Search is not available for this dataset
id
int64
1
1.26M
row_id
stringlengths
5
11
filename
stringlengths
7
11
has_table
int64
0
1
has_list
int64
0
1
header
stringlengths
1
3.27k
place
stringlengths
9
9
section
stringlengths
0
3.37M
predicted_section
stringclasses
6 values
diplomatiki
stringclasses
3 values
titlos
stringlengths
10
443
590,211
row_590211
paper_1000
1
0
ΠΙΝΑΚΑΣ Γ 1
0.66-0.67
Οι τιμές των εργαστηριακών παραμέτρων που μελετήθηκαν ( μέση τιμή + τυπική απόκλιση ) στις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες : υπέρβαρες χωρίς Στεφανιαία Νόσο ( Ομάδα ΓΑ ), νορμοβαρείς χωρίς Στεφανιαία Νόσο ( Ομάδα ΓΒ ) και μετεμμηνοπαυσιακές με Στεφανιαία Νόσο ( Ομάδα ΓΓ ) | Παράμετροι | Ομάδα Γ A | Ομάδα Γ B | Ομάδα ΓΓ | Τιμή p † | |---------------------------------------|------------------------|------------------------|----------------------------|--------------| | Αριθμός ασθενών | 40 | 60 | 30 | - | | IMA, KU/L | 115 ± 9 | 97 ± 9,7 | 117 ± 14 | <0,001 | | Αλβουμίνη , g/dL | 4,2 ± 0,4 | 4,7 ± 0,3 | 3,9 ± 0,4 | <0,001 | | IMA/ Αλβουμίνη *, | 27,9 ± 4,1 | 20,9 ± 3 | 29,9 ± 6,9 | <0,001 | | hsCRP, mg/dL διάμεσος τιμή εύρος | 0,3 ± 0,4 0,2 0-2,1 | 0,17 ± 0,2 0,1 0-1,1 | 1,1 ± 1,9 0,28 0-9,1 | <0,001 | | NT-proBNP, pg/mL διάμεσος τιμή εύρος | 76,9 ± 62 63 6,7-339 | 96 ± 73 79 9,5-322 | 1447 ± 4297 159 26-20976 | <0,001 | | LDL, mg/dL | 133 ± 29 | 148 ± 31 | 83 ± 21 ** | <0,001 | | HDL, mg/dL | 57 ± 10 | 57 ± 15 | 48 ± 17 ** | 0,02 | | LDL/HDL | 2,4 ± 0.9 | 2,7 ± 0,9 | 1,9 ± 0,8 ** | 0,003 | | Τριγλυκερίδια mg/dL | 134 ± 60 | 114 ± 48 | 131 ± 95 ** | 0,4 | IMA: τροποποιημένη από την ισχαιμία αλβουμίνη ; hsCRP: υψηλής ευαισθησίας Cαντιδρώσα πρωτεΐνη ; NT-proBNP: Nτελικό τμήμα του εγκεφαλικού νατριουρητικού πεπτιδίου ; Στον Πίνακα Γ 2 αναγράφονται οι τιμές στον ορό των μεταβολικών παραμέτρων που μελετήθηκαν στις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες χωρίς Στεφανιαία Νόσο , υπέρβαρες , ομάδα ΓΑ και νορμοβαρείς , ομάδα ΓΒ . Τα επίπεδα της γλυκόζης , της ινσουλίνης καθώς και του δείκτη HOMA είναι σημαντικά υψηλότερα στην ομάδα ΓΑ παρά στην ομάδα ΓΒ (p < 0,001) ενώ ο δείκτης QUICKI χαμηλότερος (p < 0,001).
κ
Διδακτορικές Διατριβές
Καρδιακοί δείκτες:Μοριακή διερεύνηση και αξιολόγηση της τροποποιημένης από την ισχαιμία αλβουμίμης(ΙΜΑ)
590,212
row_590212
paper_1000
1
0
ΠΙΝΑΚΑΣ Γ 2
0.67-0.68
Μεταβολικές παράμετροι , μέση τιμή + τυπική απόκλιση (x + SD), στις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες χωρίς Στεφανιαία Νόσο : υπέρβαρες ( Ομάδα ΓΑ ) και νορμοβαρείς ( Ομάδα ΓΒ ) | Παράμετροι | Ομάδα Γ A N=40 | Ομάδα Γ B N=60 | Τιμή p | |---------------------|---------------------|-------------------|-----------| | Γλυκόζη , mg/dL | 107 ± 10,5 | 85 ± 12 | <0,001 | | Ινσουλίνη , μ U/mL | 12,2 ± 8,12 | 7,97 ± 6,88 | <0,001 | | HOMA score | 3,29 ± 2,45 | 1,72 ± 1,79 | <0,001 | | QUICKI index | 0,33 ± 0,03 | 0,37 ± 0,03 | <0,001 | HOMA (Homeostasis model assessment score): δείκτης αντίστασης στην ινσουλίνη QUICKI (Quantitative insulin sensitivity index): δείκτης ευαισθησίας στην ινσουλίνη Στον Πίνακα Γ 3 φαίνεται η συσχέτιση του ΒΜΙ και της ηλικίας ( σε έτη ) με τα επίπεδα στον ορό της ΙΜΑ , της hsCRP και του NT-proBNP μεταξύ των υπέρβαρων και των νορμοβαρών μετεμμηνοπαυσιακών γυναικών χωρίς Στεφανιαία Νόσο , Ομάδα ΓΑ και ΓΒ αντίστοιχα . Στην Ομάδα ΓΑ , υπάρχει θετική συσχέτιση του ΒΜΙ με τη συγκέντρωση της ΙΜΑ στον ορό (r = 0,38, p = 0,03) και με τη συγκέντρωση της hsCRP (r = 0,68, p < 0,001). Αντίστοιχες συσχετίσεις δεν παρουσιάζονται στην ομάδα ΓΒ . Σημαντική θετική συσχέτιση παρουσιάζεται επίσης στην Ομάδα ΓΑ μεταξύ της ηλικίας και της συγκέντρωσης του NT-proBNP (r = 0,44, p = 0,01), ενώ στην Ομάδα ΓΒ η προηγούμενη συσχέτιση απλά αγγίζει τα όρια της στατιστικής σημαντικότητας (r = 0,3, p = 0,052). Σε καμιά από τις δύο ομάδες δεν σχετίζεται ο χρόνος από την εμμηνόπαυση με τα επίπεδα της ΙΜΑ , της hsCRP ή του NT-proBNP στον ορό , p > 0,05, ( τα στοιχεία δεν αναγράφονται στον Πίνακα Γ 3).
κ
Διδακτορικές Διατριβές
Καρδιακοί δείκτες:Μοριακή διερεύνηση και αξιολόγηση της τροποποιημένης από την ισχαιμία αλβουμίμης(ΙΜΑ)
590,213
row_590213
paper_1000
1
0
ΠΙΝΑΚΑΣ Γ 3
0.68-0.69
Συσχέτιση του BMI (Kg/m 2 ) και των επιπέδων στον ορό της IMA, της hsCRP, και του NT-proBNP καθώς και της ηλικίας ( έτη ) και των ανωτέρω παραμέτρων βάση του παραμετρικού συντελεστή του Pearson ή του μη παραμετρικού συντελεστή συσχέτισης σειράς του Spearman (r) στις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες χωρίς Στεφανιαία Νόσο υπέρβαρες ( Ομάδα Α ) ή νορμοβαρείς ( Ομάδα Β ) | A. BMI (kg/m 2 ) Ομάδα | A. BMI (kg/m 2 ) Ομάδα | υπέρβαρες μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες (N=40) | νορμοβαρείς μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες (N=60) | |---------------------------|---------------------------|------------------------------------------------|--------------------------------------------------| | IMA (KU/L) | r p | 0,38 0,03 | -0,08 0,62 | | hsCRP (mg/dL) | r p | 0,68 <0,001 | 0,2 0,21 | | NT-proBNP (pg/mL) | r p | -0,09 0,61 | -0,16 0,3 | | B. Ηλικία ( έτη ) | | | | | IMA (KU/L) | r p | -0,1 0,57 | -0,01 0,92 | | hsCRP (mg/dL) | r p | -0,15 0,41 | 0,14 0,39 | | NT-proBNP (pg/mL) | r p | 0.44 0,01 | 0,3 0,052 | IMA: τροποποιημένη από την ισχαιμία αλβουμίνη ; hsCRP: υψηλής ευαισθησίας Cαντιδρώσα πρωτεΐνη ; NT-proBNP: Nτελικό τμήμα του εγκεφαλικού νατριουρητικού πεπτιδίου Από τον Πίνακα Γ 4 φαίνεται η συσχέτιση που υπάρχει μεταξύ των επιπέδων της ΙΜΑ του ορού με την αλβουμίνη , τη hsCRP, το NT-proBNP, την ινσουλίνη και τους δείκτες HOMA και QUICKI στις ομάδες ΓΑ και ΓΒ . Στις υπέρβαρες μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες , Ομάδα ΓΑ , υπάρχει σημαντική θετική συσχέτιση των επιπέδων της ΙΜΑ με τη συγκέντρωση της hsCRP (r = 0,52, p = 0,002), με τη συγκέντρωση της ινσουλίνης (r = 0,461, p = 0,007) και με τις τιμές που έχει ο δείκτης HOMA (r = 0,45, p = 0,009), ενώ αρνητική συσχέτιση παρατηρείται με τα επίπεδα της αλβουμίνης (r = -0,40, p = 0,02) και τις τιμές που έχει ο δείκτης QUICKI (r = -0,49, p = 0,004). Επιπλέον , υπάρχει θετική συσχέτιση της hsCRP με την ινσουλίνη (r = 0,738, p < 0,001) και το δείκτη HOMA (r = 0,745, p < 0,001) και αρνητική με το δείκτη QUICKI (r = -0,745, p < 0,001). Στις νορμοβαρείς μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες , Ομάδα ΓΒ , υπάρχει σημαντική αρνητική συσχέτιση των επιπέδων της ΙΜΑ με τα επίπεδα της αλβουμίνης (r = -0,48, p = 0,002) και δεν παρατηρείται συσχέτιση με τη συγκέντρωση της ινσουλίνης , με το δείκτη HOMA ή το δείκτη QUICKI (p > 0,05).
κ
Διδακτορικές Διατριβές
Καρδιακοί δείκτες:Μοριακή διερεύνηση και αξιολόγηση της τροποποιημένης από την ισχαιμία αλβουμίμης(ΙΜΑ)
590,214
row_590214
paper_1000
1
0
ΠΙΝΑΚΑΣ Γ 4
0.69-0.70
Συσχέτιση της IMA με αλβουμίνη ( ΑΛ ), hsCRP, NT-proBNP, ινσουλίνη ( ΙΝ ), δείκτη HOMA και QUICKI βάση του παραμετρικού συντελεστή του Pearson ή του μη παραμετρικού συντελεστή συσχέτισης σειράς του Spearman (r) στις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες χωρίς Στεφανιαία Νόσο υπέρβαρες ( Ομάδα ΓΑ ) ή νορμοβαρείς ( Ομάδα ΓΒ ) | | ΑΛ | hsCRP | NT- proBNP | ΙΝ HOMA | QUICKI | |------------|--------|---------|--------------|---------------------|------------| | IMA | -0,4 * | 0,52 ** | -0,17 | 0,461 ** 0,45 ** | -0,49 ** | | Αλβουμίνη | | -0,07 | 0,07 | -0,03 -0,02 | -0,05 | | hsCRP | | | -0,09 | 0,738 *** 0,745 *** | -0,745 *** | | NT- proBNP | | | | -0,27 -0,22 | 0,29 | | Ινσουλίνη | | | | 0,98 *** | -0,98 *** | | | | | | | -0,99 | | HOMA | | | | | *** |
κ
Διδακτορικές Διατριβές
Καρδιακοί δείκτες:Μοριακή διερεύνηση και αξιολόγηση της τροποποιημένης από την ισχαιμία αλβουμίμης(ΙΜΑ)
590,215
row_590215
paper_1000
1
0
β . Ομάδα Γ B (N=60)
0.70-0.71
| | A Λ | hsCRP | NT- proBNP | ΙΝ | HOMA | QUICKI | |------------|----------|---------|--------------|-------|----------|-----------| | IMA | -0,48 ** | -0,06 | 0,11 | 0,23 | 0,24 | -0,24 | | A λβουμίνη | | 0,04 | 0,06 | -0,19 | -0,16 | 0,16 | | hsCRP | | | 0,06 | 0,19 | 0,18 | -0,3 | | NT- proBNP | | | | -0,07 | -0,05 | 0,03 | | I νσουλίνη | | | | | 0,98 *** | -0,98 *** | | HOMA | | | | | | -0,99 *** | Τα αποτελέσματα της πολλαπλής γραμμικής εξάρτησης (multiple linear regression analysis) για τη διερεύνηση της συσχέτισης της παχυσαρκίας με τα επίπεδα στον ορό της ΙΜΑ , σε συνάρτηση με την ηλικία των γυναικών που μελετήθηκαν , τα επίπεδα στον ορό της αλβουμίνης , της hsCRP, του NT-proBNP και του δείκτη HOMA παρουσιάζονται στον Πίνακα Γ 5 . Όπως φαίνεται , ο ισχυρότερος θετικός προγνωστικός παράγοντας των επιπέδων της ΙΜΑ στον ορό στις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες είναι το ΒΜΙ (p < 0,001).
κ
Διδακτορικές Διατριβές
Καρδιακοί δείκτες:Μοριακή διερεύνηση και αξιολόγηση της τροποποιημένης από την ισχαιμία αλβουμίμης(ΙΜΑ)
590,216
row_590216
paper_1000
1
0
ΠΙΝΑΚΑΣ Γ 5.
0.71-0.72
Αποτελέσματα της πολλαπλής γραμμικής εξάρτησης για τη διερεύνηση της συσχέτισης των επιπέδων της ΙΜΑ στον ορό ( εξαρτημένη μεταβλητή ), με την παχυσαρκία , την ηλικία , τα επίπεδα στον ορό της αλβουμίνης , της hsCRP, του NT-proBNP και του HOMA ( ως εξαρτημένες μεταβλητές ); συντελεστής μερικής συσχέτισης (b), πιθανό σφάλμα του b (SEb) και οι τιμές t με τις αντίστοιχες p | Ανεξάρτητες μεταβλητές | b | SEb | t | Τιμή p | |--------------------------|-------|-------|-------|-----------| | Παχυσαρκία | 13,8 | 3,1 | 4,5 | <0,001 | | Ηλικία | -0,18 | 0,16 | -1,14 | 0,26 | | Αλβουμίνη | -9,8 | 3,17 | -3,09 | 0,003 | | hsCRP | 1,48 | 3,97 | 0,37 | 0,71 | | NT-proBNP | 1,58 | 4,15 | 0,38 | 0,7 | | HOMA | 1,07 | 0,54 | 1,97 | 0,05 | Οι τιμές της hsCRP και του NT-proBNP υπέστησαν λογαριθμική μετατροπή IMA: τροποποιημένη από την ισχαιμία αλβουμίνη ; hsCRP: υψηλής ευαισθησίας Cαντιδρώσα πρωτεΐνη ; NT-proBNP: Nτελικό τμήμα του εγκεφαλικού νατριουρητικού πεπτιδίου ; HOMA: δείκτης ευαισθησίας στην ινσουλίνη
κ
Διδακτορικές Διατριβές
Καρδιακοί δείκτες:Μοριακή διερεύνηση και αξιολόγηση της τροποποιημένης από την ισχαιμία αλβουμίμης(ΙΜΑ)
590,217
row_590217
paper_1000
0
0
ΣΥΖΗΤΗΣΗ
0.72-0.74
Ένας σημαντικός αριθμός καρδιαγγειακών συμβαμάτων δεν θα είχε μοιραία κατάληξη αν είχαμε δείκτες με μεγάλη ευαισθησία και ειδικότητα για τα αρχικά στάδια της εξέλιξης της Καρδιαγγειακής Νόσου , τα στάδια πριν από τη νέκρωση . Όπως προφλεγμονώδεις κυτταροκίνες , μεσολαβητές ή ενεργοποιητές της αντίδρασης οξείας φάσης , βιοδείκτες της ισχαιμίας και της καρδιακής διάτασης , οι οποίοι θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην έγκαιρη και από νωρίς εκτίμηση του συνολικού κινδύνου του πάσχοντα . Πρόσφατα η συγκέντρωση στον ορό της τροποποιημένης από την ισχαιμία αλβουμίνης , ΙΜΑ , έχει προταθεί ως βιοδείκτης της καρδιακής ισχαιμίας , ως αποτέλεσμα της έκθεσης του καρδιακού ιστού στις δραστικές μορφές οξυγόνου (ROS) που σχηματίζονται από την ισχαιμική βλάβη (71-75). Η ΙΜΑ αποτελεί μία μορφή της αλβουμίνης , της οποίας το Ν -τελικό άκρο δεν είναι σε θέση να ενωθεί με μέταλλα μεταπτώσεως Εικόνα 5 σελ .(69). Θεωρείται ότι αντιπροσωπεύει την in vivo μετατροπή της αλβουμίνης από τις ROS για αυτό και τελευταία προτείνεται και ως δείκτης του οξειδωτικού stress (77-80), το οποίο ως γνωστό ενέχεται και στην καρδιαγγειακή νόσο (12, 13). Στο οξύ Στεφανιαίο Σύνδρομο η συγκέντρωση της ΙΜΑ στον ορό αυξάνει πριν από την αύξηση της καρδιακής τροπονίνης Εικόνα 6(71-75). Όμως , δεν έχει τη νοσολογική ειδικότητα που έχει η καρδιακή τροπονίνη για τον καρδιακό μύ . Η φύση του μηχανισμού με τον οποίο η αλβουμίνη τροποποιείται από την ισχαιμία φαίνεται ότι εξειδικεύεται ανάλογα με τον ιστό , ισχαιμία καρδιακού μυός ή ισχαιμία σκελετικών μυών (69,135). Μελετήσαμε την κινητική της ΙΜΑ στην επαγόμενη από την άσκηση καρδιακή ισχαιμία , όπου έχουμε το συνδυασμό καρδιακής ισχαιμίας και ισχαιμίας των σκελετικών μυών και προσδιορίσαμε τα επίπεδα της ΙΜΑ στον ορό σε ασθενείς με τεκμηριωμένη Στεφανιαία Νόσο αλλά χωρίς κλινική εικόνα εμφράγματος ως πιθανού δείκτη της παρουσίας και / ή της σοβαρότητας της νόσου , καθώς επίσης και σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες χωρίς κλινική εικόνα Στεφανιαίας Νόσου σε σχέση με την παχυσαρκία . Η φάση της εμμηνόπαυσης στη γυναίκα χαρακτηρίζεται από αύξηση του σωματικού βάρους , διαταραχές του μεταβολισμού και υψηλό κίνδυνο καρδιαγγειακών συμβαμάτων (136). Η εμμηνόπαυση και η παχυσαρκία συνδέονται με το οξειδωτικό stress το οποίο ενέχεται στη διεργασία της αθηροσκλήρυνσης (137). Η κινητική της ΙΜΑ στην επαγόμενη από την άσκηση καρδιακή ισχαιμία μελετήθηκε σε σχέση με την κινητική της αλβουμίνης και του NT-proBNP ( νατριουρητικό πεπτίδιο ). Η ΙΜΑ και το NT-proBNP προτείνονται ως αξιόπιστοι δείκτες για την έγκαιρη διαπίστωση της καρδιακής ισχαιμίας και της καρδιακής δυσλειτουργίας αντίστοιχα (48,50,138). Παρατηρήσαμε ότι τα επίπεδα της ΙΜΑ ελαττώνονται σημαντικά στο μέγιστο της καρδιοαναπνευστικής κόπωσης , ενώ μία ώρα μετά το τέλος παρουσιάζουν αύξηση σε σύγκριση με τις βασικές τιμές ( τιμές πριν από την έναρξη της καρδιοαναπνευστικής κόπωσης ). Ελάττωση των επιπέδων της ΙΜΑ στο μέγιστο της κόπωσης σε ασθενείς με ισχαιμία του μυοκαρδίου που υποβλήθηκαν σε δοκιμασία κόπωσης (exercise stress test, EST) αναφέρεται επίσης από τους der Zee και συνεργάτες (139) και Sbarouni και συνεργάτες (140) . Όμως και στις δύο μελέτες μετά το τέλος της άσκησης δεν παρατηρείται αύξηση της ΙΜΑ . Τα επίπεδά της ΙΜΑ έχουν επιστρέψει στα προ της άσκησης επίπεδα και οι ερευνητές καταλήγουν , ότι τα επίπεδα της ΙΜΑ στον ορό δεν αντανακλούν την παρουσία της καρδιακής ισχαιμίας , η οποία δημιουργείται κατά τη δοκιμασία της κόπωσης (EST) ούτε βελτιώνουν την ακρίβεια της δοκιμασίας . Αντίθετα ο Lee και συνεργάτες (141) παρατήρησαν αύξηση της ΙΜΑ μετά τη δοκιμασία της κόπωσης (EST), όπως παρατηρήθηκε και στην παρούσα μελέτη , η οποία κατά τη γνώμη τους υποδηλώνει μεγάλο ισχαιμικό φορτίο και προλέγει τη σοβαρότητα της καρδιακής ισχαιμίας . Στη δοκιμασία της κόπωσης με την ισχαιμία του μυοκαρδίου συνυπάρχει και ισχαιμία των σκελετικών μυών . Η επίπτωση της ισχαιμίας των σκελετικών μυών , η οποία δημιουργείται κατά την άσκηση , στα επίπεδα της ΙΜΑ έχει επίσης μελετηθεί με αντικρουόμενα όμως αποτελέσματα . Σε υγιείς τα επίπεδα της ΙΜΑ ελαττώνονται αμέσως μετά την άσκηση και στη συνέχεια αυξάνουν (142,143) ή επιστρέφουν στα προ της άσκησης επίπεδα (144). Στη δοκιμασία της ισχαιμίας των μυών του αντιβραχίου (forearm ischemia test) παρατηρήθηκε πτώση της ΙΜΑ και στη συνέχεια αύξηση και επιστροφή στα αρχικά επίπεδα συνοδευμένη από την αύξηση του γαλακτικού στον ορό (135). Αντίθετα κατά την ισχαιμία της γαστροκνημίας τα επίπεδα της ΙΜΑ αυξάνουν (145). Στους ασθενείς με περιφερική αγγειοπάθεια τα επίπεδα της ΙΜΑ στον ορό ελαττώνονται κατά τη δοκιμασία της κόπωσης με βάδιση (treadmill walk test). Αυξάνουν όμως κατά τη διαδικασία της επαναιμάτωσης που φυσιολογικά ακολουθεί (146-148). Η μυϊκή άσκηση αυξάνει τη συγκέντρωση των ROS, ενεργοποίηση της αναπνευστικής αλυσίδας (149), ενώ η επαναιμάτωση η οποία έπεται της ισχαιμίας αυξάνει περαιτέρω τη συγκέντρωση των ROS, ενεργοποίηση της αντίδρασης της αφυδρογονάσης της ξανθίνης (12,150), οπότε μπορεί να εξηγηθεί , τουλάχιστον εν μέρει , η αύξηση της ΙΜΑ μετά την άσκηση . Όμως στους σκελετικούς μύες , αναφέρεται ως σταθερό εύρημα , η ισχαιμία να προκαλεί αρχικά ελάττωση . Εύρημα , το οποίο ακόμη δεν έτυχε ικανοποιητικής εξήγησης (69, 135, 142,143,146148) και ακολουθεί η αύξηση των επιπέδων της ΙΜΑ . Οπότε εξηγούνται , τουλάχιστον εν μέρει και τα αντικρουόμενα ευρήματα στη μέτρηση της ΙΜΑ κατά τη δοκιμασία της καρδιοαναπνευστικής κόπωσης δεδομένου ότι συνυπάρχει η ισχαιμία των σκελετικών μυών με την καρδιακή ισχαιμία (139-141, 151,152). Μία πιθανή εξήγηση , η οποία αναφέρεται , είναι η αύξηση της συγκέντρωσης του γαλακτικού στον ορό , η οποία συνοδεύει τη μυϊκή άσκηση , να παρεμβαίνει στη δοκιμασία της σύνδεσης της αλβουμίνης με το κοβάλτιο (ACB test) με την οποία έγινε η μέτρηση της ΙΜΑ ( Υλικό και Μέθοδοι ). Ex-vivo πειράματα έδειξαν , ότι όσο η συγκέντρωση του γαλακτικού αυξάνει τόσο η συγκέντρωση της ΙΜΑ ελαττώνεται (135). Στους λείους μύες η ισχαιμία δεν συνδέεται με αύξηση της ΙΜΑ (153). Στην παρούσα μελέτη , στο μέγιστο της δοκιμασίας της κόπωσης οι τιμές των επίπεδων του γαλακτικού ήταν αυξημένες και της ΙΜΑ ελαττωμένες σε σύγκριση με τις αρχικές τιμές ( Πίνακας Α 2), αν και μεταξύ τους δεν υπήρχε στατιστικά σημαντική συσχέτιση (r = -0,227, p = 0,479). Έχει διατυπωθεί η υπόθεση ότι ο σχηματισμός της ΙΜΑ in vivo μπορεί να ερμηνευθεί ως ενδογενής μηχανισμός σε απάντηση στην ισχαιμία για την πρόληψη της καρδιακής βλάβης ή για τον περιορισμό της νέκρωσης των μυοκυττάρων (154). Δεν παρατηρήσαμε αύξηση της cTnT κατά τη διάρκεια της καρδιοαναπνευστικής κόπωσης ή μετά το τέλος αυτής όπου η συγκέντρωση της ΙΜΑ ήταν αυξημένη ώστε να υποθέσουμε κάποια μυοκαρδιακή βλάβη . Οπότε πιθανόν η αύξηση της ΙΜΑ που παρατηρήσαμε να συνάδει με την ανωτέρω υπόθεση και βρίσκεται σε συμφωνία με τα ευρήματα του Lee και συνεργάτες , οι οποίοι παρατήρησαν αύξηση της ΙΜΑ μετά τη δοκιμασία κόπωσης (EST) που όπως ισχυρίζονται υποδηλώνει μεγάλο ισχαιμικό φορτίο (141) . Η μηχανική και η νευρορμονική διέγερση της καρδιάς μαζί με το stress των μυοκυττάρων της κοιλίας ως απάντηση στη διόγκωση του όγκου της κοιλίας αποτελεί αιτία της αύξησης του NT-proBNP στο πλάσμα (155,156). Η αερόβιος άσκηση αυξάνει τα επίπεδα του NT-proBNP στον ορό (157,158). Καθώς η έντονη άσκηση μπορεί να προκαλέσει παροδική διαστολική δυσλειτουργία της αριστερής κοιλίας (157,159), όπως και ισχαιμία , επηρεάζοντας τα επίπεδα του NT-proBNP στον ορό αλλά και της ΙΜΑ (160), μπορούμε να εξηγήσουμε την αύξηση του NT-proBNP που παρατηρήσαμε στο μέγιστο της κόπωσης και στη μία ώρα μετά το τέλος της άσκησης ( Πίνακας Α 2 και Α 4) και την αύξηση της ΙΜΑ μετά το τέλος της άσκησης ( Πίνακας Α 4). Η αύξηση της αλβουμίνης που παρατηρήθηκε στο μέγιστο της κόπωσης οφείλεται μάλλον στην αιμοσυγκέντωση που προκαλεί η έντονη μυϊκή άσκηση (161). Εξάλλου στο τέλος της κόπωσης τα επίπεδα της αλβουμίνης έχουν επιστρέψει στα αρχικά , χρονικό διάστημα που δεν επαρκεί αν η αύξηση ήταν πραγματική και όχι φαινομενική , αφού η ημιπερίοδος ζωής της αλβουμίνης είναι 19 ημέρες . Αντίθετα τα επίπεδα της ΙΜΑ επιστρέφουν στα βασικά σε 16 ώρες μετά το τέλος της επαγόμενης ισχαιμίας (162). Στην έντονη μυϊκή άσκηση οφείλεται επίσης η αύξηση του γαλακτικού και η ελάττωση της γλυκόζης στο μέγιστο της άσκησης ( Πίνακας Α 2) και η μεταξύ τους αρνητική συσχέτιση (r = -0,683, p = 0,014). Στους ασθενείς με διάγνωση Στεφανιαίας Νόσου βάση της στεφανιαίας αγγειογραφίας αλλά χωρίς κλινική εικόνα οξέος εμφράγματος του μυοκαρδίου , τους οποίους μελετήσαμε , η συγκέντρωση της ΙΜΑ ήταν αυξημένη σε σύγκριση με τους υγιείς ενώ το ολικό αντιοξειδωτικό του ορού ( ΤΑ S) ελαττωμένο και σε αρνητική συσχέτιση με τη συγκέντρωση της ΙΜΑ . Δεν υπήρχε διαφορά στην τιμή της συγκέντρωσης της CK-MB στον ορό μεταξύ ασθενών και μαρτύρων . Η συγκέντρωσης της CK-MB ήταν μέσα στα όρια των φυσιολογικών τιμών στο 94% των περιπτώσεων των ασθενών , υποδηλώνοντας ότι δεν υπήρχε νέκρωση των σκελετικών μυών . Από τα επίπεδα της cTnT, όπως παρουσιάζονται στον Πίνακα Β 3, προκύπτει ότι στο 86% των ασθενών δεν υπήρχε μυοκαρδιακή νέκρωση , ενώ στο 14% αυτών πιθανόν να συνυπήρχε μικρή μυοκαρδιακή βλάβη λόγω μεταβολής της διαπερατότητας της μεμβράνης των μυοκυττάρων , η οποία ευθύνεται για τη διαρροή μικρής ποσότητας τροπονίνης από το εσωτερικό του κυττάρου προς την κυκλοφορία (163). Κατά συνέπεια , η αύξηση της ΙΜΑ , η οποία παρατηρήθηκε , μπορεί να αποδοθεί σε οξειδωτικές διεργασίες ή / και σε διαταραχές της αντλίας ιόντων της κυτταρικής μεμβράνης , οι οποίες σχετίζονται με την ισχαιμία , οι οποίες τροποποιούν το ελεύθερο Ν -τελικό τμήμα της αλβουμίνης με το οποίο τα μέταλλα μεταπτώσεως δεν μπορούν να συνδεθούν και σχηματίζεται η ΙΜΑ (164). Ο σχηματισμός της ΙΜΑ ως μία ενδογενής απάντηση στην ισχαιμία , όπως και ανωτέρω αναφέρεται , οδηγεί στην ελάττωση της συγγένειας της αλβουμίνης του ορού με τα μέταλλα μεταπτώσεως και σε αύξηση της συγκέντρωσης του βιολογικά δραστικού κλάσματος του ελεύθερου κοβαλτίου στο πλάσμα με σκοπό την αποφυγή ή την ελαχιστοποίηση της ιστικής βλάβης (154). Το κοβάλτιο σταθεροποιεί τον επαγόμενο από την υποξία παράγοντα μεταγραφής 1 α (hypoxia-inducible factor-1 α , HIF-1 α ), ο οποίος προάγει την προσαρμογή στην υποξία (165,166). Υπό αυτήν την έννοια η υψηλή συγκέντρωση της ΙΜΑ στον ορό μπορεί να θεωρηθεί ότι επιδρά προληπτικά στη βλάβη του μυοκαρδίου ή περιορίζει την έκταση της νέκρωσης του μυοκαρδίου και σύμφωνα με τον ορισμό για τους καρδιακούς βιοδείκτες (110,167), η μέτρηση της ΙΜΑ μπορεί να δώσει μία έγκαιρη εκτίμηση για τον προσδιορισμό του ευπρόσβλητου (vulnerable) μυοκαρδίου και αντίστοιχα των ασθενών με Στεφανιαία Νόσο (167-169) με υψηλό κίνδυνο οξέος Στεφανιαίου Συνδρόμου . Επιπρόσθετα , η μέτρηση της ΙΜΑ έγινε με το ACB test, το οποίο , εκτός από τον προσδιορισμό του ποσοστού του μη τροποποιημένου Ν -τελικού άκρου της αλβουμίνης , προσδιορίζει τη συγκέντρωση της αλβουμίνης , την οξειδωμένη μορφή της cys 34 του μορίου της αλβουμίνης , το pH του πλάσματος και τη σχέση κυστεΐνης / κυστίνη του πλάσματος , συνθήκες οι οποίες ενέχονται στο οξειδωτικό stress (170) και συνδέονται ή προδιαθέτουν για την αθηροσκλήρυνση και την Αγγειακή Νόσο (104-106). Υπό την έννοια αυτή , θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η μέτρηση των επιπέδων της ΙΜΑ στον ορό αντανακλά το ολικό αθηρωματικό φορτίο . Πρόσφατα , η ΙΜΑ αναφέρεται ως δείκτης της ανάπτυξης της αθηρωματικής πλάκας (79). Στους ασθενείς με Στεφανιαία Νόσο τα επίπεδα της αλβουμίνης στον ορό αν και μέσα στα φυσιολογικά πλαίσια ήταν σαφώς ελαττωμένα σε σύγκριση με τους μάρτυρες . Η αλβουμίνη θεωρείται ως έμμεσος αντιοξειδωτικός παράγοντας του πλάσματος λόγω της ικανότητάς της να ενώνεται με ελεύθερες ρίζες (92) και χαμηλές συγκεντρώσεις αλβουμίνης στο πλάσμα έχουν συνδεθεί με την Αγγειακή Νόσο όπως και με την καρδιαγγειακή θνησιμότητα (104-106). Η αρνητική συσχέτιση μεταξύ των επιπέδων της αλβουμίνης στο πλάσμα και της ΙΜΑ , η οποία παρατηρήθηκε στους πάσχοντας αλλά όχι στους υγιείς ήταν αναμενόμενη εφόσον η ΙΜΑ δεν είναι παρά το κλάσμα της αλβουμίνης το οποίο έχει τροποποιηθεί . Αρνητική συσχέτιση έχει παρατηρηθεί και στην ισχαιμία των σκελετικών μυών (135). Όπως προαναφέρθηκε ( Υλικό και Μέθοδοι ) για να αποφύγουμε ψευδείς θετικές ή αρνητικές τιμές σε άτομα με υπό -ή υπέρ -αλβουμιναιμία προσδιορίσαμε τη σχέση ΙΜΑ / αλβουμίνη . Οι τιμές του λόγου ΙΜΑ / αλβουμίνη ήταν υψηλότερες στους ασθενείς σε σχέση με τους μάρτυρες . Τα επίπεδα της υψηλής ευαισθησίας Cαντιδρώσας πρωτεΐνης (hs-CRP) και του Ν -τελικού προ -εγκεφαλικού νατριουρητικού πεπτιδίου (NT-proBNP) έχουν προταθεί ως βιοδείκτες για τη διαστρωμάτωση του κινδύνου για τους ασθενείς με αθηρωματική καρδιακή νόσο . Η hs-CRP είναι δείκτης φλεγμονής και τα επίπεδά της στον ορό συνδέονται με τον κίνδυνο καρδιαγγειακών συμβαμάτων , εφόσον στην αθηροσκλήρυνση ενέχεται η φλεγμονή (1, 38, 39). Το NT-proBNP έχει προταθεί για τον προσδιορισμό της καρδιακής ισχαιμίας και τη διαστρωμάτωση του κινδύνου καρδιακής ανεπάρκειας (48, 50). Στην παρούσα μελέτη τα επίπεδα της hs-CRP ήταν υψηλότερα στους ασθενείς σε σχέση με τους υγιείς μάρτυρες . Εντούτοις , παρόλο που οι ασθενείς ήταν υψηλού κινδύνου ως προς το έμφραγμα του μυοκαρδίου βάση της στεφανιογραφίας , μόνο σε 8 από αυτούς (7%) τα επίπεδα της hs-CRP ήταν πάνω από το διαχωριστικό όριο των 3 mg/L, το οποίο έχει προταθεί ως δείκτης για αυξημένο κίνδυνο Αγγειακής Νόσου (39). Γεγονός το οποίο συνηγορεί για την απουσία του οξέος Στεφανιαίου Συνδρόμου στους υπό μελέτη ασθενείς . Επίσης στους ασθενείς τα επίπεδα του NT-proBNP ήταν υψηλότερα σε σχέση με τους υγιείς μάρτυρες ( Πίνακας Β 2). Τα επίπεδα του νατριουρητικού πεπτιδίου στον ορό συσχετίζονται με το μέγεθος της μυοκαρδιακής βλάβης και της φλεγμονής , όπως αυτές υπολογίζονται σύμφωνα με τη μέτρηση των επιπέδων στον ορό της cTnT και της hs-CRP αντίστοιχα (171). Δεν βρέθηκε συσχέτιση μεταξύ των επιπέδων του NT-proBNP στον ορό και των επιπέδων της cTnT ή της hs-CRP στους υπό μελέτη ασθενείς . Στους ασθενείς ( Πίνακας Β 4), τα επίπεδα της ΙΜΑ στον ορό δεν διέφεραν μεταξύ των τεταρτημορίων της κατανομής του NT-proBNP. Επίπεδα του NT-proBNP μεγαλύτερα από το όριο των 161 pg/mL, το οποίο έχει προταθεί ως διαχωριστικό όριο κινδύνου στη διαστρωμάτωση των ασθενών για την καρδιακή ανεπάρκεια (48) παρατηρήθηκαν μόνο στους ασθενείς οι οποίοι βρίσκονταν στα δύο ανώτερα τεταρτημόρια της κατανομής . Αν λάβουμε υπόψη το εύρος της διακύμανσης στον ορό του NT-proBNP στους υγιείς μάρτυρες , 24,9 + 28,9 pg/ml ( Πίνακας Β 2) μπορούμε να θεωρήσουμε ότι ο προσδιορισμός της ΙΜΑ στον ορό μπορεί να αποτελεί ένα δείκτη που θα μπορούσε να επισημάνει τη Στεφανιαία Νόσο πριν από την αύξηση της cTnT και / ή του NT-proBNP ή ακόμη και της hs-CRP (172). Η εμμηνόπαυση συνδέεται με την αύξηση του σωματικού βάρους (173), το οξειδωτικό stress (174) και μεταβολικές και ενδοκρινικές διαταραχές , οι οποίες σχετίζονται με το μεταβολικό σύνδρομο , την αθηροσκλήρυνση και την Καρδιαγγειακή Νόσο (136,175). Ως εκ τούτου η φάση της εμμηνόπαυσης στη γυναίκα χαρακτηρίζεται από υψηλό κίνδυνο καρδιαγγειακών συμβαμάτων και η μέτρηση των καρδιακών βιοδεικτών συνεισφέρει στη διαστρωμάτωση και στην πρόληψη του κινδύνου . Με την παρούσα μελέτη προσπαθήσαμε να διερευνήσουμε αν μεταξύ των άλλων βιοδεικτών θα μπορούσε και η μέτρηση της ΙΜΑ να δώσει αξιόπιστες πληροφορίες . Επιπλέον η συγκέντρωση της ΙΜΑ στον ορό αναφέρεται και ως βιοδείκτης του οξειδωτικού stress και σε άλλες , εκτός της καρδιακής νόσου οντότητες , όπως στη χρόνια νεφρική νόσο (77), στη σκλήρυνση κατά πλάκας (78), στην υπερχοληστερολαιμία (79), στον τύπου 2 διαβήτη (80). Παρατηρήσαμε , ότι στις υπέρβαρες μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες χωρίς ένδειξη Στεφανιαίας Νόσου τα επίπεδα της ΙΜΑ στον ορό δεν διέφεραν από εκείνα των μετεμμηνοπαυσιακών γυναικών με Στεφανιαία Νόσο ενώ ήταν σημαντικά υψηλότερα από τα αντίστοιχα των νορμοβαρών μετεμμηνοπαυσιακών γυναικών επίσης χωρίς ένδειξη Στεφανιαίας Νόσου ( Πίνακας Γ 1). Προηγούμενες μελέτες υποστηρίζουν τη διασύνδεση μεταξύ του σωματικού λίπους και του οξειδωτικού stress δια μέσου της λεπτίνης , πρωτεΐνη η οποία εκκρίνεται από τα λιποκύτταρα (176,177), ή μέσω της αυξημένης απελευθέρωσης των λιπαρών οξέων από το λιπώδη ιστό που παρατηρείται στην παχυσαρκία (178). Η άμεση επίδραση της λεπτίνης στη γένεση των ROS στα ενδοθηλιακά κύτταρα έχει αποδειχθει (179), ενώ η αυξημένη απελευθέρωση των λιπαρών οξέων στην παχυσαρκία μπορεί να προκαλέσει οξειδωτικό stress λόγω της αύξησης της αποσύζευξης της β -οξείδωσης στα μιτοχόνδρια (178). Επομένως η αύξηση της ΙΜΑ στις υπέρβαρες μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες μπορεί να αποδοθεί στις οξειδωτικές διεργασίες , αποτέλεσμα της υπερπαραγωγής των ROS στη μετεμμηνοπαυσιακή παχυσαρκία . Ο λιπώδης ιστός συνδέεται επίσης με αύξηση των επιπέδων της hs-CRP στον ορό (180). Όπως και σε προηγούμενη μελέτη μας (181), παρατηρήσαμε και στην παρούσα θετική συσχέτιση μεταξύ του ΒΜΙ και των επιπέδων της hs-CRP στον ορό στην ομάδα των υπέρβαρων μετεμμηνοπαυσιακών γυναικών . Στην ίδια ομάδα παρατηρήσαμε επίσης θετική συσχέτιση μεταξύ της ΙΜΑ και του ΒΜΙ και μεταξύ της ΙΜΑ και της hs-CRP ( Πίνακας Γ 3). Εντούτοις από την πολλαπλή γραμμική εξάρτηση (regression analysis) δεν προέκυψε καμία συσχέτιση μεταξύ της ΙΜΑ και της hs-CRP ( Πίνακας Γ 5). Πιθανόν λόγω του ότι η παχυσαρκία σχετίζεται με την hs-CRP και η hs-CRP συμπεριφέρεται ως πιθανός συγχυτικός παράγοντας . Αναφέρεται , πρόσφατα , ότι η φλεγμονή στον τύπου 2 διαβήτη ελαττώνει την ικανότητα της αλβουμίνης να ενώνεται με το κοβάλτιο με αποτέλεσμα την αύξηση των επιπέδων της ΙΜΑ (80). Ο Piwowar και οι συνεργάτες υποστηρίζουν , ότι οι συνθήκες της χρόνιας υποξίας που υπάρχουν στο πλάσμα των διαβητικών ασθενών λόγω του οξειδωτικού stress, το οποίο αναπτύσσεται στο διαβήτη , οδηγούν στο σχηματισμό της ΙΜΑ (182). Στην παρούσα μελέτη οι υπέρβαρες μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες ( Ομάδα ΓΑ ) αν και δεν είχαν ιστορικό διαβήτη είχαν υψηλότερα επίπεδα γλυκόζης και ινσουλίνης σε σύγκριση με τις νορμοβαρείς μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες ( Ομάδα ΓΒ ). Πρέπει να επισημάνουμε ότι τα επίπεδα της ΙΜΑ δεν διέφεραν μεταξύ των γυναικών της Ομάδας ΓΑ με φυσιολογική δοκιμασία ανοχής γλυκόζης (OGTT) και εκείνων της ιδίας ομάδας με μη φυσιολογική δοκιμασία ανοχής γλυκόζης . Στα παχύσαρκα μη -διαβητικά άτομα ως αιτιολογικός παράγοντας για το οξειδωτικό stress θεωρείται η απορρύθμιση του μεταβολισμού της γλυκόζης και η ανάπτυξη αντίστασης στην ινσουλίνη (183), ή τουλάχιστον κάποιος παράγοντας ενεχόμενος στη σχετική έλλειψη ινσουλίνης (184), ο οποίος οδηγεί σε υψηλότερες τιμές το δείκτη HOMA και σε χαμηλότερες το δείκτη QUICKI, όπως ακριβώς παρατηρήσαμε και στις γυναίκες της Ομάδας ΓΑ , υπέρβαρες χωρίς ιστορικό Διαβήτη ( Πίνακας Γ 2). Επιπρόσθετα τα υψηλότερα επίπεδα ινσουλίνης των γυναικών της Ομάδας ΓΑ θα μπορούσαν να επάγουν το σχηματισμό των ROS, συνθήκη η οποία περιγράφεται ως « φαινομενικό παράδοξο » (185). Έτσι οι υψηλότερες τιμές των επιπέδων της ΙΜΑ και η θετική συσχέτιση μεταξύ της ΙΜΑ και των επιπέδων της ινσουλίνης στον ορό ή του δείκτη HOMA και η αρνητική μεταξύ της ΙΜΑ και του δείκτη QUICKI που παρατηρήθηκαν στις υπέρβαρες μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες , αλλά όχι στις νορμοβαρείς μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες , μπορούν εξηγηθούν ως η συνέπεια του οξειδωτικού stress που συνδέεται με την παχυσαρκία . Η παχυσαρκία συνδέεται με τον κίνδυνο Καρδιαγγειακής Νόσου . Εντούτοις οι κλασσικοί βιοδείκτες για τη διαστρωμάτωση του κινδύνου , η hs-CRP (39) και το NTproBNP (48) δεν ήταν αυξημένοι στις υπέρβαρες μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες σε σύγκριση με τις νορμοβαρείς . Επιπλέον , οι τιμές ήταν κάτω από τα επίπεδα που προτείνονται για αυξημένο αγγειακό κίνδυνο (39) ή για την ανάπτυξη καρδιακής ανεπάρκειας (48). Αντίθετα , στις υπέρβαρες μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες τα επίπεδα της ΙΜΑ στον ορό ήταν αυξημένα έχοντας αγγίξει τα επίπεδα τα οποία παρατηρούνται σε ασθενείς με τεκμηριωμένη Στεφανιαία Νόσο . Αν αποδεχθούμε ότι το ACB test με το οποίο έγινε η μέτρηση της ΙΜΑ προσμετρά και άλλους παράγοντες οι οποίοι σχετίζονται ή προδιαθέτουν για αθηροσκλήρυνση και Αγγειακή Νόσο , όπως ήδη αναφέρεται προηγουμένως (104-106,170), τότε θα μπορούσε η μέτρηση της ΙΜΑ να δώσει πληροφορίες για τον ολικό κίνδυνο ή την υποκλινική παρουσία της Καρδιαγγειακής Νόσου πριν από την από την αύξηση της hs-CRP ή του NT-proBNP (172,186) Καταλήγοντας μπορούμε να πούμε , ότι χωρίς αμφιβολία χρειάζεται να γίνουν ακόμη πολλές μελέτες για να διερευνηθεί αν η μέτρηση της ΙΜΑ μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βιοδείκτης στη διαστρωμάτωση του κινδύνου των ασθενών με Καρδιαγγειακή Νόσο ή , έστω και σε συνδυασμό με άλλους βιοδείκτες , στην έγκαιρη εκτίμηση του αθηρωματικού φορτίου και του συνολικού καρδιαγγειακού κινδύνου
