχει φύσιν τὸ λαλοῦν, ψεύδονται εἰς τὰ λέγουν· νικᾶ ἡ καρδία τῆς ἠθικῆς τὸν στερεωμὸν τοῦ λίθου, καὶ ἀποτουνῦν ἀμηχανεῖ καὶ ἡ δρόσος τῆς ψυχῆς μου καὶ ἀδυνατεῖ εἰς τὸν σταλαγμὸν καὶ τῆς καρδίας μου ἡ βρύσις. Τοῦτο λοιπὸν ἀπέμεινε, τὸ νὰ σὲ παρακαλέσω, τὰς θλίψεις τῆς καρδίας μου νὰ σὲ τὰς ἐγκαλέσω, καὶ ἀπέμεινεν εἰς διάκρισιν τοῦ πόθου σου, φουδούλα, καὶ εἰς τὸ εὐδιακριτόθετον τῆς ἰδικῆς σου γνώμης”.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 411
Καὶ τώρα βλέπω τὸ ἄκλιτον τὸ ἐκράτουν ἐσυγκλίθην καὶ τὸ πολλά μου ἀγέρωχον ἐπαρεπέτασά το, ἐδούλωσα τὸ ἐλεύθερον τῆς γνώμης μου εἰς ἐσένα καὶ τὸ εἶχα κατευόδωμα ἰδοὺ ἐμετέστρεψά το· καὶ τὸ ὤμοσα εἰς τὸν οὐρανόν, ἀφίρωσα εἰς τὰ νέφη, ὁρκοπατῶ το ἀποτουνῦν, ἀρνοῦμαι, οὐδὲν τὸ λέγω. Καὶ εἰπὲ διατί τὴν μαρτυρεῖς, ἄνθρωπε, τὴν ψυχήν μου ὅτι ἔναι ἀδιάκριτος καὶ παρὰ τὸ λιθάριν; Διατί οὐ συνεκατέβαινεν εἰς μίαν τὸν ἔρωτάν σου; Καὶ αὐτὸ ἐκατεμαρτύρουν το καὶ τίτοιον τὸ ἐκαυχόμην, τὸ νὰ εἶμαι ἀκατάκριτος καὶ παρεκτὸς ἀγάπης· καὶ πὼς ἡ ἀστενοχώρητος τώρα στενοχωροῦμαι καὶ γράφω σε πιττάκιν μου, τοῦτο πολὺν τὸ ἡγήσου”. Ἴδε καὶ τά ’χεν τὸ χαρτὶν τῆς ὡραιωμένης, φίλε, καὶ ἄκουσε τί τὴν ἔγραψα πάλε ὡς πρὸς τὴν γραφήν της: Ἔρωτος ἀντιπίττακον Λιβίστρου πρὸς τὴν κόρην.
Ἀνάγνωσέν την τὴν γραφὴν καὶ λέγει την ὁ εὐνοῦχος: “Ἐδὰ ἀπεδὰ συγκλίθησε, ρίψε τὸ ἀγέρωχόν σου, γράψε καὶ σὺ ἀντιπίττακον καὶ παρηγόρησέ τον, πόνεσε τὰς κακώσεις του τὰς ἔπαθεν δι’ ἐσένα, τὸν δίχρονόν του πειρασμόν, τοὺς ἀναψηλαφισμούς του, στάθησε, ἡ πανεύγενος, καὶ περιγλύκανέ τον”. Ἤκουσε τὸν εὐνοῦχον της, στέκει καὶ ἀναστενάζει, μόνη καὶ μόνη ἐλάλησεν ἁπλῶς πρὸς τὸν ἑαυτόν της: Λόγοι θλιμμένοι κατὰ νοῦν διὰ Λίβιστρον τῆς κόρης. “Συγκλίθησε, ἄκλιτε ψυχή, τράχηλε ἀγέρωχέ μου, κύψε εἰς τοῦ πόθου τὸν δεσμόν, ἤδη στενοχωρεῖσαι”. Καὶ ἀποτότε ἐγράφασιν τὰ χέριά της πιττάκιν καὶ πρὸς ἐμὲν τὸ ἐπέτασεν ὁ εὐνοῦχος καὶ ἄκουσέ το: Πρώτη γραφὴ πανήδονος πρὸς Λίβιστρον τῆς κόρης. “Ἐστρίγγιζα εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐλάλουν εἰς τὰ νέφη, εἰς γῆν κατεμαρτύρουν το καὶ εἰς ἀέραν ἔλεγά το, ποτὲ εἰς τοῦ πόθου τὸν δεσμὸν τράχηλον οὐ συγκλίνω, καὶ τάχα ἐκατευόδωνα καὶ ὑπεκαμάρωνά το.Ἔμαθες, εἶδες, ἤκουσες καὶ τοῦτο τὸ πιττάκιν, τοῦτο τὸ τὴν ἀπέστειλα μετὰ καρδιοβρασίας· ἄκουσε πάλιν τί ἔγραψεν ἡ κόρη πρὸς ἐμέναν καὶ πῶς τὸ ἐπαρεδέξατο ἐκεῖνο τὸ πιττάκι. Ἔσυρα τὴν σαγίτταν μου πάλιν μὲ τὸ πιττάκιν καὶ πάλιν εἰς τὸν ἡλιακὸν ἐπέτασα τῆς κόρης, καὶ ἐκτότε ἐπρόσεχα τὸ ποῖος τὸ θέλει ἐπάρει. Ἐδιέβην ὥρα περισσὴ καὶ ἐξέβηκεν ἡ κόρη, βλέπει, γνωρίζει τὴν γραφήν, μόνη της τὴν ἐπαίρνει· ἔλυσε ταῦτα τὸν δεσμὸν καὶ εὐθὺς τὸ ἀποτυλίσσει, στέκει καὶ ἀναγνώθει την, βλέπει την ἄνω κάτω, κράζει τὸν εὐνουχόπουλον καὶ τοιαῦτα τὸν ἐλάλει: Ὑπέκυψεν εἰς ἔρωταν καὶ ἡ κόρη τοῦ Λιβίστρου καὶ συντυχαίνει θλιβερὰ τὸν εὐνουχόπουλόν της. “Πάντως τὴν βίαν σου βλέπεις την τὸ τί μὲ κατασταίνει, καὶ εἰς ποῖον βυθὸν μὲ ἐσέβασαν οἱ λόγοι σου τοῦ πόθου, πόσον κρημνὸν μὲ ἐγκρέμνισαν τὰ νουθετήματά σου, καὶ εἰς πόντον ποῖον μὲ ἔσυρες ἀπέσω τῆς ἀγάπης; Ηὕρηκα πάλιν, ἔξευρε, πιττάκιν ἄλλον ἕνα· ὀνειδισμοὺς εἶχεν γράμματα καὶ συνεπόνεσά το, καὶ ἄκουσε τί ἔναι, Βέτανε, καὶ τοῦτο τὸ πιττάκιν”.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 416
“Εἶπες, ὡραία, τὸν οὐρανὸν καὶ ἐστρίγγιζες τὰ νέφη, εἰς γῆν κατεμαρτύρησες εἰς πόθον νὰ μὴν ἔμπῃς καὶ ὤμοσες ὅρκον φοβερὸν νὰ μὴ λογοαθετήσῃς· καὶ τοῦτο οὐδὲν σὲ τὸ ἀπιστῶ, πιστεύω εἰς τὰ λέγεις, διότι καὶ ἐσὺ ἐκ τὸν οὐρανὸν ἀπόκομμαν ἐγένου, τὰ νέφη σὲ ἐγέννησαν κἂν ἤσουν εἰς ἐκεῖνα τὸ ὤμοσες ἂν τὸ ἐφύλασσες οὐκ ἦτον συντυχία. Ἄρτι ἀφοῦ κατέπεσες εἰς τὴν γῆν ἀπὸ τὰ νέφη καὶ εἰς κόσμον οὐρανόπλαστον διαβαίνεις μὲ τοὺς ὅλους, τὸ ὤμοσες, μάθε, ἂν τ’ ἀπεβγῇς παράξενον οὐκ ἔναι, τίποτε οὐ σφάλλεις εἰς αὐτό, βεβαιώθησε ἀπ’ ἐμένα· ἀλλ’ ἂν σκοπήσῃς ἄνθρωπον ὁποὺ ἔπαθεν δι’ ἐσένα, τὸ πόσα ἐκακοπάθησεν καὶ ἔπαθεν δι’ ἐσένα, νὰ μπῇς πολλὰ μετάμελος εἰς τ’ ὤμοσες στὸν νοῦ σου καὶ ὅρκους ἂν εἶχες ἑκατόν, νὰ τοὺς ἐπαραιτήσουν. Παρακαλῶ σε ἀποτουνῦν μετ’ ἄλλον σου πιττάκιν νὰ δέξωμαι σημάδι σου νὰ τὸ θεωρῶ ὡς ἀντί σου”.