κ
Διδακτορικές Διατριβές
Καρδιακοί δείκτες:Μοριακή διερεύνηση και αξιολόγηση της τροποποιημένης από την ισχαιμία αλβουμίμης(ΙΜΑ)
590,218
row_590218
paper_1000
0
0
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
0.74-0.75
Η από την ισχαιμία τροποποιημένη αλβουμίνη , ΙΜΑ , μπορεί να θεωρηθεί ως ένας βιοδείκτης , ο οποίος δίνει πληροφορίες για την παρουσία της Στεφανιαίας νόσου πριν από την αύξηση της hs-CRP και του NT-proBNP ή την απελευθέρωση της cTnT. Η νοσολογική ευαισθησία (sensitivity) και η νοσολογική ειδικότητα (specificity) της ΙΜΑ για τη Στεφανιαία Νόσο είναι 87,7% και 87,75% αντίστοιχα και το διαχωριστικό όριο 101,5 KU/L, όπως προκύπτει από την καμπύλη λειτουργικών χαρακτηριστικών , καμπύλη ROC. Ένα αποτέλεσμα από τη μέτρηση της ΙΜΑ , θετικό ή αρνητικό , θα μπορούσε να αξιολογηθεί στη διαστρωμάτωση του κινδύνου των ασθενών με Στεφανιαία Νόσο , προσφέροντας αυτό καθαυτό ή σε συνδυασμό με άλλους βιοδείκτες μία έγκαιρη εκτίμηση του συνολικού κινδύνου του πάσχοντα . Υπάρχει συσχέτιση της μετεμμηνοπαυσιακής παχυσαρκίας με υψηλά επίπεδα της ΙΜΑ στον ορό , πιθανότατα λόγω του οξειδωτικού stress το οποίο συνδέεται με την παχυσαρκία . Εφόσον θεωρείται ότι η μέτρηση της ΙΜΑ με τη δοκιμασία του ACB test ( δοκιμασία σύνδεσης της αλβουμίνης με το κοβάλτιο ) δίνει μία εκτίμηση του ολικού αθηρωματικού φορτίου , θα μπορούσε η μέτρησή της καθαυτή ή σε συνδυασμό με άλλους βιοδείκτες να δώσει μία έγκαιρη εκτίμηση του αθηρωματικού φορτίου και του καρδιαγγειακού κινδύνου που συνδέεται με το οξειδωτικό stress και την παχυσαρκία . Τα επίπεδα της ΙΜΑ στον ορό αυξάνουν στο τέλος της δοκιμασίας της καρδιοαναπνευστικής κόπωσης . Αν βελτιώνουν την ακρίβεια της δοκιμασίας μένει να διερευνηθεί .
κ
Διδακτορικές Διατριβές
Καρδιακοί δείκτες:Μοριακή διερεύνηση και αξιολόγηση της τροποποιημένης από την ισχαιμία αλβουμίμης(ΙΜΑ)
590,219
row_590219
paper_1000
0
1
ABSTRACT
0.75-0.77
Background: Cardiovascular disease is the primary cause of death in westernized population. However, a number of cardiovascular fatalities may be preventable if we have biomarkers upstream from markers of necrosis such as inflammatory cytokines, acute-phase reactants, biomarkers of ischemia and of myocardial stretch, which may provide an earlier assessment of overall patient risk. Recently ischemia modified albumin (IMA) has been proposed as a biomarker in clinical conditions related to ischemia associated with oxidative stress, such as cardiac ischemia, or persistent peripheral ischemia (chronic kidney disease, systemic sclerosis, hypercholesterolemia, type 2 diabetes). IMA represents the in vivo modification of human serum albumin amino-terminal end by reactive oxygen species (ROS). The N-terminal end (amino terminal end) of albumin molecule is a binding site for transition metals. As a result of ROS generated by hypoxia, free-radical injury or membrane disruption, the Nterminal of albumin molecule undergoes a decrease in binding capacity in the presence of ischemia. This alteration can be measured by the albumin cobalt binding test (ACB test). Aim: The aim of the present study was to investigate serum levels of IMA, as a potential marker of presence and/or severity of coronary artery disease (CAD) in subjects with documented CAD and without documented CAD in association with menopause and obesity conditions that are associated with an increase of cardiovascular risk. Methods and Results: The study included 429 individuals divided into 3 Groups. Group A: consists of 12 hypertensive patients undergoing exercise stress test (EST). IMA, albumin and NT-proBNP kinetics were investigated in 12 hypertensive patients during the EST. An hour after stress, IMA and NT-proBNP serum levels were significantly higher than baseline suggesting a myocardial ischemic burden and a ventricular myocyte stretch respectively. There was not any change of albumin serum levels an hour after stress. At maximum exercise, there was a decrease of IMA serum levels as compared to baseline values, attributed probably to the increase of lactic serum levels that generates an analytical interference on ACB test. Group B: consists of 114 patients (88 men and 30 women) aged 43-80 years with documented CAD without evidence of acute coronary syndrome (ACS) undergoing coronary angiography (CA) and 163 controls (131 men and 32 women) of similar aged. Serum IMA levels were measured before CA. Serum levels of high-sensitivity C-reactive protein (hsCRP), cardiac troponin T (cTnT), CK-MB concentration and Nterminal pro brain natriuretic peptide (NT-proBNP), which represent biomarkers of inflammation, of myocardial ischemia, damage or necrosis as well as serum total antioxidant status (TAS) were also evaluated. The results indicated that IMA levels were higher (p<0.001) while TAS was lower (p<0.001) in patients than in controls. IMA and TAS were negatively correlated in all subjects (p<0.001). Among patients, there was no correlation between IMA and the number of diseased vessels (severity of CAD). Serum levels of hsCRP and NT-proBNP were higher (p<0.001 and p=0.008 for NT-proBNP) in patients than in controls. However, although the studied patients were at high risk of ACS based upon CA documentation, only 8 (7%) of those had hsCRP levels above the cut-off of 3mg/L, which indicates elevated vascular risk. In patients, serum NT-proBNP levels were elevated (above 161 pg/mL) only in those belonging to the two upper quartiles of NT-proBNP distribution. The observed cTnT levels did not suggest myocardial necrosis. Serum IMA determination seems to provide an index of the presence of CAD before any elevation of cTnT and/or NTproBNP. For CAD diagnosis the best cut-off point for IMA was 101.5 KU/L with a sensitivity and a specificity of 87.7% and negative predictive value 83.3%. IMA was associated with an increased risk for CAD (OR=1.23, 95% CI: 1.16-1.31; p<0.001). Albumin serum levels, although within the normal range, were decreased in patients in comparison to controls. Group C: consists of 130 non-smoker postmenopausal women aged 43-80 years, 40 with BMI 26-32 kg/m 2 (overweight), 60 with BMI 21-25 (non-overweight), and 30 with documented CAD and BMI 23-29. Serum IMA, albumin, hsCRP and NTproBNP, glucose and insulin were measured. Homeostasis assessment model score (HOMA) and Quantitative insulin sensitivity index (QUICKI) were co-estimated. Serum IMA levels were significantly elevated in overweight as compared to nonoverweight (p<0.001) women but were similar to those with CAD. hsCRP and NTproBNP did not differ between overweight and non-overweight while they were lower in comparison to those with CAD (p<0.001). Glucose, insulin and HOMA were elevated in overweight compared to non-overweight (p<0.001) while QUICKI was lower (p<0.001). In overweight women, IMA was positively correlated with BMI, hsCRP, insulin, HOMA and negatively with QUICKI. Multivariable regression analysis revealed that in postmenopausal women obesity was the strongest significant predictor (determinant) of circulating IMA levels (p<0.001) contributing, therefore, to the elevated serum IMA concentration. Conclusions: It is worth pointing out that IMA was measured by the ACB assay and the determinants of the ACB assay mechanism of action include, apart from the proportion of intact N-terminus of serum albumin, serum albumin concentration, the state of oxidation of cys34 of serum albumin, the plasma pH and the plasma cysteine/cystine ratio encountered with oxidative stress, conditions that are associated or predispose to atherosclerosis and vascular disease. In conclusion our results suggest that: - 1. IMA determination may provide earlier information of CAD presence before hsCRP or NT-proBNP elevation, contributing to early assessment of overall patient risk. - 2. Postmenopausal obesity is associated with elevated serum IMA possibly due to obesity-associated oxidative stress and IMA measurement could provide an assessment of global atherosclerotic burden in postmenopausal women. - 3. Increased serum IMA levels after EST suggest a large myocardial ischemic burden. Whether that elevation may be useful for predicting the severity of myocardial ischemia and/or improve the accuracy of EST remains to be elucidated. IMA measurement might provide alone or in contribution with other serum biomarkers an earlier assessment of global atherosclerotic burden and cardiovascular risk.
κ
Διδακτορικές Διατριβές
Καρδιακοί δείκτες:Μοριακή διερεύνηση και αξιολόγηση της τροποποιημένης από την ισχαιμία αλβουμίμης(ΙΜΑ)
590,220
row_590220
paper_1000
0
1
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
0.77-1.00
- 1 Διονυσίου -Αστερίου Α Κυτταρικά στοιχεία και στοιχειώδης βλάβη . Στο : Αθηροσκλήρυνση Βιοχημική προσέγγιση . Ιατρικές Εκδόσεις Π . Χ . Πασχαλίδης , Αθήνα 1997 σελ . 1-34 - 2 Schoen FJ. Blood Vessels. In: Kumar V, Abbas AK, Fausto N (eds). Robbins and Cotran Pathologic Basis of Disease. 7th Edition. Philadelphia, Elsevier, Saunders (2005) pp 511-554 - 3 Duthie SJ. Nutrition and epigenetics. Epigenetic modification and human pathologies: cancer and CVD. Proceedings Nutrition Society 2011; 70:47-56 - 4 Berliner JA, Navab M, Fogelman AM, Frank JS, Demer LL, Edwards PA, Watson AD, Lusio AJ. Atherosclerosis: Basic mechanisms oxidation, inflammation and genetics . Circulation 1995; 91:2488-2496 - 5 Libby P. Inflammation in atherosclerosis. Nature 2002; 420:868-874 - 6 Apple FS, Wu AHB, Mair J, Ravkilde MP, Jillian T, Pagani F, Christenson RH, Mockel M, Danne O, Jaffe AS. Future biomarkers for detection of ischemia and risk stratification in acute coronary syndrome. Clin Chem 2005; 51:810-824 - 7 Welsh P, Packard C, Sattar N. Novel antecedent plasma biomarkers of cardiovascular disease: improved evaluation methods and comparator benchmarks raise the bar. Curr Opin Lipidol 2008; 19:563-571 - 8 Διονυσίου -Αστερίου Α . Παράγοντες κινδύνου . Στο : Αθηροσκλήρυνση Βιοχημική προσέγγιση . Ιατρικές Εκδόσεις Π . Χ . Πασχαλίδης , Αθήνα 1997 σελ . 143-160 - 9 Brown TM, Bittner V. Biomarkers of atherosclerosis: clinical applications. Curr Cardiol Rep 2008; 10:497-504 - 10 Vasan RS. Biomarkers of cardiovascular disease. Molecular basis and practical considerations. Circulation 2006;113:2335-2362 - 11 Wu AH. Markers for early detection of cardiac diseases. Scand J Clin Invest Suppl, 2005; 240:112-121 - 12 Διονυσίου -Αστερίου Α . Μεταβολισμός οξυγόνου και ελεύθερες ρίζες . Στο : Βιοχημεία στην Ιατρική . Μεταβολικά Διαγράμματα . Ιατρικές Εκδόσεις Π . Χ . Πασχαλίδης , Αθήνα 2004 σελ . 263-277 13 14 15 16 17 18 19 20 Lawrence JB, Oxvig C, Overgaard MT, Sottrup-Jensen L, Gleich GJ, Hays LG, 21 22 Yates JR, Conover CA. The insulin-like growth factor (IGF)-dependent IGF binding protein-4 protease secreted by human fibroblasts is pregnancyassociated plasma protein-A. Proc Nat Acad Sci USA 1999; 96:3149-3153 Bayes-Genis A, Conover CA, Overgaard MT, Bailey KR, Christiansen M, Holmes DRJr, Virmani R, Oxvig C, Schwartz RS. Pregnancy-associated plasma protein A as a marker of acute coronary syndromes. N Engl J Med 2001; 345:1022-1029 Bayes-Genis A, Schwartz RS, Lewis DA, Overgaard MT, Christiansen M, Oxvig C, Α shai K. Holmes DRjr, Conovez CA.. Insulin-like growth factor binding protein-4 protease produced by smooth cells increases in the coronary artery after angioplasty. Arterioscler Thromb Vasc Biol 2001; 21:335-341 Holvoet P. Oxidative modification of low-density lipoproteins in atherothrombosis. Acta Cardiol 1998; 53:253-260 Biasucci LM, D'onofrio G, Liuzzo G, Zina G, Monaco C, Caliguiri G, Tommasi M, Rebuzzi AG, Maseri A. Intracellular neutrophil myeloperoxidase is reduced in unstable angina and acute myocardial infarction but its reduction is not related to ischemia. J Am Coll Cardiol 1996; 27:611-616 Visse R, Nagase H. Matrix metalloproteinases and tissue inhibitors of metalloproteinases; structure, function and biochemistry. Circ Res 2003; 92:827-839 Galis ZS, Khatri JJ. Matrix metalloproteinases in vascular remodeling and atherogenesis: the good, the bad, and the ugly. Circ Res 2002; 90:251-262 Jefferis BM, Whincup P, Welsh P, Wannamenthee G, Rumley A, Lennon L, Thomson A, Lawlor D, Carson C, Ebrahim S, Lowe G. Prospective study of matrix metalloproteinase-9 and risk of myocardial infarction and stroke in older men and women. Atherosclerosis 2010; 208:557-563 Andre P, Nannizzi-Aaimo L, Prasad SK, Phillips DR. Platelet-derived CD40L. The switch hitting player of cardiovascular disease. Circulation 2003; 106:896899 Szmitko PE, Wang CH, Weisel RD, de Almeida JR, Anderson TJ, Verma S. New markers of inflammation and endothelial cell activation. Circulation 2003; 108:1917-1923 23 24 25 26 27 28 29 30 31 32 33 34 Consuegra-Sanchez L, Fredericks S, Kaski JC. Pregnancy-associated plasma protein-A (PAPP-A) and cardiovascular risk. Atherosclerosis 2009; 203:346-52 Iversen KK, Teisner B, Winkkel P. Gluud C, Kjoller E, Kolmos HJ, Hildebrandt PR, Hilden J, Kastrup J; CLARICOR trial group. Atherosclerosis 2011; 214:203-208 Διονυσίου -Αστερίου Α . Υδατάνθρακες : Βιοπολυμερή που περιέχουν υδατάνθρακες . Στο : Βιοχημεία στην Ιατρική . Μεταβολικά Διαγράμματα . Ιατρικές Εκδόσεις Π . Χ . Πασχαλίδης , Αθήνα 2004 σελ . 91-103 Danne O, Mockel M. Choline in acute coronary syndrome: an emerging biomarker with implications for the integrated assessment of plaque vulnerability. Expert Rev Mol Diagn 2010; 10:159-171 Kurien VA, Oliver MF. Serum-free fatty acids after acute myocardial infarction and cerebral vascular occlusion. Lancet 1966; 288:122-127 Διονυσίου -Αστερίου Α . Αιμόσταση και αθηροσκλήρυνση . Στο : Αθηροσκλήρυνση Βιοχημική προσέγγιση . Ιατρικές Εκδόσεις Π . Χ . Πασχαλίδης , Αθήνα 1997 σελ . 222-255 Mathew M, Tay E, Cusi K. Elevated plasma free fatty acids increase cardiovascular risk by including plasma biomarkers of endothelial activation, myeloperoxidase and PAI-1 in healthy subjects. Cardiovasc Diabetol 2010; 9:9 Mair J. Glycogen phosphorylase . In: Creghton TE, ed. The encyclopedia of molecular medicine. New York: Wiley Publishers, 2002:1489-1491 Mair P, Mair J, Krause E-G, Balog D, Puschendorf B, Rabitzsch G. Glycogen phosphorylase isoenzyme BB mass release after coronary artery bypass grafting. Eur J Clin Biochem 1994; 32:53-547 Maglione D, Guerriero V, Viglietto G, Delli-Bovi P, Persico MG. Isolation of a human placenta cDNA coding for a protein related to the vascular permeability factor. Proc Natl Acad Sci USA 1991; 88:9267-9271 Tjwa M, Luttum A, Autiero M, Carmeliet P. VEGF and PIGF : two pleiotropic growth factors with distinct roles in development and homeostasis. Cell Tissue Res 2003; 314:5-14 Pilarczyk K, Sattler KJ, Galili O, Versari D, Olson ML, Meyer FB, Zhu XY, Lerman LO, Lerman A. Placenta growth factor expression in human atherosclerotic plaques is related to plaque destabilization. Atherosclerosis 2008; 196; 333-340 35 36 37 38 39 40 Zakynthinos E, Pappa N. Inflammatory biomarkers in coronary artery disease. J Cardiol 2009; 53:317-333 Apple FS, Jaffe AS Cardiac function. In: Burtis CA, Ashwood ER, Bruns DE (eds). Tietz Textbook of Clinical Chemistry and Molecular Diagnostics. 4 th Edition, Elsevier, Saunders (2006) pp1619-1670 Chen K, Li F, Li J et al Induction of leptin resistance trough direct interaction of C-reactive protein with leptin. Nat Med 2006; 12:425-432 Virani SS, Polsani VR, Nambi V. Novel markers of inflammation in atherosclerosis. Curr Atheroscler Rep 2008; 10:164-170 Ridker PM. C-Reactive Protein. A simple test to help predict risk of heart attack and stroke. Circulation 2003; 108:e81-e85 Mora S Musunuru K, Blumenthal RS. The clinical utility of high-sensitivity Creactive protein in cardiovascular disease and the potential implication of JUPITER on current practice guidelines. Clin Chem 2009; 55:219-228 - 41 Ridker PM. C-reactive protein and the prediction of cardiovascular events among those at intermediate risk. J Am Coll Cardiol 2007; 49:2129-2138 - 42 Sabatine MS, Morrow DA, Jablonski KA, Rice MM, Warnica JW, Domanski MJ, Hsia J, Gersh BJ, Rifai N, Ridker PM, Pfeffer MA, Braunwald E. Peace investigators. Prognostic significance of the Centers for Disease Control/American Heart Association high-sensitivity C-reactive protein cut points for cardiovascular and other outcomes in patients with stable coronary artery disease. Circulation 2007; 115:1528-1536 43 44 45 Tselepis AD, Dentan C, Karabina SA, Chapman MI, Ninio E. PAF-degrading acetylhydrolase is preferentially associated with dense LDL and VLDL-1 in human plasma. Catalytic characteristics and relation to the monocyte-derived enzyme. Arterioscler Thromb Vasc Biol 1995; 15:1764-1773 Tellis CC, Tselepis AD. The role of lipoprotein-associated phospholipase A(2) in atherosclerosis may depend on its lipoprotein carrier in plasma. Biochim Biophys Acta 2009; 1791:327-338 Ikonomidis I, Michalareas CA, Lekakis J, Parissis J, Anastasiou-Nana M. The role of lipoprotein-associated phospholipase A2 (Lp-PLA2) in cardiovascular disease. Rev Recent Clin Trials 2011; 6:108-113 46 47 48 49 50 51 52 53 54 55 56 57 Serruys PW, Garcia-Garcia HM, Buszman P et al Effects of the direct lipoprotein-associated phospholipase A2 inhibitor darapladib on human coronary atherosclerotic plaque. Circulation 2008; 118:1172-1182 Anderson JL. Lipoprotein-associated phospholipase A2: an independent predictor of coronary artery disease events in primary and secondary prevention. Am J Cardiol 2008 101(suppl); 23F-33F Bibbins-Domingo K, Gupta R, Na B, Wu AH, Schiller NB, Whooley MA. Nterminal fragment of the prohormone brain-type natriuretic peptide (NTproBNP),cardiovascular events, and mortality in patients with stable heart disease. JAMA 2007; 297:169-176 Yeo KT, Dumont KE, Brough T. Elecsys NT-proBNP and BNP assays: are there analytically and clinically relevant differences ? J Card Fail 2005; 11(5Suppl):S84-88 deFillipi CR, Christenson RH, Gottdiener JS, Kop WJ, Seliger SL. Dynamic cardiovascular risk assessment in eldery people. The role of repeated N-terminal pro-B-type natriuretic peptide testing. J Am Coll Cardiol 2010; 55:441-450 Διονυσίου -Αστερίου Α . Μεταβολισμός αζώτου . Μεταβολισμός αμινοξέων . Στο : Βιοχημεία στην Ιατρική . Μεταβολικά Διαγράμματα . Ιατρικές Εκδόσεις Π . Χ . Πασχαλίδης , Αθήνα 2004 σελ . 105-139 Apple FS, Billadello JJ. Creatine kinase M and B subunit mRNA levels in exercised trained rat skeletal muscle. Life Sci 1994; 55:585-592 Ricchiuti V, Voss EM, Ney A, Odland M, Anderson PA, Apple FS. Skeletal muscle expression of creatine kinase B in end stage renal disease. Clin Proteomics 2004; 1:161-167 Alpert JS, Thygensen K, Antman E, Bassand JP. Myocardial infarction redefined a consensus document of The Joint European Society of Cardiology/American College of Cardiology Committee fort the redefinition of myocardial infarction. J Am Coll Cardiol 2000; 36:959-969 Διονυσίου -Αστερίου Α , Τρούγκος Κ . Πρωτεΐνες . Στο : Βιοχημεία στην Ιατρική Βιομόρια . Ιατρικές Εκδόσεις Π . Χ . Πασχαλίδης , Αθήνα 2006 σελ . 57-101 Antman EM. Decision making with cardiac troponin tests. N Engl J Med 2002; 346:2079-2082 Chan D, Ng LL. Biomarkers in acute myocardial infarction. BMC Medicine 2010; 8:34-44 58 - Thygensen K et al the Study Group on Biomarkers in Cardiology of the ESC Working Group on Acute Cardiac Care. Recommendations for the use of cardiac troponin measurement in acute cardiac care. Eur Heart J 2010; 31:21972206 - 59 Keller T, et al. Sensitive troponin I assay in early diagnosis of acute myocardial infarction. N Eng J Med 2009; 361:868-877 - 60 Giannitsis E, Kurz K, Hallermayer K, Jarausch J, Jaffe AS, Katus HA. Analytical validation of a high-sensitivity cardiac troponin T assay. Clin Chem 2010; 56:254-261 - 61 Latini R, Massoni S, Anand IS, Missov E, Carlson M, Vago T et al Prognostic value of very low plasma concentrations of Troponin T in patients with stable chronic heart failure. Circulation 2007; 116:1242-1249 - 62 Sato Y, Kataoka K, Matsumori A, Sasayama S, Yamada T, Ito H, Takastsu Y. Measuring serum aminoterminal type III procollagen peptide, 7S domain of type IV collagen, and cardiac troponin T in patients with idiopatic dilated cardiomyopathy and secondary cardiomyopathy. Heart 1997; 78:505-508 63 - Madsen LH, Ladefoged S, Hildebrandt P, Atar D. Comparison of four different cardiac troponin assays in patients with end-stage renal disease on chronic haemodialysis. Acute Card Care 2008; 10:173-180 - 64 Sadler PJ, Tucker A, Viles JH. Involvement of a lysine residue in the Nterminal Ni 2+ and Cu 2+ binding site of serum albumin. Comparison with Co 2+ Cd 2+ and Al 2+ . Eur J Biochem 1994; 220:193-200 - 65 Levine RL. Ischemia from acidosis to oxidation. FASEB J 1993; 7:1242-1246 - 66 McCord JM. Oxygen-derived free radicals in postischemic tissue injury. N Engl J Med 1985; 312:159-163 - 67 Berenshtein E, Mayer B, Goldberg C, Kitrossky N, Chevion M. Patterns of mobilization of copper and iron following myocardial ischemia: possible criteria for tissue injury. J Mol Cell Cardiol 1997; 29:3025-3034 - 68 Bar-Or D, Lau E, Winkler JV. A novel assay for cobalt-albumin binding and its potential as a marker for myocardial ischemia- a preliminary report. J Emerg Med 2000; 19;311-315 - 69 Gaze DC. Ischemia modified albumin: a novel biomarker for the detection of cardiac ischemia. Drug Metab Pharmacokinet 2009; 24:331-341 70 serum albumin is not at the N-terminus: implication on the albumincobalt 2274 71 Christenson RH, Duh SH, Sanhai WR, Wu AH, Holtman V, Painter P, Branham E, Apple FS. Characteristics of an albumin cobalt binding test for assessment of acute coronary syndrome patients: a multicenter study. Clin Chem 2001;47: 464-470. 72 Liyan C, Jie Z, Yonghua W, Xiaozhou H. Assay of ischemia-modified albumin and C-reactive protein for early diagnosis of acute coronary syndromes. J Clin Lab Anal 2008; 22: 45-49. 73 Garrido IP, Roy D, Calvino R, Vazquez-Rodriguez JM, Aldama G, Cosin-Sales J, Quiles J, Gaze D, Kaski JC. Comparison of ischemia-modified albumin levels in patients undergoing percutaneous coronary intervention for unstable angina pectoris with versus without coronary collaterals. Am J Cardiol 2004; 93: 88-90. 74 Sinha MK, Vazquez JM, Calvino R, Gaze DC, Collinson PO, Kaski JC. Effects of balloon occlusion during percutaneous coronary intervention on circulating ischemia modified albumin and transmyocardial lactate extraction. Heart 2006; 92:1852-1853 75 Sinha MK, Roy, D, Gaze DC, Collinson PO, Kaski JC. Ischemia modified albumin a new biochemical marker of myocardial ischemia, in the early diagnosis of acute coronary syndromes. Emerg Med J 2004; 21:29-34 76 Roy D, Quiles J, Gaze D, Collinson PO, Kaski JC, Baxter GF. Role of reactive oxygen species in the formation of the novel diagnostic marker ischemia modified albumin. Heart 2006; 92:113-114 77 Cichota LA, Moresco RN, Duarte MMMF, da Silva JE. Evaluation of ischemiamodified albumin in anaemia associated to chronic kidney disease. J Clin Lab Anal 2008; 22:1-5 78 Borderie D, Allanore Y, Meune C, Devaux JY, Ekindjian OG, Kahan A. High ischemia-modified albumin concentration reflects oxidative stress but not myocardial involvement in systemic sclerosis. Clin Chem 2004; 50: 2190-2193. 79 Duarte MMMF, Rocha JBT, Moresco RN, Duarte T, Da Cruz IBM, Loro VL, Schetinger MRC. Association between ischemia-modified albumin, lipids and Mothes E, Faller P. Evidence that the principal CoII-binding site in human binding test for detecting myocardial ischemia. Biochemistry 2007; 46:2267- 80 inflammation biomarkers in patients with hypercholesterolemia. Clin Biochem 2009; 42:666-671. Kaefer M, Piva SJ, de Carvalho JAM, Da Silva DB, Beker AM, Coelho AC, Duarte MMMF, Moresco RN. Association between ischemia modified albumin, inflammation and hyperglycemia in type 2 diabetes mellitus. Clin Biochem 2010; 43:450-454. - 81 Betteridge DJ. What is oxidative stress? Metabolism 2000; 49:3-8 - 82 Bergendi L, Benes L, Duraskova Z, Ferencik M. Chemistry, physiology and pathology of free radicals. Life Sci 1999; 65: 1865-1874 83 Cellular adaptations, Cell injury, and Cell death. In: Kumar V, Abbas AK, Fausto N (eds). Robbins and Cotran Pathologic Basis of Disease. 7th Edition. Philadelphia, Elsevier, Saunders (2005) pp 3-46 84 85 86 87 88 - Droge W. Free radicals in the physiological control of cell function. Physiol Rev 2002; 82:47-95 - Li C, Jackson RM. Reactive species mechanisms of cellular hypoxiareoxygenation injury. Am J Physiol Cell Physiol 2002; 282:C227-241 - Halliwell B, Whiteman M. Measuring reactive species and oxidative damage in vivo and in cell culture: how should you do it and what the results mean? British J Pharmacol 2004; 142:231-255 Cao G, Prior R. Comparison of different analytical methods for assessing total antioxidant capacity of human serum. Clin Chem 1998; 44:1309-1315 - Esterbauer H, Cheeseman KH. Determination of aldehydic lipid peroxidation products: Malonaldehyde and 4-Hydroxynonenal. Methods Enzymol 1990; 186;407-421 - 89 Roberts LJ, Morrow JD. Measurement of F2 - isoprostanes as an index of oxidative stress in vivo. Free Radic Biol Med 2000; 28:505-513 - 90 Dotan Y, Lichtenberg D, Pinckuk I. Lipid peroxidation cannot be used as a universal criterion of oxidative stress. Progress Lipid Res 2004; 43:200-227 - 91 Esterbauer H, Jurgens G. Mechanistic and genetic aspects of susceptibility of LDL to oxidation. Curr Opin Lipidol 1993; 4:114-124 - 92 Roshe M, Rondeau P, Singh NR, Tarnus E, Bourdon E. The antioxidant properties of serum albumin. FEBS Letters 2008; 582:1783-1787 - 93 Bourdon E, Blache D. The importance of proteins in defense against oxidation. Antioxid Redox Signal 2001; 3:293-311 94 transport site of human serum albumin. Studies of copper (II)-and nickel (II) binding to peptide 1-24 of human serum albumin by 13C and 1H NMR 95 Chevion M, Jiang Y, Har-El R, Berenshtein E, Uretzky G, Kitrossky N. Copper and iron are mobilized following myocardial ischemia: possible predictive criteria for tissue injury. Proc Natl Acad Sci USA 1993; 90:1102-1106 96 Walter PB, Fung EB, Killila DW, Jiang Q, Hudes M, Madden J, Porter J, Evans P, Vichinsky E, Harmatz P. Oxidative stress and inflammation in ironoverloaded patients with beta-thalassaemia or sickle disease. Br J Haematol 2006; 135:254-263 97 Ghuman J, Zunszain PA, Petitpas I, Bhattacharya AA, Otagiri M, Curry S. Structural basis of the drug-binding specificity of human serum albumin. J Mol Biol 2005; 353:38-52 98 Gutteridge JM. Antioxidant properties of the proteins caeruloplasmin, albumin and transnferrin. A study of their activity in serum and synovial fluid from patients with rheumatoid arthritis. Biochim Biophys Acta 1986; 869:119-127 99 Pacher P, Beckman JS, Liaudet L. Nitric oxide and peroxynitrite in health and disease. Physiol Rev 2007; 87:315-424 100 Papatheodorou L, Weiss N. Vascular oxidant stress and inflammation in hyperhomocysteinemia. Antioxid Redox Signal 2007; 9:1941-1958 101 Quinlan GJ, Mumby S, Martin GS, Bernard GR, Gutteridge JM, Evans TW. Albumin influences total plasma antioxidant capacity favourably in patients with acute lung injury. Crit Care Med 2004; 32:755-759 102 Cohen MP, Shea E, Chen S, Shearman CW. Glycated albumin increases oxidative stress, activates NF-kappa B and extracellular signal-regulated kinase (ERK), and stimulates ERK-dependent transforming growth factor-beta 1 production in macrophages RAW cells. J Lab Clin Med 2003; 141:242-249 103 Bourdon E, Loreau N, Blache D. Glucose and free radicals impair the antioxidant properties of serum albumin. FASEB J 1999; 13:233-234 104 Djousse L, Rothman KJ, Cupples A, Levy D, Ellison C. Serum albumin and risk of myocardial infarction and all-cause mortality in the Framingham Offspring Laussac JP, Sarkar B. Characterization of the copper (II)-and nickel (II)spectroscopy. Biochemistry 1984; 23:2832-2838 Study. Circulation 2002; 106:2919-2924 - 105 Schalk BWM, Visser M, Bremmer MA, Penninx BWJH, Bouter LM, Deeg DJH. Change of serum albumin and risk of cardiovascular disease and all-cause mortality. Am J Epidemiol 2006; 164:969-977 - 106 Delimaris I, Georgopoulos S, Kroupis C, Zachari A, Liberi M, Bastounis E, Dionyssiou-Asteriou A. Serum oxidizability, total antioxidant status and albumin serum levels in patients with aneurysmal or arterial occlusive disease. Clin Biochem 2008; 41:706-711 - 107 Danesh J, Collins R, Appleby P, Peto R. Association of fibrinogen, C-reactive protein, albumin, or leukocyte count with coronary heart disease: meta-analysis of prospective studies. JAMA 1998; 279:1477-1482 - 108 Εγχειρίδιο λειτουργίας αναλυτήρα , Roche - 109 Matthews DR, Hosker JP, Rudenski AS, Naylor BA, Treacher DF, Turner RC. Homeostasis model assessment: insulin resistance and beta-cell function from fasting plasma glucose and insulin concentration inman. Diabetologia 1985; 28;412-419 - 110 Ascaso JF, Pardo S, Real JT, Lorente RI, Priego A, Carmena R. Diagnosing insulin resistance by simple quantitative methods in subjects with normal glucose metabolism. Diabetes Care 2003; 26:3320-3325 - 111 Recommendations of the task force of the European Society of Cardiology, European Atherosclerosis Society and European Society of Hypertension. Prevention of coronary heart disease in clinical practice. Eur Heart J 1994; 15:1300-1331 - 112 Bhagavan NV, Lai EM, Rios PA, Yang J, Ortega-Lopez AM, Shinoda H, Honda AA, Rios CN, Sugiyama CE, Ha C-E. Evaluation of human serum albumin cobalt binding assay for the assessment of myocardial ischemia and myocardial infarction. Clin Chem 2003; 49:581-585 - 113 Bar-Or D, Rael LT, Bar-Or R, et al The cobalt-albumin binding assay: insights into its mode of action. Clin Chim Acta 2008;387:120-127 - 114 Gaze D C, Crompton I, Collinson P. Ischemia-modified albumin concentrations should be interpreted with caution in patients with low serum albumin concentrations. Med Princ Pract 2006;15:322-324 - 115 Maguire OC, O'Sullivan J, Ryan J, Cunningham SK. Evaluation of albumin cobalt binding (ACB) assay for measurement of ischemia-modified albumin - (IMA) on the Beckman Counter LX-20. Ann Clin Biochem 2006; 43(Pt 6):494499 - 116 Lee YW, Kim HJ, Cho YH, Shin HB, Choi TY, Lee YK. Application of albumin-adjusted ischemia albumin index as an early screening marker for acute coronary syndrome. Clin Chim Acta 2007; 384:24-27 - 117 National Committee for Clinical Laboratory Standards. Evaluation of precision performance of clinical chemistry devices. NCCLS