Καὶ τώρα βλέπω τὸ ἄκλιτον τὸ ἐκράτουν ἐσυγκλίθην καὶ τὸ πολλά μου ἀγέρωχον ἐπαρεπέτασά το, ἐδούλωσα τὸ ἐλεύθερον τῆς γνώμης μου εἰς ἐσένα καὶ τὸ εἶχα κατευόδωμα ἰδοὺ ἐμετέστρεψά το· καὶ τὸ ὤμοσα εἰς τὸν οὐρανόν, ἀφίρωσα εἰς τὰ νέφη, ὁρκοπατῶ το ἀποτουνῦν, ἀρνοῦμαι, οὐδὲν τὸ λέγω. Καὶ εἰπὲ διατί τὴν μαρτυρεῖς, ἄνθρωπε, τὴν ψυχήν μου ὅτι ἔναι ἀδιάκριτος καὶ παρὰ τὸ λιθάριν; Διατί οὐ συνεκατέβαινεν εἰς μίαν τὸν ἔρωτάν σου; Καὶ αὐτὸ ἐκατεμαρτύρουν το καὶ τίτοιον τὸ ἐκαυχόμην, τὸ νὰ εἶμαι ἀκατάκριτος καὶ παρεκτὸς ἀγάπης· καὶ πὼς ἡ ἀστενοχώρητος τώρα στενοχωροῦμαι καὶ γράφω σε πιττάκιν μου, τοῦτο πολὺν τὸ ἡγήσου”. Ἴδε καὶ τά ’χεν τὸ χαρτὶν τῆς ὡραιωμένης, φίλε, καὶ ἄκουσε τί τὴν ἔγραψα πάλε ὡς πρὸς τὴν γραφήν της: Ἔρωτος ἀντιπίττακον Λιβίστρου πρὸς τὴν κόρην.Ἀνάγνωσέν την τὴν γραφὴν καὶ λέγει την ὁ εὐνοῦχος: “Ἐδὰ ἀπεδὰ συγκλίθησε, ρίψε τὸ ἀγέρωχόν σου, γράψε καὶ σὺ ἀντιπίττακον καὶ παρηγόρησέ τον, πόνεσε τὰς κακώσεις του τὰς ἔπαθεν δι’ ἐσένα, τὸν δίχρονόν του πειρασμόν, τοὺς ἀναψηλαφισμούς του, στάθησε, ἡ πανεύγενος, καὶ περιγλύκανέ τον”. Ἤκουσε τὸν εὐνοῦχον της, στέκει καὶ ἀναστενάζει, μόνη καὶ μόνη ἐλάλησεν ἁπλῶς πρὸς τὸν ἑαυτόν της: Λόγοι θλιμμένοι κατὰ νοῦν διὰ Λίβιστρον τῆς κόρης. “Συγκλίθησε, ἄκλιτε ψυχή, τράχηλε ἀγέρωχέ μου, κύψε εἰς τοῦ πόθου τὸν δεσμόν, ἤδη στενοχωρεῖσαι”. Καὶ ἀποτότε ἐγράφασιν τὰ χέριά της πιττάκιν καὶ πρὸς ἐμὲν τὸ ἐπέτασεν ὁ εὐνοῦχος καὶ ἄκουσέ το: Πρώτη γραφὴ πανήδονος πρὸς Λίβιστρον τῆς κόρης. “Ἐστρίγγιζα εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐλάλουν εἰς τὰ νέφη, εἰς γῆν κατεμαρτύρουν το καὶ εἰς ἀέραν ἔλεγά το, ποτὲ εἰς τοῦ πόθου τὸν δεσμὸν τράχηλον οὐ συγκλίνω, καὶ τάχα ἐκατευόδωνα καὶ ὑπεκαμάρωνά το.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 419
Ἔγραψα, φίλε, τὸ χαρτὶν καὶ δήνω το γαϊτάνι καὶ ὡς ἦτον ἡ συνήθειά μου πάλιν ἐπέτασά το· καὶ πάλιν ἡ κόρη ἐξέβηκεν καὶ εὑρίσκει τὸ πιττάκιν, λύει καὶ ἀναγινώσκει το καὶ πάλε ἀναστενάζει. Καὶ ἀργὰ βραδὺν ὅτε ἔφεξε καὶ ἐξέβην τὸ φεγγίτσιν, ἐβγαίνουν εἰς τὸν ἡλιακὸν τῆς κόρης οἱ καυχίτσες καὶ ἤρξαντο νὰ λέγουσιν, φίλε μου, καταλόγιν: Ἐρωτικὸν κατάλεγμα διὰ πόθον τοῦ Λιβίστρου. “Ἄγουρος ποθοαιχμάλωτος ἀπὸ τὰ γονικά του εἰς τὸ εὐνοστοαναλίβαδον ἦλθε καὶ κατουνεύει· αὐγὴ ποτὲ οὐ κοιμίζει τον, νύκτα οὐ καταπονεῖ τον, ἡ μέριμνά του σφάζει τον, κόπτει τον ἡ φροντίδα πότε νὰ ἴδῃ τὸ ποθεῖ, πότε νὰ τὸ κερδήσῃ· παρακαλεῖ τὸν ἥλιον καὶ ὀμνύει τὸ φεγγάριν, ἂν τὸ κερδήσῃ τὸ ποθεῖ νὰ τοὺς ἀναστηλώσῃ. Ἔπαθε πόνους φοβεροὺς καὶ ἀνάγκας ὑπεστάθη, καὶ ὁκάποτε ηὗρεν τό ’θελεν καὶ ἀκόμη τυραννεῖται”. Κατέλεξαν οἱ ἐξαίρετες τὸ ποθοκαταλόγιν, —δοκῶ νικοῦσαν εἰς φωνὴν καὶ τὰ σειρήνεια μέλη— ὥραν ἐποίησαν ὀλιγὴν καὶ ἐσέβησαν ἀπέσω.
“Εἶπες, ὡραία, τὸν οὐρανὸν καὶ ἐστρίγγιζες τὰ νέφη, εἰς γῆν κατεμαρτύρησες εἰς πόθον νὰ μὴν ἔμπῃς καὶ ὤμοσες ὅρκον φοβερὸν νὰ μὴ λογοαθετήσῃς· καὶ τοῦτο οὐδὲν σὲ τὸ ἀπιστῶ, πιστεύω εἰς τὰ λέγεις, διότι καὶ ἐσὺ ἐκ τὸν οὐρανὸν ἀπόκομμαν ἐγένου, τὰ νέφη σὲ ἐγέννησαν κἂν ἤσουν εἰς ἐκεῖνα τὸ ὤμοσες ἂν τὸ ἐφύλασσες οὐκ ἦτον συντυχία. Ἄρτι ἀφοῦ κατέπεσες εἰς τὴν γῆν ἀπὸ τὰ νέφη καὶ εἰς κόσμον οὐρανόπλαστον διαβαίνεις μὲ τοὺς ὅλους, τὸ ὤμοσες, μάθε, ἂν τ’ ἀπεβγῇς παράξενον οὐκ ἔναι, τίποτε οὐ σφάλλεις εἰς αὐτό, βεβαιώθησε ἀπ’ ἐμένα· ἀλλ’ ἂν σκοπήσῃς ἄνθρωπον ὁποὺ ἔπαθεν δι’ ἐσένα, τὸ πόσα ἐκακοπάθησεν καὶ ἔπαθεν δι’ ἐσένα, νὰ μπῇς πολλὰ μετάμελος εἰς τ’ ὤμοσες στὸν νοῦ σου καὶ ὅρκους ἂν εἶχες ἑκατόν, νὰ τοὺς ἐπαραιτήσουν. Παρακαλῶ σε ἀποτουνῦν μετ’ ἄλλον σου πιττάκιν νὰ δέξωμαι σημάδι σου νὰ τὸ θεωρῶ ὡς ἀντί σου”.Καὶ τώρα βλέπω τὸ ἄκλιτον τὸ ἐκράτουν ἐσυγκλίθην καὶ τὸ πολλά μου ἀγέρωχον ἐπαρεπέτασά το, ἐδούλωσα τὸ ἐλεύθερον τῆς γνώμης μου εἰς ἐσένα καὶ τὸ εἶχα κατευόδωμα ἰδοὺ ἐμετέστρεψά το· καὶ τὸ ὤμοσα εἰς τὸν οὐρανόν, ἀφίρωσα εἰς τὰ νέφη, ὁρκοπατῶ το ἀποτουνῦν, ἀρνοῦμαι, οὐδὲν τὸ λέγω. Καὶ εἰπὲ διατί τὴν μαρτυρεῖς, ἄνθρωπε, τὴν ψυχήν μου ὅτι ἔναι ἀδιάκριτος καὶ παρὰ τὸ λιθάριν; Διατί οὐ συνεκατέβαινεν εἰς μίαν τὸν ἔρωτάν σου; Καὶ αὐτὸ ἐκατεμαρτύρουν το καὶ τίτοιον τὸ ἐκαυχόμην, τὸ νὰ εἶμαι ἀκατάκριτος καὶ παρεκτὸς ἀγάπης· καὶ πὼς ἡ ἀστενοχώρητος τώρα στενοχωροῦμαι καὶ γράφω σε πιττάκιν μου, τοῦτο πολὺν τὸ ἡγήσου”. Ἴδε καὶ τά ’χεν τὸ χαρτὶν τῆς ὡραιωμένης, φίλε, καὶ ἄκουσε τί τὴν ἔγραψα πάλε ὡς πρὸς τὴν γραφήν της: Ἔρωτος ἀντιπίττακον Λιβίστρου πρὸς τὴν κόρην.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 424
Ἤκουσα τὸ παράξενον ἐκεῖνον καταλόγιν, ἐκίνησαν τὰ χέριά μου καὶ πάλιν εἰς πιττάκιν, καὶ ἴδε τὸ τί τὴν ἔγραψα, φίλε μου, εἰς τὴν γραφήν μου: Ἄλλον πιττάκιν ἡδονῆς Λιβίστρου πολυπόνου. “Φέγγος μου, τὰς κακώσεις μου τὰς ἔπαθα ἐγνωρίζεις, τὸ πόσα μὲ ἐτσιγάρισεν οὐκ ἔλαθέ σε ὁ πόθος. Καὶ αὐγὴν ὡς καὶ οὐ μὲ ἐκοίμιζαν τοῦ πόθου οἱ ὀδύνες, ταχὺ ἐσηκώθην καὶ ἔστεκα, ἐπρόσεχά σε, φέγγος, πῶς ἐνεδύουν τὰ σύννεφα νὰ δύνῃς ἀποτώρα· ἠρξάμην σε παρακαλεῖν δαμὶ νὰ περιαργήσῃς, νὰ σὲ ἐγκαλέσω τὰ πονῶ καὶ ἀπέκει, ἂν θέλῃς, δύνε, εἰς ἄλλην νύκταν νὰ τὰ εἰπῇς τὴν ἡλιογεννημένην. Καὶ ἀπάρτι, τὸ φεγγάρι μου, μυριοπαρακαλῶ σε νὰ συμπονέσῃς τὰ ἔπαθα, νὰ πάγῃς εἰς τὴν φουδούλαν νὰ τὴν πιστώσῃς τὰ πονῶ, τὰ θλίβομαι διὰ ’κείνην· ὅρκους φρικτοὺς νὰ τὴν εἰπῇς, νὰ τὴν παρακαλέσῃς σημάδιν της μετ’ ἄλλον της πιττάκιν νὰ μὲ πέμψῃ, νὰ βλέπω τὸ σημάδιν της καὶ τὸ ποθεῖ ἡ ψυχή μου νὰ τὸ περιαναπαύωμαι, νὰ μὴ ἔναι εἰς θάνατόν μου.