Publication EP5-A, February 1999 - 118 Doumas BT, Watson WA, Biggs HG. Albumin standards and the measurement of serum albumin with bromocresol green. Clin Chem Acta 1971; 31;87-96 - 119 Price CP, Trull AK, Berry D, Gorwan EG. Development and validation of a particle-enhanced turbidimetric immunoassay for C-reactive protein. J Immunol Methods 1987;99:205-211 - 120 Eda S, Kaufmann J, Roos W, Pohl S. Development of a new micropartickeenhanced turbidimetric assay for C-reactive protein with superior features in sensitivity and dynamic range. J Clin Lab Anal 1998; 12:137-144 - 121 Pearson TA et al. Centers for Disease Control and Prevention: American Heart Association. Markers of inflammation and cardiovascular disease. Application to clinical and public health practice. A statement for healthcare professionals from the Centers for Disease Control and Prevention and the American Heart Association. Circulation 2003; 107:499-511 - 122 Hoyle NR. The application of electrochemiluminescence to immunoassay-base analyte detection. In: Campbell AK, Kricka LJ, Stanley PE, eds. Bioluminescence and Chemiluminescence . Fundamentals and Applied Aspects. Chichester: Wiley, 1994:28-31 - 123 Wu AHB, Feng Y-J, Moore R ET AL Characterisation of cardiac troponin subunit release into serum after acute myocardial infarction and comparison of assays for troponin T and I. Clin Chem 1998; 44:1198-1208 - 124 Ricchiuti V, Voss EM, Ney A, Odland M, Anderson PAW, Apple FS. Cardiac Troponin isoforms expressed in renal diseased skeletal muscle will not cause false positive results by the second generation cTnT assay by Boehringer Mannheim. Clin Chem 1998; 44:1919-1924 - 125 Davis GK, Labugger R, Van Eyk JE, Apple FS. Cardiac troponin T is not detected in western blots of diseased renal tissue. Clin Chem 2001; 47:782-783 126 Valli N, Gobinet A, Bordenave L. Review of 10 years of the clinical use of brain natriuretic peptide in cardiology. J Lab Clin Med 1999; 134:437-444 - 127 Prontera C, Zucchelli GC, Vittorini S, Storti S, Emdin M, Clerico A. Comparison between analytical performances of polyclonal and monoclonal electrochemiluminescence immunoassays for NT-proBNP. Clin Chim Acta 2009; 400:70-73 - 128 Miller N, Rice- Evans C, Davies M, Gopinathan V, Milner A. A novel method for measuring antioxidant capacity and its application to monitoring the antioxidant status in premature neonates. Clinical Sciences 1993; 84:407-412 - 129 Allain CC, Poon LS, Chan CS, Richmond W, Fu PC. Enzymatic determination of total serum cholesterol. Clin Chem 1974; 20:470-475 - 130 Recommendations for improving Cholesterol Measurement: A Report from the Laboratory Standardization Panel of the National Cholesterol Education Program. NIH Publication No 90-2964, February 1990 - 131 Kimbberly M, Leavy E, Cole T, Waymack P. Selection, validation, standardization and performance of a designated comparison method for HDLcholesterol for use in the Cholesterol Reference Method Laboratory Network. Clin Chem 1999; 45:1803-1812 - 132 Sugiuchi H, Uji Y, Okabe H, Irie T, Uekama K, Kayahara N, Miyauchi K. Direct measurement of high-density lipoprotein sholesterol in serum with polyethylene glycol-modified enzymes and sulfated alpha-cyclodextrin. Clin Chem 1995; 41:717-723 - 133 Shephard MDS, Whiting MJ. Falsely low estimation of triglycerides in lipemic plasma by the enzymatic triglyceride method with modified Trinder's chromogen. Clin Chem 1990; 36:325-329 - 134 Trinder P. Determination of blood glucose using 4-amino phenazone as oxygen acceptor. J Clin Pathol 1969; 22:246 135 Zapico-Muniz E, Santalo-Bel M, Merce-Muntanola J, Montiel JA, MartinezRubio A, Ordonez-Llanos J. Ischemia-modified albumin during skeletal muscle ischemia. Clin Chem 2004; 50:1063-1065 - 136 Lobo RA. Metabolicsyndromeaftermenopauseandtheroleofhormones. Maturitas 2008; 60:10-18 - 137 HolvoetP, JennyNS, ScheinerPJ, TracyRP, JacobsDR. The relationship between oxidized LDL and other cardiovascular risk factors and subclinical CVD in different ethnic groups: the Multi-Ethnic Study of Atherosclerosis (MESA).Atherosclerosis 2007; 194:245-252 138 Roy D, Quiles J, Aldama G, Sinha M, Avanzas P, Arroyo-Espliguero R, GazeD, CollinsonP, KaskiJC. Ischemia modified albumin for the assessment of patients presenting to the emergency department with acute chest pain normal or nondiagnostic 12-lead electrocaediograms and negative cardiac troponin T. Int J Cardiol 2004; 97:297-301 139 vanderZeePM, VerberneHJ, vanStraalenJP, SandersGTB, VanEck-SmitBLF, deWinterRJ, FischerJC. Ischemia-modified albumin measurements in symptomlimited exercise myocardial perfusion scintigraphy reflect serum albumin concentration but not myocardial ischemia. Clin Chem 2004; 51:1744-1746 140 Sbarouni E, Georgiadou P, Theodorakis GN, Kremastinos DT. Ischemiamodified albumin in relation to exercise testing. J Am Coll Cardiol 2006; 48:2482-2484 141 Lee DH, Jeon HK, Park HJ, Shin WS, Lee SW, Youn HJ, Kim CM Lee HK. Change in ischemia-modified albumin and its clinical significance during exercise stress testing. Citc J 2010; 74:484-489 - 142 Apple FS, Quist HE, Otto AP, Mathews WE, Murakami MM. Release characteristics of cardiac biomarkers and ischemia modified albumin as measured by the albumin cobalt-binding test after a marathon race. Clin Chem 2002; 48:1097-1100 143 Lippi G, Salvagno GL, Montagnana M, Shema F, Ballestrieri F, Guildi GC. Influence of physical exercise and relationship with biochemical variables of NTpro-brain natriuretic peptide and ischemia modified albumin. Clin Chim Acta 2006; 367:175-180 144 Middleton N, Shave R, George K, Whyte G, Forster J, Oxborough D, Gaze D, Collinson P. Novel application of flow propagation velocity and ischemiamodified albumin in analysis of postexercise cardiac function in man. Exp Physiol 2006; 91:511-519 - 145 Falkensammer J, Stojakovic T, Huber K, Hammerer-Lercher A, Gruber I, Scharnagl H, Fraedrich G, Santner W, Schocke M, Greiner A. Serum levels of ischemia -modified albumin in healthy volunteers after exercise-induced calfmuscle ischemia. Clin Chem Lab Med 2007; 45:535-540 146 Roy D, Quiles J, Sharma R, Sinha M, Avanzas P, Gaze D, Kaski JC. Ischemiamodified albumin concentrations in patients with peripheral vascular disease and exercise-induced skeletal muscle ischemia. Clin Chem 2004; 50:1656-1660 147 Hacker M, Hoyer HX, la Fougere C, Akcakoyunlu E, Schuhmana C, Forster S, Weber C, Reincke M, Tiling R, Sohn HY. Effects of peripheral vascular intervention on ischemia-modified albumin. Coron Artery Dis 2007; 18:375-379 - 148 Troxler M, Thompson D, Homer-Vanniansinkam S. Ischemia skeletal muscle increases serum ischemia modified albumin. Eur J Vasc Endovasc Surg 2006; 31:164-169 - 149 Jackson ML, Edwards RHT, Symons MCR. Electron spin resonance studies of intact mammalian skeletal muscle. Biochim Biophys Acta 1985; 847:185-190 - 150 Maxwell SRJ, Lip GYH. Perfusion injury: a review of the pathophysiology, clinical manifestations and therapeutic options. Int J cardiol 1997; 58:95-117 - 151 Kalay N, Centikaya Y, Basar E, Muhtaroglu S, Ozdogru I, Gul A, Eryol NK, Oguzhan A, Abaci A. Use of ischemia-modified albumin in diagnosis of coronary artery disease. Coron Artery Dis 2007; 18:633-637 - 152 Kurz K, Voelker R, Zdunek D, Wergeland R, Hess G, Ivandic B, Katus H, Giannitsis E. Effect of stress-induced reversible ischemia on serum concentrations of ischemia-modified albumin, natriuretic peptides and placental growth factor. Clin Res Cardiol 2007; 96:152-159 153 Banu NS, Caze DC, Bruce H, Collinson PO, Belli A,M, Manyonda IT. Markers of muscle ischemia, necrosis, and inflammation following uterine artery embolization in the treatment of symptomatic uterine fibroids. Am J Obstet Gynecol 2007; 196:213-215 154 Lippi G, Montagnana M, Guidi GC. Albumin cobalt binding and ischemia modified albumin generation: an endogenous response to ischemia? Int J Cardiol 2006; 108:410-411 155 Hama N, Itoh H, Shirakami G, Nakagawa O, Suga S, Ogawa Y, Masuda I, Nakanishi K, Yoshimasa T, Hachimoto Y et al. Rapid ventricular induction of brain natriuretic peptide gene expression in experimental acute myocardial infarction. Circulation 1995; 92:1558-1564 156 Hall C. Essential biochemistry and physiology of NT-(pro)BNP. Eur Heart J 2004; 6:257-260 157 Konig D, Schumacher YO, Heinrich L, Schmid A, Berg A, Dickhuth HH. Myocardial stress after competitive exercise in professional road cyclists. Med Sci Sports Exerc 2003; 35:1679-1683 158 Faviou E, Zachari A, Nounopoulos C, Agrafiotis E, Vourli G, DionyssiouAsteriou A. Elevation of serum N-terminal pro-brain natriuretic peptide after exercise is an index of myocardial damage or a cytoprotective reflection ? J Sports Med Phys Fitness 2008; 48:90-96 159 Futterman LG, Myerburg R. Sudden death in athletes: an update. Sports Med 1998; 26:335-350 160 Lippi G, Brocco G, Salvagno GL, Montagnana M, Dima F, Guidi GC. Highworkload endurance training may increase the serum ischemia modified albumin concentrations. Clin Chem Lab Med 2005; 43:741-744 161 Novosadova J. The changes in hematocrit, haemoglobin, plasma volume and proteins during and after different types of exercise. Eur J Appl Pysiol Occup Pysiol 1977; 36:223-230 162 de Filippi C, Yoon S, Ro A, Bounds C, Stafford L, Herzog W, Christenson R, Early detection of myocardial ischemia by a novel blood based biomarker: the kinetics of ischemia modified albumin. JACC 2003; 41:6 (Suppl A):340A 163 de Winter RJ, Fischer J, Bholasingh R, van Straalen JP, de Jong T, Tijssen JG, SandeersGT. C-reactive protein and cardiac troponin T in risk stratification: differences in optimal timing of tests early after the onset of chest pain. Clin Chem 2000; 46: 1597-1603. 164 Roy D, Kaski JC. IMA-the role of oxidative stress. Europace 2007; 9:854-855. 165 Xi L, Taher M, Yin C, Salloum F, Kukreja RC. Cobalt chloride induces delayed cardiac preconditioning in mice through selective activation of HIF-1alpha and AP-1 and iNOS signaling. Am J Physiol Heart Circ Physiol 2004; 287: H236975. 166 Berg JM, Tymoczko JL, Styer L. Στο : Βιοχημεία . Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης , Ηράκλειο 2005 σελ 503-504 - 167 Biomarkers definition working group. Biomarkers and surrogate endpoints: preferred definitions and conceptual framework. Clin Pharmacol Ther 2001; 69:89-95 168 Naghavi M, Libby P, Falk E et al. From vulnerable plaque to vulnerable patients: a call for new definitions and risk assessment strategies: part I. Circulation 2003; 108:1664-1672 169 Naghavi M, Libby P, Falk E et al. From vulnerable plaque to vulnerable patients: a call for new definitions and risk assessment strategies: part II. Circulation 2003; 108:1772-1778 170 Bar-Or D, Rael LT, Bar-Or R, Slone DS, Mains CW, Rao NKR, Curtis CG. The cobalt-albumin binding assay: Insights into its mode of action. Clin Chim Acta 2008; 387: 120-127 171 Jernberg T, James S, Lindahl B, Johnston N, Stridsberg M, Venge P, Wallentin L. Natriuretic peptides in unstable coronary artery disease. Eur Heart J 2004; 25:1486-1493 172 Kazanis K, Dalamaga M, Nounopoulos C, Manolis AS, Sakellaris N, Jullien G, Dionyssiou-Asteriou A. Ischemia modified albumin, high-sensitivity c-reactive protein and natriuretic peptide in patients with coronary atherosclerosis. Clin Chem Acta 2009; 408:65-69 173 Deibert P, Koning D, Vitoline MZ, Landmann U, Frey I, Zahradnik H-P, Berg A. Effect of a weight loss intervention on anthropometric measures and metabolic risk factors in pre-versus postmenopausal women. Nutr J 2007; 6:31 174 KassiE, DalamagaM, FaviouE, HroussalasG, KazanisK, NounopoulosCh, Dionyssiou-Asteriou A. Circulatingoxidized LDLlevels, current smoking and obesity yinpostm enopausal women. Atherosclerosis 2009; 205:279-283 175 Gaspard U. Hyperinsulinaemia, a key factor of the metabolic syndrome in postmenopausal women. Maturitas 2009; 89:362-365 176 Meier U, Gressner AM. Endocrine regulation of energy metabolism: review of pathobiochemical and clinical chemical aspects of leptin, ghrelin, adiponectinand resistin. Clin Chem 2004; 50:1511-1525 177 Romon M, Lebel P, Fruchart JC, Dallongeville J. Postprandial leptin response to carbohydrate and fat meals in obese women. J Am Coll Nutr 2003; 22:247-251 178 Carlsson C, Borg LA, Welsh N. Sodium palmitate induces partial mitochondrial uncoupling and reactive oxygen species in rat pancreatic islets in vitro. Endocrinology 1999; 140:3422-3428 179 Bouloume A, Marumo T, Lafontan M, Busse R. Leptin induces oxidative stress in human endothelial cells. FASEB J 1999; 13: 1231-8. 180 Lim S, Jang HC, Lee HK, Kimm KC, Park C, Cho NH. The relationship between body fat and C-reactive protein in middle-aged Korean population. Atherosclerosis 2006; 184:171-177 - 181 Kassi E, Dalamaga M, Hroussalas G, Kazanis K, Merantzi G, Zachari A, Giamarellos-Bourboulis EJ, Dionyssiou-Asteriou A. Adipocyte factors, highsensitive C-reactive protein levels and lipoxidative stress products in overweight postmenopausal women with normal and impaired OGTT. Maturitas 2010; 67:72-77 - 182 Piwowar A, Knapik-Kordecka M, Warwas M. Ischemia-modified albumin level in type 2 diabetes mellitus-preliminary report. Dis Markers 2008; 24:311-317 183 Evans JL. The molecular basis for oxidative stress-induced insulin resistance. Antioxid Redox Signal 2005; 7:1040-1052 184 Hoffman A. Insulin action mechanism for redox signalling in the cell cycle: its alterations in diabetes. Free Radical Biol Med 2009; 47:1093-1097 185 Goldstein BJ, Kalyankar M, Wu X. Rerox Paradox: Insulin action is facilitated by insulin-stimulated reactive oxygen species with multiple potential signalling targets. Diabetes 2005; 54:311-321 186 Kazanis K, Dalamaga M, Kassi E, Nounopoulos C, Manolis AS, Merantzi G, Jullien G, Dionyssiou-Asteriou A. Serum levels of ischemia modified albumin in overweight/obese postmenopausal women: A potential biomarker of atherosclerotic burden associated with oxidative stress. Maturitas 20011; 70:182
β
Διδακτορικές Διατριβές
Καρδιακοί δείκτες:Μοριακή διερεύνηση και αξιολόγηση της τροποποιημένης από την ισχαιμία αλβουμίμης(ΙΜΑ)
863,819
row_863819
paper_10004
0
0
ΤΟΜΕΑΣ ΔΙΕΘΝΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
0.00-0.01
ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ: 2015 - 2016
ε.σ.
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Η Πολιτική του Διαστήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση
863,820
row_863820
paper_10004
0
0
ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
0.01-0.01
του Κωνσταντίνου Πανάγου του Θεοδώρου Α.Μ.: 814
ε.σ.
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Η Πολιτική του Διαστήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση
863,821
row_863821
paper_10004
0
0
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΔΙΑΣΤΗΜΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ
0.01-0.02
ε.σ.
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Η Πολιτική του Διαστήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση
863,822
row_863822
paper_10004
0
1
Επιβλέποντες:
0.02-0.02
- 1) Μεταξία Ι. Κουσκουνά - 2) Ρεβέκκα - Εμμανουέλα Παπαδοπούλου - 3) Γεώργιος Κυριακόπουλος
ε.σ.
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Η Πολιτική του Διαστήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση
863,823
row_863823
paper_10004
0
0
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Θ. ΠΑΝΑΓΟΣ Α.Μ.: 814
0.02-0.02
ε.σ.
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Η Πολιτική του Διαστήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση
863,824
row_863824
paper_10004
0
0
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΔΙΑΣΤΗΜΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ
0.03-0.04
Copyright © [Κωνσταντίνος Θ. Πανάγος], 2017 Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος. All rights reserved. Απαγορεύεται η αντιγραφή, αποθήκευση και διανομή της παρούσας εργασίας, εξ ολοκλήρου ή τμήματος αυτής, για εμπορικό σκοπό. Επιτρέπεται η ανατύπωση, αποθήκευση και διανομή για σκοπό μη κερδοσκοπικό, εκπαιδευτικής ή ερευνητικής φύσης, υπό την προϋπόθεση να αναφέρεται η πηγή προέλευσης και να διατηρείται το παρόν μήνυμα. Οι απόψεις και θέσεις που περιέχονται σε αυτήν την εργασία εκφράζουν τον συγγραφέα και δεν πρέπει να ερμηνευθεί ότι αντιπροσωπεύουν τις επίσημες θέσεις του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. * Επιστολή του Paul Wolfowitz, Αναπληρωτή Υπουργού Άμυνας των ΗΠΑ κατά την περίοδο 2001 -2005, στους υπουργούς των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην οποία τους καλεί σε εγκατάλειψη του GNSS Galileo.
ε.σ.
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Η Πολιτική του Διαστήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση
863,825
row_863825
paper_10004
1
0
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
0.04-0.07
| Πρόλογος ....................................................................................................................... 9 | |--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------| | Εισαγωγή ..................................................................................................................... 11 | | 1. Η δημιουργία διεθνούς κανονιστικού πλαισίου στον τομέα του διαστήματος ........ 11 | | 1.1. Σύντομο Ιστορικό .............................................................................................. 11 | | 1.2. Τα πρώτα βήματα σε ευρωπαϊκό επίπεδο - Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός | | Διαστήματος (ESA) .................................................................................................. 13 | | 1.3. Η λειτουργία του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Διαστήματος ............................... 14 | | 2. Η δημιουργία μιας ευρωπαϊκής διαστημικής διακυβέρνησης - ένα σύντομο | | χρονοδιάγραμμα ....................................................................................................... 15 | | ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ | | ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΔΙΑΣΤΗΜΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΤΗΣ ΕΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΘΕΣΗ ΣΕ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΤΗΣ ΛΙΣΑΒΟΝΑΣ | | 1.1 Το προϊσχύσαν καθεστώς ................................................................................... 20 | | 1.2. Η Συνθήκη της Λισαβόνας ως σταθμός της διαστημικής πολιτικής της ΕΕ .... 23 | | Ευρωπαϊκής διαστημικής πολιτικής ............................................................................ 30 | | 3.1. Ο αρχικός ρόλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και το πρόγραμμα Galileo . 30 | | 4. Το Δίκαιο του Ανταγωνισμού ως παράγοντας επιρροής της Ευρωπαϊκής | | διαστημικής πολιτικής ................................................................................................. 42 | | 4.2. Οι Συμβάσεις και η Λειτουργία του Δικαίου του Ανταγωνισμού στον | | 4.3. Η επιλογή χρήσης του άρθρου 346 ΣΛΕΕ ........................................................ 50 | | 5. Η Διαστημική Βιομηχανική Πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης ............................ 51 |
π
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Η Πολιτική του Διαστήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση
863,826
row_863826
paper_10004
0
0
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
0.07-0.07
κ
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Η Πολιτική του Διαστήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση
863,827
row_863827
paper_10004
1
0
ΟΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΤΗΣ ΕΕ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΔΙΑΣΤΗΜΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ - ΤΑ ΕΜΠΟΔΙΑ ΚΑΙ Ο ΔΡΟΜΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ
0.07-0.09
| 1. Η ανάγκη για μια σταθερή Ευρωπαϊκή διαστημική πολιτική .................................. 56 | | |-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------|-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------| | 2. Τα πρώτα βήματα προς την αυτονομία στον τομέα των Ευρωπαϊκών διαστημικών | δραστηριοτήτων ........................................................................................................... 57 | | 3. Τα είδη της αυτονομίας που αποζητά η Ευρώπη στον τομέα της διαστημικής | | | πολιτικής ...................................................................................................................... 61 | | | 4. Τα σύγχρονα επιτεύγματα και η νέα στρατηγική της Ευρωπαϊκής διαστημικής | πολιτικής ...................................................................................................................... 64 | | 4.1. H Ανακοίνωση της Επιτροπής του 2016 - COM(2016) 705............................. 64 | | | 4.2. Η συμμετοχή της ESA στον Διεθνή Διαστημικό Σταθμό (ISS) ....................... 66 | | | 5. Η Ευρωπαϊκή προσπάθεια για την εγκαθίδρυση Διαστημικού Κώδικα | Συμπεριφοράς (EU ICoC) ............................................................................................ 70 | | Συμπεράσματα ............................................................................................................. 75 | |
π
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Η Πολιτική του Διαστήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση
863,828
row_863828
paper_10004
0
0
Πρόλογος
0.09-0.11
Με δεδομένη την επιτάχυνση του ρυθμού των εξωτερικών επιρροών πάνω στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη μέλη της ως αποτέλεσμα της επανάστασης της Κοινωνίας της Πληροφορίας, η Ευρωπαϊκή Ένωση επιδιώκει να γίνει πιο ευέλικτη θεσμικά και να ανταποκρίνεται στις συχνά ταχείες απαιτήσεις του 21 ου αιώνα σε ό,τι αφορά τη λήψη αποφάσεων. Ο τομέας του διαστήματος αντιπροσωπεύει ένα ισχυρό καταλύτη και ένα ικανό όχημα για να μπορέσει η Ευρώπη να ανταποκριθεί σε αυτές τις εξελισσόμενες απαιτήσεις, τόσο στον εμπορικό τομέα, όσο και στον τομέα της ασφάλειας. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει κατορθώσει να οργανώσει τις διαστημικές της δραστηριότητες στο πλαίσιο του συντονισμού μεταξύ των επιμέρους κρατών μελών της, της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας (ή Οργανισμού) Διαστήματος (εφεξής ESA). Η εξέλιξη δε αυτή της ευρωπαϊκής διαστημικής πολιτικής, καθώς και η συνειδητοποίηση της σημαντικότητάς της ήταν βραδεία. Μεταξύ των βασικών εργαλείων και δημοσιεύσεων που προηγήθηκαν αυτής της εξέλιξης, ήταν η έκδοση της Πράσινης Βίβλου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής καθώς και μιας Λευκής Βίβλου το έτος 2003, η υπογραφή της συμφωνίας πλαισίου μεταξύ της Επιτροπής και της ESA το 2004, η σύσταση του Συμβουλίου Διαστήματος και οι διαβουλεύσεις μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της ESA και ιδιωτικών φορέων. Μέσω αυτών και άλλων μηχανισμών, η Ευρωπαϊκή Ένωση ανέλαβε ρητή αρμοδιότητα σε ό,τι αφορά την πολιτική του διαστήματος (ενσωματωμένη πλέον στο άρθρο 189 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης) που προηγουμένως αναπτύχθηκε και εφαρμόστηκε από τις ευρωπαϊκές χώρες, μεμονωμένα ή από κοινού μέσω της ESA. Το Ψήφισμα του Συμβουλίου του Διαστήματος το 2007, σχετικά με την ευρωπαϊκή διαστημική πολιτική, θεσπίζει ένα πολιτικό πλαίσιο για την ανάπτυξη και αξιοποίηση του διαστήματος και ενσωματώνει στρατηγικά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων των προτεραιοτήτων και των βασικών δράσεων και ενεργειών που πρέπει να ληφθούν. Οι αρμοδιότητες που ανατέθηκαν στην ESA ήταν συνεπείς με τις υπάρχουσες δραστηριότητές της διαχρονικά και περιλαμβάνουν την ανάπτυξη διαστημικών τεχνολογιών και συστημάτων, την εξερεύνηση του διαστήματος, ενέργειες που επιδιώκουν την εξέλιξη της επιστήμης στο διάστημα και τη διασφάλιση της πρόσβασης αυτό. Η ESA θα παρείχε επίσης την έρευνα και τις δυνατότητες εκείνες της ανάπτυξης που απαιτούνται για την υλοποίηση των διαστημικών προγραμμάτων που χρηματοδοτούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η βασική ανησυχία στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε διεθνές επίπεδο, είναι η ανάγκη να «προφτάσει» τις άλλες μεγάλες δυνάμεις στον αγώνα του διαστήματος και να εντοπίσει τον ρόλο της στο διεθνές αυτό πλαίσιο. Αυτό θα απαιτήσει, κατά πάσα πιθανότητα, ικανότητες εναρμονισμού και συνειδητοποίησης του ολοένα και μεταβαλλόμενου περιβάλλοντος της γεωπολιτικής, ήτοι της αντίληψης του τομέα του διαστήματος ως ενός ιδιαίτερα στρατηγικού τομέα μιας αυξανόμενης παγκόσμιας ενασχόλησης από νέους παίκτες, το οποίο χρησιμεύει ως «πολλαπλασιαστής ισχύος» της εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφάλειας. Πολλά θα εξαρτηθούν από την πολιτική βούληση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πέρα από την αναγκαία επαρκή χρηματοδότηση, του αριθμού του ανθρώπινου δυναμικού δηλαδή των εκπαιδευμένων επιστημόνων και των εμπειρογνωμόνων του τομέα αυτού, και φυσικά των άλλων υλικών πόρων, κυρίως δε της τεχνολογίας. Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει, εν τέλει, να εγγυηθεί το μέλλον της πρόσβασής της στο διάστημα, τόσο από οικονομική όσο και από στρατιωτική άποψη. Η παρούσα εργασία περιγράφει το γενικότερο νομικοπολιτικό πλαίσιο των δραστηριοτήτων του διαστήματος και το πλαίσιο, μέσα στο οποίο η Ευρωπαϊκή Ένωση ανέπτυξε τη συνεργασία της στον τομέα αυτό με τα κράτη μέλη και την ESA διαχρονικά και τη θέση της στο διεθνές διαστημικό γίγνεσθαι, αφενός μέσα από μια νομική οπτική και έμφαση στο κανονιστικό πλαίσιο, είτε αυτό απορρέει από τις Συνθήκες, είτε από soft law και αφετέρου με την αναγκαία πολιτική οπτική , λαμβάνοντας υπόψη την αυξανόμενη ανάγκη αυτονομίας της Ευρώπης, δεδομένης και της γεωπολιτικής της θέσης, μέσα στο παγκόσμιο αγώνα για την κατάκτηση του διαστήματος.
κ
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Η Πολιτική του Διαστήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση
863,829
row_863829
paper_10004
0
0
Εισαγωγή
0.11-0.12
π
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Η Πολιτική του Διαστήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση
863,830
row_863830
paper_10004
0
0
1. Η δημιουργία διεθνούς κανονιστικού πλαισίου στον τομέα του διαστήματος
0.12-0.12
κ
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Η Πολιτική του Διαστήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση
863,831
row_863831
paper_10004
0
0
1.1. Σύντομο Ιστορικό
0.12-0.14
Με την εμφάνιση νέων τεχνολογιών και ιδίως των βαλλιστικών πυραύλων προς το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, η ανάγκη για τη δημιουργία ενός νέου κλάδου δικαίου, μιας νέας σειράς κανόνων, η οποία θα έβαζε τα όρια και τους φραγμούς στις ενέργειες των κρατών γινόταν ολοένα και μεγαλύτερη. Η αναπόφευκτη εμφάνιση του διεθνούς διαστημικού δικαίου, υπό τη μορφή σύναψης διεθνών συνθηκών, επέβαλε τους πρώτους περιορισμούς και παραδοχές και έβαλε τα θεμέλια για την υπό όρους ανάπτυξη της διαστημικής τεχνολογίας τόσο στον στρατιωτικό όσο και στον πολιτικό τομέα δράσης των κρατών. Το μεγαλύτερο, βέβαια, κίνητρο για την ανάπτυξη αυτού του νέου κλάδου, ήταν οι ανταγωνιστικές γεωπολιτικές εξελίξεις σε ένα νέο περιβάλλον, αυτό του διαστήματος, των δύο υπερδυνάμεων της εποχής, ήτοι των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και της τότε Σοβιετικής Ένωσης. Η αντιπαράθεση μεταξύ των δύο αυτών κρατών κατά τις πρώτες δύο δεκαετίες μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, είχε πλέον προσλάβει παγκόσμιες διαστάσεις, η ανταγωνιστικότητά τους δε, ιδίως στον στρατιωτικό τομέα, με την ανάπτυξη πυρηνικών οπλικών συστημάτων, είχε αρχίσει να έχει επίπεδα επικινδυνότητας, ικανά να επηρεάσουν ολόκληρο τον πλανήτη 1 . Το 1957, η Σοβιετική Ένωση κατάφερε να εκτοξεύσει το πρώτο αντικείμενο στο διάστημα. Μια δεκαετία περίπου αργότερα, το 1963 και πριν την ολοκλήρωση και υπογραφή της πρώτης μεγάλης συνθήκης τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, της Συνθήκης των Ηνωμένων Εθνών για το Διάστημα (Outer Space Treaty), οι δύο υπερδυνάμεις είχαν ήδη συμφωνήσει την απαγόρευση της εκτόξευσης και χρησιμοποίησης πυρηνικών όπλων και όπλων μαζικής καταστροφής στο διάστημα (Partial Test Ban Treaty). Την υπογραφή της Συνθήκης των Ηνωμένων Εθνών για το Διάστημα του 1963, η οποία παραμένει ακόμα και σήμερα ρηξικέλευθη στη φύση της και της οποίας οι αρχές χρησιμοποιήθηκαν ως θεμέλια για την παραγωγή των επόμενων κειμένων, ακολούθησαν σωρεία άλλων συνθηκών - συμφωνιών, όπως η Συνθήκη για τη Σελήνη (Moon Treaty) το 1979 2 , της οποίας τα ορυκτά χαρακτηρίστηκαν ως «κοινή κληρονομιά για όλη την ανθρωπότητα», η Συμφωνία Διάσωσης (Rescue Agreement) το 1968 3 , πλήθος ψηφισμάτων και συμβάσεων καθώς και η δημιουργία πολιτικών εκ μέρους των κρατών τα οποία ήταν οικονομικά και στρατιωτικά ικανά για την ανάπτυξη διαστημικών προγραμμάτων. Σημαντικότερο, όμως, όλων υπήρξε η υιοθέτηση των πέντε βασικών αρχών για το διάστημα οι οποίες αναφέρουν ότι, α) το διάστημα είναι ελεύθερο προς εξερεύνηση από όλα τα έθνη και δεν μπορεί να αξιωθεί από κανένα κράτος, β) οι διαστημικές δραστηριότητες πρέπει να συντελούνται προς όφελος όλων των εθνών και της ανθρωπότητας, γ) τα πυρηνικά όπλα και άλλα όπλα μαζικής καταστροφής δεν επιτρέπονται στην τροχιά της Γης, στην επιφάνεια ουρανίων σωμάτων ή σε άλλες θέσεις στο διάστημα, δ) τα κράτη, μεμονωμένα, είναι υπεύθυνα για οποιαδήποτε ζημία προκαλέσουν σε διαστημικά αντικείμενα και ε) τα κράτη είναι επίσης υπεύθυνα για όλες τις κυβερνητικές και μη κυβερνητικές δραστηριότητες που διεξάγονται από τους πολίτες τους 4 . O πρώτος πύραυλος, που κατασκευάστηκε στη μεταπολεμική Ευρώπη, ήταν ο Blue Streak 5 . Αρχικά αναπτύχθηκε στη δεκαετία του 1950 για στρατιωτικούς σκοπούς κατά την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου, κατασκευάστηκε δε από το Ηνωμένο Βασίλειο σε συνεργασία με τις ΗΠΑ. Ως η ενδιάμεση σειρά των βαλλιστικών πυραύλων (IRBM), επρόκειτο, τόσο για μια ανεξάρτητη βρετανική αποτρεπτική κίνηση όσο και ένα συμπλήρωμα των αμερικανικών διηπειρωτικών βαλλιστικών πυραύλων (ICBM) στην ευρωπαϊκή επικράτεια. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη το χρόνο που απαιτείτο για την προετοιμασία του υγρού που θα χρησιμοποιείτο ως καύσιμο για την εκτόξευση και την ταχύτητα με την οποία θα μπορούσε να ταξιδέψει και να φτάσει στον προορισμό του, σύντομα ανακαλύφθηκε η περιορισμένη δυνατότητά του. Το Ηνωμένο Βασίλειο, όμως, μη θέλοντας να εγκαταλείψει την επένδυση αυτή, αποφάσισε να καλέσει άλλα ευρωπαϊκά κράτη με σκοπό τη συνεργασία και την οικονομική ενίσχυση για την ανάπτυξη ενός εκτοξευτή δορυφόρου βασισμένο στον πύραυλο αυτό. Μέσα από αυτή τη συνεργασία έγινε κατανοητό ότι, αν ένα ευρωπαϊκό κράτος ήθελε να παίξει σημαντικό ρόλο στις γεωπολιτικές εξελίξεις και να αποκτήσει παράλληλα οικονομική ανάπτυξη, η συνεργασία σε Ευρωπαϊκό επίπεδο αποτελούσε μονόδρομο 6 .
κ
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Η Πολιτική του Διαστήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση
863,832
row_863832
paper_10004
0
0
1.2. Τα πρώτα βήματα σε ευρωπαϊκό επίπεδο - Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Διαστήματος (ESA)
0.14-0.15
Πολύ πριν την ενασχόληση της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τις διαστημικές δραστηριότητες το έτος 2000, ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Διαστήματος είχε ήδη ενεργό ρόλο και προϊστορία στη διαμόρφωση μιας ευρωπαϊκής διαστημικής πολιτικής. Το 1964, λίγο μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Ηνωμένων Εθνών για το Διάστημα, δημιουργήθηκε ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Διαστημικής Έρευνας (ESRO), ο οποίος όμως ήταν, κατά μεγάλο ποσοστό, εξαρτημένος από τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής σε ό,τι αφορά τον τομέα της έρευνας με αποτέλεσμα την μη επιτυχημένη διαδρομή του. Το ίδιο έτος, οι έξι Ευρωπαϊκές χώρες που σχημάτισαν τον ESRO, ίδρυσαν τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Διαστημικών Αποστολών ELDO (European Launcher Development Organization). Τα πρώιμα αυτά βήματα έχουν ιδιαίτερη σημασία, ιδίως αν αναλογιστούμε ότι λιγότερο από 20 χρόνια νωρίτερα, τα κράτη αυτών των οραματιστών ηγετών, είχαν εμπλακεί σε έναν ολοκληρωτικό πόλεμο. Η πικρή αυτή εμπειρία είχε καταστήσει ακόμα πιο βέβαιο ότι, η συνεργασία και όχι ο ανταγωνισμός, είναι ο καλύτερος τρόπος για την ενασχόληση με τον απέραντο άγνωστο χώρο του διαστήματος. Η κοινή παραδοχή ήταν, ότι πολλά περισσότερα μπορούν να επιτευχθούν στο διάστημα μέσω αμοιβαίας συνεργασίας από ότι οποιοδήποτε έθνος θα μπορούσε να πετύχει μόνο του. Ο ELDO επικεντρώθηκε αποκλειστικά σε εκτοξεύσεις και ο ESRO στην επιστήμη του διαστήματος, αλλά καθώς το ευρύτερο οικονομικό δυναμικό του διαστήματος έγινε πιο ξεκάθαρο, ένας ευρύτερος οργανισμός ήταν πια αναγκαίος: ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Διαστήματος (εφεξής «ESA»), ο οποίος ιδρύθηκε το 1975 7 . Ο σκοπός της ESA, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 της Συμφωνίας για την Ίδρυση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Διαστήματος (ESA Convention), είναι «…η παροχή και η προώθηση, για αποκλειστικά ειρηνικούς σκοπούς, της συνεργασίας μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών στο χώρο της διαστημικής έρευνας και της τεχνολογίας και τις διαστημικές εφαρμογές…». Για την εκπλήρωση του ανωτέρω σκοπού η ESA συγκεντρώνει υλικούς και τεχνικούς πόρους από τα κράτη μέλη, σε εθνικό επίπεδο, αναδεικνύει τα εθνικά διαστημικά προγράμματα σε ευρωπαϊκό επίπεδο και ενισχύει τις ευρωπαϊκές προσπάθειες σε ό,τι αφορά το διάστημα, με αποκλειστικό γνώμονα την ειρήνη σε παγκόσμια κλίμακα. Από το έτος 2000 και μετά, η Ευρωπαϊκή Ένωση και η ESA άρχισαν μια διαδικασία διαβούλευσης που έχει ενταθεί τα τελευταία χρόνια. Η Ευρωπαϊκή Ένωση άρχισε στις αρχές της νέας χιλιετίας να αισθάνεται τις πολιτικές επιπτώσεις και την πιθανότητα ενδυνάμωσης της θέσης της δια μέσου της εμπλοκής της στις διαστημικές δραστηριότητες του Οργανισμού και φυσικά τα πλεονεκτήματα, σε πολιτικό επίπεδο, που συνεπάγονται μιας τέτοιας εμπλοκής. Απόδειξη των ανωτέρω αποτελούν οι δορυφόροι πλοήγησης (GPS satellites). Η εξάρτηση της Ευρώπης από τους δορυφόρους πλοήγησης των Ηνωμένων Πολιτειών, αποτελούσε την πρώτη και σημαντικότερη αφορμή για την δραστηριοποίησή της στον διαστημικό τομέα.
κ
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Η Πολιτική του Διαστήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση
863,833
row_863833
paper_10004
0
0
1.3. Η λειτουργία του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Διαστήματος
0.15-0.16
Στην ESA συμμετέχουν 18 κράτη μέλη 8 . Ο Καναδάς παίρνει μέρος σε κάποια από τα προγράμματα και αρκετά άλλα κράτη παίρνουν μέρος στο Σχέδιο για την Ευρωπαϊκή Συνεργασία Κρατών (Plan for European Cooperation States) 9 . Η ESA συγκροτεί δύο κύρια όργανα, το Συμβούλιο των κρατών μελών και τον Γενικό Διευθυντή με το επιτελείο του. Η διοίκηση ασκείται από το Συμβούλιο το οποίο λειτουργεί στη βάση της μιας ψήφου για κάθε κράτος, ανεξαρτήτως του μεγέθους του κράτους ή της οικονομικής συνεισφοράς του στον οργανισμό. Το Συμβούλιο συγκροτείται, είτε σε υπουργικό επίπεδο, είτε σε επίπεδο εκπροσώπων και τα συμβούλια λαμβάνουν χώρα κάθε τρία χρόνια. Το Συμβούλιο αποφασίζει για την έναρξη ή την συνέχιση διαστημικών προγραμμάτων, εκλέγει Πρόεδρο κάθε δύο χρόνια και διορίζει τον Γενικό Διευθυντή, ο οποίος έχει την θέση του διευθύνοντος συμβούλου και του νομίμου εκπροσώπου του οργανισμού. Η ευθύνη που υπέχει είναι απέναντι στο οργανισμό και όχι στα κράτη μέλη 10 . Συντονίζοντας τους οικονομικούς και πνευματικούς πόρους των κρατών μελών της, η ESA αναλαμβάνει το σχεδιασμό και την υλοποίηση προγραμμάτων πολύ πιο απαιτητικών από τις δυνατότητες κάθε Ευρωπαϊκής χώρας μεμονωμένα. Ανάμεσά τους είναι η κατασκευή και εκτόξευση διαστημικών οχημάτων 11 . Κάθε χώρα συνεισφέρει ένα ποσό ανάλογα με το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν της (ΑΕΠ). Ο Οργανισμός λειτουργεί με βάση τη γεωγραφική ανταπόδοση, δηλαδή επενδύει σε κάθε κράτος μέλος, μέσω βιομηχανικών συμβολαίων για διαστημικά προγράμματα, ένα ποσό σχεδόν ισοδύναμο με τη συμβολή κάθε χώρας. Ο Οργανισμός έχει τέσσερα διαφορετικά κέντρα ώστε το καθένα ξεχωριστά να χειρίζεται διαφορετικά καθήκοντα. Αυτά περιλαμβάνουν το Ευρωπαϊκό Κέντρο Διαστημικής Έρευνας και Τεχνολογίας (ESTEC) στο Νόρντβαϊκ της Ολλανδίας που έχει ως σκοπό τον σχεδιασμό και ανάπτυξη διαστημικής τεχνολογίας, το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Διαστημικών Ερευνών (ESRIN), στο Φρασκάτι της Ιταλίας, όπου εκεί συλλέγονται και αποθηκεύονται τα δεδομένα του οργανισμού, το Ευρωπαϊκό Κέντρο Διαστημικών Επιχειρήσεων (ESOC) στο Ντάρμστατ της Γερμανίας που έχει ως σκοπό τον έλεγχο και την παρακολούθηση των δορυφόρων που βρίσκονται σε τροχιά και τέλος το Ευρωπαϊκό Κέντρο Αστροναυτικής Αστροναυτών (EAC) στην Κολωνία της Γερμανίας με αντικείμενο την εκπαίδευση αστροναυτών. 12
κ
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Η Πολιτική του Διαστήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση
863,834
row_863834
paper_10004
0
0
2. Η δημιουργία μιας ευρωπαϊκής διαστημικής διακυβέρνησης - ένα σύντομο χρονοδιάγραμμα
0.16-0.18
Το έτος 2000 παρατηρείται η πρώτη απόπειρα χάραξης διαστημικής στρατηγικής από την Ευρώπη και η δημιουργία δεσμών μεταξύ αυτής και της ESA. Αυτή συνίσταται στη δημιουργία μιας «επιτροπής σοφών», η οποία εργάστηκε με στόχο την εξέταση της οργάνωσης του δημοσίου τομέα στην Ευρώπη και το ρόλο της ESA στον τομέα αυτό, τη θεσμική σχέση μεταξύ της ESA και της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της συνδεδεμένης δυνατότητας για συνέργειες μεταξύ πολιτικών και αμυντικών πτυχών. Ανέλυσαν, επίσης, τη διεύρυνση της ESA προς τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης και τις ευκαιρίες της αγοράς οι οποίες ευρίσκονται στη διάθεση των κρατών μελών της ESA στον τομέα του διαστήματος. Το έτος 2003 η Πράσινη Βίβλος της Επιτροπής, με τίτλο «Η ευρωπαϊκή διαστημική πολιτική» στόχο είχε να ευαισθητοποιήσει το σύνολο της ευρωπαϊκής κοινωνίας ως προς τη στρατηγική σημασία που έχουν για την Ευρωπαϊκή Ένωση το διάστημα και η διαστημική πολιτική, και να δοθούν συγκεκριμένες απαντήσεις στα ερωτήματα που αφορούν την πρόσβαση, τη χρηματοδότηση και τις κανονιστικές ρυθμίσεις, ενώ η Λευκή Βίβλος εκπονήθηκε μετά την περίοδο διαβουλεύσεων που ξεκίνησε με την Πράσινη Βίβλο τον Ιανουάριο του 2003. Προτείνεται με αυτή, ένα σχέδιο δράσης για μια ευρωπαϊκή διαστημική πολιτική με στόχο την ανταγωνιστικότητα και την αειφόρο ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα προγράμματα Galileo 13 και GMES 14 αποτελούν συγκεκριμένα παραδείγματα των διαστημικών τεχνολογιών που υπηρετούν τους πολιτικούς σκοπούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με την απόφαση του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τη σύναψη της συμφωνίας-πλαίσιο μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Διαστήματος, περιγράφονται οι ρόλοι των δύο οργανισμών (ESA και ΕΕ) και παράλληλα προσδιορίζονται οι εκατέρωθεν εξουσίες. H συνεργασία με την ESA είχε ως κατάληξη να εκδοθεί το 2004 μια συμφωνία-πλαίσιο που προβλέπει μεταξύ άλλων τη σύσταση του «Συμβουλίου Διαστήματος ή Διαστημικού Συμβουλίου», στο οποίο συνέρχονται από κοινού το Συμβούλιο (Ανταγωνιστικότητας) της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το υπουργικό συμβούλιο της ESA. Με τα προγράμματα δορυφορικής ραδιοπλοήγησης (ΕGNOS και Galileo) και της παγκόσμιας παρακολούθησης του περιβάλλοντος και της ασφάλειας (GMES, από τον αγγλικό όρο «Global Monitoring for Environment and Security») το ενδιαφέρον της Ένωσης για το διάστημα έλαβε συγκεκριμένη μορφή. Από τότε, το Συμβούλιο Διαστήματος στις επτά συνόδους του καθόρισε τις κατευθύνσεις για την πορεία των ευρωπαϊκών διαστημικών προσπαθειών 15 . Το ίδιο έτος (2004) το πρώτο Διαστημικό Συμβούλιο λαμβάνει χώρα μεταξύ των Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του Συμβουλίου Υπουργών της ESA. Στο Συμβούλιο αυτό, αναγνωρίστηκαν οι διακριτοί ρόλοι των δύο οργανισμών στο διάστημα, τονίστηκε δηλαδή από τη μια ο ρυθμιστικός και γενικός σε χαρακτήρα ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ο τεχνικός και επιχειρησιακός ρόλος από την άλλη της ESA. Η συμμαχία αυτή είχε, προδήλως, μόνο πλεονεκτήματα και για τις δύο πλευρές. Το έτος 2007, κατά τη διάρκεια του τέταρτου Διαστημικού Συμβουλίου, υιοθετείται η Ευρωπαϊκή Διαστημική Πολιτική 16 , στην οποία αναγνωρίζεται πλέον επίσημα η στρατηγική επιλογή του διαστήματος για την Ευρώπη, προκειμένου να διατηρήσει το σημαντικό πολιτικό της ρόλο. Αναγνωρίζεται, επίσης, ότι τα διαστημικά συστήματα είναι στοιχεία στρατηγικής σημασίας, τα οποία καταδεικνύουν ανεξαρτησία και αποφασιστικότητα ανάληψης παγκόσμιων ευθυνών. Κύριος στόχος των πρώιμων ακόμα παραδοχών της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι η αυτονομία της στον τομέα του διαστήματος. Το πέμπτο και το έκτο Διαστημικό Συμβούλιο έλαβε χώρα τα έτη 2008 και 2009 αντίστοιχα. Κατά τη διάρκεια αυτών, η Ευρωπαϊκή Ένωση αναγνώρισε και τόνισε τη σημασία των προγραμμάτων Galileo και GMES καθώς και άλλων θεμάτων όπως η κλιματική αλλαγή, η διαστημική ασφάλεια και εξερεύνηση. Η Ευρωπαϊκή Διαστημική Πολιτική του 2007 καθιερώνει ένα κοινό πολιτικό πλαίσιο για διαστημικές δραστηριότητες στην Ευρώπη και τονίζει το βασικό όραμα και την στρατηγική σε αυτόν τον τομέα. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι σχετικά πρόσφατα, επίσημα όργανα αναφέρονται στο θεσμικό πλαίσιο του διαστήματος ως διακυβέρνηση , ίσως επειδή ο όρος αυτός αναφέρεται εμμέσως σε μια αρχή λήψης αποφάσεων και στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής διακυβέρνησης σε επαναπροσδιορισμό των κυριαρχικών παραχωρήσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της ευρωπαϊκής ενσωμάτωσης. Ωστόσο, η αναφορά του όρου της διακυβέρνησης στην Ανακοίνωση του 2007 για μια Ευρωπαϊκή διαστημική πολιτική, αποδεικνύει ότι μια ορθολογική προσέγγιση στις διαστημικές δραστηριότητες με αυξημένη συμμετοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει επιπτώσεις διακυβέρνησης 17 .
κ
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Η Πολιτική του Διαστήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση
863,835
row_863835
paper_10004
0
0
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
0.19-0.19
ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΔΙΑΣΤΗΜΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΤΗΣ ΕΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΘΕΣΗ ΣΕ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΤΗΣ ΛΙΣΑΒΟΝΑΣ
κ
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Η Πολιτική του Διαστήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση
863,836
row_863836
paper_10004
0
0
1. Η εμφάνιση του τομέα του διαστήματος στην Συνθήκη της Λισαβόνας
0.19-0.19
κ
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Η Πολιτική του Διαστήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση
863,837
row_863837
paper_10004
0
1
1.1 Το προϊσχύσαν καθεστώς
0.19-0.23
Μέσα από τη Συνθήκης της Ρώμης 18 , η Ευρωπαϊκή Κοινότητα δεν είχε καμία ρητή αρμοδιότητα σε ό,τι αφορούσε τη διαστημική πολιτική. Σύμφωνα δε µε το άρθρο 308 ΣυνθΕΚ (κοινοτική ρήτρα ευελιξίας η οποία διευρύνθηκε με τη Συνθήκη της Λισσαβόνας), «αν ενέργεια της Κοινότητας θεωρείται αναγκαία για την πραγματοποίηση ενός από τους στόχους της στο πλαίσιο της λειτουργίας της κοινής αγοράς και δεν προβλέπονται από την παρούσα Συνθήκη οι προς τον σκοπό αυτόν απαιτούμενες εξουσίες, το Συμβούλιο, προτάσει της Επιτροπής και κατόπιν διαβουλεύσεων µε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, θεσπίζει ομοφώνως τις κατάλληλες διατάξεις» . Είναι φανερό, το γεγονός ότι, μια διάταξη η οποία θα αναφερόταν αποκλειστικά στον τομέα του διαστήματος «αναπόφευκτα θα ενίσχυε την πολιτική θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεδομένου ότι θα παρείχε μια εντολή για να διαμορφώσει μια ευρωπαϊκή διαστημική πολιτική» 19 . Είναι σαφές επίσης, ότι για την δημιουργία ενός ολοκληρωμένου πολιτικού χώρου, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να έχει ένα σαφή και οριοθετημένο χώρο αρμοδιότητας στον τομέα του διαστήματος. Αν όχι, θα διατρέχει τον κίνδυνο να βρίσκεται στο έλεος του όποιου κράτους μέλους και των πολιτικών ιδιοτροπιών του. Το 2005, έλαβε χώρα μια προσπάθεια για την δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Συντάγματος, για την εν τέλει πραγματική ενοποίηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η προσπάθεια αυτή δεν ευοδώθηκε, παρόλα αυτά το προσχέδιο αυτό αποτέλεσε τη βάση της διαμόρφωσης της Συνθήκης της Λισσαβόνας, η οποία χαρακτηρίζεται ως ο θεμέλιος λίθος της εγκαθίδρυσης της ευρωπαϊκής αρμοδιότητας στον τομέα του διαστήματος. Ειδικότερα, η Συνθήκη για τη θέσπιση Συντάγματος της Ευρώπης προέβλεπε στο Τμήμα 9 με τίτλο «Έρευνα και Τεχνολογική Ανάπτυξη και Διάστημα» το άρθρο ΙΙΙ - 254 το οποίο όριζε ότι: - «1. Προκειμένου να προωθηθεί η επιστημονική και τεχνική πρόοδος, η βιομηχανική ανταγωνιστικότητα και η εφαρμογή των πολιτικών της, η Ένωση καταστρώνει ευρωπαϊκή πολιτική διαστήματος . Για τον σκοπό αυτό, µπορεί να προωθεί κοινές πρωτοβουλίες, να υποστηρίζει την έρευνα και την τεχνολογική ανάπτυξη και να συντονίζει τις αναγκαίες προσπάθειες για την εξερεύνηση και τη χρησιμοποίηση του διαστήματος . - 2. Προς επίτευξη των στόχων της παραγράφου 1, ευρωπαϊκός νόμος ή νόµος-πλαίσιο θεσπίζει τα κατάλληλα µέτρα, τα οποία µπορούν να λάβουν τη µορφή ευρωπαϊκού διαστημικού προγράμματος . - 3. Η Ένωση καθιερώνει κάθε ωφέλιμή σύνδεση µε την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Διαστήματος .» Χαρακτηριστική είναι η αναφορά, στην συντρέχουσα αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στους τομείς της έρευνας, της τεχνολογικής ανάπτυξης και του διαστήματος, η οποία αφορά σε δράσεις, κυρίως αναφορικά με τον καθορισμό και την εφαρμογή των προγραμμάτων, χωρίς η άσκηση της αρμοδιότητας αυτής να έχει ως αποτέλεσμα να κωλύει την άσκηση των αρμοδιοτήτων των κρατών µελών 20 . Το ανωτέρω άρθρο αποτελεί απόδειξη της βούλησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης της συμπερίληψης του τομέα του διαστήματος σε κείμενα αυξημένης τυπικής ισχύος και η εγκατάλειψη της αναφοράς στον τομέα αυτό αποκλειστικά και μόνο σε κείμενα soft law, καθώς και η έμμεση παραδοχή ότι, η αυτονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα του διαστήματος αποτελεί αναγκαία συνθήκη για την εκπλήρωση των διαχρονικά συμφωνηθέντων μέσω Ανακοινώσεων και Ψηφισμάτων. Σε ό,τι αφορά το δίκαιο του διαστήματος, είναι σε γενικές γραμμές γνωστό ότι ακολουθεί τη μεθοδολογία του λεγόμενου soft law . Σε σημεία, στα οποία μια ελάχιστη συναίνεση - σχετικά με τα διεθνή δεσμευτικά νομικά κείμενα - δεν μπορεί να επιτευχθεί, οι συστάσεις και οι κατευθυντήριες γραμμές αποτελούν το πλέον κατάλληλο μέσο για την προσέγγιση της νομικής πρακτικής. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μια μέθοδος διακυβερνητικής πολιτικής έξω από νομικώς δεσμευτικά μέσα, με τη μορφή μιας ανοικτής μεθόδου συντονισμού (ΑΜΣ - OMC 21 ) συζητείται ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 22 . Στην ανοικτή μέθοδο συντονισμού, όπως θεσπίστηκε από την Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Λισαβόνας το Μάρτιο του 2000, περιλαμβάνονται τα ακόλουθα στοιχεία, α) κατευθυντήριες γραμμές και χρονοδιαγράμματα για την επίτευξη βραχυπρόθεσμων, μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων στόχων, β) δείκτες και σημεία αναφοράς προσαρμοσμένα στις ανάγκες των κρατών μελών και στους τομείς που εμπλέκονται, γ) υποδείξεις για τη μετατροπή των ευρωπαϊκών κατευθυντήριων γραμμών σε εθνικές και περιφερειακές πολιτικές και δ) μια περιοδική παρακολούθηση και διαδικασία για την αμοιβαία γνώση μεταξύ των κρατών μελών 23 . Όπως επισημαίνουν οι Borras & Jacobsson 24 αποτέλεσμα των ανωτέρω είναι η ιδέα της ενότητας στην πολυμορφία, πράγμα που σημαίνει ένα ρεαλιστικό μέσο πολιτικής για να βρεθεί η ισορροπία μεταξύ του σεβασμού της ποικιλομορφίας των κρατών μελών και μια κοινή Ευρωπαϊκή δράση. Σε σύγκριση με το παραδοσιακό ενδοτικό δίκαιο στο πλαίσιο μιας υπερεθνικής προσέγγισης, η ανοικτή μέθοδος συντονισμού ως διακυβερνητική προσέγγιση περιλαμβάνει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: α) διακυβερνητική προσέγγιση: το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχουν αναμφισβήτητα κυρίαρχο ρόλο, β) πολιτική παρακολούθηση στο υψηλότερο επίπεδο, γ) σαφείς διαδικασίες και διαδραστική διαδικασία, δ) συστηματική σύνδεση σε όλους τους τομείς της πολιτικής, ε) διασύνδεση μεταξύ της ΕΕ και της εθνικής δημόσιας δράσης, στ) επιδίωξη της συμμετοχής των κοινωνικών φορέων και ζ) στόχος αποτελεί η ενίσχυση της διαδικασίας μάθησης. Στον τομέα της διαστημικής πολιτικής η ανοικτή μέθοδος συντονισμού μοιάζει να ταιριάζει ακριβώς στη σχέση μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών, ιδίως όταν τα τελευταία διατηρούν την αυτονομία τους σε εθνικό επίπεδο. Στη Λευκή Βίβλο της Ευρωπαϊκής Διακυβέρνησης του 2001 η ΑΜΣ συζητήθηκε ως συμπληρωματικό μέσο ενθάρρυνσης της συνεργασίας, με ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών και καθορισμό κοινών στόχων και κατευθυντήριων γραμμών για τα κράτη μέλη 25 . Μετά από μια μακρά διαδικασία διαβούλευσης των 27 κρατών μελών, η Συνθήκη της Λισαβόνας υπογράφηκε την 13 η Δεκεμβρίου 2007 από τις Κυβερνήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τέθηκε σε ισχύ την 1 η Δεκεμβρίου 2009 26 . Η αλήθεια είναι ότι, η Συνθήκη της Λισαβόνας, παρότι αποτέλεσε μεγάλο βήμα σε ό,τι αφορά την ενοποίηση των κρατών μελών, δεν απέδωσε στο βαθμό που έπρεπε τις αρμοδιότητες εκείνες στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έτσι ώστε να μπορούμε να τη θεωρήσουμε ένα μεγάλο βήμα προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
κ
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Η Πολιτική του Διαστήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση
863,838
row_863838
paper_10004
0
0
1.2. Η Συνθήκη της Λισαβόνας ως σταθμός της διαστημικής πολιτικής της ΕΕ
0.23-0.29
Σύμφωνα με το άρθρο 1 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής «ΣΕΕ») «Η Ένωση βασίζεται στην παρούσα Συνθήκη και στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης…». Η διάταξη αυτή αποτελεί μερική τροποποίηση της προηγούμενης Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Η εν λόγω Συνθήκη αντικαταστάθηκε με την νέα Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής «ΣΛΕΕ») και η Ευρωπαϊκή Κοινότητα αντικαταστάθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία απέκτησε νομική προσωπικότητα και οι τρείς παλαιότεροι πυλώνες 27 συγχωνεύθηκαν. Η Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας (2 ος πυλώνας) παρέμεινε διακυβερνητική (άρθρα 21-46). Το γεγονός αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό για τις διαστημικές δραστηριότητες, οι οποίες έχουν από τη φύση τους τέτοιο χαρακτήρα. Βέβαια ακόμη και χωρίς ένα συγκεκριμένο χώρο αρμοδιότητας, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα δραστηριοποιήθηκε σε διάφορους τομείς της διαστημικής πολιτικής κατά την τελευταία δεκαετία 28 . Για πρώτη φορά, όμως, η Συνθήκη της Λισσαβόνας ανέδειξε το διάστημα ως ξεχωριστή αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα άρθρα 4 (3) 29 και 189 ΣΛΕΕ 30 . Η σύγκριση των δύο αυτών νέων συντρεχουσών αρμοδιοτήτων του άρθρου 189 ΣΛΕΕ σε ό,τι αφορά το διάστημα και του άρθρου 194 ΣΛΕΕ 31 σε ό,τι αφορά την ενέργεια σε συνάρτηση με το άρθρο 4 ΣΛΕΕ, φανερώνει τη βούληση των κρατών μελών να απεμπολήσουν ένα μέρος της κυριαρχίας τους στον τομέα αυτό. Πέρα από την ανωτέρω παραδοχή περί κανονιστικής κυριαρχίας, αυτή η απροθυμία μπορεί να υποδηλώνει τον συντηρητισμό των κρατών μελών σε σχέση με την παραδοσιακή ρύθμιση των διαστημικών δραστηριοτήτων στην Ευρώπη. Από την άποψη αυτή, το άρθρο 4 (3) της ΣΛΕΕ διευκρινίζει θέματα με το να διασφαλίζει το status quo όσον αφορά την ισορροπία της εξουσίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της ESA και των κρατών μελών. Παρά βέβαια την εν λόγω απροθυμία στη μεταφορά του χώρου αυτού αρμοδιοτήτων στην ΕΕ, είναι αλήθεια ότι, μεγάλες διαστημικές δραστηριότητες στην Ευρώπη έχουν διεξαχθεί ως διεθνή συνεταιριστικά προγράμματα ήδη από την απαρχή τους το 1960. Αντί να είναι απολύτως εθελοντική, η επιλογή του συνεταιρισμού του κρατών μελών ήταν αναγκαία και απέρρεε από την οικονομική φύση του χώρο της αγοράς του διαστήματος, και ιδίως την ελάχιστη απαιτούμενη κλίμακα των διαστημικών δραστηριοτήτων. Η αλληλεξάρτηση των κρατών μελών στον τομέα του διαστήματος, όπως αποδεικνύεται από την ύπαρξη των διακυβερνητικών οργανισμών, ESRO, ELDO και αργότερα ESA, είναι, εκ γενετής 32 . Το διάστημα, λοιπόν, αναφέρεται σε δυο σημεία στην ΣΛΕΕ, πρώτον στην κατηγορία των αρμοδιοτήτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δεύτερον στο άρθρο 189 ΣΛΕΕ. Ειδικότερα, υπό το Τίτλο Ι της ΣΛΕΕ μπορούμε να διακρίνουμε τις εξής τρείς αρμοδιότητες: α) την αποκλειστική αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης - άρθρα 2(1) και 3, β) την συντρέχουσα αρμοδιότητα μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών - άρθρα 2(2) και 4 και γ) την αρμοδιότητα προς ενίσχυση, συντονισμό και υποβοήθησης των δράσεων των κρατών μελών - άρθρα 2(5) και 6. Στο πεδίο των αποκλειστικών αρμοδιοτήτων, τα κράτη μέλη δύνανται να νομοθετούν και να υιοθετούν νομικώς δεσμευτικές πράξεις, αν και εφόσον έχουν εξουσιοδοτηθεί για αυτές από την Ένωση 33 . Στην περίπτωση της συντρέχουσας αρμοδιότητας τα κράτη μέλη ασκούν την αρμοδιότητά τους στον βαθμό που η Ένωση δεν έχει ασκήσει την αρμοδιότητά της 34 . Στην τρίτη κατηγορία, η Ένωση έχει αρμοδιότητα προς ενίσχυση, συντονισμό και υποβοήθηση των δράσεων των κρατών μελών, χωρίς όμως να υπερβαίνει την αρμοδιότητα των κρατών μελών στους τομείς αυτούς 35 . Ο τομέας του διαστήματος αποτελεί μια άτυπη υποκατηγορία της συντρέχουσας αρμοδιότητας υπό το άρθρο 4(3) ΣΛΕΕ. Πολύ περισσότερο δε, αποτελεί μια παράλληλη αρμοδιότητα . Παρόμοια αρμοδιότητα διακρίνουμε στο άρθρο 4 ΣΛΕΕ σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη της συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών για ανθρωπιστική βοήθεια. Οι αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατοχυρώνονται στις βασικές αρχές των άρθρων 4 και 5 ΣΛΕΕ. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, η δράση της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων των Συνθηκών. Με άλλα λόγια, το περιεχόμενο και η μορφή της δράσης πρέπει να αντιστοιχεί στον επιδιωκόμενο στόχο της 36 . Συνεπώς, ο τομέας του διαστήματος, ως ειδική υποκατηγορία της συντρέχουσας αρμοδιότητας της Ένωσης, αποτελεί στην ουσία μια παράλληλη αρμοδιότητα χωρίς την προτεραιότητα νομοθέτησης από πλευράς της Ένωσης η οποία θα πρέπει να μην υπερβαίνει τα όρια της αρχής της επικουρικότητας του άρθρου 5(3) ΣΛΕΕ 37 . Στο άρθρο 189 ΣΛΕΕ, το οποίο αποτελεί σταθμό για τη γενικότερη διαστημική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρατηρούμε πρώτον, τον αποκλεισμό οποιασδήποτε εναρμόνισης των νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων των κρατών μελών της Ένωσης και δεύτερον, την αναφορά στην ESA ως τον διεθνή οργανισμό για την ευρωπαϊκή διαστημική συνεργασία με τη μορφή διακυβερνητικής συνεργασίας. Από την άλλη πλευρά, για την ερμηνεία του άρθρου 189 ΣΛΕΕ, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γενικό πλαίσιο του τίτλου ΧΙΧ (Έρευνα, Τεχνολογική Ανάπτυξη και Διάστημα). Η Συνθήκη της Λισαβόνας θέτει σε εφαρμογή την ελεύθερη κυκλοφορία της γνώσης ως την πέμπτη ελευθερία της Ένωσης 38 . Στο πλαίσιο της Στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης της Λισσαβόνας, που ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2000, καταργήθηκαν τα υφιστάμενα εμπόδια για την ελεύθερη μεταφορά της γνώσης και επισημοποιήθηκε η έννοια του Ευρωπαϊκού Χώρου Έρευνας (ΕΧΕ), με την οποία η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι πλέον σε θέση να εγκρίνει νομοθετικά μέτρα για να μπορέσει να επιτύχει τους σκοπούς της. Η προηγούμενη υποστηρικτική αρμοδιότητα 39 αναβαθμίστηκε σε συντρέχουσα αρμοδιότητα σύμφωνα με τα ειδικά όρια του άρθρου 4(3) ΣΛΕΕ. Το άρθρο 179 ΣΛΕΕ 40 ακολουθεί το άρθρο 4(3) ΣΛΕΕ, καθορίζοντας αυτή την άτυπη υποκατηγορία του γενικού κανόνα της συντρέχουσας αρμοδιότητας, η οποία δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη από την θέσπιση κανόνων στην περίπτωση που η Ένωση δεν έχει ασκήσει την αρμοδιότητά της. Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι, στην περίπτωση του άρθρου 179 ΣΛΕΕ, σε αντίθεση με το άρθρο 189 ΣΛΕΕ, ο σκοπός είναι η ανάπτυξη της επιστημονικής και τεχνολογικής βάσης της Ένωσης. Σκοπός του άρθρου 189 ΣΛΕΕ είναι η προώθηση της επιστημονικής και τεχνολογικής εξέλιξης, της βιομηχανικής εξέλιξης και ανταγωνιστικότητας και της εφαρμογή συγκεκριμένων πολιτικών. Το άρθρο 189 ΣΛΕΕ στοχεύει σε μια καθορισμένη Ευρωπαϊκή διαστημική πολιτική και στην διεύρυνση και εξέλιξη ενός Ευρωπαϊκού διαστημικού προγράμματος. Η σύσκεψη του Διαστημικού Συμβουλίου του 2007 είχε ως αποτέλεσμα την απόρριψη της υποχρέωσης ενσωμάτωσης των εθνικών διαστημικών προγραμμάτων και της γενικότερης εναρμόνισης των διαστημικών πολιτικών των κρατών μελών. Περαιτέρω, η μακροχρόνια εμπειρία της ESA, στο πλαίσιο των αποφάσεων σχετικά με την διαστημική πολιτική έχει καταδείξει ότι είναι προτιμότερο να καταλείπει την αρμοδιότητα αυτή στα κράτη μέλη ιδίως σε ό,τι αφορά ζητήματα διακυβερνητικής συνεργασίας σχετικά με τα διαστημικά προγράμματα 41 . Ειδικότερα, το σχετικό Παράρτημα IV της Σύμβασης της ESA (ESA Convention), αναφέρει ότι: 'ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV - ΔΙΕΘΝΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΕΘΝΙΚΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ - Άρθρο Ι - Ο κύριος στόχος της διεθνοποίησης των εθνικών προγραμμάτων είναι ότι το κάθε κράτος μέλος θέτει στη διάθεση της συμμετοχής από άλλα κράτη μέλη, στο πλαίσιο του Οργανισμού, κάθε νέο πολιτικό διαστημικό έργο που προτίθεται να αναλάβει, είτε μόνο του, είτε σε συνεργασία με άλλο κράτος μέλος.'. Οι διαδικασίες μάλιστα που προβλέπονται αφορούν στην σταδιακή εμπλοκή των κρατών μελών σε μια μορφή διακυβερνητικής συνεργασίας με την δυνατότητα προβολής εκ μέρους όποιων κρατών το θελήσουν πρωτοβουλιών και προτεραιοτήτων χωρίς όμως να παραγνωρίζεται το στοιχείο της συνεργασίας υπό μια ενωμένη Ευρώπη. Τα κράτη μέλη ειδοποιούν την ESA κάθε φορά που επίκειται η προετοιμασία κάποιου διαστημικού πολιτικού προγράμματος έτσι ώστε να παρέχεται η δυνατότητα σε άλλα κράτη μέλη να δηλώσουν την βούλησή τους για συμμετοχή στο πρόγραμμα αυτό. Μάλιστα, το κράτος μέλος που αποφασίζει την έναρξη ενός τέτοιου προγράμματος θα πρέπει να δέχεται με καλή πίστη όποιες (λογικές) προτάσεις κρατών μελών επιθυμούν την συμμετοχή τους στο πρόγραμμα. Με την Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για τη διαμόρφωση κατάλληλων σχέσεων μεταξύ της ΕΕ και της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Διαστήματος 42 , η οποία τέθηκε σε ισχύ το 2004, αποφασίστηκε η ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ των δύο οργανισμών, αλλά ταυτόχρονα αποφασίστηκε και η μη συνένωση των διοικητικών τους δομών. Η συντρέχουσα αρμοδιότητα για το διάστημα του άρθρου 189 ΣΛΕΕ βασίζεται στη λογική μιας ολοκληρωμένης πολιτικής ανάπτυξης, αφού η ανεξάρτητη θέση της ESA εναρμονίζεται με την ανεξάρτητη αρμοδιότητα και πολιτική αποφάσεων των επιμέρους κρατών μελών. Πρέπει να σημειωθεί εξάλλου ότι, τα ανωτέρω αντανακλώνται στην παράγραφο 2 του άρθρου 189, η οποία αποκλείει οποιαδήποτε εναρμόνιση των νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων των κρατών μελών στον τομέα του διαστήματος. Αυτή η παράγραφος μη εναρμόνισης είναι ο οδηγός ολοκλήρωσης και εφαρμογής της παραγράφου 1 του άρθρου 189 μέσα πάντα από τη συνήθη νομοθετική διαδικασία. Παρατηρείται, επίσης, ότι οι εξουσίες τις Ευρωπαϊκής Ένωσης περιορίζονται στην διαστημική δραστηριότητα σε ό,τι αφορά τις επιστημονικές και τεχνολογικές πτυχές ενώ δεν υπάρχει αναφορά σε εμπορικές δραστηριότητες. Εν τέλει, η εφαρμογή του άρθρου 189 ΣΛΕΕ προϋποθέτει την αποτελεσματική ανεξάρτητη εμπλοκή των κρατών μελών, είτε αυτή είναι μονομερής είτε προέρχεται από διακυβερνητική συνεργασία τόσο στο πλαίσιο της ESA όσο και στις σχέσεις με τρίτους. Η ομαλή και διαρκής συνεργασία μεταξύ της ESA και της ΕΕ θεωρούνταν πάντα ως σημαντικός στόχος από την ίδια την ESA. Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ευρώπη διαχρονικά στο διάστημα απαιτούν αυτός ο στόχος να επιτευχθεί. Οι προκλήσεις αυτές δεν αποτελούν αποκλειστικά και μόνο μια προσπάθεια να τεθεί η Ευρώπη σε μια εμπορική και ερευνητική πλατφόρμα πιο κοντά με πιο αναπτυγμένες χώρες στον τομέα αυτό, όπως οι ΗΠΑ. Οι εσωτερικές πολιτικές και οικονομικές αλλαγές έχουν αναγνωρισθεί από την ESA ως κίνητρο για ένα πολύ σημαντικό και διαχρονικό κατόρθωμα, την προσαρμογή. Αυτός ο όρος μη εναρμόνισης, προέρχεται από την εμπειρία της συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ESA και ταιριάζει στο συνολικό πνεύμα άλλων δραστηριοτήτων για τις οποίες λειτουργεί η συντρέχουσα αρμοδιότητα, ιδίως όταν η συζήτηση περιπλέκει το πεδίο της ευθύνης από διαστημικές δραστηριότητες, υπό το πρίσμα βέβαια της Συνθήκης των Ηνωμένων Εθνών για το Διάστημα (Outer Space Treaty). Στα σχετικά άρθρα VII(1) και VIII αναφέρεται ότι, ένα συμβεβλημένο (στην ανωτέρω Συνθήκη) κράτος έχει την αποκλειστική δικαιοδοσία και τον έλεγχο πάνω σε οποιοδήποτε αντικείμενο έχει εκτοξεύσει ή βρίσκεται εγγεγραμμένο στο εθνικό του μητρώο - καθώς και σε οποιοδήποτε προσωπικό - είτε αυτό είναι στο διάστημα, είτε πάνω σε οποιοδήποτε ουράνιο σώμα. Σε διαφορετική περίπτωση, θα ήταν μάλλον νομικό αλλά και πραγματικό παράλογο, η ευθύνη από τέτοιες δραστηριότητες να ανήκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ τα κράτη μέλη να προέβαιναν στις εν λόγω ενέργειες. Υπό την έννοια αυτή, με βάση το ισχύον νομικό καθεστώς τα κράτη τα οποία συγκεντρώνουν τα χαρακτηριστικά ενός εκτοξεύοντος κράτους έχουν την ευθύνη σε περίπτωση ζημίας. Πρόθεση όμως των κρατών είναι η εν γένει μετάθεση της ευθύνης από αυτές στους μη κυβερνητικούς οργανισμούς που διεξάγουν αυτές τις δραστηριότητες, πράγμα το οποίο μπορεί να επιτευχθεί μέσω της εθνικής νομοθεσίας τους. Συμπερασματικά, η υπόθεση των διαστημικών δραστηριοτήτων θεωρείται ειδική και αφορά σε συγκεκριμένους και σχετικά λίγους φορείς, υψηλής σημασίας στρατηγικές (αφορώσες συνήθως στην εθνική άμυνα και ασφάλεια των εμπλεκόμενων φορέων κρατών), προϋποθέτει δε μεγάλο ύψος κεφαλαίων και ρίσκου. Έτσι, παρότι η Συνθήκη της Λισσαβόνας θεμελιώνει νομικά τις διαστημικές δραστηριότητες, είναι αμφίβολο κατά πόσον αυτή η ενίσχυση μπορεί εν τέλει να θεωρηθεί μια συνολική βελτίωση. Είναι από την άλλη σαφές ότι, το κάθε κράτος μέλος πρέπει να συνεχίσει να εργάζεται ως προς την εναρμόνιση της διαστημικής νομοθεσίας, αφού η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει αυτή την αρμοδιότητα, προσφέροντας έτσι τις απαραίτητες εγγυήσεις και σιγουριά στους εμπορικούς παράγοντες της αγοράς, οι οποίοι δεν θα ωφεληθούν από οποιαδήποτε Ευρωπαϊκή πρωτοβουλία διαμόρφωσης της διαστημικής νομοθεσίας.