Ἔγραψα, φίλε, τὸ χαρτὶν καὶ δήνω το γαϊτάνι καὶ ὡς ἦτον ἡ συνήθειά μου πάλιν ἐπέτασά το· καὶ πάλιν ἡ κόρη ἐξέβηκεν καὶ εὑρίσκει τὸ πιττάκιν, λύει καὶ ἀναγινώσκει το καὶ πάλε ἀναστενάζει. Καὶ ἀργὰ βραδὺν ὅτε ἔφεξε καὶ ἐξέβην τὸ φεγγίτσιν, ἐβγαίνουν εἰς τὸν ἡλιακὸν τῆς κόρης οἱ καυχίτσες καὶ ἤρξαντο νὰ λέγουσιν, φίλε μου, καταλόγιν: Ἐρωτικὸν κατάλεγμα διὰ πόθον τοῦ Λιβίστρου. “Ἄγουρος ποθοαιχμάλωτος ἀπὸ τὰ γονικά του εἰς τὸ εὐνοστοαναλίβαδον ἦλθε καὶ κατουνεύει· αὐγὴ ποτὲ οὐ κοιμίζει τον, νύκτα οὐ καταπονεῖ τον, ἡ μέριμνά του σφάζει τον, κόπτει τον ἡ φροντίδα πότε νὰ ἴδῃ τὸ ποθεῖ, πότε νὰ τὸ κερδήσῃ· παρακαλεῖ τὸν ἥλιον καὶ ὀμνύει τὸ φεγγάριν, ἂν τὸ κερδήσῃ τὸ ποθεῖ νὰ τοὺς ἀναστηλώσῃ. Ἔπαθε πόνους φοβεροὺς καὶ ἀνάγκας ὑπεστάθη, καὶ ὁκάποτε ηὗρεν τό ’θελεν καὶ ἀκόμη τυραννεῖται”. Κατέλεξαν οἱ ἐξαίρετες τὸ ποθοκαταλόγιν, —δοκῶ νικοῦσαν εἰς φωνὴν καὶ τὰ σειρήνεια μέλη— ὥραν ἐποίησαν ὀλιγὴν καὶ ἐσέβησαν ἀπέσω.“Εἶπες, ὡραία, τὸν οὐρανὸν καὶ ἐστρίγγιζες τὰ νέφη, εἰς γῆν κατεμαρτύρησες εἰς πόθον νὰ μὴν ἔμπῃς καὶ ὤμοσες ὅρκον φοβερὸν νὰ μὴ λογοαθετήσῃς· καὶ τοῦτο οὐδὲν σὲ τὸ ἀπιστῶ, πιστεύω εἰς τὰ λέγεις, διότι καὶ ἐσὺ ἐκ τὸν οὐρανὸν ἀπόκομμαν ἐγένου, τὰ νέφη σὲ ἐγέννησαν κἂν ἤσουν εἰς ἐκεῖνα τὸ ὤμοσες ἂν τὸ ἐφύλασσες οὐκ ἦτον συντυχία. Ἄρτι ἀφοῦ κατέπεσες εἰς τὴν γῆν ἀπὸ τὰ νέφη καὶ εἰς κόσμον οὐρανόπλαστον διαβαίνεις μὲ τοὺς ὅλους, τὸ ὤμοσες, μάθε, ἂν τ’ ἀπεβγῇς παράξενον οὐκ ἔναι, τίποτε οὐ σφάλλεις εἰς αὐτό, βεβαιώθησε ἀπ’ ἐμένα· ἀλλ’ ἂν σκοπήσῃς ἄνθρωπον ὁποὺ ἔπαθεν δι’ ἐσένα, τὸ πόσα ἐκακοπάθησεν καὶ ἔπαθεν δι’ ἐσένα, νὰ μπῇς πολλὰ μετάμελος εἰς τ’ ὤμοσες στὸν νοῦ σου καὶ ὅρκους ἂν εἶχες ἑκατόν, νὰ τοὺς ἐπαραιτήσουν. Παρακαλῶ σε ἀποτουνῦν μετ’ ἄλλον σου πιττάκιν νὰ δέξωμαι σημάδι σου νὰ τὸ θεωρῶ ὡς ἀντί σου”.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 428
Αὐτὰ ἦσαν τὰ ἐγκάλεσα δι’ ἐσέναν τὸ φεγγάριν, νά ’λθῃ, νὰ σ’ εὕρῃ, νὰ σὲ πῇ διὰ τὸ στενοχωροῦμαι”. Ἄκουσες, φίλε, τὴν γραφήν, ἀπέστειλα καὶ τούτην· καὶ πάλιν ἄλλον μὲ ἔπεμψεν πιττάκιν της ἡ κόρη, καὶ ἄκουσε, φίλε, τὰ ἔγραφεν νὰ σὲ τὰ καταλέξω: Ὀργῆς πιττάκιν θλιβερὸν πρὸς Λίβιστρον τῆς κόρης. “Ἀρκεῖ σε τὸ πιττάκιν μου καὶ ὅτι ἔχεις γράμματά μου καὶ ὅτι ἀπεδὰ συνέκλινες ἄκλιτον νοῦν εἰς πόθον. Τὸ δὲ ὅτι καὶ σημάδι μου σπουδάζεις νὰ κρατήσῃς καὶ ἐνέχυρον τῆς ἀγάπης μου τὰ χέριά σου νὰ ἐπάρουν, ἐξαπορῶ ὅταν τὸ ἔγραψες, τὸ πῶς οὐκ ἐνεντράπης. Καὶ αὐτὸ ἔνι τὸ σὲ ἐπαρέπεισεν ἡ βία σου νὰ μὲ γράψῃς, ἄλλον οὐ μὴ ἴδῃς ἀπ’ ἐμὲ πιττάκιν ἰδικόν μου· καὶ ἐνόσον τὸ σημάδιν μου βιάζεις με νὰ σὲ δώσω, νὰ ἐξεψυχᾷς ὡς διὰ γραφὴν καὶ οὐ μὴ τὴν ἀντρανίσῃς”. Πάλιν πετοῦν με τὴν γραφήν, ἁπλώνω, ἐκράτησά την· καὶ τὰ μὲν πρῶτα ὁλόχαρον μὲ ἐποῖκεν τὸ πιττάκιν, ἀφότου δὲ τὸ ἀνέγνωσα, νὰ εἴπῃς ὑπεπάγην, καὶ οὐκ ἤξευρα τὸ τίς ἤμουν, νεκρὸς ἀπεκατέστην.
Ἤκουσα τὸ παράξενον ἐκεῖνον καταλόγιν, ἐκίνησαν τὰ χέριά μου καὶ πάλιν εἰς πιττάκιν, καὶ ἴδε τὸ τί τὴν ἔγραψα, φίλε μου, εἰς τὴν γραφήν μου: Ἄλλον πιττάκιν ἡδονῆς Λιβίστρου πολυπόνου. “Φέγγος μου, τὰς κακώσεις μου τὰς ἔπαθα ἐγνωρίζεις, τὸ πόσα μὲ ἐτσιγάρισεν οὐκ ἔλαθέ σε ὁ πόθος. Καὶ αὐγὴν ὡς καὶ οὐ μὲ ἐκοίμιζαν τοῦ πόθου οἱ ὀδύνες, ταχὺ ἐσηκώθην καὶ ἔστεκα, ἐπρόσεχά σε, φέγγος, πῶς ἐνεδύουν τὰ σύννεφα νὰ δύνῃς ἀποτώρα· ἠρξάμην σε παρακαλεῖν δαμὶ νὰ περιαργήσῃς, νὰ σὲ ἐγκαλέσω τὰ πονῶ καὶ ἀπέκει, ἂν θέλῃς, δύνε, εἰς ἄλλην νύκταν νὰ τὰ εἰπῇς τὴν ἡλιογεννημένην. Καὶ ἀπάρτι, τὸ φεγγάρι μου, μυριοπαρακαλῶ σε νὰ συμπονέσῃς τὰ ἔπαθα, νὰ πάγῃς εἰς τὴν φουδούλαν νὰ τὴν πιστώσῃς τὰ πονῶ, τὰ θλίβομαι διὰ ’κείνην· ὅρκους φρικτοὺς νὰ τὴν εἰπῇς, νὰ τὴν παρακαλέσῃς σημάδιν της μετ’ ἄλλον της πιττάκιν νὰ μὲ πέμψῃ, νὰ βλέπω τὸ σημάδιν της καὶ τὸ ποθεῖ ἡ ψυχή μου νὰ τὸ περιαναπαύωμαι, νὰ μὴ ἔναι εἰς θάνατόν μου.Ἔγραψα, φίλε, τὸ χαρτὶν καὶ δήνω το γαϊτάνι καὶ ὡς ἦτον ἡ συνήθειά μου πάλιν ἐπέτασά το· καὶ πάλιν ἡ κόρη ἐξέβηκεν καὶ εὑρίσκει τὸ πιττάκιν, λύει καὶ ἀναγινώσκει το καὶ πάλε ἀναστενάζει. Καὶ ἀργὰ βραδὺν ὅτε ἔφεξε καὶ ἐξέβην τὸ φεγγίτσιν, ἐβγαίνουν εἰς τὸν ἡλιακὸν τῆς κόρης οἱ καυχίτσες καὶ ἤρξαντο νὰ λέγουσιν, φίλε μου, καταλόγιν: Ἐρωτικὸν κατάλεγμα διὰ πόθον τοῦ Λιβίστρου. “Ἄγουρος ποθοαιχμάλωτος ἀπὸ τὰ γονικά του εἰς τὸ εὐνοστοαναλίβαδον ἦλθε καὶ κατουνεύει· αὐγὴ ποτὲ οὐ κοιμίζει τον, νύκτα οὐ καταπονεῖ τον, ἡ μέριμνά του σφάζει τον, κόπτει τον ἡ φροντίδα πότε νὰ ἴδῃ τὸ ποθεῖ, πότε νὰ τὸ κερδήσῃ· παρακαλεῖ τὸν ἥλιον καὶ ὀμνύει τὸ φεγγάριν, ἂν τὸ κερδήσῃ τὸ ποθεῖ νὰ τοὺς ἀναστηλώσῃ. Ἔπαθε πόνους φοβεροὺς καὶ ἀνάγκας ὑπεστάθη, καὶ ὁκάποτε ηὗρεν τό ’θελεν καὶ ἀκόμη τυραννεῖται”. Κατέλεξαν οἱ ἐξαίρετες τὸ ποθοκαταλόγιν, —δοκῶ νικοῦσαν εἰς φωνὴν καὶ τὰ σειρήνεια μέλη— ὥραν ἐποίησαν ὀλιγὴν καὶ ἐσέβησαν ἀπέσω.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 434
Καὶ μετὰ βίας ὁκάποτε ἦλθον τὰ λογικά μου, καὶ νὰ τὴν γράψω ἐκίνησα πιττάκιν καὶ ἄκουσέ το: Θλίψεως πονοαντιπίττακον Λιβίστρου πρὸς τὴν κόρην. “Εἶδα ἀπέσω ἀπὸ γραφὴν ἐρωτικογραμμένην τὸ ν’ ἀπηδήσῃ θάνατος σωματεμψυχωμένος καὶ νὰ νεκρώσῃ αὐθεντικὰ τὴν ὅλην μου καρδίαν· εἶδα χαρτὶν ἐρωτικὸν τάφος νὰ γένῃ ἀνθρώπου καὶ τὰ ἐρωτικολόγιά του ψυχοθανατωμή μου. Ἔλεγα νὰ εἶναι τὸ χαρτί, καρδία μου, τὸ ἰδικόν σου τίποτα τῆς ἀγάπης μου παρηγορίας μαντάτον· καὶ πῶς τὸ ἐκράτησα τὸ χαρτὶν καὶ πῶς τὸ ἀσχολήθην καὶ μετὰ ποίας μου τῆς χαρᾶς οὐκ ἠμπορῶ τοῦ λέγειν. Καὶ οὐκ ἤξευρα ὅτι τὸ χαρτὶν εἶχεν τὸν θάνατόν μου καὶ ἀπόφασίν μου ὑπέγραφεν καὶ ἀνελπισίας μου χρόνον· καὶ τάχα προσεχάρην το, καὶ εἰς τὴν ἀνάγνωσίν του ἐχάθην ἡ καρδία μου καὶ ὁ νοῦς μου ἐθανατώθην, καὶ τίς ἤμουν οὐκ ἐγνώριζα, τὸν ἅδην ἐψηλάφουν.