κ
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Η Πολιτική του Διαστήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση
863,839
row_863839
paper_10004
0
0
3. Ο διαχρονικός ρόλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στη διαμόρφωση της Ευρωπαϊκής διαστημικής πολιτικής
0.30-0.30
κ
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Η Πολιτική του Διαστήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση
863,840
row_863840
paper_10004
0
0
3.1. Ο αρχικός ρόλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και το πρόγραμμα Galileo
0.30-0.36
Όπως προελέχθη, η ενασχόληση της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τις διαστημικές δραστηριότητες ενισχύθηκε νομικά και θεσμικά με την Συνθήκη της Λισσαβόνας. Στο άρθρο 189 (2) μάλιστα, αναφέρεται η αποκλειστική διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται σχετικά με τις δραστηριότητες αυτές. Αντί, λοιπόν, η διαδικασία αυτή να αφορά σε αποκλειστική αρμοδιότητα των διακυβερνητικών ευρωπαϊκών οργάνων (δηλ. το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο των Υπουργών), οι αποφάσεις σχετικά με το διάστημα λαμβάνονται με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία . Με άλλα λόγια, το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συναποφασίζουν, με το τελευταίο να έχει την τελευταία λέξη. Θεωρίες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, όπως η νέο - λειτουργικότητα και η ιστορική θεσμική πολιτική θεωρία αποδίδουν έναν σημαντικό ρόλο στα υπερεθνικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στην περίπτωση της νέο - λειτουργικότητας, η θεωρία υποστηρίζει ότι, η Επιτροπή έχει μια ατζέντα υπέρ της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και ότι θα χρησιμοποιήσει τις εξουσίες της για την «προώθηση της μεγαλύτερης συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών προς μια κατεύθυνση που οδηγεί σε όλο και πιο υπερεθνικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων» . Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θεωρείται ως ο φυσικός σύμμαχος της Επιτροπής, υποστηρίζοντας όλα τα μέτρα και τις πρωτοβουλίες υπέρ της ολοκλήρωσης, ενώ το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης προωθεί την εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης δια των αποφάσεών του. Σε παρόμοια τροχιά, η θεωρία της ιστορικής θεσμικής πολιτικής βλέπει τα υπερεθνικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως πολιτικούς παράγοντες με αυξημένη αυτονομία, η οποία τους επιτρέπει όχι μόνο να μεγιστοποιήσουν τις δικές τους αρμοδιότητες αλλά και να πιέσουν περαιτέρω προς μια Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. 43 Και οι δύο θεωρίες υποστηρίζουν ότι, ο ρόλος των υπερεθνικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ανάπτυξη και την κατεύθυνση της Ευρωπαϊκής διαστημικής πολιτικής, είναι ιδιαίτερα σημαντικός. Μέχρι τη στιγμή που η Επιτροπή εξέδωσε την πρώτη Ανακοίνωσή της σχετικά με το διάστημα το έτος 1988 44 , μια σειρά από ευρωπαϊκά κράτη είχαν ήδη μια δική τους σχετικά ανεπτυγμένη διαστημική πολιτική (κυρίως η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γερμανία και η Ιταλία) και η ESA είχε ήδη 13 χρόνια ζωής. Ουδεμία υπήρξε αμφιβολία ότι, όλα τα προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αφορούσαν στο διάστημα θα πραγματοποιούνταν αποκλειστικά και μόνο με τη βοήθεια της ESA και των εθνικών υπηρεσιών διαστήματος, οι οποίοι είχαν ήδη συσσωρεύσει πολύτιμη εμπειρία και τεχνογνωσία. Ήταν επίσης πάντα σαφές ότι, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα μπορούσε να συμπληρώνει και όχι να ανταγωνίζεται ή να εκτοπίζει υφιστάμενες εθνικές πολιτικές στο χώρο του διαστήματος. Αυτός είναι ο λόγος, όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω που η ΣΛΕΕ (άρθρο 189) αναφέρει τη στήριξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης από κοινού αντί δικών της πρωτοβουλιών και συντονισμού αντί για έναρξη ενεργειών που σχετίζονται με το διάστημα. Ως εκ τούτου, η Ευρωπαϊκή διαστημική πολιτική θα πρέπει να θεωρηθεί ως μέρος ενός ευρύτερου ευρωπαϊκού χώρου πολιτικής, που περιλαμβάνει την Ευρωπαϊκή Ένωση, την ESA και τα μεμονωμένα κράτη μέλη. Επομένως, η σταδιακή εμπλοκή της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις διαστημικές υποθέσεις έχει επιφέρει μια μερική μόνο υπερεθνικοποίηση του χώρου αυτού, αφήνοντας αρκετούς τομείς (π.χ. πρόσβαση στο διάστημα, στους διαστημικούς σταθμούς, κ.λπ.) πέρα από το πεδίο των αρμοδιοτήτων της, τουλάχιστον προς το παρόν. Οι σχέσεις μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ESA έγιναν στενότερες το έτος 1998 όταν το Συμβούλιο ενέκρινε τη συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης (τότε ΕΚ), της ESA και του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για την Ασφάλεια της Αεροναυτιλίας (EOSAN) σχετικά με την ανάπτυξη του GNSS 45 . Το 2004 το Συμβούλιο Υπουργών της Ευρωπαϊκής Ένωσης επικύρωσε τη συμφωνία - πλαίσιο μεταξύ της ΕΕ και της ESA και εδραίωσε περαιτέρω τη συνεργασία μεταξύ των δύο 46 . Ο σκοπός αυτής της θεσμοθετημένης συνεργασίας ήταν η συγκέντρωση πόρων και εμπειρογνωμοσύνης προκειμένου για την ανάπτυξη μιας συνεκτικής ευρωπαϊκής διαστημικής πολιτικής και, συνεπώς, μιας προσπάθειας αντιμετώπισης της αναποτελεσματικότητας που προκύπτει από την αποσπασματική προσέγγιση της διαστημικής πολιτικής. Η συμφωνία-πλαίσιο του 2004 καθιστά σαφές ότι, ο στόχος της ευρωπαϊκής διαστημικής πολιτικής είναι να συνδέσει υπηρεσίες και εφαρμογές που χρησιμοποιούν τα διαστημικά συστήματα για την υποστήριξη της ευρωπαϊκής πολιτικής με προσφορά διαστημικών συστημάτων και υποδομών έτσι ώστε να ικανοποιήσουν τη ζήτηση. Σύμφωνα με αυτήν την κατανομή ρόλων, η Ευρωπαϊκή Ένωση εργάζεται στην πλευρά της ζήτησης υπηρεσιών και εφαρμογών που σχετίζονται με το διάστημα, ενώ η ESA εργάζεται στην πλευρά της προσφοράς. Πρέπει να διευκρινιστεί, ότι τα προγράμματα που σχετίζονται με το διάστημα είναι εξ ορισμού δαπανηρά και κάθε ευρωπαϊκή χώρα ξεχωριστά είναι σχεδόν αδύνατο να ανταγωνίζεται με τους ηγέτες στο χώρο αυτό, δηλ. τις ΗΠΑ και τη Ρωσία, αλλά και με τις αναδυόμενες δυνάμεις της Κίνας και της Ινδίας. Κατά συνέπεια, αν τα ευρωπαϊκά κράτη ήθελαν να διαδραματίσουν μεγαλύτερο ρόλο στο διάστημα θα έπρεπε να κάνουν ένα βήμα προς τα εμπρός ενισχύοντας έτσι τη μεταξύ τους συνεργασία. Η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτέλεσε το πολιτικό, διοικητικό και, φυσικά, οικονομικό όχημα που κάνει μια συνεκτική και ελπιδοφόρα ευρωπαϊκή διαστημική πολιτική να φαίνεται εφικτή. Αντί για την υπογραφή πολυάριθμων διεθνών Συνθήκων αναγκαίων για τη ρύθμιση όλων των διαστημικών θεμάτων, που συνιστά μια μακρά και πολύπλοκη διαδικασία, τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωση μπορούν να επικαλεστούν την θεσμική υποδομή και τις διαδικασίες που είχαν ήδη κατασκευαστεί σε υπερεθνικό επίπεδο. Επιπλέον, λόγω του πολιτικού και οικονομικού βάρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα κράτη μέλη της θα είναι σε ευνοϊκότερη θέση στις επαφές τους με τις ΗΠΑ και τα υπόλοιπα κυρίαρχα κράτη στον τομέα του διαστήματος. Τα οφέλη που προκύπτουν από τα κράτη μέλη που συνεργάζονται με την ESA είναι προφανή. Αλλά και για τα υπόλοιπα μη συνεργαζόμενα με την ESA κράτη μέλη υπάρχουν επίσης πλεονεκτήματα. Ενώ τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης που συμμετέχουν στην ESA θα επωφεληθούν από την πρόσθετη χρηματοδότηση που σχετίζεται με το διάστημα και απορρέει από τον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα κράτη εκείνα που δεν είχαν μια εθνική πολιτική διαστήματος και δεν ήταν μέλη της ESA έχουν λίγα να χάσουν και πολλά να κερδίσουν. Είχαν λίγα να χάσουν, επειδή το κόστος του ευρωπαϊκού προγράμματος GNSS (Galileo), θα προερχόταν σε μεγάλο βαθμό από τις συνεισφορές των μεγαλύτερων κρατών, τα οποία ήταν ούτως ή άλλως μέλη της ESA, και από τον ιδιωτικό τομέα, ο οποίος θα συγχρηματοδοτούσε το πρόγραμμα Galileo μέσω μιας ιδιωτικής - δημόσιας εταιρικής σχέσης (PPP 47 ). Αντίθετα, τα μη μέλη της ESA αλλά κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είχαν πολλά να κερδίσουν, επειδή οι υπηρεσίες του Galileo θα ωφελήσουν τις οικονομίες όλων των κρατών μελών και όχι μόνο εκείνων των μελών της ESA για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η συμμετοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο τομέα του διαστήματος ξεκίνησε με τη χρηματοδότηση της έρευνας που σχετίζεται με το διάστημα μέσω του 4 ου Προγράμματος - Πλαισίου για την Έρευνα και την Ανάπτυξη (1994 - 1998) 48 . Έτσι, στα πρώτα χρόνια της Ευρωπαϊκής Κοινότητας το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ήταν σε θέση να ασκήσει επιρροή στα θέματα που αφορούσαν το διάστημα χρησιμοποιώντας τις δημοσιονομικές εξουσίες του και γνωστοποιώντας τις προθέσεις του στο Συμβούλιο στο πλαίσιο της διαδικασίας διαβούλευσης. Παρά το γεγονός, ότι μετά από την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη του 1986 και τη διοργανική συμφωνία του 1988, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είχε σημαντικές εξουσίες στον καθορισμό των μη υποχρεωτικών δαπανών του ετήσιου προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η επιρροή του κατά τα πρώτα στάδια της ευρωπαϊκής διαστημικής πολιτικής ήταν περιορισμένος. Παρά δε τις αυξημένες δημοσιονομικές εξουσίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ο ετήσιος προϋπολογισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης έπρεπε να παραμείνει εντός των ορίων των μακροπρόθεσμων δημοσιονομικών προοπτικών, οι οποίες μέχρι την κύρωση της Συνθήκης της Λισαβόνας το 2009 ήταν προνόμιο των εθνικών κυβερνήσεων. Όταν δε η Επιτροπή εξέδωσε την πρώτη ανακοίνωσή της σχετικά με την ευρωπαϊκή διαστημική πολιτική, το 1988, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν μπορούσε να ακολουθήσει τις εξελίξεις 49 . Ο αυξανόμενος αριθμός των εκθέσεων από την Επιτροπή ώθησε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να απαντήσει εκδίδοντας τα πρώτα χρόνια πολυάριθμες εκθέσεις πρωτοβουλίας. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου 50 επί τη βάσει της Έκθεσης της 6 ης Δεκεμβρίου 2001, σχετικά με την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με τίτλο «Η Ευρώπη και το διάστημα: ένα νέο κεφάλαιο», στο οποίο αναγνωρίζεται μεταξύ άλλων ότι η διαστημική έρευνα και οι εφαρμογές της έχουν αποφέρει όχι μόνον νέες γνώσεις, αλλά και τεράστια οφέλη στην καθημερινή ζωή των πολιτών, ότι το διάστημα αποτελεί αναντικατάστατο περιβάλλον και υπόβαθρο για την επιστημονική έρευνα, τις επικοινωνίες, το παγκόσμιο δορυφορικό σύστημα πλοήγησης, την παρατήρηση και παρακολούθηση της Γης από το διάστημα, καθώς επίσης για στρατιωτικές δραστηριότητες και ότι οι δορυφορικές επικοινωνίες συνιστούν την κύρια πηγή εισοδήματος του εμπορικού διαστημικού τομέα, ενώ θεωρήθηκε ζωτικής σημασίας η περαιτέρω ανάπτυξη της χρήσης του διαστήματος για λόγους γενικού συμφέροντος και παροχής δημοσίων υπηρεσιών. Εν συνεχεία, το Κοινοβούλιο αναγνωρίζει και επισημαίνει ότι, η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Διαστήματος (ESA) έχει λειτουργήσει αποδοτικά ως όργανο διακυβερνητικού συντονισμού, και έχει διαδραματίσει ηγετικό ρόλο στην έρευνα στον τομέα του διαστήματος και τις εφαρμογές της και σε ευρωπαϊκό και σε παγκόσμιο επίπεδο, ενέκρινε την επεξεργασία μιας συνεκτικής στρατηγικής για το διάστημα, υπογράμμισε την ανάγκη να αναπτυχθεί περαιτέρω το τεχνολογικό υπόβαθρο των διαστημικών δραστηριοτήτων, ιδίως συστημάτων εκτόξευσης και οχημάτων, στη βάση μιας σαφώς δεδηλωμένης φιλοδοξίας για ευρωπαϊκή ανεξαρτησία και βούληση για τη διατήρηση υψηλού επιπέδου ικανοτήτων, και ζήτησε από τα κράτη μέλη και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να καταβάλουν κάθε δυνατή προσπάθεια στους αντίστοιχους τομείς των αρμοδιοτήτων τους, προκειμένου να επιβάλουν στις Ηνωμένες Πολιτείες αυστηρή αμοιβαιότητα καθόσον αφορά στη μη δασμολογική προστασία και τις έμμεσες ενισχύσεις προς τη διαστημική βιομηχανία, ιδιαίτερα στον τομέα των συστημάτων εκτόξευσης. Από τα ανωτέρω λεχθέντα, αλλά και από το σύνολο του κειμένου, διακρίνεται, ήδη από τις αρχές του 21 ου αιώνα, η αγωνία προσαρμογής στις εξελίξεις και η επιβεβαίωση της προβολής προσκομμάτων εκ μέρους των μεγάλων παραγόντων - παικτών στον τομέα του διαστήματος. Παρά το γεγονός όμως ότι, τα μέσα αυτά δεν είναι νομικά δεσμευτικά και δεν μπορούν να αναγκάσουν ούτε την Επιτροπή αλλά ούτε και το Συμβούλιο να αλλάξουν τις θέσεις τους, τα Ψηφίσματα αποτελούν ένα μέσο το οποίο δείχνει ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει μια συγκεκριμένη και πιθανώς ισχυρή άποψη σε μια δεδομένη στιγμή για ένα συγκεκριμένο θέμα. Από την άλλη, οι μη νομοθετικές εκθέσεις θα μπορούσαν να έχουν ασκήσει κάποια επιρροή, αν και είναι δύσκολο να εξακριβωθεί το πόσο. Είναι πιθανό κατά τα πρώτα χρόνια της συμμετοχής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, οι μη νομοθετικές επισημάνσεις του να είχαν περιορισμένο αντίκτυπο. Ωστόσο, καθώς η στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα του διαστήματος ωρίμασε και οι εξουσίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου αυξήθηκαν, οι εκθέσεις του τελευταίου σίγουρα έχουν αποκτήσει τον αντίκτυπο που θα έπρεπε. Το 2005, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο απέκτησε εξουσίες συναπόφασης και οι αποφάσεις σχετικά με το διάστημα σταμάτησαν να λαμβάνονται πλέον με τη διαδικασία διαβούλευσης. Ως εκ τούτου, το Συμβούλιο, ως το τελικώς αποφασίζον όργανο, και η Επιτροπή, ως το όργανο της αρχικής έμπνευσης και πρωτοβουλίας της σχετικής νομοθεσίας, θα μπορούσαν να αγνοήσουν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Σύμφωνα όμως με τη διαδικασία διαβούλευσης, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είχε τη δυνατότητα να καθυστερήσει τις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης με το να καθυστερεί τη γνωμοδότησή του. Αυτό θα μπορούσε να έχει σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις και να επηρεάσει το Συμβούλιο, αν το τελευταίο είχε λόγους να επιθυμεί την έκδοση της νομοθετικής πράξης το συντομότερο δυνατό. Ως εκ τούτου, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είχε μεγάλη επιρροή, όχι μόνο στο πλαίσιο της διαδικασίας συναπόφασης, αλλά και στο πλαίσιο της διαδικασίας διαβούλευσης. Παρά την απουσία σαφούς αρμοδιότητας σε ό,τι αφορά το διάστημα και παρά το γεγονός ότι, η επίσημη εξουσία του κατά τα πρώτα χρόνια ήταν μόνο συμβουλευτική, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είχε να διαδραματίσει σημαντικό πολιτικό ρόλο, ιδίως υπό την έννοια του οργάνου του οποίου τα μέλη έχουν εκλεγεί από και εκπροσωπούν τους Ευρωπαίους πολίτες. Όσο η Ευρωπαϊκή διαστημική πολιτική τίθετο υπό έρευνα και ανάπτυξη και σε διαδικασία διαβούλευσης, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έπρεπε να βασιστεί κυρίως στην εφευρετικότητα και αποφασιστικότητα του για να είναι σε θέση να παίξει ένα ρόλο στην ανάπτυξή της. Όταν κατέστη μάλιστα σαφές ότι για τις επόμενες φάσεις του προγράμματος Galileo (ανάπτυξης και εμπορικής λειτουργίας) απαιτείται σημαντική πρόσθετη χρηματοδότηση και ότι, για πρώτη φορά στην ιστορία της, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα έπρεπε να συμμετάσχει σε μια εταιρική σχέση μεταξύ δημόσιου και ιδιωτών, κατέστη προφανές ότι θα έπρεπε να ανατεθούν περισσότερες εξουσίες στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σε σχέση με την χάραξη διαστημικής πολιτικής. Έτσι, το πρόγραμμα Galileo απέκτησε τη δική του ευρωπαϊκή γραμμή προϋπολογισμού αντί να αντλεί κεφάλαια από ένα πλήθος διαφορετικών πολιτικών, καθώς και μέσω του προτεινόμενου από την Επιτροπή Κανονισμού για τη θέση σε εφαρμογή των φάσεων εγκατάστασης και εκμετάλλευσης του ευρωπαϊκού προγράμματος ραδιοναυσιπλοΐας µέσω δορυφόρου 51 . Δεδομένου ότι το πρόγραμμα Galileo δεν ήταν πλέον ένα «απλό ερευνητικό πρόγραμμα» και είχε προβλεφθεί ότι θα έπρεπε να αντληθούν από τον προϋπολογισμό κεφάλαια, ύψους τουλάχιστον ενός δισεκατομμυρίου, ήταν αναγκαίο να επιτραπεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο η μεγαλύτερη συμμετοχή του. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα μπορούσε να παρέχει και να εγγυηθεί, αφενός, την οικονομική ενίσχυση και στήριξη του προγράμματος και, αφετέρου, η δημοκρατική νομιμότητα που απαιτείται για ένα τέτοιας μεγάλης κλίμακας φιλόδοξο σχέδιο. Με δεδομένη την έλλειψη σαφών αρμοδιοτήτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέσα από τις Συνθήκες, η λύση ήταν να ενταθεί το πρόγραμμα Galileo στο Διευρωπαϊκό Πρόγραμμα Μεταφορών (ΔΕΔ-Μ), μια επιλογή ήδη διαθέσιμη μετά από τις Κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές για την ανάπτυξη των διευρωπαϊκών δικτύων 52 . Αυτόματα αυτό σήμαινε ότι, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα ήταν στο εξής επισήμως ο συν-νομοθέτης για όλα τα θέματα του προγράμματος Galileo. Η ειρωνεία είναι ότι, η νομοθετική εξουσία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου πάνω στο Galileo δεν ήταν αποτέλεσμα της επικύρωσης του προτεινόμενου Κανονισμού, αλλά της εγκατάλειψής του. Το 2007, το σύστημα της εταιρικής σχέσης μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, μέσω της οποίας, οι επόμενες φάσεις του Galileo επρόκειτο να χρηματοδοτηθούν, κατέρρευσε 53 , σημαίνοντας το δεύτερο σημείο καμπής στην ιστορία της ευρωπαϊκής διαστημικής πολιτικής και της συμμετοχή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε αυτή. Οι δύο κοινοπραξίες των εταιρειών που είχαν συμφώνησαν να συμμετάσχουν στην προσφορά συγχωνευόμενες σε μία και η προοπτική του οικονομικού ανταγωνισμού μαζί με τα οφέλη τους εξαφανίστηκαν. Παρά τις προκλήσεις, όμως, το πρόγραμμα συνεχίζεται, με την αξιοποίηση των ευρωπαϊκών ταμείων, ως ένα παράδειγμα της πολιτικής βούλησης, καθώς και της συνειδητοποίησης από την ηγεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ότι, το πρόγραμμα αποτελεί όντως μια προτεραιότητα 54 .
κ
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Η Πολιτική του Διαστήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση
863,841
row_863841
paper_10004
0
1
3.2 Ο ρόλος του Κοινοβουλίου στα προγράμματα GNSS 55 και GMES 56
0.37-0.41
Η συνήθης νομοθετική διαδικασία 57 , όπως έχει μετονομαστεί η διαδικασία συναπόφασης μετά την κύρωση της Συνθήκη της Λισσαβόνας, επιτρέπει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να προτείνει συγκεκριμένες και λεπτομερείς τροπολογίες πάνω στην πρόταση της Επιτροπής. Αν το Συμβούλιο απορρίψει τις τροπολογίες αυτές, αλλά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο επιμένει σε αυτές στη δεύτερη ανάγνωσή του, τότε, συγκαλείται μια επιτροπή συνδιαλλαγής μεταξύ του Συμβουλίου και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, στην οποία η Επιτροπή προσφέρει τις υπηρεσίες της. Σε περίπτωση που η επιτροπή συνδιαλλαγής δεν καταλήξει σε συμφωνία ή η συμφωνία αυτή δεν γίνει αποδεκτή, είτε από το Συμβούλιο, είτε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η προτεινόμενη πράξη απορρίπτεται. Με λίγα λόγια, υπό τη διαδικασία της συναπόφασης, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί να αναθεωρήσει δραστικά μια νομοθετική πρόταση, απειλώντας ότι θα την απορρίψει. Παρά το γεγονός ότι, η νομοθετική εξουσία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε τομείς πολιτικής, που εμπίπτουν στο πλαίσιο της συναπόφασης φαίνεται αυτονόητη και ουσιαστική, είναι δυνατόν να έχει υπερεκτιμηθεί. Ακριβώς επειδή το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει την εξουσία να απορρίψει μια πρόταση, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι πάντα εισάγει ή επιμένει σχετικά με τροποποιήσεις του, ή ότι κάνει ουσιαστικές ή εκτεταμένες αλλαγές. Δεδομένου ότι, τόσο το GNSS όσο και το GMES είναι προγράμματα με διανεμητικές επιπτώσεις, η επιρροή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στη διαμόρφωση των αντίστοιχων κανονισμών μπορεί να ήταν περιορισμένη. Ως εκ τούτου, το γεγονός ότι, οι αποφάσεις που αφορούν στη διαστημική πολιτική σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης λαμβάνονται σύμφωνα με τη διαδικασία συναπόφασης, δεν εγγυώνται αυτόματα αυξημένο βαθμό συμμετοχής και επιρροής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου πάνω στη σχετική νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι προταθείσες τροποποιήσεις για το πρόγραμμα GΜΕS από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ήταν περίπου 80, ενώ για το πρόγραμμα GNSS ήταν περίπου 120. Σχεδόν όλες οι τροποποιήσεις για το πρόγραμμα GMES υιοθετήθηκαν ενώ έκπληξη αποτέλεσε η απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για αύξηση της χρηματοδότησης του 58 . Οι κυριότερες τροποποιήσεις από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με σοβαρές πολιτικές συνέπειες είναι αυτές που δίδουν στην Επιτροπή την εξουσία, κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις, να μεταβιβάζει αρμοδιότητες σε εξωτερικούς φορείς 59 . Η Επιτροπή ήθελε να χρησιμοποιήσει τις κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σε αρκετές περιπτώσεις, αλλά ούτε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ούτε το Συμβούλιο ήθελε να αφήσει τόση πολύ διακριτική ευχέρεια στην Επιτροπή. Δεδομένου ότι, τα δύο σώματα λήψης αποφάσεων είχαν την ίδια γνώμη για το θέμα αυτό, η Επιτροπή είχε ελάχιστες πιθανότητες ενάντια στη συγκεκριμένη τροπολογία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Η ευθύνη της Επιτροπής απέναντι στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενισχύθηκε περαιτέρω μέσω μιας σειράς τροπολογιών που αναγκάζουν την Επιτροπή να υποβάλει έκθεση στο σφαλίζοντας παράλληλα την αναγκαία προστασία της πληροφόρησης που παράγεται από τις υπηρεσίες του GMES και των στοιχείων που συλλέγονται μέσω της σχετικής υποδομής του GMES, η Επιτροπή μπορεί να εκδώσει, με κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 10 και με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 11 και 12, τα εξής μέτρα, λαμβάνοντας υπόψη τις πολιτικές για τα δεδομένα και την πληροφόρηση των παρόχων δεδομένων που χρειάζονται για το GMES και με την επιφύλαξη των εθνικών κανόνων και διαδικασιών που εφαρμόζονται στις διαστημικές και τις επιτόπιες υποδομές υπό εθνικό έλεγχο: α) μέτρα για τη θέσπιση των όρων καταχώρισης και αδειοδότησης των χρηστών του GMES· β) μέτρα καθορισμού των κριτηρίων περιορισμού της πρόσβασης στην παραγόμενη πληροφόρηση από τις υπηρεσίες GMES και στα συλλεγόμενα δεδομένα μέσω της σχετικής υποδομής του GMES. Άρθρο 10 - Άσκηση της εξουσιοδότησης 1. Οι αρμοδιότητες για την έκδοση των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 9 παράγραφος 2, ανατίθενται στην Επιτροπή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2013. 2. Η Επιτροπή, μόλις εκδώσει κατ' εξουσιοδότηση πράξη, την κοινοποιεί ταυτοχρόνως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο. 3. Οι αρμοδιότητες για την έκδοση κατ' εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθενται στην Επιτροπή υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 11 και 12. Άρθρο 11 - Ανάκληση της εξουσιοδότησης - 1. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο μπορούν ανά πάσα στιγμή να ανακαλέσουν την εξουσιοδότηση που προβλέπει το άρθρο 9 παράγραφος 2. 2. Το θεσμικό όργανο που έχει κινήσει εσωτερική διαδικασία για να αποφασιστεί εάν θα ανακληθεί η ανάθεση αρμοδιότητας επιδιώκει να ενημερώσει το άλλο θεσμικό όργανο και την Επιτροπή εντός εύλογου χρονικού διαστήματος πριν από τη λήψη της τελικής απόφασης, αναφέροντας την ανατεθείσα αρμοδιότητα που θα μπορούσε να ανακληθεί, καθώς και τους πιθανούς λόγους της ανάκλησης. 3. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Παράγει αποτελέσματα αμέσως ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που καθορίζεται με αυτήν. Δεν επηρεάζει την ισχύ των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη. Άρθρο 12 - Αντιρρήσεις σε κατ' εξουσιοδότηση πράξεις 1. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο δύνανται να διατυπώσουν αντίρρηση σε κατ' εξουσιοδότηση πράξη εντός δύο μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης. Με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου, η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες. 2. Εάν, κατά τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας, ούτε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ούτε το Συμβούλιο έχουν αντιταχθεί στην κατ' εξουσιοδότηση πράξη, η κατ' εξουσιοδότηση πράξη δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αρχίζει να ισχύει από την ημερομηνία που ορίζεται σ' αυτήν. Η κατ' εξουσιοδότηση πράξη μπορεί να δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να τεθεί σε ισχύ πριν από τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας, εάν και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν την Επιτροπή για την πρόθεσή τους να μην εγείρουν αντιρρήσεις. 3. Εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εκφράσουν αντιρρήσεις σε κατ' εξουσιοδότηση πράξη, αυτή δεν τίθεται σε ισχύ. Το θεσμικό όργανο που εκφράζει αντιρρήσεις σε κατ' εξουσιοδότηση πράξη εκθέτει τους σχετικούς λόγους. απόφασης, αναφέροντας την ανατεθείσα αρμοδιότητα που θα μπορούσε να ανακληθεί, καθώς και τους πιθανούς λόγους της ανάκλησης. 4. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Παράγει αποτελέσματα αμέσως ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που καθορίζεται με αυτήν. Δεν επηρεάζει την ισχύ των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σε ετήσια βάση (άρθρο 5 Κανονισμού 911/2010), να αναφέρεται σχετικά με την κατανομή των πόρων, τη διαδικασία αξιολόγησης και τα αποτελέσματα των προσφορών προμηθειών (άρθρο 6 Κανονισμού 911/2010), να υποβάλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τη στιγμή κατά την οποία εκδώσει μια κατ' εξουσιοδότηση πράξη (άρθρο 10 Κανονισμού 911/2010), και να υποβάλει όχι μόνο μια τελική αλλά και μια ενδιάμεση έκθεση προόδου του προγράμματος GMES (Άρθρο 14 Κανονισμού 911/2010). Εκτός από την εισαγωγή ενός φόρουμ χρηστών για το GMES (άρθρο 17 Κανονισμού 911/2010), το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πέτυχε την τροποποίηση των στόχων του προγράμματος. Το πιο σημαντικό επίτευγμά του όμως είναι ότι έδωσε την κατάλληλη έμφαση στη διάσταση της ασφάλειας του GMES. Η τελευταία αυτή διάκριση της ασφάλειας έγινε με γνώμονα τον ανταγωνισμό από άλλες χώρες - γίγαντες στον τομέα του διαστήματος οι οποίες ήδη έχουν δορυφόρους που επιτελούν στρατιωτικές λειτουργίες (επιβοηθούν τις στρατιωτικές δυνάμεις τους) και ήδη κάποιες από αυτές ιδίως οι ΗΠΑ και η Κίνα ενδέχεται να έχουν εξοπλίσει κάποιους δορυφόρους με οπλικά συστήματα, τα οποία μπορεί να χρησιμοποιηθούν, αφενός εναντίον στόχων στη γη αφετέρου εναντίον άλλων δορυφόρων. Άλλες παράμετροι μπορεί να θεωρηθούν μεταξύ άλλων οι γεωπολιτικές εξελίξεις ή η εξάρτηση της Ευρώπης από τη δυτική τεχνολογία. Ο ρόλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κατά τα πρώτα χρόνια της εξέλιξης της Ευρωπαϊκής διαστημικής πολιτικής ήταν ισχνός. Παρόλα αυτά, η προώθηση και η χρηματοδότηση ιδίως του προγράμματος Galileo καθώς και η ρητή προσθήκη του τομέα του διαστήματος στην Συνθήκη της Λισαβόνας δεν μπορούσαν να επιτευχθούν, χωρίς τη βοήθεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Μάλιστα, τα κράτη μέλη δεν άργησαν να καταλάβουν ότι, μια απλή διακυβερνητική συνεργασία μεταξύ τους δεν θα είχε τα αποτελέσματα που περίμεναν, ιδίως σε σχέση με το σημαντικότερο πρόγραμμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το πρόγραμμα Galileo. H άμεση πρόκληση για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ως εκ τούτου, δεν είναι να αποκτήσει ακόμη περισσότερες αρμοδιότητες στην ευρωπαϊκή διαστημική πολιτική ή να αναγκάσει την Επιτροπή και το Συμβούλιο να δεχτούν τις κάθε φορά τροποποιήσεις του. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, όπως και τα άλλα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενδιαφέρεται πρωτίστως για την επιτυχία του προγράμματος Galileo και τη συνολική ευρωπαϊκή διαστημική πολιτική. Το διάστημα είναι ένας σχετικά νέος τομέας για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τυχόν μελλοντικές πρωτοβουλίες και προγράμματα εξαρτώνται από την επιτυχία του προγράμματος Galileo. Τελικά, η Ευρωπαϊκή διαστημική πολιτική αναπτύχθηκε, τόσο χάρη στους ορθολογιστικούς υπολογισμούς των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσο και στις πολυάριθμες και ποικίλες προσπάθειες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Οι οικονομικοί λόγοι για την υποστήριξη μιας ευρωπαϊκής διαστημικής πολιτικής, μετά από ένα διάστημα μεγάλης αμφιβολίας από την πλευρά του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, άρχισαν να κυριαρχούν και πάλι μετά το 2008. Αυτό ήταν αναμενόμενο μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση που έπληξε την Ευρώπη και συνακόλουθα τις προτεραιότητες της, οι οποίες έπρεπε αναπόφευκτα να επαναπροσδιοριστούν. Παρ' όλα αυτά, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν εγκατέλειψε το στόχο της Ευρωπαϊκής διαστημικής πολιτικής. Αντ' αυτού, προσάρμοσε την ρητορική του, έτσι ώστε να πείσει τους υπεύθυνους χάραξης της πολιτικής, τους ενδιαφερόμενους φορείς και τους πολίτες στο πώς θα βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης, και πόσο οικονομικά αποδοτική θα ήταν μια ενιαία ευρωπαϊκή διαστημική πολιτική, σε σύγκριση με τις ακριβές και αλληλοεπικαλυπτόμενες εθνικές πολιτικές στον τομέα αυτό 60 .
κ
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Η Πολιτική του Διαστήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση
863,842
row_863842
paper_10004
0
0
4. Το Δίκαιο του Ανταγωνισμού ως παράγοντας επιρροής της Ευρωπαϊκής διαστημικής πολιτικής
0.41-0.41
κ
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Η Πολιτική του Διαστήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση
863,843
row_863843
paper_10004
0
1
4.1. Γενική επισκόπηση
0.42-0.50
Η διαμόρφωση συνθηκών ελεύθερου ανταγωνισμού και η συγκρότηση της Εσωτερικής Αγοράς συνιστούν βασική προγραμματική αρχή του ενωσιακού εγχειρήματος. Η προσήλωση στην αρχή του ελεύθερου ανταγωνισμού στηρίζεται στην παραδοχή ότι μέσω της αποτελεσματικής υλοποίησης της διασφαλίζεται η προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών, οι οποίοι δύνανται να έχουν πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες με τους βέλτιστους, από άποψη ποιότητας και οικονομίας, όρους. Η προσήλωση σε αυτήν την κεντρική πολιτική στόχευση, η οποία αποτυπώνεται κανονιστικά, στις περί ανταγωνισμού διατάξεις της ΣΛΕΕ (άρθρα 101 - 109 της ΣΛΕΕ), επιβεβαιώθηκε και με την Αναθεωρητική Συνθήκη της Λισσαβόνας, η οποία δεν επέφερε ουσιώδεις μεταβολές στις οικείες διατάξεις της Συνθήκης 61 . Οι παράμετροι του δικαίου του ανταγωνισμού, εφαρμόζονται στον τομέα των δραστηριοτήτων του διαστήματος στην Ευρώπη, μετά από τη δημιουργία μιας νέας αγοράς, της διαστημικής αγοράς (space market). Υπάρχουν δύο λόγοι για αυτό. Πρώτον , το υψηλό προφίλ του προγράμματος Galileo, που ξεκίνησε πριν από μια δεκαετία από την Ευρωπαϊκή Ένωση και ενέπνευσε τη δημιουργία μιας προηγμένης αρχιτεκτονικής συνεργασίας με την ESA, με αποτέλεσμα να οδηγήσει σε μια οριοθέτηση μεταξύ των δραστηριοτήτων που διεξάγονται υπό την αιγίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εκείνων που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο της αρχικής εντολής της ESA. Δεύτερον , η έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβόνας, με μια αυξημένη βάση αρμοδιότητας πλέον, επέκτεινε το ρόλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε θέματα που σχετίζονται με το διάστημα, δημιουργώντας έτσι ένα νέο πεδίο στο οποίο ισχύουν οι κανόνες του ελεύθερου ανταγωνισμού. Η Ευρωπαϊκή Ένωση και η ESA, ως δύο ανεξάρτητοι διεθνείς οικονομικοί και κυβερνητικοί οργανισμοί, διέπονται από τα αντίστοιχα δικά τους ιδρυτικά νομικά κείμενα. Αυτά, υπαγορεύουν διαφορετικούς κανόνες που απεικονίζουν αποκλίνουσες οικονομικές φιλοσοφίες. Η επέκταση των αρμοδιοτήτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα του διαστήματος σημαίνει ότι, το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης καλύπτει πλέον ένα ακόμη ευρύτερο φάσμα δραστηριοτήτων της αγοράς από ότι πριν. Σηματοδοτεί επίσης, μια διαφοροποίηση στον αρχικό ρόλο της ESA ως εμπνευστή και χειριστή του οργανισμού, υπό την αιγίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή των εθνικών διαστημικών προγραμμάτων. Με λίγα λόγια, η διάκριση μεταξύ των διαστημικών προγραμμάτων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ESA έχει καταστεί απαραίτητη, ιδιαίτερα από την άποψη του δικαίου του ανταγωνισμού. Η προσέγγιση του δικαίου του ανταγωνισμού και συγκεκριμένα της σύναψης συμβάσεων, από κάθε θεσμικό όργανο είναι διαφορετική, αν όχι θεμελιωδώς αντίθετη, τα χρηματοδοτικά πλαίσια δε αυτών των μεμονωμένων οργανισμών αντανακλούν διαφορετικούς στόχους και προσεγγίσεις. Κάθε οργανισμός διέπεται από δημοσιονομικούς κανόνες, οι οποίοι επιβάλλουν συμμόρφωση σε διαφορετικούς κανόνες δημοσίων συμβάσεων 62 . Μετά την κύρωση της Συνθήκης της Λισσαβόνας, η Ευρωπαϊκή Ένωση μπόρεσε να αναπτύξει τις δραστηριότητές της στο διάστημα 63 χωρίς να αγγίζει τις παραδοσιακές περιοχές της εθνικής κυριαρχίας με τη δημιουργία μιας αρμοδιότητας που συνυπάρχει με εκείνη των κρατών μελών της. Αποτέλεσμα της συντρέχουσας αυτής αρμοδιότητας όπως αυτή αναλύθηκε ανωτέρω 64 , ήταν η Ευρωπαϊκή Ένωση να καθίσταται πλέον αρμόδια να ενεργεί παράλληλα με τα κράτη μέλη της, στα ζητήματα που έχουν σχέση με το διάστημα. Σε διοργανικό επίπεδο, η συνεργασία μεταξύ των σημαντικότερων διεθνών κυβερνητικών οργανισμών της Ευρώπης που εμπλέκονται στο διάστημα, ήτοι η Ευρωπαϊκή Ένωση και η ESA, είναι πλέον κατοχυρωμένη στην Συνθήκη της Λισαβόνας. Αυτή η θεσμική συνεργασία ξεκίνησε από νωρίς έτσι ώστε να καταστεί δυνατή η πρόοδος του προγράμματος Galileo. Η θεσμική συνεργασία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ESA, ωστόσο, απαιτεί τώρα μεγαλύτερη ακρίβεια στην αναφορά της ως ευρωπαϊκής ή ως Ευρωπαϊκής Ένωσης . Από μια θεσμική οπτική και μια σκοπιά του δικαίου του ανταγωνισμού, ο όρος είναι γενικός, πολλές φορές δε, προκαλεί σύγχυση. Τα διαστημικά προγράμματα εμπίπτουν είτε στο πλαίσιο των κανόνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή στους κανόνες που εμπίπτουν στο πλαίσιο των προγραμμάτων της ESA. Η συμμετοχή της ESA, ως οργανισμού, δεν την αποκλείει, ωστόσο, από το να ενεργεί σύμφωνα με τους κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης: η συνεργασία της σε προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης απλώς επαναλαμβάνει τη θεσμική εξάρτηση των δύο οργάνων, καθώς και την εξάρτηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την τεχνική εμπειρογνωμοσύνη της ESA σε ένα λειτουργικό επίπεδο. Το τελευταίο προκύπτει αβίαστα από την Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την προώθηση του προγράμματος Galileo το 2007 65 , αναγνωρίζει το ρόλο της ESA αναφέροντας, ότι «…η τεχνική εμπειρογνωμοσύνη και εμπειρία του ΕΟΔ που έχει συσσωρευτεί κατά τα 10 τελευταία έτη σχετικά με τα ευρωπαϊκά προγράμματα GNSS είναι μοναδική και δεν μπορεί να αναπαραχθεί χωρίς σημαντικές καθυστερήσεις, δαπάνες και κινδύνους για το πρόγραμμα.». Οι κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τη σύναψη συμβάσεων βασίζονται σε δύο πυλώνες. Ο πρώτος πυλώνας, περιλαμβάνει κανόνες που διέπουν την εναρμόνιση των συμβάσεων στο επίπεδο του κράτους μέλους. Ο δεύτερος πυλώνας περιλαμβάνει κανόνες που διέπουν τις δημόσιες συμβάσεις που συνάπτονται κεντρικώς από τις ίδιες τις δημοσιονομικές διαδικασίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης 66 . Τα μη ευρωπαϊκά προγράμματα εμπίπτουν στις δραστηριότητες της ESA και εξακολουθούν να διέπονται από τη Συμφωνία για την Ίδρυση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Διαστήματος (ESA Convention) και τους δημοσιονομικούς κανόνες της, στο βαθμό που η ESA δεν ενεργεί για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ένα διαστημικό πρόγραμμα που διεξάγεται υπό την αιγίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Από την άλλη, οι δραστηριότητες στον τομέα του διαστήματος που διεξάγονται υπό την αιγίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξακολουθούν να υπόκεινται στον προϋπολογισμό και τους κανόνες σύναψης συμβάσεως της τελευταίας. Η σύγκλιση των δραστηριοτήτων μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ESA στα ευρωπαϊκά προγράμματα συνοδεύεται από μια τάση των κρατών μελών να λαμβάνουν πρωτοβουλίες σε ό,τι αφορά την εισαγωγή εθνικών κανόνων που αφορούν τις διαστημικές δραστηριότητες 67 . Η τάση αυτή αντανακλά το αυξανόμενο ενδιαφέρον της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της ESA να παρέχουν μια κατάλληλη κανονιστική υποδομή, ως το μέσο για την προώθηση μιας βιώσιμης διαστημικής αγοράς. Ταυτόχρονα, βοηθά στην ανάπτυξη των στόχων της διαστημικής πολιτικής της Ευρώπης, όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 189(1) και (2) ΣΛΕΕ, παρέχοντας ένα νομοθετικό κίνητρο για τη δημιουργία ενός ανταγωνιστικού εμπορικού περιβάλλοντος. - Ο διαστημικός τομέας παρουσιάζεται ως μια ειδική περίπτωση στο δίκαιο του ανταγωνισμού, αφού η χρηματοδότηση είναι δημόσια, καθιστώντας έτσι τις δημόσιες συμβάσεις ουσιαστικό μέρος της ανταγωνιστικής διαδικασίας. Η εμπορική δραστηριότητα, από την άλλη, εμπλέκει αυτομάτως το δίκαιο του ανταγωνισμού, το οποίο απαγορεύει οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση συγκέντρωση της αγοράς ή αθέμιτους περιορισμούς του ανταγωνισμού από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις. Η διαστημική αγορά καλύπτει κυρίως στρατιωτικές και αμυντικές συμβάσεις, με αποτέλεσμα κάποιες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε αυτόν τον τομέα να έχουν επωφεληθεί από προηγούμενη συμμετοχή τους σε εθνικά αμυντικά προγράμματα, με ποικίλες πηγές ευρωπαϊκής ή εθνικής χρηματοδότησης, ανάλογα με το αν τα προγράμματα αυτά ήταν πολιτικά ή στρατιωτικά. Αυτό με τη σειρά του θέτει ζητήματα ως προς το πώς να αξιολογηθούν τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα που προκύπτουν για τους εργολάβους - εταιρείες, ως προς τη συμμετοχή τους στις διαδικασίες σύναψης συμβάσεων. Έτσι λοιπόν, οι εμπλεκόμενες εταιρείες μπορούν να βρεθούν σε μια πραγματικά προνομιακή θέση, από ανταγωνιστική σκοπιά. Η απόκτηση τεχνογνωσίας (know - how) και η πλεονεκτική θέση στην αγορά παραμένουν σταθερές για το δίκαιο του ανταγωνισμού. Ωστόσο, στρατιωτικές και κυβερνητικές συμβάσεις, οποίες αποτελούσαν παλαιότερα αποκλειστικά εθνική υπόθεση, τώρα εμπίπτουν, εν μέρει, στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών κανόνων περί ανταγωνισμού, ένας τομέας που μπορεί κάλλιστα να υποστεί περαιτέρω ολοκλήρωση και ανάπτυξη με την πάροδο του χρόνου. Η αλληλεπίδραση μεταξύ του κυρίως πολιτικού πεδίου αρμοδιοτήτων της ESA και τα ολοένα και αυξανόμενα συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που έχουν να κάνουν με τις στρατιωτικές δυνατότητες του προγράμματος Galileo παραμένουν ακόμα μια ένα παράδειγμα εξέτασης των ορίων των πολιτικών δυνατοτήτων στον τομέα του διαστήματος. 4.2. Οι Συμβάσεις και η Λειτουργία του Δικαίου του Ανταγωνισμού στον Ευρωπαϊκό Διαστημικό τομέα Οι δημόσιες συμβάσεις, αποτελούν τη συνήθη πρακτική για την εφαρμογή των εθνικών ή ενωσιακών διαστημικών πολιτικών και προγραμμάτων. Αυτές οι διαστημικές δραστηριότητες που εμπίπτουν σε δημόσια χρηματοδότηση, δεν έχουν, ωστόσο, επίσημα εμπορικό χαρακτήρα, παρόλο που πολλές φορές συνεπάγεται η εμπορική δραστηριότητά τους. Παράδειγμα αποτελεί το πρόγραμμα GMES το οποίο χρηματοδοτείται μεταξύ άλλων από το 7 ο Πρόγραμμα Πλαίσιο 68 χρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ειδικότερα, μέσω του 7 ου ΠΠ, η Ευρωπαϊκή Ένωση χρηματοδοτεί δραστηριότητες έρευνας και ανάπτυξης για, α) την ανάπτυξη διαστημικών εφαρμογών για την ευρωπαϊκή κοινωνία, ιδίως δε το πρόγραμμα Κοπέρνικος (GMES), β) την ενίσχυση των θεμελίων στις διαστημικές δραστηριότητες, όπως η επιστήμη και εξερεύνηση του διαστήματος, γ) διαστημικές μεταφορές και διαστημική τεχνολογία, παράλληλα και σε συνεργασία με την ESA και άλλες Ευρωπαϊκές, εθνικές ή περιφερειακές οντότητες. Το δίκαιο του ανταγωνισμού ρυθμίζει τον τρόπο διαχείρισης των διαστημικών προγραμμάτων, καθώς και των προσκλήσεων για συμμετοχή. Επιβλέπει τη δίκαιη κατανομή των συμφερόντων στις διάφορες αγορές που σχετίζονται με διαστημικές μεταφορές, δορυφορικά συστήματα και διαστημικές υπηρεσίες. Σημαντική είναι η αναφορά ότι, η διαστημική βιομηχανία βρίσκεται πολλές φορές αντιμέτωπη με υψηλά ρίσκα και κινδύνους στις σχετικές επενδύσεις, λαμβανομένων υπόψη των πιθανών σεναρίων και των ευθυνών που θα μπορούσαν ενδεχομένως να εμπλακούν. Οι πυλώνες επί των οποίων στηρίζεται η ενωσιακή πολιτική ανταγωνισμού ανάγονται σε τέσσερις βασικούς άξονες που αντικατοπτρίζουν δυνητικούς περιορισμούς του ελεύθερου ανταγωνισμού, α) την απαγόρευση αντι-ανταγωνιστικών συμπράξεων (καρτέλ - άρθρο 101 ΣΛΕΕ), β) την απαγόρευση της καταχρηστικής εκμετάλλευσης δεσπόζουσας θέσης (άρθρο 102 ΣΛΕΕ), γ) τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ των επιχειρήσεων καθώς και δ) τον έλεγχο των κρατικών ενισχύσεων (άρθρα 107 - 109 ΣΛΕΕ) 69 . Παρατηρείται μια ιδιάζουσα συμβίωση μεταξύ της έγκρισης και της αδειοδότησης των διαστημικών δραστηριοτήτων, αφενός, και της επιβολής των κανόνων ανταγωνισμού αφετέρου. Ενώ, δηλαδή, η αδειοδότηση εξασφαλίζει την απόκτηση των ρυθμιστικών απαιτήσεων, όπως η ρύθμιση της συχνότητας και η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις ασφάλισης, η νομοθεσία περί καρτέλ και τα ζητήματα αθέμιτου ανταγωνισμού μπορεί να σχετίζονται άμεσα με τη διαδικασία αδειοδότησης. Αυτό εξαρτάται από το αν η άδεια αφορά μια ανεξάρτητη διαστημική δραστηριότητα, όπως μια καινούργια εκτόξευση ή αν πρόκειται για μια υπηρεσία που, κυρίως λόγω των απορρυθμιστικών διατάξεων, υπόκειται ήδη στους κανόνες σύναψης συμβάσεων. Η τελευταία περίπτωση δύναται να προκύψει, όταν η πρόσβαση στην αγορά είναι περιορισμένη σε ένα συγκεκριμένο αριθμό φορέων ή οντοτήτων οι οποίοι είναι de jure υποκείμενα αδειοδότησης και σύναψης συμβάσεων, στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας. Η συμμόρφωση με τους κανόνες του ανταγωνισμού μπορεί, ως εκ τούτου, να αποτελεί προϋπόθεση για τη χορήγηση άδειας για διαστημικές δραστηριότητες. Η δραστηριότητα που υπόκειται σε αδειοδότηση μπορεί σε ορισμένες, αλλά όχι απαραίτητα σε όλες τις περιπτώσεις, να εγείρει ζητήματα που σχετίζονται με το δίκαιο του ανταγωνισμού. Η νομοθεσία περί καρτέλ, ωστόσο, θα μπορούσε να απαιτήσει μια a priori εξέταση της θέσης της εταιρείας στην αγορά, σε τομείς που υπόκεινται τους ευρωπαϊκούς κάνονες σύναψης συμβάσεων ή που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν οικονομικά μονοπώλια. Οι προσταγές του δικαίου περί συμπράξεων είναι τέτοια, ώστε οι διαστημικοί οργανισμοί, κατά την ανάθεση ενός προγράμματος και την άμεση ή έμμεση εξασφάλιση αδειών, πρέπει να εξασφαλίζουν ότι οι άδειες αυτές δεν οδηγούν σε αντιανταγωνιστικές καταστάσεις στην αγορά. Ο συνδυασμός της διασφάλισης της διαφάνειας και της εφαρμογής των δημόσιων προσκλήσεων υποβολής προσφορών σημαίνει την τήρηση των τυπικών διαδικασιών περί σύναψης συμβάσεων. Λόγω της δομής των εθνικών αμυντικών αγορών, τις οποίες ενυπάρχουν ευαίσθητα θέματα ασφάλειας, η εμπορική διαστημική αγορά στο πλαίσιο των εθνικών και διεθνών διαστημικών προγραμμάτων δεν προσελκύει κατ' ανάγκη τη συγκέντρωση εκείνη ή την ποικιλία των διαγωνιζομένων που το δίκαιο του ανταγωνισμού επιδιώκει να ελέγξει σε άλλες αγορές. Ρυθμιστικές αρχές και οργανισμοί πρέπει, ωστόσο, να διασφαλίσουν ίσες ευκαιρίες και όρους πρόσβασης, ανεξάρτητα από το μέγεθος της αγοράς. Από μια ανταγωνιστική οπτική, το διαστημικό τμήμα της αγοράς κυμαίνεται από τεχνική άποψη από μονοπώλια - ή έστω ολιγοπώλια μέχρι πολύ μικρές εταιρείες που προμηθεύουν υλικά για τμήματα, όπως αυτά της εκτόξευσης. Πολλοί κατασκευαστές και αποκλειστικοί προμηθευτές συγκεκριμένων υλικών, αγαθών και υπηρεσιών εμπίπτουν στις μικρές έως μεσαίες εταιρείες από άποψη μεγέθους. Από την άλλη πλευρά, οι σημερινές μεγάλες διαστημικές βιομηχανίες, αποτελούνται από εταιρικές ολοκληρωμένες δομές που διαιρούνται σε πολλές λειτουργικές μονάδες παρέχοντας ολοκληρωμένα διαστημικά συστήματα. Όπως προαναφέρθηκε, η διαστημική αγορά παραδοσιακά κυριαρχείται από εθνικά συμφέροντα που σχετίζονται κυρίως με την άμυνα και την ασφάλεια. Η ανάπτυξη προγραμμάτων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ιδίως στον τομέα των διευρωπαϊκών δικτύων, των περιβαλλοντικών εφαρμογών παρατήρησης της γης, των προγραμμάτων όπως το GMES, και άλλες μεταγενέστερες εφαρμογές έχουν αυξηθεί στην δευτερεύουσα διαστημική αγορά. Η ανάπτυξη και η σταδιακή ολοκλήρωση του προγράμματος Galileo, απαιτεί τη συμμόρφωση με τις διαδικασίες ανάθεσης συμβάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εξαρτάται από τους ισχύοντες δημοσιονομικούς κανόνες της. Από την άλλη, πρέπει να αναφερθεί, ότι, οι κανόνες σύναψης συμβάσεων της ESA με φορείς και οντότητες ακολουθούν άλλη πολιτική, η οποία διαφέρει σε μεγάλο βαθμό από εκείνη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Βασισμένη σε μια φιλοσοφία ενίσχυσης της εθνικής βιομηχανίας, σύμφωνα με τις εθνικές εισφορές στην ESA, μέσω των εθνικών προϋπολογισμών, οι διατάξεις της ESA, έτσι όπως αντικατοπτρίζονται στη Συμφωνία για την Ίδρυσή της, δεν έχουν ως στόχο την ενθάρρυνση του ελεύθερου ανταγωνισμού μεταξύ των κρατών μελών, αλλά την προώθηση της εθνική βιομηχανίας εντός των επιμέρους κρατών μελών. Αυτό δεν σημαίνει, ωστόσο, ότι η ESA αποθαρρύνεται από την διενέργεια διαγωνισμών επί τη βάσει του ελεύθερου ανταγωνισμού. Σύμφωνα με το άρθρο 10 (1α) των Κανόνων περί Σύναψης Συμβάσεων της ESA 70 «1. Οι διατάξεις των κανονισμών αυτών και τυχόν οδηγίες σχετικά με την ανάθεση των συμβάσεων πρέπει πάντοτε να ερμηνεύονται έτσι ώστε να εξασφαλίζεται: α) η διαφάνεια και η δίκαιη και ισότιμη μεταχείριση όλων των οικονομικών φορέων». Ο στόχος της ESA είναι περισσότερο η διασφάλιση της επιτυχίας των προγραμμάτων της και η υποστήριξη των εθνικών βιομηχανιών, παρά η διασφάλιση του ελεύθερου ανταγωνισμού. Οι βασικές διαφορές μεταξύ της διαδικασίας σύναψης συμβάσεων της ESA και της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι οι εξής: η Ευρωπαϊκή Ένωση επιβάλλει αυστηρότερες ουσιαστικές διατυπώσεις. Από τη σκοπιά του δικαίου του ανταγωνισμού, όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των κρατών μελών εντός της Ένωσης, τόσο μεγαλύτερη είναι βάση των δυνητικών ανταγωνιστών στην συγκεκριμένη αγορά. Οι διαδικαστικές διαφορές ενυπάρχουν επίσης στο γεγονός ότι, η επαναδιαπραγμάτευση των όρων των συμβάσεων δεν είναι δυνατή εντός των συμβάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε περίπτωση επικύρωσης ενός διαγωνισμού. Ο διαχωρισμός μεταξύ του καθεστώτος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αυτού της ESA σε ό,τι αφορά τη σύναψη συμβάσεων και συμβατικών πρακτικών έχει ως αποτέλεσμα την ανεξάρτητη λειτουργία των διαστημικών προγραμμάτων της ESA και τη συνακόλουθη αποχή από τους περιορισμούς που επιβάλλουν οι κανόνες του ελεύθερου ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η πρόσβαση στο διάστημα και η χρήση του διαμορφώνεται από διεθνείς κανόνες ή πρότυπα και από ένα σύστημα διακυβέρνησης που αποσκοπεί στη διασφάλιση μακροπρόθεσμης, βιώσιμης χρήσης του διαστήματος για όλα τα έθνη. Τα περισσότερα επιστημονικά και ερευνητικά έργα του τομέα του διαστήματος έχουν επίσης παγκόσμιο χαρακτήρα. Η διαστημική τεχνολογία αιχμής αναπτύσσεται ολοένα και περισσότερο στο πλαίσιο διεθνών συμπράξεων, καθιστώντας την πρόσβαση στα εν λόγω έργα σημαντικό παράγοντα επιτυχίας για τους ερευνητές και τη βιομηχανία. Η πρόσβαση στις παγκόσμιες αγορές και η διασφάλιση ίσων όρων ανταγωνισμού σε παγκόσμιο επίπεδο είναι ζωτικής σημασίας για την ευρωπαϊκή βιομηχανία και τις επιχειρήσεις.
κ
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Η Πολιτική του Διαστήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση
863,844
row_863844
paper_10004
0
0
4.3. Η επιλογή χρήσης του άρθρου 346 ΣΛΕΕ
0.50-0.50
Τα κράτη μέλη μπορούν, ωστόσο, να κάνουν χρήση των διατάξεων απαλλαγής των αμυντικών συμβάσεων που έχουν σχέση με την εθνική ασφάλεια σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 346 ΣΛΕΕ 71 , περιορίζοντας έτσι την εφαρμογή των ευρωπαϊκών κανόνων. Η διάταξη του άρθρου αυτού συνιστά το όριο μεταξύ της εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου και της διακυβερνητικής συνεργασίας στον τομέα παραγωγής και εμπορίας στρατιωτικού υλικού, καθώς εισάγει εξαίρεση από την εφαρμογή των κανόνων της Συνθήκης σε δύο περιπτώσεις που άπτονται των ουσιωδών συμφερόντων ασφάλειας των κρατών μελών. Η διάταξη αυτή αναγνωρίζει εκ πρώτης όψεως στα κράτη ευρύ περιθώριο εκτίμησης για την ενεργοποίηση των περιπτώσεων αυτών, όπως προκύπτει από τον όρο «θεωρεί». Στην πραγματικότητα όμως, οι εξαιρέσεις αυτές, οριοθετούνται διττά, ώστε να αποφευχθεί μια αλόγιστη προσφυγή των κρατών στη διάταξη αυτή, η οποία θα έθετε σε κίνδυνο τη λειτουργία της ενωσιακής έννομης τάξης 72 . Μέχρι τώρα δεν έχει υπάρξει σχετική νομολογία, αφού η έννοια του εθνικού συμφέροντος εκφεύγει, παραδοσιακά, του δικαστηριακού ελέγχου.
κ
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Η Πολιτική του Διαστήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση
863,845
row_863845
paper_10004
0
0
5. Η Διαστημική Βιομηχανική Πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης
0.51-0.55
Η αύξηση της ανθρώπινης δραστηριότητας στο διάστημα και η ραγδαία ανάπτυξη των νεοεισερχομένων δοκιμάζουν τα όρια των συμβάσεων του ΟΗΕ για το διάστημα, μεταξύ άλλων για θέματα διαχείρισης της διαστημικής κυκλοφορίας και των εξορυκτικών δραστηριοτήτων. Η Ευρώπη θα πρέπει να βρίσκεται ανάμεσα στους πρωτοπόρους στην αντιμετώπιση παγκόσμιων προκλήσεων, όπως η αλλαγή του κλίματος ή η μείωση του κινδύνου καταστροφών, ενώ παράλληλα θα πρέπει να προωθεί τη διεθνή συνεργασία και την ανάπτυξη της παγκόσμιας διακυβέρνησης ή των κατάλληλων νομοθετικών πλαισίων για το διάστημα. Η διαστημική βιομηχανία είναι ένας τομέας, σταθμός στην παγκόσμια οικονομία και περιλαμβάνει ολοένα και περισσότερο εξελισσόμενες δραστηριότητες, όπως διαστημική έρευνα και ανάπτυξη (R&D), κατασκευή και εκτόξευση δορυφόρων επίγειες υπηρεσίες, και δραστηριότητες όπως η λειτουργία του δορυφόρου υπηρεσιών και την προμήθεια ανεπεξέργαστων δεδομένων. Η διαστημική βιομηχανία προσελκύει ολοένα και περισσότερο ενδιαφέρον λόγω των δυνατοτήτων της για τόνωση της τεχνολογικής καινοτομίας, τη δημιουργική βελτίωση της αποτελεσματικότητας στις δημόσιες και εμπορικές υπηρεσίες και να δημιουργήσει ανάπτυξη και απασχόληση μέσω νέων και βελτιωμένων προϊόντων και υπηρεσιών σε ολόκληρο το φάσμα των βιομηχανικών κλάδων 73 . Οι κυριότερες διαστημικές εφαρμογές αφορούν σε δορυφορικές λήψεις (satellite broadcasting), υπηρεσίες πλοήγησης και εντοπισμού θέσης (navigation and positioning services), τηλεπικοινωνίες, συμπεριλαμβανομένων των ευρυζωνικών, και των υπηρεσιών γεωσκοπήσεων (Earth observation services). Οι τελικές συνολικές πωλήσεις του διαστημικού βιομηχανικού τομέα το έτος 2015, όπως προκύπτει από την Eurospace 74 , ανήλθαν σε 7,53 δις. € (+ 4,3% από το 2014), με τις πωλήσεις να αυξάνονται σε όλα τα τμήματα της αγοράς και των προϊόντων. H βιομηχανική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποσκοπεί γενικά στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, εξασφαλίζοντας με τον τρόπο αυτό ότι θα μπορεί να διατηρήσει τον ρόλο της ως κινητήριας δύναμης για βιώσιμη ανάπτυξη και απασχόληση στην Ευρώπη. Διάφορες στρατηγικές έχουν εγκριθεί προκειμένου να εξασφαλισθούν καλύτερες γενικές συνθήκες για την βιομηχανία της Ευρωπαϊκή Ένωση. Η βιομηχανική πολιτική έχει οριζόντιο χαρακτήρα και αποσκοπεί στη διασφάλιση ευνοϊκών γενικών συνθηκών για την βιομηχανική ανταγωνιστικότητα. Είναι, επίσης, καλά ενσωματωμένη σε μια σειρά άλλων πολιτικών της ΕΕ όπως αυτές που αφορούν στο εμπόριο, την εσωτερική αγορά, την έρευνα και καινοτομία, την απασχόληση, την προστασία του περιβάλλοντος και τη δημόσια υγεία. Η βιομηχανική πολιτική της ΕΕ έχει συγκεκριμένα τους εξής στόχους: α) να επιταχύνει την προσαρμογή της βιομηχανίας στις διαρθρωτικές μεταβολές, β) να προαγάγει ευνοϊκό περιβάλλον για την ανάληψη πρωτοβουλιών και την ανάπτυξη των επιχειρήσεων στο σύνολο της Ένωσης, και ιδίως των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, γ) να προαγάγει περιβάλλον που να ευνοεί τη συνεργασία μεταξύ των επιχειρήσεων, και δ) να βελτιώσει την εκμετάλλευση του βιομηχανικού δυναμικού των πολιτικών στους τομείς της καινοτομίας, της έρευνας και της τεχνολογικής ανάπτυξης (άρθρο 173 της ΣΛΕΕ). Τα μέσα της βιομηχανικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα οποία είναι επίσης εκείνα της πολιτικής για τις επιχειρήσεις, έχουν ως στόχο να δημιουργήσουν τις γενικές συνθήκες εντός των οποίων οι επιχειρηματίες και οι επιχειρήσεις θα μπορούν να αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες και να αξιοποιούν τις ιδέες και τις ευκαιρίες τους. Εντούτοις, η βιομηχανική πολιτική οφείλει να λαμβάνει υπόψη τις ιδιαίτερες ανάγκες και τα χαρακτηριστικά κάθε επιμέρους τομέα. Οι ετήσιες ευρωπαϊκές εκθέσεις περί ανταγωνιστικότητας αναλύουν τα πλεονεκτήματα και τις αδυναμίες της οικονομίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης γενικότερα και, ειδικότερα, της βιομηχανίας της και είναι δυνατόν να οδηγήσουν σε διατομεακές ή τομεακές πρωτοβουλίες πολιτικής 75 . Στο ανωτέρω πλαίσιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με το ψήφισμά του της 19ης Ιανουαρίου 2012, σχετικά με μία διαστημική στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην υπηρεσία του πολίτη 76 , υπογράμμισε τη σημασία της στρατηγικής έρευνας και της καινοτομίας στον τομέα της διαστημικής πολιτικής που θα εξασφαλίσει τεχνολογική πρόοδο, βιομηχανική ανάπτυξη και ανταγωνιστικότητα στην Ένωση, δημιουργώντας ταυτόχρονα νέες θέσεις απασχόλησης. Αναγνώρισε, επίσης, ότι, το πρόγραμμα Galileo αποτελεί́ εμβληματικό́ πρόγραμμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το πρώτο παγκόσμιο σύστημα δορυφορικής πλοήγησης που δημιουργήθηκε για μη στρατιωτικούς σκοπούς και το οποίο θα μπορούσε να επιτρέψει την ανεξαρτησία της Ένωσης σε ένα στρατηγικό τομέα, όπως αυτόν του διαστήματος. Ακολούθως, το 2013, με Ανακοίνωσή της η Επιτροπή 77 έθεσε τους στόχους της διαστημικής βιομηχανικής πολιτικής οι οποίοι είναι, α) η θέσπιση ενός συνεκτικού́ και σταθερού κανονιστικού πλαισίου, β) η περαιτέρω ανάπτυξη μιας ανταγωνιστικής, στέρεης, αποτελεσματικής και ισορροπημένης βιομηχανικής βάσης στην Ευρώπη και στήριξη της συμμετοχής των ΜΜΕ, γ) η στήριξη της παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής διαστημικής βιομηχανίας ενθαρρύνοντας τον τομέα να γίνει πιο αποδοτικός οικονομικά́ στην αλυσίδα της προστιθεμένης αξίας, δ) η ανάπτυξη αγορών για δορυφορικές εφαρμογές και υπηρεσίες και ε) η εξασφάλιση τεχνολογικής μη εξάρτησης και ανεξάρτητης πρόσβασης στο διάστημα. Είναι φανερό ότι, ο τομέας του διαστήματος εκτός των πολιτικών και στρατιωτικών εφαρμογών έχει μια εμπορική διάσταση που σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί αμελητέα, ιδίως σε περιόδους παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης, όπως αυτή που διανύουμε τα τελευταία επτά περίπου χρόνια. Η Ευρωπαϊκή Ένωση επιθυμεί διακαώς την αυτονομία στις διαστημικές δραστηριότητες, τόσο από άποψη τεχνολογικού υλικού όσο και τεχνογνωσίας. Με τις ΗΠΑ και την Κίνα να προτιμώνται από τους νέους επιστήμονες, ως χώρες με καλύτερες οικονομικές απολαβές και δυνατότητες εξέλιξης και με τον τομέα του διαστήματος να βρίσκεται ψηλά στις προτεραιότητές τους, η Ευρώπη υπόκειται σε ένα φαινομενικό brain drain παρόλες τις προσπάθειες που κάνει για προσέλκυση πολλών επιστημονικών ειδικοτήτων. Η διακυβέρνηση και η ανάπτυξη της ευρωπαϊκής διαστημικής βιομηχανίας είναι μια άλλη σημαντική πρόκληση για την διαστημική ασφάλεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το πρόβλημα της διακυβέρνησης είναι κατά κύριο λόγο πολιτικό και οργανωτικό πρόβλημα, ενώ η ανάπτυξη της διαστημικής βιομηχανίας είναι ένα κυρίως διαρθρωτικό πρόβλημα. Το πρόβλημα της διακυβέρνησης προέρχεται από τις πολύπλοκες σχέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την ESA και τις δυσκολίες στη δημιουργία συνεκτικών διαδικασιών προμηθειών και μια ενιαία βιομηχανική πολιτική για τη διαστημική βιομηχανία. Πριν ενδιαφερθεί ουσιαστικά η Ευρωπαϊκή Ένωση για το διάστημα, η ESA χειριζόταν τα μεγάλα ευρωπαϊκά διαστημικά προγράμματα και δραστηριότητες. Τώρα, η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ταυτόχρονα ο εμπνευστής, ο ιδιοκτήτης και ο διαχειριστής των μεγαλύτερων διαστημικών προγραμμάτων, όπως των προγραμμάτων Galileo και Copernicus. Συνεπώς, οι κανόνες που διέπουν την προμήθεια διαστημικής τεχνολογίας και την ανάπτυξη μιας ανταγωνιστικής και ειδικής βιομηχανικής πολιτικής για το διάστημα αποτελούν σημαντικές ανησυχίες για την Ευρωπαϊκή Ένωση αφού με αυτούς είναι πιθανό να ενισχυθεί η οικονομική ανάπτυξη και η ασφάλεια. Μακροπρόθεσμα, μπορεί επίσης να ενισχύσει την παγκόσμια επιρροή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εάν αυτή γίνει πιο ελκυστική για το χώρο των επιχειρήσεων και οι χώρες - παράγοντες στις διαστημικές δραστηριότητες εξαρτηθούν από τη διαστημική τεχνολογία και τη γνώση που αναπτύσσεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση 78 .