Αὐτὰ ἦσαν τὰ ἐγκάλεσα δι’ ἐσέναν τὸ φεγγάριν, νά ’λθῃ, νὰ σ’ εὕρῃ, νὰ σὲ πῇ διὰ τὸ στενοχωροῦμαι”. Ἄκουσες, φίλε, τὴν γραφήν, ἀπέστειλα καὶ τούτην· καὶ πάλιν ἄλλον μὲ ἔπεμψεν πιττάκιν της ἡ κόρη, καὶ ἄκουσε, φίλε, τὰ ἔγραφεν νὰ σὲ τὰ καταλέξω: Ὀργῆς πιττάκιν θλιβερὸν πρὸς Λίβιστρον τῆς κόρης. “Ἀρκεῖ σε τὸ πιττάκιν μου καὶ ὅτι ἔχεις γράμματά μου καὶ ὅτι ἀπεδὰ συνέκλινες ἄκλιτον νοῦν εἰς πόθον. Τὸ δὲ ὅτι καὶ σημάδι μου σπουδάζεις νὰ κρατήσῃς καὶ ἐνέχυρον τῆς ἀγάπης μου τὰ χέριά σου νὰ ἐπάρουν, ἐξαπορῶ ὅταν τὸ ἔγραψες, τὸ πῶς οὐκ ἐνεντράπης. Καὶ αὐτὸ ἔνι τὸ σὲ ἐπαρέπεισεν ἡ βία σου νὰ μὲ γράψῃς, ἄλλον οὐ μὴ ἴδῃς ἀπ’ ἐμὲ πιττάκιν ἰδικόν μου· καὶ ἐνόσον τὸ σημάδιν μου βιάζεις με νὰ σὲ δώσω, νὰ ἐξεψυχᾷς ὡς διὰ γραφὴν καὶ οὐ μὴ τὴν ἀντρανίσῃς”. Πάλιν πετοῦν με τὴν γραφήν, ἁπλώνω, ἐκράτησά την· καὶ τὰ μὲν πρῶτα ὁλόχαρον μὲ ἐποῖκεν τὸ πιττάκιν, ἀφότου δὲ τὸ ἀνέγνωσα, νὰ εἴπῃς ὑπεπάγην, καὶ οὐκ ἤξευρα τὸ τίς ἤμουν, νεκρὸς ἀπεκατέστην.Ἤκουσα τὸ παράξενον ἐκεῖνον καταλόγιν, ἐκίνησαν τὰ χέριά μου καὶ πάλιν εἰς πιττάκιν, καὶ ἴδε τὸ τί τὴν ἔγραψα, φίλε μου, εἰς τὴν γραφήν μου: Ἄλλον πιττάκιν ἡδονῆς Λιβίστρου πολυπόνου. “Φέγγος μου, τὰς κακώσεις μου τὰς ἔπαθα ἐγνωρίζεις, τὸ πόσα μὲ ἐτσιγάρισεν οὐκ ἔλαθέ σε ὁ πόθος. Καὶ αὐγὴν ὡς καὶ οὐ μὲ ἐκοίμιζαν τοῦ πόθου οἱ ὀδύνες, ταχὺ ἐσηκώθην καὶ ἔστεκα, ἐπρόσεχά σε, φέγγος, πῶς ἐνεδύουν τὰ σύννεφα νὰ δύνῃς ἀποτώρα· ἠρξάμην σε παρακαλεῖν δαμὶ νὰ περιαργήσῃς, νὰ σὲ ἐγκαλέσω τὰ πονῶ καὶ ἀπέκει, ἂν θέλῃς, δύνε, εἰς ἄλλην νύκταν νὰ τὰ εἰπῇς τὴν ἡλιογεννημένην. Καὶ ἀπάρτι, τὸ φεγγάρι μου, μυριοπαρακαλῶ σε νὰ συμπονέσῃς τὰ ἔπαθα, νὰ πάγῃς εἰς τὴν φουδούλαν νὰ τὴν πιστώσῃς τὰ πονῶ, τὰ θλίβομαι διὰ ’κείνην· ὅρκους φρικτοὺς νὰ τὴν εἰπῇς, νὰ τὴν παρακαλέσῃς σημάδιν της μετ’ ἄλλον της πιττάκιν νὰ μὲ πέμψῃ, νὰ βλέπω τὸ σημάδιν της καὶ τὸ ποθεῖ ἡ ψυχή μου νὰ τὸ περιαναπαύωμαι, νὰ μὴ ἔναι εἰς θάνατόν μου.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 438
Καὶ ἐλέησε τὸν ἐνέκρωσεν, ὡραία μου, τὸ πιττάκιν, καὶ τὸν ἐκατεθανάτωσεν ἡ ἐρωτογραφή σου πάλιν μετὰ ἄλλην σου γραφήν, ἰδέ, ἀναψύχωσέ τον· μὴν τὸ κρατήσῃς καὶ εἰς ἐμὲν πιττάκιν σου οὐ σιμώσει, καὶ πίστευσε, ἡ καρδία μου φονεύεται ἀπ’ ἐσέναν. *Καὶ ἂν ἔν’ καὶ εἶσαι χριστιανὴ καὶ πάσχεις τὰ πασχίζω, (1918a) καὶ ἂν ἔνι τὸ ἔργον δίκαιον τὸ πάσχω ἐγὼ δι’ ἐσένα,* (1918b) ποῖσε το τοῦτο καὶ ἄφες το πιττάκιν σου μὴ μὲ πέψῃς· γραφήν σου ἂς ἔχω καὶ εἰς ἐμὲ σημάδιν σου μὴ πέμψῃς”. Ἔγραψα τὸ πιττάκιν μου καὶ πάλιν ἐπέτασά το, καὶ πάλιν ἡ κόρη εὑρίσκει το κἀκείνη τὸ ἀναγνώθει, πονεῖ, στενάζει τὴν γραφήν, τὰ ἔγραφεν ἐλυπήθην, καὶ πάλιν ἀντιγράφει με πρὸς τὴν γραφὴν ἐκείνην: Τὸν Λίβιστρον ἀντίσηκον πιττάκιν πέμπει ἡ κόρη.
Καὶ μετὰ βίας ὁκάποτε ἦλθον τὰ λογικά μου, καὶ νὰ τὴν γράψω ἐκίνησα πιττάκιν καὶ ἄκουσέ το: Θλίψεως πονοαντιπίττακον Λιβίστρου πρὸς τὴν κόρην. “Εἶδα ἀπέσω ἀπὸ γραφὴν ἐρωτικογραμμένην τὸ ν’ ἀπηδήσῃ θάνατος σωματεμψυχωμένος καὶ νὰ νεκρώσῃ αὐθεντικὰ τὴν ὅλην μου καρδίαν· εἶδα χαρτὶν ἐρωτικὸν τάφος νὰ γένῃ ἀνθρώπου καὶ τὰ ἐρωτικολόγιά του ψυχοθανατωμή μου. Ἔλεγα νὰ εἶναι τὸ χαρτί, καρδία μου, τὸ ἰδικόν σου τίποτα τῆς ἀγάπης μου παρηγορίας μαντάτον· καὶ πῶς τὸ ἐκράτησα τὸ χαρτὶν καὶ πῶς τὸ ἀσχολήθην καὶ μετὰ ποίας μου τῆς χαρᾶς οὐκ ἠμπορῶ τοῦ λέγειν. Καὶ οὐκ ἤξευρα ὅτι τὸ χαρτὶν εἶχεν τὸν θάνατόν μου καὶ ἀπόφασίν μου ὑπέγραφεν καὶ ἀνελπισίας μου χρόνον· καὶ τάχα προσεχάρην το, καὶ εἰς τὴν ἀνάγνωσίν του ἐχάθην ἡ καρδία μου καὶ ὁ νοῦς μου ἐθανατώθην, καὶ τίς ἤμουν οὐκ ἐγνώριζα, τὸν ἅδην ἐψηλάφουν.Αὐτὰ ἦσαν τὰ ἐγκάλεσα δι’ ἐσέναν τὸ φεγγάριν, νά ’λθῃ, νὰ σ’ εὕρῃ, νὰ σὲ πῇ διὰ τὸ στενοχωροῦμαι”. Ἄκουσες, φίλε, τὴν γραφήν, ἀπέστειλα καὶ τούτην· καὶ πάλιν ἄλλον μὲ ἔπεμψεν πιττάκιν της ἡ κόρη, καὶ ἄκουσε, φίλε, τὰ ἔγραφεν νὰ σὲ τὰ καταλέξω: Ὀργῆς πιττάκιν θλιβερὸν πρὸς Λίβιστρον τῆς κόρης. “Ἀρκεῖ σε τὸ πιττάκιν μου καὶ ὅτι ἔχεις γράμματά μου καὶ ὅτι ἀπεδὰ συνέκλινες ἄκλιτον νοῦν εἰς πόθον. Τὸ δὲ ὅτι καὶ σημάδι μου σπουδάζεις νὰ κρατήσῃς καὶ ἐνέχυρον τῆς ἀγάπης μου τὰ χέριά σου νὰ ἐπάρουν, ἐξαπορῶ ὅταν τὸ ἔγραψες, τὸ πῶς οὐκ ἐνεντράπης. Καὶ αὐτὸ ἔνι τὸ σὲ ἐπαρέπεισεν ἡ βία σου νὰ μὲ γράψῃς, ἄλλον οὐ μὴ ἴδῃς ἀπ’ ἐμὲ πιττάκιν ἰδικόν μου· καὶ ἐνόσον τὸ σημάδιν μου βιάζεις με νὰ σὲ δώσω, νὰ ἐξεψυχᾷς ὡς διὰ γραφὴν καὶ οὐ μὴ τὴν ἀντρανίσῃς”. Πάλιν πετοῦν με τὴν γραφήν, ἁπλώνω, ἐκράτησά την· καὶ τὰ μὲν πρῶτα ὁλόχαρον μὲ ἐποῖκεν τὸ πιττάκιν, ἀφότου δὲ τὸ ἀνέγνωσα, νὰ εἴπῃς ὑπεπάγην, καὶ οὐκ ἤξευρα τὸ τίς ἤμουν, νεκρὸς ἀπεκατέστην.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 441
“Νὰ ἦτον ληστοῦ χειρότερος, φονίσκου νὰ εἶχεν φύσιν, δημίου ψυχὴν νὰ ἐβάσταξεν, θηρίου γνώμην νὰ εἶχεν, καὶ νὰ τὸ συνεπόνεσεν τὸ γράφει εἰς τὸ πιττάκιν· πόσῳ δὲ μᾶλλον ἄνθρωπος νὰ δέχεται πιττάκιν, —πιττάκιν νὰ ἔχῃ θάνατον ἀνθρώπου εὐυπολήπτου— ληστοῦ νὰ μὴ ἔν’ χειρότερος, φονίσκου νὰ μὴ ἔχῃ φύσιν, δημίου ψυχὴν νὰ μὴ κρατῇ, μηδὲ θηρίου γνώμην, πῶς εἰς τὸ γράφει τὸ χαρτὶν νὰ μὴ πονῇ καρδίαν, πῶς νὰ μὴ πάσχῃ εἰς τὰ λαλεῖ τὸ πονοπίττακόν σου; Καὶ γίνωσκε, συνέπαθα τοῦτο σου τὸ πιττάκιν, ἐθλίβην εἰς τὰ μὲ ἔγραψες καὶ συνεπόνεσά σε· καὶ γὰρ ἂν εἶπα διὰ χαρτὶν τὸ νὰ μὴ σὲ ἀπεστείλω, πάλιν ψυχοπονέθην σε καὶ γράφω σε πιττάκιν, γραφήν μου οἰκειόχειρον, πάλιν ἀνάγνωσέ την· καὶ γνώρισε ἐκ τοῦ γράμματος, πονῶ τα τὰ λυπεῖσαι καὶ ὀλιγωρῶ εἰς τὰ θλίβεσαι, μηδὲν μὲ τὸ ἀπιστήσῃς”.