κ
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Η Πολιτική του Διαστήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση
863,846
row_863846
paper_10004
0
0
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
0.55-0.55
κ
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Η Πολιτική του Διαστήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση
863,847
row_863847
paper_10004
0
0
ΟΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΤΗΣ ΕΕ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΔΙΑΣΤΗΜΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ - ΤΑ ΕΜΠΟΔΙΑ ΚΑΙ Ο ΔΡΟΜΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ
0.55-0.55
κ
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Η Πολιτική του Διαστήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση
863,848
row_863848
paper_10004
0
0
1. Η ανάγκη για μια σταθερή ευρωπαϊκή διαστημική πολιτική
0.55-0.57
Η ικανότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης να βελτιστοποιήσει τη συμβολή της στον τομέα του διαστήματος σχετίζεται άμεσα με την ανάπτυξη μιας ευρωπαϊκής διαστημικής πολιτικής που ενώνει δύο βασικούς χώρους  τον κοινωνικοοικονομικό χώρο και τον χώρο της ασφάλειας και της άμυνας. Στην πρώτη περίπτωση, ο χώρος αυτός επιτρέπει την οικονομική ανάπτυξη για κοινωνικούς σκοπούς και σκοπούς που αφορούν στην παγκόσμια ανταγωνιστικότητα, έχοντας καταστεί ο ίδιος ο χώρος του διαστήματος οικονομικά βιώσιμος, ιδιαίτερα στον τομέα των εφαρμογών. Στην δεύτερη περίπτωση, ο χώρος της ασφάλειας και της άμυνας αντιμετωπίζεται σε σχέση με την πολιτική ασφάλειας, της πολιτικής άμυνας και των εξωτερικών υποθέσεων και της ασφάλειας που απαιτεί ο χώρος της διπλωματίας 79 . Σύμφωνα με Ίδρυμα για το Διάστημα 80 , το μέγεθος της παγκόσμιας διαστημικής βιομηχανίας εκτιμήθηκε σε 323 δισ. δολάρια το 2015 81 (δηλαδή των εμπορικών εσόδων και των κρατικών δαπανών) και αυξάνεται κάθε χρόνο με δραματικούς ρυθμούς. Σε αντίθεση με πολλούς άλλους τομείς, οι εθνικές κυβερνήσεις είναι μέτοχοι στην πλειονότητα των διαστημικών δραστηριοτήτων και διαδραματίζουν καίριο ρόλο στην ανάπτυξη των προϊόντων και των υπηρεσιών του τομέα του διαστήματος. Κατά συνέπεια, η αγορά του διαστήματος (space market) επηρεάζεται από τις κυβερνήσεις και λοιπούς θεσμικούς φορείς. Πάνω από το 80% των παγκόσμιων διαστημικών δραστηριοτήτων περιλαμβάνει δημόσιους φορείς, οποίοι δρουν ως επενδυτές ή επιχειρηματίες. Οι κυβερνήσεις ελέγχουν επίσης την πρόσβαση στο μεγαλύτερο μέρος της αγοράς της διαστημικής τεχνολογίας. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η κυβέρνηση των ΗΠΑ λειτουργούσε δορυφόρους κυρίως για να εξυπηρετήσει τις δικές της ανάγκες. Σταδιακά, άρχισε να προσφέρει υπηρεσίες, απευθείας στο κοινό ( π.χ. προϊόντα και υπηρεσίες τηλεπισκόπησης - remote sensing). Η δωρεάν πρόσβαση στο κοινό τόνωσε την ανάπτυξη των πολύτιμων συναφών εμπορικών αγορών. Το αντίθετο συνέβαινε στην περιοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης παρότι, τα κράτη μέλη της ΕΕ σε συνδυασμό καταλαμβάνουν τη δεύτερη θέση στη αεροδιαστημική βιομηχανία παγκοσμίως. Η Ευρώπη είναι σε ιδιαίτερα καλή θέση, δεδομένης της πλούσιας ιστορίας και παράδοσης σε ανακαλύψεις, την κωδικοποίηση νόμων και κανόνων, την τεχνολογική καινοτομία και την ικανή διπλωματία της, έτσι ώστε να μπορέσει να ανταποκριθεί στις προκλήσεις που συνδέονται με τον διαρκώς εξελισσόμενο τομέα του διαστήματος και την επείγουσα ανάγκη για ένα ευρέως αποδεκτό νομικό χάρτη για το διάστημα. Ο νομικός αυτός χάρτης θα περιλαμβάνει την επιτυχή διαχείριση και αξιοποίηση του Galileo και του Κοπέρνικου, την ανάπτυξη της ικανότητας σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης για την παρακολούθηση του διαστήματος και των στοιχείων του, την ικανότητα να ανταποκριθεί σε εξωτερικές απειλές, τη διαχείριση των διαστάσεων της πολιτικής ασφάλειας του διαστήματος και την συγκέντρωση μιας ευρείας διεθνούς υποστήριξης για την διαμόρφωση ενός διεθνούς κώδικα συμπεριφοράς για τις δραστηριότητες στο διάστημα. Για την υλοποίηση και εφαρμογή των ανωτέρω, η Ευρωπαϊκή Ένωση χρειάζεται εκτός από την προσαρμογή, η οποία αναφέρθηκε ανωτέρω, μια άλλη προϋπόθεση η οποία θα την καταστήσει ικανό παίκτη και αυτή είναι, πέραν πάσης αμφιβολίας, η αυτονομία .
κ
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Η Πολιτική του Διαστήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση
863,849
row_863849
paper_10004
0
0
2. Τα πρώτα βήματα προς την αυτονομία στον τομέα των Ευρωπαϊκών διαστημικών δραστηριοτήτων
0.57-0.61
Αν υπάρχει ένας τομέας των διαστημικών δραστηριοτήτων για τον οποίο δεν ισχύει η έκφραση αυτονομία και εξάρτηση , αυτός είναι οι διαστημικές επιστήμες. Όπως και σε όλους τους άλλους κλάδους της επιστήμης, η επιστήμη του διαστήματος, οι οποίοι περιλαμβάνουν την αστρονομία, την εξερεύνηση του ηλιακού μας συστήματος, του πλάσματος και των θεμελιωδών νόμων της φυσικής, καθώς και των επιστημών της Γης, επωφελούνται από την αλληλεπίδραση όλων των επιστημόνων που συμμετέχουν σε αυτή. Η επιστημονική γνώση βασίζεται στην ευρύτερη αντιπαράθεση των ιδεών, την ανταλλαγή πληροφοριών και τη δημοσίευση των αποτελεσμάτων και των ανακαλύψεων. Αποτελούσε πάντα, και θα συνεχίσει να αποτελεί μια διεθνή προσπάθεια. Ακόμα κι αν οι ιδέες των επιστημόνων είναι διαφορετικές σε γενικές γραμμές, στον τομέα του διαστήματος οι επιστήμονες δεν είναι αυτόνομοι, αλλά αλληλένδετοι μέσω μιας εκτεταμένης πνευματικής αντιπαράθεσης που χαρακτηρίζει την επιστημονική πρόοδο και την απόκτηση γνώσεων. Ως εκ τούτου, η ανεξαρτησία στις διαστημικές επιστήμες φαίνεται περισσότερο να ομοιάζει με ένα πολιτικό σύνθημα παρά με μια επιστημονική αλήθεια. Περαιτέρω, οι διαστημικές επιστήμες είναι μέρος αυτού που συνήθως ονομάζεται «μεγάλη επιστήμη», στην οποία βρίσκονται όλες οι επιστήμες που στηρίζονται στη χρήση μεγάλου και, επομένως, ακριβού εξοπλισμού της τάξης των πολλών δισ. ευρώ. Παραδείγματα αποτελούν οι γιγαντιαίοι επιταχυντές του CERN στη Γενεύη ή τα συστήματα εδάφους της αστρονομίας που χρησιμοποιούν μεγάλα οπτικά ραδιοτηλεσκόπια, όπως το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο (ESO) στη Χιλή, που έχει αναπτύξει ένα από τα μεγαλύτερα τηλεσκόπια στον κόσμο. Οι διαστημικές αποστολές, αλλά και η εκτόξευση αντικειμένων στο διάστημα, έχουν την τάση να αυξάνονται σε μέγεθος και σε φιλοδοξία και να γίνονται όλο και πιο ακριβά, υπερβαίνοντας τις δυνατότητες μεμονωμένων κρατών. Κατά συνέπεια, οι διαστημικές αυτές δραστηριότητες μπορούν να αναπτυχθούν μόνο σε ένα διεθνές πλαίσιο και δεν είναι ούτε αυτόνομες ούτε ανεξάρτητες. Αντίθετα, είναι αλληλένδετες και έχουν την τάση να συνεχίσουν να αυξάνονται και να επεκτείνονται 82 . Οι ΗΠΑ, έχοντας αναπτύξει ισχυρή τεχνολογία, ήδη από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, με την προσέλκυση Γερμανών επιστημόνων και χορήγηση σε αυτούς αμνηστία, κατάφεραν να βρίσκονται στην πρώτη θέση σε ό,τι αφορά τις διαστημικές αποστολές και την διαστημική ευρεσιτεχνία. Φυσικά, υπήρξαν και άλλοι παράγοντες που βοήθησαν στην ανέλιξη αυτή, όπως το γεγονός ότι δεν είχαν υποστεί υλικές καταστροφές κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και το θέμα του διαστήματος υπήρξε για τρεις δεκαετίες μετά το τέλος του πολέμου, η πρώτη προτεραιότητα για την Αμερικανική κυβέρνηση σε μια προσπάθεια υπερκέρασης της Σοβιετικής Ένωσης, η οποία είχε ήδη στείλει τον κοσμοναύτη Gagarin σε τροχιά πάνω από τη Γη τον Απρίλιο του 1961. Ωστόσο, η διαστημική αυτή τεχνολογία και τεχνογνωσία των ΗΠΑ που αποτελεί ως χώρα απλά ένα παράδειγμα, δεν είναι διαθέσιμη για άλλες χώρες λόγω στρατιωτικού απορρήτου και πολιτικής ασφάλειας, παρά το γεγονός ότι, η διάχυση της επιστημονικής αυτής γνώσης θα βοηθούσε σε περαιτέρω εξέλιξη αυτής και σε σχετικά γρήγορο χρονικό διάστημα. Ειδικότερα, αν λάβουμε υπόψη την περίπτωση όλων των εθνών που δραστηριοποιούνται στο διάστημα, είτε πρόκειται για τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Ρωσία, την Ινδία, την Ιαπωνία ή την Κίνα, είναι αρκετά προφανές ότι, η πλήρης αυτονομία έχει σαφώς οριστεί σε υψηλό επίπεδο προτεραιότητας και από πολύ νωρίς. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αυστηρούς κανόνες, για τις προμήθειες για κυβερνητικούς δορυφόρους και τις υπηρεσίες εκτόξευσης, οι οποίοι εμποδίζουν την εθνική τους βιομηχανία να στηριχθεί σε προμηθευτές εκτός ΗΠΑ. Επιπλέον, ένας από τους βασικούς στόχους της, μέσω μαζικών επενδύσεων σε όλο το φάσμα των διαστημικών τεχνολογιών, είναι να εξασφαλιστεί η κυριαρχία τους σε αποκλειστικά εθνική βάση. Η Ρωσία δημιούργησε τις εντυπωσιακές δυνατότητές της στο διαστημικό τομέα κατά τη διάρκεια της σοβιετικής εποχής. Οι φιλοδοξίες της ήταν και είναι να παραμείνει ένας πρώτης τάξεως παίκτης στον τομέα του διαστήματος για καθαρά λόγους εθνικούς, παρά την τεχνολογική καθυστέρηση της σε διάφορους άλλους βασικούς τομείς. Από την έναρξη των αντίστοιχων εθνικών διαστημικών φορέων τους, τα σχέδια της Κίνας και της Ινδίας σε σχέση με το διάστημα έχουν καταστεί ισχυρά λόγω των αυστηρών εγχώριων απαιτήσεών τους. Κίνητρο υπήρξε σε κάποιο βαθμό η αδυναμία τους να στηρίζονται στις εμπορικές αγορές για να καλύψουν τις ανάγκες των διαστημικών προγραμμάτων τους για αυτό το λόγο μάλιστα και οι δύο έχουν κάνει σημαντικές προσπάθειες για να ελέγξουν πλήρως όλες τις τεχνολογικές πτυχές που αφορούν την πρόσβαση στο διάστημα όπως τις τηλεπικοινωνίες και την τηλεπισκόπησης, για αυστηρά στρατιωτική χρήση, στην περίπτωση της Ινδίας και της πολιτικής και στρατιωτικής χρήσης στην περίπτωση της Κίνας. Ακόμα και η Ιαπωνία έχει σταθερή ανάπτυξη σε σχέση με τις δυνατότητές της στο διάστημα. Η Ιαπωνία αναλαμβάνει μια διαστημική αποστολή, μόνο όταν έχει τη βεβαιότητα ότι θα είναι σε θέση να τη φέρει εις πέρας με ίδια μέσα 83 . Αποτέλεσμα των ανωτέρω επιλογών και πολιτικών, ήταν οι χώρες οι οποίες αποτελούσαν τους μεγάλους παίκτες στην αγορά του διαστήματος να αποφασίζουν από νωρίς για την ελευθερία ανάπτυξης και το μέγεθος ανάπτυξης των διαστημικών δραστηριοτήτων των άλλων χωρών. Για τους λόγους δε αυτούς, η Ευρώπη τη δεκαετία του 1970, αναγκάστηκε να αναπτύξει τον δικό της εκτοξευτή (Ariane 84 ), αφού οι περιορισμοί στην πώληση και διάθεση διαστημικού τεχνολογικού εξοπλισμού από τις ΗΠΑ, την απέτρεπαν από την εκτόξευση δικού της εμπορικού τηλεπικοινωνιακού δορυφόρου. Το 1979, η ESA και η NASA υπέγραψαν Μνημόνιο Συνεργασίας (Memorandum of Understanding) 85 , για την εκτόξευση δύο δορυφόρων, κατασκευασμένοι ο ένας από την ESA και ο άλλος από την NASA. H NASA, με ανακοίνωσή της το 1981, αρχικά καθυστέρησε την εκτόξευση και εν τέλει τη ματαίωσε. Στο χρονικό δε διάστημα αυτό, η ESA είχε ήδη κατασκευάσει τον δικό της δορυφόρο που όμως ήταν άχρηστος χωρίς τον δορυφόρο της NASA, ο οποίος είχε όλο τον φωτογραφικό εξοπλισμό. Ακολούθησαν σκληρές διαπραγματεύσεις τόσο σε πολιτικό όσο και σε διπλωματικό επίπεδο, σε μια προσπάθεια να αντιστρέψουν την απόφαση της NASA για αποχώρηση από το πρόγραμμα, μάταια όμως. Ακολούθησε ένα ακόμα ναυάγιο, αυτό του προγράμματος προσέγγισης κομητών το 1979, στο οποίο πάλι η NASA απεδείχθη αναξιόπιστος εταίρος. Τα γεγονότα αυτά, επηρέασαν βαθιά τις σχέσεις μεταξύ των δύο οργανισμών και την μελλοντική τους συνεργασία. Σταδιακά η Ευρώπη συνειδητοποίησε ότι, οι διαστημικές της δραστηριότητες, για να μπορέσουν να υλοποιηθούν θα πρέπει να καταστούν αυτόνομες. Η δεύτερη θέση στη λίστα των καλύτερων διαστημικών οργανισμών στον κόσμο ήρθε με το πρόγραμμα Horizon 2000 το 1985, το οποίο εκτόξευσε επιτυχώς ένα μεγάλο αριθμό δορυφόρων σε μια χρονική διάρκεια είκοσι και πλέον ετών. Μάλιστα το πρόγραμμα αυτό πραγματικά μεταμόρφωσε την ESA από ένα κατώτερο οργανισμό και εταίρο σε έναν οργανισμό ικανό να διαμορφώνει σημαντικά τμήματα του συνόλου των διεθνών διαστημικών προγραμμάτων. Έγινε ένα πρότυπο αναφοράς για τους διεθνείς εταίρους της και εδραίωσε μια πληθώρα ευρωπαϊκών εθνικών προγραμμάτων σε ένα ενιαίο ολοκληρωμένο ευρωπαϊκό διαστημικό επιστημονικό πρόγραμμα. Χάρη στο Horizon 2000 , η Ευρώπη κατέστη ένας αναγνωρισμένος ηγέτης στο τομέα του διαστήματος, ο οποίος πλέον δεν είναι πλήρως εξαρτώμενος από άλλους φορείς 86 . Διάδοχος του Horizon 2000 είναι το πρόγραμμα Cosmic Vision 2015 - 2025 87 , το οποίο ομοίως με τον προκάτοχό του θα συνεχίσει την εκτόξευση δορυφόρων.
κ
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Η Πολιτική του Διαστήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση
863,850
row_863850
paper_10004
0
0
3. Τα είδη της αυτονομίας που αποζητά η Ευρώπη στον τομέα της διαστημικής πολιτικής
0.61-0.64
Διακαής πόθος και στόχος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήταν, από τα πρώτα χρόνια της συνεργασίας της με την ESA, η σταδιακή απαγκίστρωση από την εξάρτησή της στον τομέα των διαστημικών δραστηριοτήτων από άλλους φορείς και οργανισμούς, συνεργασία η οποία, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, πολλές φορές, είτε δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα, είτε οι διαπραγματεύσεις για μια ενδεχόμενη συνεργασία απέβαιναν δύσκολες και πολλές φορές άκαρπες ιδίως στις περιπτώσεις που η παρεχόμενη από τους άλλους φορείς τεχνολογία ήταν απαραίτητη για την Ευρώπη και τους στόχους της. Η αυτονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η στρατηγική της προς εκπλήρωση αυτού του σκοπού μπορεί να χωριστεί σε τρεις υποκατηγορίες, όπως αναλυτικά αναλύουν οι Wouters και Hansen 88 : α) της πολιτικής αυτονομίας, β) της οικονομικής αυτονομίας και γ) της στρατηγικής αυτονομίας. Η αυτονομία σημαίνει ανεξαρτησία, η διαβίωση με κανόνες και νόμους που δεν καθορίζονται από άλλους 89 . Η εξάρτηση, αντιθέτως, προϋποθέτει μια κατάσταση όπου κάποιος υπόκειται σε κανόνες ή νόμους που έχουν καθοριστεί από άλλους, με το εναλλακτικό όρο «υποχώρηση» που υλοποιεί την πρόσθετη διάσταση της βεβαίωσης αυτής της κατάστασης. Μεταξύ των δύο αυτών άκρων βρίσκεται ένας άπειρος αριθμός πιθανών μορφών κυβερνητικών αυτονομίας με στοιχεία υποταγής. Η δεύτερη υποκατηγορία στη γενική αντίθεση μεταξύ εξάρτησης και ανεξαρτησίας βρίσκεται στην οικονομική σφαίρα. Εδώ, η ανεξαρτησία σχετίζεται με το βαθμό στον οποίο κάποιος οικονομικός παίκτης είναι σε θέση να παρέχει για τις δικές του ανάγκες ή, αντίθετα, σε ποιο βαθμό είναι εξαρτώμενος από τους άλλους. Η πιο ακραία μορφή της οικονομικής ανεξαρτησίας είναι η αυτάρκεια. Η αυτάρκεια συνεπάγεται την πλήρη ανεξαρτησία. Η τρίτη υποκατηγορία αφορά στη στρατηγική αυτονομία που αντικατοπτρίζει, τόσο τα τυπικά κριτήρια που χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό της πολιτικής ανεξαρτησίας (το δικαίωμα λήψης αποφάσεων), όσο και τα στοιχεία της de facto δυνατότητας, οι αποφάσεις αυτές τελικά να εφαρμοστούν. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, προς το παρόν τουλάχιστον, ενθαρρύνει τη στρατηγική συνεργασία υπέρ της στρατηγικής αυτονομίας. Η αλήθεια είναι, ότι μια στρατηγική εταιρική σχέση μπορεί κάλλιστα να λειτουργήσει ως μια εποικοδομητική δέσμευση. Μάλιστα, οι κίνδυνοι της μονομέρειας μειώνονται, και οι εθνικές επιφυλάξεις μπορούν να αμβλυνθούν. Όταν οι ΗΠΑ προσέφεραν στους συμμάχους τους στο ΝΑΤΟ πρόσβαση στον στρατιωτικό κώδικα για το GPS, ήταν μια προσπάθεια ενίσχυσης της στρατηγικής εταιρικής ασφάλειας και ένας τρόπος να εμποδίσουν τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την ανάπτυξη των δικών τους δυνατοτήτων (Galileo). Τελικά, ο στόχος της Ευρώπης με το πρόγραμμα Galileo φάνηκε να ήταν η επίτευξη μιας μορφής στρατηγικής αυτονομίας, αλλά πίσω από αυτόν υπήρξε απλά η συνεργασία 90 . Η αυτονομία μπορεί να είναι το μέσο, το οποίο θα μπορέσει να βοηθήσει στην επιλογή των συνεργατών για μια στρατηγική συνεργασία, αλλά μπορεί επίσης να οδηγήσει και σε συνεργασία με αδύναμους εταίρους για την προώθηση συγκεκριμένης ατζέντας. Η τελευταία περίπτωση φαίνεται να ισχύει στις σχέσεις μεταξύ Γερμανίας και ΗΠΑ, σε ό,τι αφορά τον τομέα της οπτικής δορυφορικής αναγνώρισης (HiROS 91 ) σύμφωνα με έγγραφα που δόθηκαν στη δημοσιότητα στις αρχές του 2011 από τα WikiLeaks. Λαμβάνοντας υπόψη την ανεπίσημα απρόθυμη ανταλλαγής πληροφοριών (δορυφορικές εικόνες) μεταξύ της Γαλλίας και της Γερμανίας, η συνεργασία μεταξύ της τελευταίας και των ΗΠΑ αμφισβητεί ευθέως τον γαλλικό ρόλο και την ισορροπία των σχετικών θέσεων. Στο οικοδόμημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης παρατηρείται ότι, τόσο σε παραδοσιακούς τομείς αρμοδιότητάς της, όπως η αγροτική πολιτική και το εμπόριο, όσο και σε αυτούς που είναι καινούργιοι, το έργο της ολοκλήρωσης εξακολουθεί να είναι κυρίως οικονομικής φύσεως. Σε πολλούς τομείς της πολιτικής, η πρώτη εστίαση ήταν, επομένως, η δημιουργία μιας αλληλεξάρτησης μεταξύ των κρατών μελών μέσω της ένωσης και του συνδυασμού των αγορών τους. Περαιτέρω, στη διαδικασία αυτή ολοκλήρωσης, η οικονομική αλληλεξάρτηση χρησιμεύει στην ευθυγράμμιση των συμφερόντων των κρατών μελών, η οποία ευνοεί την περαιτέρω πολιτική ολοκλήρωση και θα διευκολύνει στην ανάδειξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως παγκόσμιου παράγοντα στα αντίστοιχα πεδία. Από την άλλη, στον τομέα του διαστήματος και των διαστημικών δραστηριοτήτων εν γένει, το τοπίο είναι λιγότερο ξεκάθαρο, καθώς η αλληλεξάρτηση μεταξύ των κρατών μελών δεν είναι το αποτέλεσμα μιας δραστήριας πολιτικής για το σκοπό αυτό, αλλά μάλλον οφείλεται στην παράδοση της διεθνούς συνεργασίας που επιβάλλεται από την οικονομική και βιομηχανική φύση των δραστηριοτήτων αυτών. Ως εκ τούτου, η Ευρωπαϊκή διαστημική πολιτική φαίνεται από τη μία πλευρά να είναι ολοκληρωμένη, με την πλειοψηφία των διαστημικών προγραμμάτων που διεξάγονται να οφείλονται στη διεθνή συνεργασία, αλλά από την άλλη εξακολουθεί να είναι κατακερματισμένη, ως συνέπεια της διακυβερνητικής λογικής του σχεδιασμού και των προγραμμάτων χρηματοδότησης που έχουν μέχρι στιγμής επικρατήσει καθ' όλη τη διάρκεια της ύπαρξης της ESA. Για τη συνένωση των ξεχωριστών φιλοδοξιών των κρατών μελών στο διάστημα με τις φιλοδοξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο διάστημα, τόσο πολιτικά όσο και οικονομικά, θα πρέπει οι ευρείς πολιτικοί στόχοι της τελευταίας να αποτελέσουν συμπαγή μέτρα πολιτικής, έτσι ώστε να μπορέσει η Ευρώπη να αναπτυχθεί και να αποκτήσει τα απαραίτητα τεχνολογικά και βιομηχανικά μέσα επίτευξης των διαστημικών στόχων. Εν τέλει, πέντε βασικοί παράγοντες φαίνεται να είναι απαραίτητοι για τη διατήρηση της εγγυημένης πρόσβασης της Ευρώπης στο διάστημα στο μέλλον  α) η ισχυρή υποστήριξη από τους θεσμικούς φορείς, β) η αναδιοργάνωση του τομέα της εκτόξευσης, γ) μια βιώσιμη εμπορική στρατηγική, δ) ένα πλήρες σύνολο εκτοξευτών και ε) η επόμενη γενιά εκτοξευτών (NGL 92 ) 93 .
κ
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Η Πολιτική του Διαστήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση
863,851
row_863851
paper_10004
0
0
4. Τα σύγχρονα επιτεύγματα και η νέα στρατηγική της Ευρωπαϊκής διαστημικής πολιτικής
0.64-0.64
κ
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Η Πολιτική του Διαστήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση
863,852
row_863852
paper_10004
0
0
4.1. H Ανακοίνωση της Επιτροπής του 2016 - COM(2016) 705
0.65-0.67
Φτάνοντας στο 2016, η Ευρώπη στο σύνολό της [τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Διαστήματος, η Ευρωπαϊκή Οργάνωση για την Εκμετάλλευση Μετεωρολογικών Δορυφόρων (EUMETSAT) και η Ευρωπαϊκή Ένωση] αποτελεί πλέον μια μεγάλη παγκόσμια διαστημική δύναμη. Έχει ισχυρή και ανταγωνιστική βιομηχανία, π.χ. για δορυφόρους, εκτοξευτές και συνδεόμενες υπηρεσίες/δραστηριότητες. Η ευρωπαϊκή διαστημική βιομηχανία απασχολεί περισσότερους από 230.000 επαγγελματίες και εκτιμάται ότι παράγει προστιθέμενη αξία 46-54 δισ. ευρώ. Η Ευρώπη κατασκευάζει το ένα τρίτο της παγκόσμιας παραγωγής δορυφόρων. Έχει σημειώσει πολλές επιτυχίες στο διάστημα με ριζοσπαστικές τεχνολογίες και εξερευνητικές αποστολές. Την περίοδο 2014 - 2020 η Ευρωπαϊκή Ένωση θα έχει επενδύσει 12 δισ. ευρώ για την ανάπτυξη διαστημικών προγραμμάτων υψηλής ποιότητας. Ο Κοπέρνικος, ο κορυφαίος πάροχος γεωσκοπικών δεδομένων ανά την υφήλιο, βοηθά ήδη στη διάσωση ζωών στη θάλασσα, βελτιώνει την αντίδρασή σε φυσικές καταστροφές, όπως σεισμούς, δασικές πυρκαγιές ή πλημμύρες, ενώ δίνει τη δυνατότητα στους γεωργούς να διαχειρίζονται καλύτερα τις καλλιέργειές τους. Το πρόγραμμα Galileo, το παγκόσμιο δορυφορικό σύστημα πλοήγησης της Ευρώπης, σύντομα θα παρέχει πιο ακριβείς και αξιόπιστες πληροφορίες εντοπισμού θέσης και χρονοπροσδιορισμού, είτε για αυτόνομα και συνδεδεμένα οχήματα, είτε για σιδηροδρομικές και αεροπορικές μεταφορές ή άλλους τομείς. Η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υπέρθεσης για τη Γεωστατική Πλοήγηση (EGNOS) παρέχει υπηρεσίες για την ασφάλεια της ανθρώπινης ζωής στη ναυσιπλοΐα σε χρήστες αεροπορικών, θαλάσσιων και χερσαίων μέσων μεταφοράς σε όλη σχεδόν την Ευρώπη. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα η σημασία του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για την Εκμετάλλευση των Μετεωρολογικών Δορυφόρων (EUMETSAT 94 ). Ο EUMETSAT είναι ένας διακυβερνητικός διαστημικός οργανισμός ο οποίος ιδρύθηκε το 1986 και σκοπό έχει την παροχή δορυφορικών δεδομένων σχετικά με τις καιρικές συνθήκες και το κλίμα, υψηλής ευκρίνειας εικόνες και υπηρεσίες, σε συνεργασία με τις Εθνικές Μετεωρολογικές Υπηρεσίες των κρατών, καθώς και των συνεργαζόμενων μελών 95 . Από μόνος της δε, ο Οργανισμός αυτός έχει έσοδα από τις υπηρεσίες που προσφέρει που αγγίζουν το ποσό των 1,3 δις. ετησίως. Μέχρι τα μέσα του 2014, η EUMETSAT απαριθμούσε 30 κράτη μέλη και 1 συνεργαζόμενο κράτος (Σερβία) από τα 27 κράτη μέλη το 2013. Ακολούθησαν η Λιθουανία, η Ισλανδία και η Βουλγαρία το 2014 96 . Ορισμένες καινοτόμες νεοσύστατες επιχειρήσεις χρησιμοποιούν ήδη δορυφορικά δεδομένα, όπως τις υπηρεσίες της EUMETSAT, π.χ. για να βοηθούν τους γεωργούς να παρακολουθούν αποτελεσματικότερα τις καλλιέργειές τους, για να επιτρέπουν σε εφαρμογές του διαδικτύου των πραγμάτων να χρησιμοποιούν δεδομένα εντοπισμού θέσης ή να παρέχουν μη επανδρωμένα αεροσκάφη για θαλάσσια διάσωση 97 . Αντίστοιχος διακυβερνητικός διαστημικός οργανισμός είναι και ο INTELSAT, o Παγκόσμιος Δορυφορικός Οργανισμός Τηλεπικοινωνιών, ο οποίος ξεκίνησε ως διακυβερνητική κοινοπραξία με τη διαχείριση ενός αστερισμού δορυφόρων επικοινωνιών οι οποίοι παρέχουν διεθνείς υπηρεσίες μετάδοσης. Από το Μάρτιο του 2011, ο INTELSAT διαθέτει ένα στόλο 52 δορυφόρων επικοινωνιών, ο οποίος είναι ένας από τους μεγαλύτερους στόλους στον κόσμο των εμπορικών δορυφόρων. Με Ανακοίνωσή της, η Επιτροπή τον Οκτώβριο του 2016 98 πρότεινε μια νέα διαστημική στρατηγική για την Ευρώπη βασισμένη σε τέσσερις πυλώνες στρατηγικούς στόχους 99 . Η στρατηγική προβλέπει ότι "ο ευρωπαϊκός διαστημικός τομέας πρέπει να παραμείνει στην πρώτη γραμμή της ταχύτατα εξελισσόμενης επαναστατικής καινοτομίας, της ανάδειξης νέων επιχειρηματικών μοντέλων και του εντεινόμενου παγκόσμιου ανταγωνισμού" . Συγκεκριμένα, η Επιτροπή θέτει ως στόχο να επενδύσει περίπου όσα χρήματα επενδύουν στο διάστημα και οι ΗΠΑ - 12 δισ. για 7 χρόνια - να ολοκληρώσει με το πρόγραμμα Galileo, να υλοποιήσει νέα προγράμματα στο πλαίσιο του Κοπέρνικου για την παρατήρηση του πλανήτη και να αποστείλει τουλάχιστον 30 νέους δορυφόρους στο διάστημα. Σε σχέση δε με το επικείμενο σχέδιο δράσης για την ευρωπαϊκή άμυνα, η Επιτροπή θα δρομολογήσει την πρωτοβουλία για αυτονομία σε κυβερνητικές δορυφορικές επικοινωνίες (GovSatCom), ώστε να εξασφαλίζεται η παροχή αξιόπιστων, ασφαλών και οικονομικά αποδοτικών υπηρεσιών δορυφορικής επικοινωνίας για την ΕΕ και τις εθνικές δημόσιες αρχές.