Καὶ ἐλέησε τὸν ἐνέκρωσεν, ὡραία μου, τὸ πιττάκιν, καὶ τὸν ἐκατεθανάτωσεν ἡ ἐρωτογραφή σου πάλιν μετὰ ἄλλην σου γραφήν, ἰδέ, ἀναψύχωσέ τον· μὴν τὸ κρατήσῃς καὶ εἰς ἐμὲν πιττάκιν σου οὐ σιμώσει, καὶ πίστευσε, ἡ καρδία μου φονεύεται ἀπ’ ἐσέναν. *Καὶ ἂν ἔν’ καὶ εἶσαι χριστιανὴ καὶ πάσχεις τὰ πασχίζω, (1918a) καὶ ἂν ἔνι τὸ ἔργον δίκαιον τὸ πάσχω ἐγὼ δι’ ἐσένα,* (1918b) ποῖσε το τοῦτο καὶ ἄφες το πιττάκιν σου μὴ μὲ πέψῃς· γραφήν σου ἂς ἔχω καὶ εἰς ἐμὲ σημάδιν σου μὴ πέμψῃς”. Ἔγραψα τὸ πιττάκιν μου καὶ πάλιν ἐπέτασά το, καὶ πάλιν ἡ κόρη εὑρίσκει το κἀκείνη τὸ ἀναγνώθει, πονεῖ, στενάζει τὴν γραφήν, τὰ ἔγραφεν ἐλυπήθην, καὶ πάλιν ἀντιγράφει με πρὸς τὴν γραφὴν ἐκείνην: Τὸν Λίβιστρον ἀντίσηκον πιττάκιν πέμπει ἡ κόρη.Καὶ μετὰ βίας ὁκάποτε ἦλθον τὰ λογικά μου, καὶ νὰ τὴν γράψω ἐκίνησα πιττάκιν καὶ ἄκουσέ το: Θλίψεως πονοαντιπίττακον Λιβίστρου πρὸς τὴν κόρην. “Εἶδα ἀπέσω ἀπὸ γραφὴν ἐρωτικογραμμένην τὸ ν’ ἀπηδήσῃ θάνατος σωματεμψυχωμένος καὶ νὰ νεκρώσῃ αὐθεντικὰ τὴν ὅλην μου καρδίαν· εἶδα χαρτὶν ἐρωτικὸν τάφος νὰ γένῃ ἀνθρώπου καὶ τὰ ἐρωτικολόγιά του ψυχοθανατωμή μου. Ἔλεγα νὰ εἶναι τὸ χαρτί, καρδία μου, τὸ ἰδικόν σου τίποτα τῆς ἀγάπης μου παρηγορίας μαντάτον· καὶ πῶς τὸ ἐκράτησα τὸ χαρτὶν καὶ πῶς τὸ ἀσχολήθην καὶ μετὰ ποίας μου τῆς χαρᾶς οὐκ ἠμπορῶ τοῦ λέγειν. Καὶ οὐκ ἤξευρα ὅτι τὸ χαρτὶν εἶχεν τὸν θάνατόν μου καὶ ἀπόφασίν μου ὑπέγραφεν καὶ ἀνελπισίας μου χρόνον· καὶ τάχα προσεχάρην το, καὶ εἰς τὴν ἀνάγνωσίν του ἐχάθην ἡ καρδία μου καὶ ὁ νοῦς μου ἐθανατώθην, καὶ τίς ἤμουν οὐκ ἐγνώριζα, τὸν ἅδην ἐψηλάφουν.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 443
Πάλιν πετοῦν με τὴν γραφήν, δράσσω, κρατῶ, φιλῶ την, ἀνοίγω, ἀποτυλίσσω την, τὰ εἶχεν ἀνέγνωσά τα, ἀφῆκα τὸ εἶχα εἰς θλίψιν μου, περιεπαρηγορήθην, ἀντίσηκον τὴν ἔγραψα πιττάκιν καὶ ἄκουσέ το: Πιττάκιν ἄλλον ἡδονῆς Λιβίστρου πρὸς τὴν κόρην. “Ἂν ἀπὸ τοῦ πιττακίου σου καὶ ἀπὸ τὰ γράμματά σου θανάτου ὑπέστην συμφορὰν καὶ ἀνάγκην ὑπεστάθην, πάλιν ἀπὸ τὸ πιττάκιν σου καὶ ἀπὸ τὰ γράμματά σου ἐπέφυγεν ὁ θάνατος, ἐμίσσευσέν με ὁ τάφος καὶ πάλιν εἰς κόσμον χαίρομαι καὶ ζῶ ἀπὸ τὴν γραφήν σου. Ἐγνώρισα τῆς διακρίσεώς σου τὴν εὐυποληψίαν, ἔμαθον τῆς ἀγάπης σου τὸ σπλάχνος τὸ εἰς ἐμένα· γροικίζω, οὐκ εἶμαι ἀναίσθητος καὶ πάλιν διὰ γραφῆς μου γράφω σε, δεσποτεία μου, μυριοπαρακαλῶ σε, πέψε σημάδιν εἰς ἐμὲν νὰ τὸ ἔχω ἀντὶ ἐσένα. †Ἔχης τα κἄν εἰς χρήαν σου† ὡς ἀπὸ τῶν γραφῶν σου· περισπλαχνίστησε ὀλιγόν, σημάδιν σου μὲ πέμψε, ἐλπίδα νὰ ἔχω ἀπαντοχῆς, θαρρῶ, νὰ μὴν ἀποτύχω.
“Νὰ ἦτον ληστοῦ χειρότερος, φονίσκου νὰ εἶχεν φύσιν, δημίου ψυχὴν νὰ ἐβάσταξεν, θηρίου γνώμην νὰ εἶχεν, καὶ νὰ τὸ συνεπόνεσεν τὸ γράφει εἰς τὸ πιττάκιν· πόσῳ δὲ μᾶλλον ἄνθρωπος νὰ δέχεται πιττάκιν, —πιττάκιν νὰ ἔχῃ θάνατον ἀνθρώπου εὐυπολήπτου— ληστοῦ νὰ μὴ ἔν’ χειρότερος, φονίσκου νὰ μὴ ἔχῃ φύσιν, δημίου ψυχὴν νὰ μὴ κρατῇ, μηδὲ θηρίου γνώμην, πῶς εἰς τὸ γράφει τὸ χαρτὶν νὰ μὴ πονῇ καρδίαν, πῶς νὰ μὴ πάσχῃ εἰς τὰ λαλεῖ τὸ πονοπίττακόν σου; Καὶ γίνωσκε, συνέπαθα τοῦτο σου τὸ πιττάκιν, ἐθλίβην εἰς τὰ μὲ ἔγραψες καὶ συνεπόνεσά σε· καὶ γὰρ ἂν εἶπα διὰ χαρτὶν τὸ νὰ μὴ σὲ ἀπεστείλω, πάλιν ψυχοπονέθην σε καὶ γράφω σε πιττάκιν, γραφήν μου οἰκειόχειρον, πάλιν ἀνάγνωσέ την· καὶ γνώρισε ἐκ τοῦ γράμματος, πονῶ τα τὰ λυπεῖσαι καὶ ὀλιγωρῶ εἰς τὰ θλίβεσαι, μηδὲν μὲ τὸ ἀπιστήσῃς”.Καὶ ἐλέησε τὸν ἐνέκρωσεν, ὡραία μου, τὸ πιττάκιν, καὶ τὸν ἐκατεθανάτωσεν ἡ ἐρωτογραφή σου πάλιν μετὰ ἄλλην σου γραφήν, ἰδέ, ἀναψύχωσέ τον· μὴν τὸ κρατήσῃς καὶ εἰς ἐμὲν πιττάκιν σου οὐ σιμώσει, καὶ πίστευσε, ἡ καρδία μου φονεύεται ἀπ’ ἐσέναν. *Καὶ ἂν ἔν’ καὶ εἶσαι χριστιανὴ καὶ πάσχεις τὰ πασχίζω, (1918a) καὶ ἂν ἔνι τὸ ἔργον δίκαιον τὸ πάσχω ἐγὼ δι’ ἐσένα,* (1918b) ποῖσε το τοῦτο καὶ ἄφες το πιττάκιν σου μὴ μὲ πέψῃς· γραφήν σου ἂς ἔχω καὶ εἰς ἐμὲ σημάδιν σου μὴ πέμψῃς”. Ἔγραψα τὸ πιττάκιν μου καὶ πάλιν ἐπέτασά το, καὶ πάλιν ἡ κόρη εὑρίσκει το κἀκείνη τὸ ἀναγνώθει, πονεῖ, στενάζει τὴν γραφήν, τὰ ἔγραφεν ἐλυπήθην, καὶ πάλιν ἀντιγράφει με πρὸς τὴν γραφὴν ἐκείνην: Τὸν Λίβιστρον ἀντίσηκον πιττάκιν πέμπει ἡ κόρη.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 447
Ἂν δὲ πάλιν οὐ πέμψῃς με σημάδιν ἰδικόν σου, δίδεις με πάλιν ἀναμονήν, ἀνελπισίαν τοῦ χρόνου, καὶ ἐμβάζεις με εἰς τσιγαρισμὸν τοῦ πόθου τοῦ ἰδικοῦ σου, νὰ μυριοτσιγαρίζομαι διὰ τὴν ἀσχόλησίν σου”. Ἔγραψα τὸ πιττάκιν μου, πάλιν ἐτόξευσά το, καὶ πάλιν τὸ τεντόσχοινον ἐκράτουν καὶ ἐμελέτουν πότε νὰ εὕρουν τὴν γραφὴν καὶ νὰ τὴν ἀναγνώσουν. Πλὴν τοῦτο τὸ πιττάκιν μου καὶ δακτυλίδιν εἶχεν, καὶ τὸ δακτυλιδόπουλον ἄκουσε νὰ τὸ μάθῃς. Ἔκφρασις πανεξαίρετος τοῦ δακτυλιδοπούλου. Εἶχε λιθάριν, φίλε μου, καθάριον λυχνιτάριν, εἶχεν ἀπέδω σίδηρον καὶ ἀπέκει τὸν μαγνήτην· καὶ μέσα ἀντὶ τοῦ δέματος τοῦ σιδηρομαγνήτου εἶχεν χρυσάφιν ἄδολον, μυριολαγαρισμένον. Καὶ ἔγραψα ἐπάνω εἰς τὴν γραφὴν ὡς διὰ τὸ δακτυλίδιν: “Τὸ ἑλκυτικὸν τὸ ἀφιέρωσεν ἡ ἀγάπη μου εἰς ἐσένα πέμπω σε, κράτει, φόρει το, θεώρει το ὡς ἀντίς μου”.
Πάλιν πετοῦν με τὴν γραφήν, δράσσω, κρατῶ, φιλῶ την, ἀνοίγω, ἀποτυλίσσω την, τὰ εἶχεν ἀνέγνωσά τα, ἀφῆκα τὸ εἶχα εἰς θλίψιν μου, περιεπαρηγορήθην, ἀντίσηκον τὴν ἔγραψα πιττάκιν καὶ ἄκουσέ το: Πιττάκιν ἄλλον ἡδονῆς Λιβίστρου πρὸς τὴν κόρην. “Ἂν ἀπὸ τοῦ πιττακίου σου καὶ ἀπὸ τὰ γράμματά σου θανάτου ὑπέστην συμφορὰν καὶ ἀνάγκην ὑπεστάθην, πάλιν ἀπὸ τὸ πιττάκιν σου καὶ ἀπὸ τὰ γράμματά σου ἐπέφυγεν ὁ θάνατος, ἐμίσσευσέν με ὁ τάφος καὶ πάλιν εἰς κόσμον χαίρομαι καὶ ζῶ ἀπὸ τὴν γραφήν σου. Ἐγνώρισα τῆς διακρίσεώς σου τὴν εὐυποληψίαν, ἔμαθον τῆς ἀγάπης σου τὸ σπλάχνος τὸ εἰς ἐμένα· γροικίζω, οὐκ εἶμαι ἀναίσθητος καὶ πάλιν διὰ γραφῆς μου γράφω σε, δεσποτεία μου, μυριοπαρακαλῶ σε, πέψε σημάδιν εἰς ἐμὲν νὰ τὸ ἔχω ἀντὶ ἐσένα. †Ἔχης τα κἄν εἰς χρήαν σου† ὡς ἀπὸ τῶν γραφῶν σου· περισπλαχνίστησε ὀλιγόν, σημάδιν σου μὲ πέμψε, ἐλπίδα νὰ ἔχω ἀπαντοχῆς, θαρρῶ, νὰ μὴν ἀποτύχω.“Νὰ ἦτον ληστοῦ χειρότερος, φονίσκου νὰ εἶχεν φύσιν, δημίου ψυχὴν νὰ ἐβάσταξεν, θηρίου γνώμην νὰ εἶχεν, καὶ νὰ τὸ συνεπόνεσεν τὸ γράφει εἰς τὸ πιττάκιν· πόσῳ δὲ μᾶλλον ἄνθρωπος νὰ δέχεται πιττάκιν, —πιττάκιν νὰ ἔχῃ θάνατον ἀνθρώπου εὐυπολήπτου— ληστοῦ νὰ μὴ ἔν’ χειρότερος, φονίσκου νὰ μὴ ἔχῃ φύσιν, δημίου ψυχὴν νὰ μὴ κρατῇ, μηδὲ θηρίου γνώμην, πῶς εἰς τὸ γράφει τὸ χαρτὶν νὰ μὴ πονῇ καρδίαν, πῶς νὰ μὴ πάσχῃ εἰς τὰ λαλεῖ τὸ πονοπίττακόν σου; Καὶ γίνωσκε, συνέπαθα τοῦτο σου τὸ πιττάκιν, ἐθλίβην εἰς τὰ μὲ ἔγραψες καὶ συνεπόνεσά σε· καὶ γὰρ ἂν εἶπα διὰ χαρτὶν τὸ νὰ μὴ σὲ ἀπεστείλω, πάλιν ψυχοπονέθην σε καὶ γράφω σε πιττάκιν, γραφήν μου οἰκειόχειρον, πάλιν ἀνάγνωσέ την· καὶ γνώρισε ἐκ τοῦ γράμματος, πονῶ τα τὰ λυπεῖσαι καὶ ὀλιγωρῶ εἰς τὰ θλίβεσαι, μηδὲν μὲ τὸ ἀπιστήσῃς”.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 45
Καὶ σύ, τοπάρχα Λίβιστρε χώρας ἐμῆς καὶ τόπου, καταλεπτὸν ἂν ἄρξωμαι τοῦ νὰ σὲ ἀναδιδάξω τοῦ ἔρωτος τὰ μυστήρια τὰ δείχνει εἰς τὴν ἀγάπην, πιστεύω, ἀναιστητότερος ἂν εἶσαι παρὰ λίθον, νὰ ἔλθῃς μικρὸν εἰς αἴσθησιν, νὰ νοήσῃς τὴν ἀγάπην, νὰ φοβηθῇς τὴν δύναμιν τῶν ἐρωτοκρατόρων”. Καὶ μὲ τὰ τέτοια τὰ πολλὰ τὰ μὲ ποθοαφηγήθην, τὰ μὲ εἶπεν, τὰ μ’ ἐδίδαξεν ὁ συγγενής μου ἐκεῖνος, ἔφθασα εἰς τὴν κατούνα μου, πεζεύω ἐκ τὸ ἄλογόν μου, καὶ ἐκ τὰ ἐκακοπάθην ἤθελα τοῦ περιανασάνω, καὶ κατιδίαν ἐσέβηκα καὶ ἐφρόντιζα τοὺς λόγους τοὺς μὲ εἶπεν διὰ τὸν ἔρωταν ὁ συγγενής μου ἐκεῖνος· καὶ ἁπλῶς καὶ μὴ βουλόμενος εἰς μέριμναν ἐσέβην καὶ ἐσκόπηζεν ἡ καρδία μου μὴ πλέξω εἰς τὰς ὀδύνας. Ὁκάποτε ἐκάλεσεν ἡ ἑσπέρα τὴν ἡμέραν καὶ ἔκλινεν ὁ ἥλιος καὶ ἐσέβηκεν ἡ νύκτα· ἐνύσταξα ἐκ τὴν μέριμναν τὴν εἶχεν ἡ ψυχή μου, ἔπεσα νὰ ἀποκοιμηθῶ, καὶ ἄκουσε τί μὲ ἐφάνη. Ὀνείρωτος ἀφήγησις Λιβίστρου πολυπόνου.
“Βλέπεις το τοῦτο τὸ πουλίν”, λέγει με, “τὸ τρυγόνιν; Πάντως εἰς ὄρος πέτεται καὶ εἰς ἀέραν τρέχει, καὶ ἂν φονευθῇ τὸ ταίριν του καὶ λείψῃ ἀπὲ τὸν κόσμον, ποτὲ εἰς δένδρον οὐ κάθεται νὰ ἔχῃ χλωρὰ τὰ φύλλα, ποτὲ νερὸν καθάριον ἀπὸ πηγὴν οὐδὲν πίνει· πάντοτε εἰς πέτραν κάθεται, θρηνεῖ καὶ οὐκ ὑπομένει, τὴν στέρησίν του ἀνιστορεῖ καὶ πνίγει τὸν ἐνιαυτόν του. Καὶ μὴ θαυμάσῃς τὸ πουλὶν τὸ ’στάνεται καὶ βλέπει, ἀλλὰ ἰδὲς καὶ θαύμασε τὸ δένδρον τὸ φοινίκιν, πῶς ἂν οὐκ ἔχει ἀρσενικὸν τὸ θηλυκὸν φοινίκιν, ποτὲ οὐ καρπεύει εἰς τὴν γῆν, πάντα θλιμμένον στέκει. Ἄφες αὐτὸ καὶ θαύμασε τὸν λίθον τὸν μαγνήτην, πῶς ἕλκει ἀπὸ τοῦ πόθου του τὴν φύσιν τοῦ σιδήρου. Θαύμασε καὶ τὴν σμέριναν πάλε τὴν θαλασσίαν, πῶς ἀπὸ κάτω ἐκ τὸν βυθὸν διὰ πόθον ἀνεβαίνει καὶ μὲ τὸν ὄφιν σμίγεται διὰ ἐρωτικὴν ἀγάπην. Ξένισε καὶ τὸν ποταμὸν τὸν λέγουσιν Ἀλφεῖον, πῶς τὸ θαλασσοπέλαγος τὸ τόσον παρατρέχει καὶ πρὸς τὴν λίμνην ἔρχεται τὴν εἰς τὴν Σικελίαν.Εἶδα καὶ ἐξενίστην το καὶ μέριμνα μ’ ἐσέβην, συνελυπήθην τὸ πουλὶν καὶ ἀπὸ τοὺς ἐδικούς μου ἕναν μου ἐρώτουν συγγενήν, τὸ τί εἶχεν καὶ ἐφονεύθην· καὶ ἐκεῖνος, ἐκ τοῦ πράγματος ὡς ἔμαθα, ἐψηλάφα πάντα ἀφορμὴ τοῦ νὰ μὲ εἰπῇ τοῦ ἔρωτος τὰς ὀδύνας καὶ τὰ ἐρωτογλυκόπικρα τοῦ πόθου νὰ μὲ μάθῃ. Καὶ ἅμα τὸν ἐρώτησα, σύντομα μὲ ἀπεκρίθην: Τὸν Λίβιστρον ὁ συγγενὴς ἤρξατο νὰ διδάσκῃ τοῦ ἔρωτος τὰς συμφορὰς καὶ τοὺς παραδαρμούς του. “Μάθε, τοπάρχα Λίβιστρε χώρας ἐμῆς καὶ τόπου, ἂν κάτσω καὶ διδάξω σε διὰ τὸ πουλὶν τὸ βλέπεις, τὸν νοῦν σου τὸν ἀμέριμνον μέριμνα νὰ δουλώσῃ καὶ τοῦ ἔρωτος τὴν δύναμιν νὰ μυριομεγαλύνῃς”. Καὶ παρευθὺς εἰς τὸ πλευρὸν τὸν συγγενή μου ἐπῆρα, διὰ τὸ πουλὶν τὸν ἐρωτῶ, τὸ ἐρωτικὸν τρυγόνιν, καὶ τίς ἔναι ἡ πολύφοβος ἐρωτοδυναστεία. Καὶ ἐκεῖνος ἐπεχείρησε τοῦ νὰ μὲ ἀναδιδάξῃ τοῦ ἔρωτος τὰ μυστήρια καὶ τὰ δεσμὰ τοῦ πόθου, τῆς ἀσχολήσεως τὰ πικρὰ καὶ τῆς ποθομανίας: Ὁ Λίβιστρος μανθάνει τα παρὰ τοῦ συγγενοῦ του τὰ ἐρωτικὰ μυστήρια, τὰς ἡδονὰς τοῦ πόθου.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 453
Εὗρεν ἡ κόρη τὴν γραφήν, εὗρεν τὸ δακτυλίδιν, στέκει, ἐξεθαυμάζει το, κρατεῖ, φορεῖ, θεωρεῖ το, ποθοαναγνώθει τὸ χαρτίν, σκιρτᾶ εἰς τὰ γράμματά του, κράζει τὸν εὐνουχόπουλον, δείχνει τον τὸ πιττάκιν καὶ τὸ δακτυλιδόπουλον τὸ ἐφόρειν ἀπ’ ἐμένα: “Βλέπεις ἐδῶ παράξενον”, λέγει, “τὸ δακτυλίδιν νὰ ἔχῃ χρυσάφιν, σίδηρον, λυχνίτην καὶ μαγνήτην, ἑλκυτικὰ τὰ τέσσαρα πρὸς κρεμασμὸν ἀγάπης;” Καὶ εἶπε την: “Ναί, πανεύγενον ἔναι τὸ δακτυλίδιν ὅσον πρὸς τὴν ἀσχόλησιν, ὡραία, τὴν ἰδικήν σου. Ἐδάρε ἀντισχολήθησε, παρηγορήθησέ τον, γράψε τον καὶ πιττάκιν σου ποθοβεβαιότερόν σου”. Κάθηται, γράφει με χαρτίν, φίλε μου, καὶ ἄκουσέ το: Τῆς κόρης πανεξαίρετος γραφὴ εἰς τὸ δακτυλίδιν. “Ἄκουσε τί συνέβηκεν ἀπὸ τὸ δακτυλίδιν, στρατιῶτα, τὸ μὲ ἀπέστειλες μὲ τὸ ἐρωτοπιττάκιν. Εἵλκυσε τὴν καρδίαν μου τοῦ πόθου σου ὁ μαγνήτης ὡς ἕλκει ἀπὸ τὴν φύσιν του τὴν φύσιν τοῦ σιδήρου· ἐμὲν ἀκάρδιον ἤφηκεν, καὶ ἀντὶ καρδίας μου πάλιν ἔχω τὸ δακτυλίδιν σου διὰ πληροφόρημά μου.
Ἂν δὲ πάλιν οὐ πέμψῃς με σημάδιν ἰδικόν σου, δίδεις με πάλιν ἀναμονήν, ἀνελπισίαν τοῦ χρόνου, καὶ ἐμβάζεις με εἰς τσιγαρισμὸν τοῦ πόθου τοῦ ἰδικοῦ σου, νὰ μυριοτσιγαρίζομαι διὰ τὴν ἀσχόλησίν σου”. Ἔγραψα τὸ πιττάκιν μου, πάλιν ἐτόξευσά το, καὶ πάλιν τὸ τεντόσχοινον ἐκράτουν καὶ ἐμελέτουν πότε νὰ εὕρουν τὴν γραφὴν καὶ νὰ τὴν ἀναγνώσουν. Πλὴν τοῦτο τὸ πιττάκιν μου καὶ δακτυλίδιν εἶχεν, καὶ τὸ δακτυλιδόπουλον ἄκουσε νὰ τὸ μάθῃς. Ἔκφρασις πανεξαίρετος τοῦ δακτυλιδοπούλου. Εἶχε λιθάριν, φίλε μου, καθάριον λυχνιτάριν, εἶχεν ἀπέδω σίδηρον καὶ ἀπέκει τὸν μαγνήτην· καὶ μέσα ἀντὶ τοῦ δέματος τοῦ σιδηρομαγνήτου εἶχεν χρυσάφιν ἄδολον, μυριολαγαρισμένον. Καὶ ἔγραψα ἐπάνω εἰς τὴν γραφὴν ὡς διὰ τὸ δακτυλίδιν: “Τὸ ἑλκυτικὸν τὸ ἀφιέρωσεν ἡ ἀγάπη μου εἰς ἐσένα πέμπω σε, κράτει, φόρει το, θεώρει το ὡς ἀντίς μου”.Πάλιν πετοῦν με τὴν γραφήν, δράσσω, κρατῶ, φιλῶ την, ἀνοίγω, ἀποτυλίσσω την, τὰ εἶχεν ἀνέγνωσά τα, ἀφῆκα τὸ εἶχα εἰς θλίψιν μου, περιεπαρηγορήθην, ἀντίσηκον τὴν ἔγραψα πιττάκιν καὶ ἄκουσέ το: Πιττάκιν ἄλλον ἡδονῆς Λιβίστρου πρὸς τὴν κόρην. “Ἂν ἀπὸ τοῦ πιττακίου σου καὶ ἀπὸ τὰ γράμματά σου θανάτου ὑπέστην συμφορὰν καὶ ἀνάγκην ὑπεστάθην, πάλιν ἀπὸ τὸ πιττάκιν σου καὶ ἀπὸ τὰ γράμματά σου ἐπέφυγεν ὁ θάνατος, ἐμίσσευσέν με ὁ τάφος καὶ πάλιν εἰς κόσμον χαίρομαι καὶ ζῶ ἀπὸ τὴν γραφήν σου. Ἐγνώρισα τῆς διακρίσεώς σου τὴν εὐυποληψίαν, ἔμαθον τῆς ἀγάπης σου τὸ σπλάχνος τὸ εἰς ἐμένα· γροικίζω, οὐκ εἶμαι ἀναίσθητος καὶ πάλιν διὰ γραφῆς μου γράφω σε, δεσποτεία μου, μυριοπαρακαλῶ σε, πέψε σημάδιν εἰς ἐμὲν νὰ τὸ ἔχω ἀντὶ ἐσένα. †Ἔχης τα κἄν εἰς χρήαν σου† ὡς ἀπὸ τῶν γραφῶν σου· περισπλαχνίστησε ὀλιγόν, σημάδιν σου μὲ πέμψε, ἐλπίδα νὰ ἔχω ἀπαντοχῆς, θαρρῶ, νὰ μὴν ἀποτύχω.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 458
Θεωρῶ τὸ λυχνιτάριν του, βλέπω τὸ σίδηρόν του καὶ τὸ μυριολαγάριστον τοῦ χρυσαφίου θαυμάζω, πῶς ὁ τεχνίτης τὰ ἥνωσε καὶ κατεσκεύασέν τα δουλωτικὰ εἰς ἀσχόλησιν ἐρωτικῆς ἀγάπης. Καὶ ἰδοὺ πληροφορήθησε, στρατιῶτα, ἐκ τὸ πιττάκιν, καρδίαν κατονομάζω σε, ψυχήν μου σὲ ὑπογράφω, λέγω σε δεσποτεία μου καὶ φῶς μου σὲ κηρύττω, καὶ πάλιν ἀντισχολοῦμαι σε, καρδίαν μου, δακτυλίδιν”. Ἔγραψεν τὸ πιττάκιν της, καὶ ἐπάνω ἀντὶ δεσμοῦ της εἶχεν τὸ δακτυλίδιν της τῆς ἡλιογεννημένης. Ἐπέτασάν με τὴν γραφήν, ἐπῆρα, ἐφίλησά την· ἦτον τὸ δακτυλίδιν της, φίλε μου, τῆς Ροδάμνης ἕναν χέριν ἀπὸ σίδηρον καὶ ἄλλον ἀπὸ μαγνήτην, σφικτὰ νὰ δράχνουν, νὰ κρατοῦν, ποτὲ νὰ μὴν ἀποσπάσουν, καὶ ἐπάνω τοῦ πιττακίου της τούτους τοὺς λόγους εἶχεν: Ἐπιγραφὴ τῆς ἠθικῆς τοῦ δακτυλιδοπώλου. “Ἄλυτον βλέπεις τὸν δεσμὸν τοῦ δακτυλιδοπώλου καὶ ἀπείκασε ἀπὸ τὸν δεσμὸν καὶ τοιοῦτον μου τὸν πόθον”.
Εὗρεν ἡ κόρη τὴν γραφήν, εὗρεν τὸ δακτυλίδιν, στέκει, ἐξεθαυμάζει το, κρατεῖ, φορεῖ, θεωρεῖ το, ποθοαναγνώθει τὸ χαρτίν, σκιρτᾶ εἰς τὰ γράμματά του, κράζει τὸν εὐνουχόπουλον, δείχνει τον τὸ πιττάκιν καὶ τὸ δακτυλιδόπουλον τὸ ἐφόρειν ἀπ’ ἐμένα: “Βλέπεις ἐδῶ παράξενον”, λέγει, “τὸ δακτυλίδιν νὰ ἔχῃ χρυσάφιν, σίδηρον, λυχνίτην καὶ μαγνήτην, ἑλκυτικὰ τὰ τέσσαρα πρὸς κρεμασμὸν ἀγάπης;” Καὶ εἶπε την: “Ναί, πανεύγενον ἔναι τὸ δακτυλίδιν ὅσον πρὸς τὴν ἀσχόλησιν, ὡραία, τὴν ἰδικήν σου. Ἐδάρε ἀντισχολήθησε, παρηγορήθησέ τον, γράψε τον καὶ πιττάκιν σου ποθοβεβαιότερόν σου”. Κάθηται, γράφει με χαρτίν, φίλε μου, καὶ ἄκουσέ το: Τῆς κόρης πανεξαίρετος γραφὴ εἰς τὸ δακτυλίδιν. “Ἄκουσε τί συνέβηκεν ἀπὸ τὸ δακτυλίδιν, στρατιῶτα, τὸ μὲ ἀπέστειλες μὲ τὸ ἐρωτοπιττάκιν. Εἵλκυσε τὴν καρδίαν μου τοῦ πόθου σου ὁ μαγνήτης ὡς ἕλκει ἀπὸ τὴν φύσιν του τὴν φύσιν τοῦ σιδήρου· ἐμὲν ἀκάρδιον ἤφηκεν, καὶ ἀντὶ καρδίας μου πάλιν ἔχω τὸ δακτυλίδιν σου διὰ πληροφόρημά μου.Ἂν δὲ πάλιν οὐ πέμψῃς με σημάδιν ἰδικόν σου, δίδεις με πάλιν ἀναμονήν, ἀνελπισίαν τοῦ χρόνου, καὶ ἐμβάζεις με εἰς τσιγαρισμὸν τοῦ πόθου τοῦ ἰδικοῦ σου, νὰ μυριοτσιγαρίζομαι διὰ τὴν ἀσχόλησίν σου”. Ἔγραψα τὸ πιττάκιν μου, πάλιν ἐτόξευσά το, καὶ πάλιν τὸ τεντόσχοινον ἐκράτουν καὶ ἐμελέτουν πότε νὰ εὕρουν τὴν γραφὴν καὶ νὰ τὴν ἀναγνώσουν. Πλὴν τοῦτο τὸ πιττάκιν μου καὶ δακτυλίδιν εἶχεν, καὶ τὸ δακτυλιδόπουλον ἄκουσε νὰ τὸ μάθῃς. Ἔκφρασις πανεξαίρετος τοῦ δακτυλιδοπούλου. Εἶχε λιθάριν, φίλε μου, καθάριον λυχνιτάριν, εἶχεν ἀπέδω σίδηρον καὶ ἀπέκει τὸν μαγνήτην· καὶ μέσα ἀντὶ τοῦ δέματος τοῦ σιδηρομαγνήτου εἶχεν χρυσάφιν ἄδολον, μυριολαγαρισμένον. Καὶ ἔγραψα ἐπάνω εἰς τὴν γραφὴν ὡς διὰ τὸ δακτυλίδιν: “Τὸ ἑλκυτικὸν τὸ ἀφιέρωσεν ἡ ἀγάπη μου εἰς ἐσένα πέμπω σε, κράτει, φόρει το, θεώρει το ὡς ἀντίς μου”.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 463
Ἀνέγνωσά την τὴν γραφὴν τοῦ δακτυλιδοπούλου καὶ ἀντίσηκον τὴν ἔγραψα πιττάκιν καὶ ἄκουσέ το: Πιττάκιν ἄλλον ἠθικὸν Λιβίστρου πρὸς τὴν κόρην. “Ἄλυτον εἶχεν τὸν δεσμόν, ὡραία, τὸ δακτυλίδιν τοῦτο σου τὸ μὲ ἀπέστειλες μὲ τὸ ἐρωτοπιττάκιν· καὶ τοιοῦτον εὗρε καὶ τὸν νοῦν, μάθε, τὸν ἰδικόν μου, ἄλυτον εἰς τὸ δέσιμον τοῦ πόθου τοῦ ἰδικοῦ σου. Ἀνέγνωσά την τὴν γραφήν, εἶδα τὸ δακτυλίδιν, φορῶ το εἰς τὸ δακτύλι μου καὶ ἄκουσον τί μὲ λέγει: ‘Φόρει με, πόθου εἶμαι δεσμός, ἀγάπης εἶμαι πρᾶγμα, κράτει με ὅτι ἀπ’ ἀσχόλησιν φουδούλας ἀπεστάλθην· βλέπε με καὶ ἀνιστόρει την ἐκείνην τὴν ὡραίαν ὁποὺ μὲ ἀπέστειλεν εἰς ἐσὲν νὰ μὲ θωρῇς ἀντί της· συχνοασχολοῦ με, μνήσκου την, θώρει με καὶ ἐνθυμοῦ την, καὶ ἀντ’ ἐκείνην ἔχε με, παραγγελίαν της ἔχω νὰ μὲ φορῇς, νὰ μὲ θεωρῇς, νὰ σὲ δακτυλοσφίγγω, ἡ ἀνάμνησις τοῦ πόθου της ποτὲ νὰ μὴν σὲ λείπῃ’.
Θεωρῶ τὸ λυχνιτάριν του, βλέπω τὸ σίδηρόν του καὶ τὸ μυριολαγάριστον τοῦ χρυσαφίου θαυμάζω, πῶς ὁ τεχνίτης τὰ ἥνωσε καὶ κατεσκεύασέν τα δουλωτικὰ εἰς ἀσχόλησιν ἐρωτικῆς ἀγάπης. Καὶ ἰδοὺ πληροφορήθησε, στρατιῶτα, ἐκ τὸ πιττάκιν, καρδίαν κατονομάζω σε, ψυχήν μου σὲ ὑπογράφω, λέγω σε δεσποτεία μου καὶ φῶς μου σὲ κηρύττω, καὶ πάλιν ἀντισχολοῦμαι σε, καρδίαν μου, δακτυλίδιν”. Ἔγραψεν τὸ πιττάκιν της, καὶ ἐπάνω ἀντὶ δεσμοῦ της εἶχεν τὸ δακτυλίδιν της τῆς ἡλιογεννημένης. Ἐπέτασάν με τὴν γραφήν, ἐπῆρα, ἐφίλησά την· ἦτον τὸ δακτυλίδιν της, φίλε μου, τῆς Ροδάμνης ἕναν χέριν ἀπὸ σίδηρον καὶ ἄλλον ἀπὸ μαγνήτην, σφικτὰ νὰ δράχνουν, νὰ κρατοῦν, ποτὲ νὰ μὴν ἀποσπάσουν, καὶ ἐπάνω τοῦ πιττακίου της τούτους τοὺς λόγους εἶχεν: Ἐπιγραφὴ τῆς ἠθικῆς τοῦ δακτυλιδοπώλου. “Ἄλυτον βλέπεις τὸν δεσμὸν τοῦ δακτυλιδοπώλου καὶ ἀπείκασε ἀπὸ τὸν δεσμὸν καὶ τοιοῦτον μου τὸν πόθον”.Εὗρεν ἡ κόρη τὴν γραφήν, εὗρεν τὸ δακτυλίδιν, στέκει, ἐξεθαυμάζει το, κρατεῖ, φορεῖ, θεωρεῖ το, ποθοαναγνώθει τὸ χαρτίν, σκιρτᾶ εἰς τὰ γράμματά του, κράζει τὸν εὐνουχόπουλον, δείχνει τον τὸ πιττάκιν καὶ τὸ δακτυλιδόπουλον τὸ ἐφόρειν ἀπ’ ἐμένα: “Βλέπεις ἐδῶ παράξενον”, λέγει, “τὸ δακτυλίδιν νὰ ἔχῃ χρυσάφιν, σίδηρον, λυχνίτην καὶ μαγνήτην, ἑλκυτικὰ τὰ τέσσαρα πρὸς κρεμασμὸν ἀγάπης;” Καὶ εἶπε την: “Ναί, πανεύγενον ἔναι τὸ δακτυλίδιν ὅσον πρὸς τὴν ἀσχόλησιν, ὡραία, τὴν ἰδικήν σου. Ἐδάρε ἀντισχολήθησε, παρηγορήθησέ τον, γράψε τον καὶ πιττάκιν σου ποθοβεβαιότερόν σου”. Κάθηται, γράφει με χαρτίν, φίλε μου, καὶ ἄκουσέ το: Τῆς κόρης πανεξαίρετος γραφὴ εἰς τὸ δακτυλίδιν. “Ἄκουσε τί συνέβηκεν ἀπὸ τὸ δακτυλίδιν, στρατιῶτα, τὸ μὲ ἀπέστειλες μὲ τὸ ἐρωτοπιττάκιν. Εἵλκυσε τὴν καρδίαν μου τοῦ πόθου σου ὁ μαγνήτης ὡς ἕλκει ἀπὸ τὴν φύσιν του τὴν φύσιν τοῦ σιδήρου· ἐμὲν ἀκάρδιον ἤφηκεν, καὶ ἀντὶ καρδίας μου πάλιν ἔχω τὸ δακτυλίδιν σου διὰ πληροφόρημά μου.
Anonymous_Libistrus et Rhodamne_Sentence 466
Ἔδε τὸ τί ἔναι τὸ μὲ λαλεῖ δι’ ἐσὲν τὸ δακτυλίδιν, πῶς μὲ ἐνθυμίζει πάντοτε τὸ νά ’χω ἀνάμνησίν σου· ἐδάρτι ρίζα τοῦ καλοῦ καὶ βρύσις τῆς ἀγάπης, τῆς ὑπολήψεως δεσμός, τοῦ πόθου εὐδιακρισία. Παρακαλῶ σε ἀποτουνῦν νὰ ἰδῶ, νὰ σὲ συντύχω, νὰ βεβαιωθῶ τοῦ πόθου σου τὴν εὐυποληψίαν”. Ἔγραψα, φίλε, τὴν γραφὴν πάλιν ὡς καὶ τὰς ἄλλας καὶ ταύτην εἰς τὸν ἡλιακὸν ἐπέτασα τῆς κόρης. Καὶ ἀργὰ βραδὺν εἰς τὸ ξάστερον καλῶ τοὺς ἰδικούς μου, ἤλθασιν ὅλοι, ἀναπετῶ τὴν τένταν τριγυρίαν· εἶχα καλοφωνόπουλα παιδόπουλά μου δύο, καὶ ἄκουσον τί παράξενον εἴπασιν καταλόγιν: Ἐρωτικὸν κατάλεγμαν Λιβίστρου πρὸς τὴν κόρην. “Κοράσιον ἡλιογέννητον στρατιώτης ἀσχολεῖται· καὶ εἰς λιβάδιν εὔνοστον ἔναι κατουνεμένος. Μὲ τὸ φέγγος τὴν ἰσάζει καὶ νικᾷ τον ἡ ὡραία· τὸ κάλλος της τὸν ἔποικεν ξένον ἀπὸ τὰ ἐδικά του. Καὶ ἔπαθεν πολλὰς ὀδύνας ἕως νά ’βρῃ τὴν ὡραίαν, ηὗρεν την καὶ ἀκόμη πάσχει ὁ λαμπρὸς ὁ στρατιώτης. Τὴν ἐξαίρετον τὴν κόρην βλέπει την καὶ ἀναστενάζει, ἀνανοεῖται τὰ ἐπικράνθη καὶ ἐκ τοῦ πόνου ὀδυνᾶται.
Ἀνέγνωσά την τὴν γραφὴν τοῦ δακτυλιδοπούλου καὶ ἀντίσηκον τὴν ἔγραψα πιττάκιν καὶ ἄκουσέ το: Πιττάκιν ἄλλον ἠθικὸν Λιβίστρου πρὸς τὴν κόρην. “Ἄλυτον εἶχεν τὸν δεσμόν, ὡραία, τὸ δακτυλίδιν τοῦτο σου τὸ μὲ ἀπέστειλες μὲ τὸ ἐρωτοπιττάκιν· καὶ τοιοῦτον εὗρε καὶ τὸν νοῦν, μάθε, τὸν ἰδικόν μου, ἄλυτον εἰς τὸ δέσιμον τοῦ πόθου τοῦ ἰδικοῦ σου. Ἀνέγνωσά την τὴν γραφήν, εἶδα τὸ δακτυλίδιν, φορῶ το εἰς τὸ δακτύλι μου καὶ ἄκουσον τί μὲ λέγει: ‘Φόρει με, πόθου εἶμαι δεσμός, ἀγάπης εἶμαι πρᾶγμα, κράτει με ὅτι ἀπ’ ἀσχόλησιν φουδούλας ἀπεστάλθην· βλέπε με καὶ ἀνιστόρει την ἐκείνην τὴν ὡραίαν ὁποὺ μὲ ἀπέστειλεν εἰς ἐσὲν νὰ μὲ θωρῇς ἀντί της· συχνοασχολοῦ με, μνήσκου την, θώρει με καὶ ἐνθυμοῦ την, καὶ ἀντ’ ἐκείνην ἔχε με, παραγγελίαν της ἔχω νὰ μὲ φορῇς, νὰ μὲ θεωρῇς, νὰ σὲ δακτυλοσφίγγω, ἡ ἀνάμνησις τοῦ πόθου της ποτὲ νὰ μὴν σὲ λείπῃ’.Θεωρῶ τὸ λυχνιτάριν του, βλέπω τὸ σίδηρόν του καὶ τὸ μυριολαγάριστον τοῦ χρυσαφίου θαυμάζω, πῶς ὁ τεχνίτης τὰ ἥνωσε καὶ κατεσκεύασέν τα δουλωτικὰ εἰς ἀσχόλησιν ἐρωτικῆς ἀγάπης. Καὶ ἰδοὺ πληροφορήθησε, στρατιῶτα, ἐκ τὸ πιττάκιν, καρδίαν κατονομάζω σε, ψυχήν μου σὲ ὑπογράφω, λέγω σε δεσποτεία μου καὶ φῶς μου σὲ κηρύττω, καὶ πάλιν ἀντισχολοῦμαι σε, καρδίαν μου, δακτυλίδιν”. Ἔγραψεν τὸ πιττάκιν της, καὶ ἐπάνω ἀντὶ δεσμοῦ της εἶχεν τὸ δακτυλίδιν της τῆς ἡλιογεννημένης. Ἐπέτασάν με τὴν γραφήν, ἐπῆρα, ἐφίλησά την· ἦτον τὸ δακτυλίδιν της, φίλε μου, τῆς Ροδάμνης ἕναν χέριν ἀπὸ σίδηρον καὶ ἄλλον ἀπὸ μαγνήτην, σφικτὰ νὰ δράχνουν, νὰ κρατοῦν, ποτὲ νὰ μὴν ἀποσπάσουν, καὶ ἐπάνω τοῦ πιττακίου της τούτους τοὺς λόγους εἶχεν: Ἐπιγραφὴ τῆς ἠθικῆς τοῦ δακτυλιδοπώλου. “Ἄλυτον βλέπεις τὸν δεσμὸν τοῦ δακτυλιδοπώλου καὶ ἀπείκασε ἀπὸ τὸν δεσμὸν καὶ τοιοῦτον μου τὸν πόθον”.