κ
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Η Πολιτική του Διαστήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση
863,853
row_863853
paper_10004
0
0
4.2. Η συμμετοχή της ESA στον Διεθνή Διαστημικό Σταθμό (ISS 100 )
0.67-0.71
Σε συνεργασία με τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Ρωσία, την Ιαπωνία και τον Καναδά, η Ευρώπη μοιράζεται το μεγαλύτερο διεθνές πρόγραμμα όλων των εποχών - τον Διεθνή Διαστημικό Σταθμό. O -360 τόνων - Διεθνής Διαστημικός Σταθμός έχει πάνω από 820 κυβικά μέτρα χώρου, αρκετό δηλαδή για το πλήρωμά των έξι ατόμων που φιλοξενεί και οι οποίοι διενεργούν μια μεγάλη σειρά επιστημονικών πειραμάτων. Το νομικό πλαίσιο του Διεθνούς Διαστημικού Σταθμού είναι δομημένο σε τρία επίπεδα διεθνών συμφωνιών συνεργασίας: α) τη Διακυβερνητική Συμφωνία για τον Διεθνή Διαστημικό Σταθμό 101 που συχνά αναφέρεται ως IGA και είναι μια διεθνής συνθήκη που υπογράφηκε στις 29 Ιανουαρίου 1998 από τις δεκαπέντε κυβερνήσεις που συμμετέχουν στο πρόγραμμα του Διαστημικού Σταθμού και η οποία θεσπίζει μια μακροπρόθεσμη διεθνή συνεργασία για το λεπτομερή σχεδιασμό, ανάπτυξη, λειτουργία και εκμετάλλευση στου σταθμού για ειρηνικούς σκοπούς, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, β) τέσσερα μνημόνια συνεργασίας (MOU) μεταξύ της Εθνικής Υπηρεσίας Αεροναυτικής και Διαστήματος (NASA) και κάθε συνεργαζόμενου Οργανισμού Διαστήματος δηλαδή της ESA, της Καναδικής Υπηρεσίας Διαστήματος (CSA), της Ρωσικής Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Διαστήματος (Roscosmos), και της Ιαπωνικής Διαστημικής Υπηρεσίας (JAXA) και γ) διάφορες διμερείς ρυθμίσεις εφαρμογής μεταξύ των διαστημικών οργανισμών οι οποίοι έχουν συσταθεί για την υλοποίηση των μνημονίων. Ο στόχος αυτών των συμφωνιών και συνθηκών είναι να περιγράψουν με λεπτομέρεια τους ρόλους και τις ευθύνες των εμπλεκόμενων φορέων στο σχεδιασμό, τη λειτουργία, ανάπτυξη και αξιοποίηση του Σταθμού. Επιπλέον, οι συμφωνίες χρησιμεύουν για τον καθορισμό της δομής διαχείρισης και τις απαραίτητες διεπαφές έτσι ώστε να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική αξιοποίηση του Σταθμού 102 . Η κατασκευή του σταθμού ξεκίνησε το Νοέμβριο του 1998, με την εκτόξευση του θαλάμου (module) Zarya της Ρωσίας. Η κατασκευή καθυστέρησε λόγω της τραγικής απώλειας του διαστημικού λεωφορείου Columbia, η οποία οδήγησε επίσης στην απόφαση να αποσυρθούν όλα τα διαστημικά λεωφορεία, μετά την ολοκλήρωση του Σταθμού. Το τελευταίο μεγάλο τμήμα του Διαστημικού Σταθμού παραδόθηκε από έναν διαστημικό λεωφορείο και ήταν το όργανο AMS-2, τον Μάιο του 2011. Ο κανόνας που αφορά στη χρησιμοποίηση του Διαστημικού Σταθμού προβλέπει ότι, κάθε εταίρος μπορεί να χρησιμοποιήσει τον εξοπλισμό και τις εγκαταστάσεις εντός ή στοιχεία του άλλου εταίρου, σύμφωνα με τα αντίστοιχα «δικαιώματα χρήσης» τους. Τα δικαιώματα αυτά ορίζονται στην ανωτέρω Διακυβερνητική Συμφωνία (άρθρο 9) και τα διάφορα μνημόνια συμφωνίας. Σημειωτέον ότι, η ESA και οι διεθνείς εταίροι μπορούν να ανταλλάξουν ή να πωλήσουν τα αχρησιμοποίητα δικαιώματα χρήσης τους μεταξύ τους ή και με άλλα μησυμμετέχοντα στο πρόγραμμα του σταθμού κράτη ή φορείς. Η κοινή φιλοσοφία της προσέγγισης αυτής είναι ότι, τα αγαθά και οι υπηρεσίες που ανταλλάσσονται από τους οργανισμούς στο διάστημα συντελείται χωρίς ανταλλαγή κεφαλαίων. Η ανταλλαγή αυτή επέτρεψε τη σημαντική μείωση των τεχνικών και οικονομικών κινδύνων και έχει υποστηρίξει τη διαδικασία εναρμόνισης των κοινών στοιχείων του προγράμματος. Οι όροι και οι προϋποθέσεις οποιασδήποτε ανταλλαγής ή πώλησης καθορίζονται σε κάθε περίπτωση, χωριστά από τα συμβαλλόμενα μέρη, και πρέπει να συμμορφώνονται με το γενικό νομικό πλαίσιο που διέπει τον Διαστημικό Σταθμό. Τα δικαιώματα αξιοποίησης της ESA περιλαμβάνoυν ποσοστό 8,3% επί των συνολικών πόρων του Διαστημικού Σταθμού ( π.χ. επικοινωνίες) και ποσοστό 8,3% χρόνου του πληρώματος, το οποίο αντιπροσωπεύει περίπου 13 ώρες την εβδομάδα. Όσον αφορά στα καταλύματα των χρηστών ( π.χ. εργαστήρια), η ESA έχει συνάψει συμφωνία με τη NASA, η οποία θα χρησιμοποιήσει το 51% του ευρωπαϊκού εργαστηρίου Columbus σε αντάλλαγμα με την παροχή υπηρεσιών δορυφορικής μεταφοράς. Ακολούθως, η ESA είναι υπεύθυνη για δύο βασικά στοιχεία του σταθμού  το Ευρωπαϊκό Εργαστήριο Columbus και τα Αυτοματοποιημένα Οχήματα Μεταφοράς (ATV 103 ). Το εργαστήριο Columbus αποτελεί ένα σημαντικό μέρος του ερευνητικού δυναμικού του σταθμού. Εξοπλισμένο με δέκα εναλλάξιμους αποθηκευτικούς χώρους ωφέλιμο φορτίο, το Columbus είναι ένα πολυλειτουργικό εργαστήριο που ειδικεύεται στην έρευνα της φυσικής των υγρών, της επιστήμης των υλικών και των βιοεπιστημών. Η δεύτερη μεγαλύτερη συμβολή της Ευρώπης είναι η μεταφορά του αυτοματοποιημένου οχήματος, ενός οχήματος ανεφοδιασμού που τέθηκε σε τροχιά με τη βοήθεια ενός εκτοξευτή Ariane 5 104 . Στις 1 και 2 Δεκεμβρίου 2016, πραγματοποιήθηκε στη Λουκέρνη της Ελβετίας η Υπουργική Συνδιάσκεψη του Συμβουλίου της ESA. Η Υπουργική Συνδιάσκεψη - η οποία λαμβάνει χώρα κάθε 2 ή 3 χρόνια - είναι ένα κορυφαίο γεγονός στη λειτουργία του Οργανισμού, καθώς κατά τη διάρκεια της ο εκάστοτε Γενικός Διευθυντής παρουσιάζει στις αντιπροσωπείες των κρατών μελών και των υπό ένταξη χωρών το όραμα και τη στρατηγική του Οργανισμού για τα επόμενα χρόνια και εισηγείται προς έγκριση τον αντίστοιχο προτεινόμενο προϋπολογισμό. Οι στόχοι που συμφωνήθηκαν περιλαμβάνουν τη μέγιστη αξιοποίηση του τομέα του Διαστήματος στην καθημερινότητα του πολίτη, την κοινωνία και την οικονομία, την ενίσχυση μιας ανταγωνιστικής Ευρώπης στο Διάστημα σε διεθνές επίπεδο, τη διασφάλιση της Ευρωπαϊκής αυτονομίας στη χρήση του Διαστήματος σε ένα ασφαλές περιβάλλον και την αριστεία στην Επιστήμη και την Τεχνολογία του Διαστήματος 105 . Στη συνάντηση αυτή, συμφωνήθηκε η επέκταση της συμμετοχής της ESA στον ISS, μια συμφωνία η οποία περιλαμβάνει την παροχή μιας δεύτερης μονάδας παροχής υπηρεσιών για το Orion, το διαστημικό σκάφος της NASA, και την εξεύρεση επιπλέον χρηματοδότησης για το πρόγραμμα ExoMars 106 , παρότι το όχημα Schiaparelli καταστράφηκε κατά την προσεδάφισή του στον κόκκινο πλανήτη τον Οκτώβριο του 2016. Η συνάντηση έληξε χωρίς απόφαση για τη χρηματοδότηση για το πρόγραμμα ΑΙΜ 107 , το πρόγραμμα εντοπισμού επικίνδυνων αστεροειδών, το οποίο ήταν μέρος μιας ευρύτερης κοινής προσπάθειας με τη NASA 108 , ενέκρινε, όμως, έναν προϋπολογισμό 10,3 δισ. ευρώ για τα επόμενα τρία με οκτώ χρόνια, λίγο πιο κάτω από τα 11 δισ. που ζητούσε η ESA αλλά ένα ξεκάθαρο σημάδι για το ενδιαφέρον και την εμπιστοσύνη των πολιτικών στην έρευνα που γίνεται αναφορικά με το διάστημα.
κ
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Η Πολιτική του Διαστήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση
863,854
row_863854
paper_10004
0
0
5. Η Ευρωπαϊκή προσπάθεια για την εγκαθίδρυση Διαστημικού Κώδικα Συμπεριφοράς (EU ICoC 109 )
0.71-0.76
Η διαστημική ασφάλεια ερμηνεύεται γενικά, ως μια πρόκληση για την ασφάλεια του μέλλοντος. Ωστόσο, στην πραγματικότητα, η ίδια αποτελεί σαφή και υπαρκτό κίνδυνο από μόνη της. Η ασφάλεια του διαστήματος και η βιωσιμότητα των διαστημικών δραστηριοτήτων έχουν ως εκ τούτου αρχίσει να απασχολούν την διεθνή συζήτηση για την παγκόσμια ασφάλεια, τουλάχιστον μέσα σε μια μικρότερη κοινότητα. Ωστόσο, δεν υπάρχουν αποτελεσματικά εξωατμοσφαιρικά νομικά καθεστώτα που να έχουν την δυνατότητα να περιορίζουν και να οριοθετούν αποτελεσματικά τις δραστηριότητες στο διάστημα. Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι, ο αριθμός και το είδος των φορέων στον τομέα αυτό αλλάζουν δραματικά και ότι το διάστημα είναι πυκνοκατοικημένο, και το περιβάλλον του αμφισβητούμενο. Εν τω μεταξύ, η δοκιμή από την Κίνα του αντιδορυφορικού της συστήματος (ASAT 110 ) τον Ιανουάριο του 2007, έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για τις υπόλοιπες χώρες σε ό,τι αφορά την αναθεώρηση της προοπτικής τους για την «ειρηνική χρήση αντί της στρατιωτικοποίησης του διαστήματος». Υπάρχουν ορισμένες συνθήκες και νομικά κείμενα στον τομέα αυτό, κάποια δε από αυτά έχουν ήδη μνημονευθεί στην παρούσα, ωστόσο, τα μέτρα αυτά δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν πολλές προκλήσεις της σύγχρονης εποχής. Είναι φανερό, ότι η τεχνολογία βαδίζει πολύ πιο γρήγορα από την βούληση και την αποφασιστικότητα των πολιτικών και νομοθετικών οργάνων χωρών και φορέων. Όπως προαναφέρθηκε, υπάρχουν μερικά καλά μέτρα διαχείρισης της διαστημικής ασφάλειας, ωστόσο, είναι πλέον παρωχημένα και ανεπαρκή. Η Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για την Ειρηνική Χρήση του Διαστήματος (UNCOPUOS) συστάθηκε από τη Γενική Συνέλευση το 1959, για την διακυβέρνηση της εξερεύνησης και χρήσης του διαστήματος προς όφελος όλης της ανθρωπότητας  την ειρήνη, την ασφάλεια και την ανάπτυξη. Η επιτροπή αυτή είναι επιφορτισμένη με την εποπτεία της διεθνούς συνεργασίας για την ειρηνική χρήση του διαστήματος, μελετώντας όσες δραστηριότητες σχετίζονται με το διάστημα και θα μπορούσαν να αναληφθούν από τα Ηνωμένα Έθνη, ενθαρρύνει την εκπόνηση ερευνητικών διαστημικών προγραμμάτων, και μελετά νομικά προβλήματα που προκύπτουν από την εξερεύνηση του διαστήματος. Η (UN)COPUOS συνέβαλε στη δημιουργία των πέντε συνθηκών και των πέντε αρχών που διέπουν το δίκαιο διαστήματος 111 . Η διεθνής συνεργασία για την εξερεύνηση του διαστήματος περιλαμβάνει τη χρήση των εφαρμογών που προσφέρει η διαστημική τεχνολογία για την αντιμετώπιση των παγκόσμιων αναπτυξιακών στόχων που τίθενται από στην Επιτροπή κάθε χρόνο. Λόγω της ραγδαίας εξέλιξης των διαστημικών δραστηριοτήτων, οι εξελίξεις στο τον τομέα αυτό είναι ραγδαίες. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή παρέχει μια μοναδική πλατφόρμα σε παγκόσμιο επίπεδο για να παρακολουθεί και να συζητεί τις εξελίξεις αυτές 112 . Η Επιτροπή έχει δύο επικουρικά όργανα  την Επιστημονική και Τεχνική Υποεπιτροπή, καθώς και τη Νομική Υποεπιτροπή, τα οποία ιδρύθηκαν το 1961. Η Επιτροπή αναφέρεται στην Τέταρτη Επιτροπή της Γενικής Συνέλευσης, η οποία υιοθετεί ένα ετήσιο ψήφισμα σχετικά με τη διεθνή συνεργασία για τις ειρηνικές χρήσεις του διαστήματος. Η Ευρωπαϊκή Ένωση και η ESA, παρίστανται στις συνελεύσεις της επιτροπής, ως παρατηρητές με δικαίωμα υποβολής προτάσεων και δηλώσεων 113 . Παρόλο που η επιτροπή COPUOS αποτελεί ένα καλό μέτρο, ωστόσο, οι στρατιωτικές διαστημικές δραστηριότητες δεν αποτελούν μέρος των αποφάσεών της, ούτε και εμπίπτουν στη σφαίρα επιρροής της. Η Συνθήκη των Ηνωμένων Εθνών για το Διάστημα είναι ένα ακόμη εξαιρετικό μέτρο, έτσι όπως διατυπώθηκε το 1967 μετά από επίπονες διαπραγματεύσεις μεταξύ των τότε τριών μεγάλων δυνάμεων, αλλά υπάρχουν επίσης κενά που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν από τα κράτη αν ήθελαν να ακολουθήσουν τα δικά τους συμφέροντα. Η ίδια η συνθήκη και μερικοί από τους ορισμούς της, έχουν γίνει πάρα πολύ επεκτατικοί στην κατανόηση και την εφαρμογή τους. Επιπλέον, μια συνθήκη που διατυπώθηκε στη δεκαετία του 1960 είναι πολύ μακριά από την αντιμετώπιση του φάσματος των νέων και αναδυόμενων απειλών. Όροι και έννοιες όπως «ειρηνική δραστηριότητα», «διαστημικό όπλο», «αμυντικές ενέργειες στο διάστημα», και «στρατιωτικοποίηση του διαστήματος», μεταξύ άλλων, πρέπει να διευκρινιστούν. Τέλος, η διαπραγμάτευση για την PAROS 114 (Prevention of An Arms Race in Outer Space) δεν ήταν εύκολη 115 . Από ένα ψήφισμα της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ το 1981, δεν υπάρχει καμία παραγωγική συνεδρία μέχρι σήμερα. Ενώ υπάρχει παγκόσμια συναίνεση για το γεγονός ότι, το διάστημα θα πρέπει να χρησιμοποιείται αποκλειστικά για ειρηνικούς σκοπούς (και ως εκ τούτου η ανάγκη για την PAROS), οι πολιτικές δυσκολίες ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις αποτελούν το εμπόδιο για την πραγματοποίησή της. Κενό επίσης υπάρχει, σε ότι αφορά τα διαστημικά απόβλητα (space debris) 116 . Για τους ανωτέρω λόγους, η Ευρωπαϊκή Ένωση συνέταξε ένα αρχικό Διεθνή Κώδικα Συμπεριφοράς (ICoC ή Κώδικας) το 2008 και μια αναθεωρημένη έκδοση, η οποία κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 2010. Μεταξύ των προβλέψεών του, το σχέδιο λαμβάνει υπόψη το γεγονός, ότι τα διαστημικά απόβλητα αποτελούν απειλή για τις δραστηριότητες στο διάστημα και, ενδεχομένως, περιορίζουν την αποτελεσματική ανάπτυξη και αξιοποίηση των δραστηριοτήτων που σχετίζονται με το διάστημα και αγωνίζεται για το σχηματισμό μιας σειράς βέλτιστων πρακτικών που αποσκοπούν στη διασφάλιση της ασφάλειας στο διάστημα και θα μπορούσε να γίνει ένα χρήσιμο συμπλήρωμα για το διεθνές Διαστημικό Δίκαιο. Η επιλογή του Κώδικα και όχι κάποιας νομοθετικής πράξης δεν είναι καθόλου τυχαία. Ένας κώδικας θεωρείται λιγότερο αμφιλεγόμενος, διότι η σύνταξη και η υπογραφή του δεν ακολουθεί τις γνωστές νομοθετικές διαδικασίες. Ωστόσο, για τον ίδιο λόγο, έχει και εχθρούς. Εκείνοι που αντιμάχονται τον κώδικα έχουν δύο βασικά επιχειρήματα  α) ο λόγος που θα έπρεπε τα κράτη να υιοθετήσουν και να θεσμοθετήσουν ένα κείμενο χωρίς οιοδήποτε στοιχείο επιβολής και κατά πόσο ένας κώδικας θα μπορούσε να αυξήσει την εθνική ασφάλεια σε σημαντικό βαθμό και β) ότι οι αρχές που περιέχονται στον κώδικα υπάρχουν ήδη σε διάφορες άλλες μορφές, όπως οι εθνικές διαστημικές πολιτικές, οι κοινοβουλευτικές δηλώσεις ή υφίστανται υπό τη μορφή Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ - CBMs 117 ). Οι χώρες αυτές ισχυρίζονται ότι ένας κώδικας δεν θα φέρει κάποιο ιδιαίτερο πλεονέκτημα. Όσον αφορά στο περιεχόμενο του Κώδικα, οι περισσότερες χώρες το εξέλαβαν ως μια θεμιτή προσπάθεια, διότι σε αυτόν αναφέρονται αρκετά επιθυμητά βήματα που έπρεπε να κάνουν τα κράτη και τα οποία θα εξασφάλιζαν βιώσιμη χρήση του διαστήματος και αποφυγή πιθανών, τυχαίων η και εκ προθέσεως ατυχιών. Παρ' όλα αυτά, η μεγάλη πλειοψηφία των κρατών εκτός Ευρώπης ήταν επιφυλακτική του διεθνούς αυτού Κώδικα συμπεριφοράς, ιδιαίτερα κατά την περίοδο 2011-12. Για τα περισσότερα κράτη, το περιεχόμενο του κώδικα δεν ήταν τόσο το πρόβλημα, όσο η διαδικασία σύνταξής του, επειδή πολλές από τις πρωτοπόρες δυνάμεις στον τομέα του διαστήματος δεν ήταν μέρος της διαδικασίας αυτής. Αυτός ο παράγοντας εμπόδισε σοβαρά την πρόοδο σχετικά με τον ICοC με πολλούς να βλέπουν την προσπάθεια αυτή της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως αλαζονική. Λόγω αυτής της εποπτείας σύνταξης, πολλές χώρες από την Ασία και την Αφρική είχαν αντιρρήσεις. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχασε την ευκαιρία να συνδεθεί με τις μη ευρωπαϊκές διαστημικές δυνάμεις, αφού μια τέτοια θα μπορούσε πραγματικά να είχε ευδοκιμήσει. Ως εκ τούτου, ο Διεθνής Κώδικας Συμπεριφοράς για το Διάστημα ενδέχεται να καταλήξει να έχει την ίδια τύχη του Κώδικα Συμπεριφοράς της Χάγης κατά της Διάδοσης των Βαλλιστικών Πυραύλων (HCoC 118 ), ο οποίος παρότι κατάφερε να συγκεντρώσει την υποστήριξη 140 χωρών, πολλές μεγάλες χώρες απουσιάζουν, όπως το Ιράν, η Βόρεια Κορέα, το Πακιστάν και η Κίνα, αποδυναμώνοντάς τον σημαντικά. Το τελευταίο σχέδιο του Διεθνούς Κώδικα Συμπεριφοράς, της 31 ης Μαρτίου του 2014 119 , είχε ως στόχο να αποτελέσει αντικείμενο διαπραγματεύσεων στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη από τις 27 έως τις 31 Ιουλίου 2015. Η συνάντηση αποτελούνταν από εκπροσώπους από περισσότερες από 100 χώρες, μετά από πρόσκληση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά η πρόθεση διαπραγμάτευσης του τελευταίου αυτού σχεδίου διακόπηκε βιαίως από δύο διαδικαστικές κινήσεις 120 . Το πρώτο εμπόδιο εκφράστηκε κατά τη συνάντηση και αφορούσε στο γεγονός ότι, οι διαπραγματεύσεις σχετικά με τον Κώδικα δεν είχαν καμία εντολή από τον ΟΗΕ και δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως εκδήλωση του ΟΗΕ, ακόμη και αν η συνάντηση πραγματοποιήθηκε στην έδρα του ΟΗΕ. Κατά συνέπεια, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είχε καμία νομιμοποίηση διαπραγμάτευσης του κειμένου του κώδικα υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών, ανησυχία που ανάγκασε τον πρόεδρο να επαναπροσδιορίσει το σκοπό της συνάντησης των διαπραγματεύσεων, σε διαβούλευση. Ένα δεύτερο διαδικαστικό εμπόδιο τέθηκε από αρκετές αντιπροσωπίες, ότι μια πιθανή εντολή της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, η οποία θα επιτρέψει διαπραγματεύσεις για τον Κώδικα που θα πραγματοποιηθεί υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών, δεν θα μπορούσε να περιοριστεί, ώστε να αποτραπούν άλλες χώρες να προτείνουν εναλλακτικά κείμενα του Κώδικα για συζήτηση. Αυτές οι διαδικαστικές ενέργειες δημιούργησαν εξ' αρχής ένα απαισιόδοξο σκηνικό για τον Κώδικα καθώς οι προοπτικές της υιοθέτησής του σε ενδεχόμενη συνάντηση ήταν ελάχιστες. Το κλίμα επιδεινώθηκε από τα ανταγωνιστικά συμφέροντα και τις παρατηρήσεις από περισσότερες από 100 χώρες οι οποίες κλήθηκαν στη συνάντηση, και επισκιάστηκε από τη συνεχιζόμενη άρνηση υιοθέτησης του Κώδικα τόσο από τη Ρωσία και από τη Κίνα, οι οποίες προωθούν τη δική τους Συνθήκη για την Πρόληψη Τοποθέτησης Όπλων στο Διάστημα, την Απειλή ή Χρήση Βίας κατά Εξωατμοσφαιρικών Αντικειμένων (PPWT). Οι ανωτέρω εξελίξεις κατέστησαν τον Κώδικα ανενεργό, ενώ η πρόθεση των κρατών δεν φαίνεται να είναι αυτή της συνέχισης προώθησής του.
κ
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Η Πολιτική του Διαστήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση
863,855
row_863855
paper_10004
0
0
Συμπεράσματα
0.76-0.81
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, προσπαθεί με κάθε μέσο, ιδίως τα τελευταία χρόνια να καταστήσει εαυτήν ισάξιο διεθνή παράγοντα στις εξελίξεις και αποφάσεις που λαμβάνονται σε σχέση με τις διαστημικές δραστηριότητες. Ο ρόλος της στις διεθνείς σχέσεις υπήρξε ένα γόνιμο θέμα συζήτησης. Μία από αυτές τις συζητήσεις είναι η περιοδική αμφιβολία σχετικά με την ευρωπαϊκή ικανότητα να ενεργεί ως διεθνής παράγοντας. Πράγματι, ενώ αντιμετωπίζει πολλές πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές προκλήσεις, η Ένωση δεν έχει σταματήσει τονίζοντας την επιθυμία της να δρα ως παγκόσμιος παράγοντας 121 . Ωστόσο, πολλοί παρατηρητές εξακολουθούν να υπογραμμίζουν την έλλειψη της διεθνούς αυτής ικανότητας σε σύγκριση με τις προσδοκίες που δημιουργεί στην Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο. Ο τομέας του διαστήματος, αρχικά ανεπτυγμένος στο διεθνές και διακυβερνητικό πλαίσιο της ESA, μπορούμε να πούμε ότι ίσως έχει σταδιακά ενσωματωθεί στις ανησυχίες και τις αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι διάφορες συζητήσεις σχετικά με την ιδιότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως παράγοντα εξελίξεων και πρωτοβουλιών, έχουν γίνει πιο αξιόπιστες αν λάβουμε υπόψη μας τις πρόσφατες εξελίξεις. Η συντρέχουσα διαστημική αρμοδιότητα που ανέθεσε στην Ευρωπαϊκή Ένωση η ΣΛΕΕ, συνοδεύεται από την ενισχυμένη εταιρική σχέση με τα κράτη μέλη υπό μορφή διαλόγου για τις εφαρμοζόμενες πολιτικές και υπό τη μορφή συντονισμού. Αυτό είναι απαραίτητο, καθώς η αρμοδιότητα της Ένωσης δεν στερεί από τα κράτη μέλη τη δυνατότητα να ασκήσουν τη δική τους. Το επίπεδο συμμετοχής των κρατών μελών, οι προϋπολογισμοί τους και οι τεχνικές τους ικανότητες διαφέρουν. Στα περισσότερα από αυτά οι διαστημικές δραστηριότητες θεωρούνται πάνω από όλα ως ερευνητικές δραστηριότητες. Ακόμα και εάν γίνονται προσπάθειες για την επίτευξη συμπληρωματικότητας και συνεργιών, ο αντίκτυπός τους παραμένει περιορισμένος. Η Ευρωπαϊκή Ένωση προσπαθεί με κάθε τρόπο - και στο μέτρο που μπορεί - να ενισχύσει την πολιτική διάσταση του διαστήματος. Με βάση το άρθρο 189 ΣΛΕΕ η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει την εντολή και την ικανότητα να συντονίσει τις ενέργειες των κρατών μελών και να διασφαλίσει αποτελεσματικότερα την αρχή της συμπληρωματικότητας . H διάταξη δε αυτή, παρέχει στην Ένωση ένα διευρυμένο νομικό πλαίσιο που της επιτρέπει να καθορίσει ένα διαφορετικό ευρωπαϊκό πρόγραμμα για το διάστημα που να συμπληρώνει δράσεις περισσότερο τομεακού χαρακτήρα που βασίζονται σε άλλα άρθρα της Συνθήκης ή σε άλλες νομικές πράξεις. Για να το επιτύχει αυτό, η συνεργασία της Ευρωπαϊκής Ένωσης με ένα έκαστο των κρατών μελών είναι το μοναδικό ρεαλιστικό μοντέλο συνεργασίας και αποτελεί μονόδρομο. Οι πρόσφατες θεσμικές εξελίξεις αποτελούν μια πρώτη πρακτική έκφανση της ενισχυμένης συνεργασίας που αναμένεται να ενισχύσει τη συνοχή των πολιτικών στόχων, υπό την προϋπόθεση παράλληλου σεβασμού των αρμοδιοτήτων που αντιστοιχούν στην Ένωση και τα κράτη μέλη. Η συνεργασία αυτή θα ενισχύσει τη συνεργία της πολιτικής της Ένωσης για το διάστημα με τις άλλες πολιτικές που χρησιμοποιούν τις διαστημικές ικανότητες της Ένωσης ή των κρατών μελών (όπως οι μεταφορές, το περιβάλλον, η έρευνα και η καινοτομία). Η προσφυγή στο soft law, δηλαδή σε κείμενα χωρίς δεσμευτική νομική ισχύ, έχει καταστεί η προτιμώμενη μορφή προσδιορισμού και κατασκευής των κανόνων, οι οποίοι αφορούν στις διαστημικές δραστηριότητες, όχι μόνο για την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και για άλλους οργανισμούς, όπως τα Ηνωμένα Έθνη. Είναι αλήθεια, ότι ο τρόπος αυτός παρέχει πολλά πλεονεκτήματα, είναι πιο γρήγορος, απευθύνεται παράλληλα και σε ιδιωτικούς φορείς, είναι ευκολότερη η προσαρμογή του και είναι επίσης πολύ αποτελεσματικός μέσω της πίεσης από την ένταξη των κανόνων του στις εθνικές διαστημικές νομοθεσίες. Από την άλλη όμως, αμφισβητείται αν ο τρόπος αυτός είναι αποδοτικός και αρκετά αποτελεσματικός για ορισμένες από τις σημερινές πιο επείγουσες προκλήσεις, π.χ. τα διαστημικά απόβλητα και η στρατιωτικοποίηση του διαστήματος. Αν και τα μη δεσμευτικά κείμενα παρέχουν μεγαλύτερη ευελιξία σε τεχνικούς τομείς του διαστημικού δικαίου, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι αποτελούν μια σταθερή πολιτική στη θέσπιση κανόνων δικαίου. Η συμμόρφωση με κανόνες δικαίου είναι θέμα βαθμού και τα μη δεσμευτικά κείμενα παίζουν ρόλο στην ενίσχυση των κανόνων στο σύστημα του διαστημικού δικαίου. Οι υπάρχουσες μη δεσμευτικές συμφωνίες και οι κώδικες συμπεριφοράς προσφέρουν μια σχετική ασφάλεια, τουλάχιστον στο παρόν στάδιο εκμετάλλευσης του διαστήματος. Τα κράτη, αλλά και όλο και περισσότερες ιδιωτικές εταιρείες, είναι αναγκασμένοι να γνωρίζουν τους κανόνες που θα πρέπει να ακολουθήσουν σε τεχνικούς τομείς, όπως ο μετριασμός διαστημικών αποβλήτων και η μη χρήση πυρηνικής ενέργειας. Οι συμφωνίες αυτές είναι αρκετά σαφείς, σταθερές και ικανές να εξυπηρετήσουν το σκοπό για τον οποίο συντάχθηκαν, παράλληλα όμως με ένα κώδικα δεοντολογίας σχετικά με τις διαστημικές δραστηριότητες. Η κύρια προβληματική, εστιάζεται στο αν η Ευρωπαϊκή Ένωση διαθέτει ένα συνεκτικό πλέγμα κανόνων για τις δραστηριότητες στο διάστημα και στο κατά πόσο μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε ως ένα Ευρωπαϊκό Διαστημικό Δίκαιο. Η απάντηση είναι αρνητική και αυτό οφείλεται κυρίως, α) στη βούληση των επιμέρους κρατών μελών να μην εκχωρήσουν την κυριαρχία τους στον τομέα αυτό στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, αναλαμβάνοντας οι ίδιοι τις σχετικές πρωτοβουλίες, β) στο γεγονός ότι, το αντικείμενο υπό εξέταση, ήτοι ο διαστημικός τομέας εκτός του γεγονότος ότι αποτελεί ένα σχετικά νέο περιβάλλον, έχει την ιδιότητα να μεταβάλλεται ραγδαία με αποτέλεσμα οι σχέσεις των εκάστοτε μερών να πρέπει να ρυθμίζονται γρήγορα και αποδοτικά και γ) η πολιτική του διαστήματος αφορά κυρίως πλέον στα εθνικά στρατιωτικά πράγματα και θέματα ασφαλείας των κρατών με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη οποιαδήποτε σταθερή θέση και σύμπτωση των βουλήσεων των κρατών. Τα ανωτέρω, αποδεικνύονται περίτρανα, από την αδυναμία υιοθέτησης και συμφωνίας επί ενός απλού Κώδικα Συμπεριφοράς, ο οποίος περιέχει κοινές αρχές οι οποίες στην πλειοψηφία τους είναι σεβαστές και συνομολογημένες από όλα τα εμπλεκόμενα κράτη και φορείς. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, μόλις πρόσφατα συνειδητοποίησε την σημαντικότητα του πεδίου των διαστημικών δραστηριοτήτων, αναπτύσσοντας μια ολοκληρωμένη στρατηγική το 2007, όταν άλλοι οργανισμοί είχαν ήδη συγγράψει και συνάψει τις βασικές συμφωνίες και αρχές. Προσηλωμένη αποκλειστικά στην οικονομική ολοκλήρωση, άργησε να απολαύσει τα πλεονεκτήματα που προσφέρει ο διαστημικός τομέας, τόσο σε πολιτικό, όσο και σε οικονομικό επίπεδο. Αποτέλεσμα αυτού, είναι η απουσία γνώσης του αντικειμένου και των δυνατοτήτων του διαστήματος από την πλευρά αρκετών κρατών - μελών, με περαιτέρω αποτέλεσμα τον παραγκωνισμό του και ακολούθως την ισχνή οικονομική ενίσχυσή του. Ο ευρωπαϊκός διαστημικός κλάδος, αντιμετωπίζει εντονότερο παγκόσμιο ανταγωνισμό. Η ασφάλεια του εφοδιασμού και η ικανότητα του κλάδου αυτού να εξάγει τα προϊόντα του επηρεάζονται από την εξάρτηση, σε υψηλό βαθμό, από μη ευρωπαϊκές τεχνολογίες και εξαρτήματα ζωτικής σημασίας. Επί των ανωτέρω, τα τελευταία χρόνια, προστέθηκε και η ύφεση της οικονομίας με αποτέλεσμα τη δραστική αλλαγή των προτεραιοτήτων των κρατών μελών σε ό,τι αφορά τον προϋπολογισμό τους. Η αλήθεια είναι όμως, ότι θα ήταν σφάλμα η παραίτηση από την γενναιόδωρη οικονομική ενίσχυση των διαστημικών δραστηριοτήτων, αφού τα πλεονεκτήματα και η υπεραξία αυτών είναι τρομακτικά μεγάλη. Η Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλει να μεριμνήσει επίσης για την καλύτερη ενσωμάτωση του διαστημικού τομέα στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής της. Η πολιτική διάσταση του διαστημικού τομέα σημαίνει ότι την ευρωπαϊκή δράση δεν πρέπει να δρομολογούν αποκλειστικά και μόνο ή κατά προτεραιότητα τεχνικές ή επιστημονικές επιδιώξεις. Από όσα αναπτύχθηκαν στην παρούσα εργασία, γίνεται φανερό ότι στον διαστημικό τομέα, η διεθνής συνεργασία αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση. Όλο και περισσότερο τα κράτη αδυνατούν να αναλάβουν από μόνα τους διαστημικές προσπάθειες και, σε πολυάριθμες περιπτώσεις, η δράση τους καθίσταται αποτελεσματική μόνο με τον συνδυασμό των τεχνολογικών και χρηματοδοτικών ικανοτήτων. Η διεθνής συνεργασία αποτελεί τη βάση για την προώθηση της ευρωπαϊκής τεχνολογίας και των διαστημικών υπηρεσιών ενισχύοντας έτσι αυτόν τον στρατηγικό βιομηχανικό τομέα. Επίσης, η διεθνής συνεργασία στον διαστημικό τομέα, θα συμβάλει στην προώθηση των ευρωπαϊκών αξιών μέσα από σχέδια με βάση το διάστημα όσον αφορά την προστασία του περιβάλλοντος, τις κλιματικές αλλαγές, τη βιώσιμη ανάπτυξη και τις ανθρωπιστικές δράσεις. Συνεπώς, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να συνεχίσει να ενισχύσει, σε στενή συνεργασία με την ESA, το «διαστημικό διάλογο» με τους στρατηγικούς εταίρους, τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Ρωσία, με σκοπό την επίτευξη αυξημένης συνεργασίας. Ο διάλογος αυτός έχει σκοπό να εντοπίσει τομείς για τους οποίους υπάρχει αμοιβαίο ενδιαφέρον συνεργασίας· καλύπτουν ευρεία κλίμακα δραστηριοτήτων, όπως είναι η γεωσκόπηση και η επιστήμη της Γης, τα παγκόσμια συστήματα δορυφορικής ραδιοπλοήγησης (GNSS), η επιστήμη του σύμπαντος και η διαστημική εξερεύνηση. Παρά τη σχετικά πρόσφατη, ενεργό ενασχόληση της Ευρωπαϊκής Ένωσης με το διάστημα, τα επιτεύγματα στον τομέα αυτό δεν είναι λίγα και αντανακλούν τις προσπάθειες της στην πορεία προς μια πλήρη αυτονομία. Η Ευρώπη - τα κράτη μέλη, η ESA, η Ευρωπαϊκή Οργάνωση για την Εκμετάλλευση Μετεωρολογικών Δορυφόρων (EUMETSAT) - έχει στο ενεργητικό της πολλές επιτυχίες στο διάστημα, με τεχνολογίες αιχμής και αποστολές εξερεύνησης, όπως η αποστολή Rosetta της ESA, μοναδικές ικανότητες γεωσκόπησης και μετεωρολογίας, όπως οι δορυφόροι Meteosat και κορυφαία σε παγκόσμιο επίπεδο εμπορικά συστήματα τηλεπικοινωνιών και εκτόξευσης, με την οικογένεια εκτοξευτών Ariane και τον εκτοξευτή Vega . Η Ευρώπη διαθέτει επί του παρόντος τον δεύτερο υψηλότερο δημόσιο προϋπολογισμό για το διάστημα στον κόσμο, με προγράμματα και εγκαταστάσεις σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες. Μεταξύ 2014 και 2020 η Ευρωπαϊκή Ένωση θα επενδύσει 12 δισ. ευρώ σε διαστημικές δραστηριότητες. Διαθέτει διαστημικά συστήματα παγκόσμιου κύρους, το Copernicus 2 για υπηρεσίες γεωσκόπησης, τα προγράμματα EGNOS 3 και Galileo 4 για υπηρεσίες δορυφορικής πλοήγησης και γεωεντοπισμού. Με 18 δορυφόρους που βρίσκονται επί του παρόντος σε τροχιά και πάνω από 30 προγραμματισμένους δορυφόρους μέσα στα επόμενα 10-15 χρόνια, η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ο μεγαλύτερος θεσμικός πελάτης υπηρεσιών εκτόξευσης στην Ευρώπη. Η διεθνής συνεργασία, όμως, όπως προελέχθη, είναι μονόδρομος εφόσον η Ευρωπαϊκή Ένωση επιθυμεί την πλήρη εκμετάλλευση όλων των δυνατοτήτων που προσφέρει το διάστημα τόσο σε πολιτικό όσο και σε οικονομικό παγκόσμιο επίπεδο. Το διάστημα αποτελεί πλέον μέρος μιας παγκόσμιας αλυσίδας αξίας που προσελκύει ολοένα και περισσότερες νέες επιχειρήσεις και επιχειρηματίες, το λεγόμενο «Νέο Διάστημα», που διευρύνουν τα καθιερωμένα όρια του διαστημικού τομέα. Αυτό, παρέχει νέες ευκαιρίες για την ανάπτυξη καινοτόμων προϊόντων, υπηρεσιών και διαδικασιών που μπορούν να ωφελήσουν τον κλάδο σε όλα τα κράτη μέλη, δημιουργώντας νέες ικανότητες και προσθέτοντας αξία εντός και εκτός του διαστημικού τομέα. Η Ευρώπη πρέπει να διατηρήσει και να ενισχύσει περαιτέρω την ικανότητά της να συλλαμβάνει, να αναπτύσσει, να δρομολογεί, να θέτει σε λειτουργία και να αξιοποιεί διαστημικά συστήματα. Κανένα κράτος μέλος δεν μπορεί από μόνο του να αντιμετωπίσει επιτυχώς τις προκλήσεις αυτές. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, μαζί με τα κράτη μέλη και την ESA, πρέπει να ενεργεί ως παγκόσμιος παράγοντας με σκοπό την προώθηση και τη διατήρηση της χρήσης του διαστήματος για τις μελλοντικές γενιές. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει το περιθώριο να υστερεί σε αυτόν τον τομέα. Πρέπει να παραμείνει στην πρώτη γραμμή, βασιζόμενη στο ταλέντο και την εμπειρογνωσία της Ευρώπης, αξιοποιώντας τις επενδύσεις της και προβλέποντας τις ευκαιρίες του μέλλοντος. Από την άλλη, οι διαφορές μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ESA έχουν καταστήσει δύσκολη τη σκιαγράφηση μιας κοινής πολιτικής για την απόκτηση διαστημικής τεχνολογίας και μιας ενιαίας βιομηχανικής πολιτικής για το διάστημα. Ενώ η ESA είναι ένας οργανισμός εμπειρογνωμόνων, η Ευρωπαϊκή Ένωση θεωρεί το διάστημα ως μέσο για την εκπλήρωση των στόχων της πολιτικής της, για μια σειρά από τομείς (αλλά δεν διαθέτει την τεχνογνωσία για να το κάνει). Όταν πρόκειται για συμβάσεις, η Ευρωπαϊκή Ένωση ακολουθεί μια λογική ολοκλήρωσης της αγοράς, ενώ οι συμβάσεις της ESA είναι συχνά προσαρμοσμένες στις ιδιαιτερότητες ορισμένων προγραμμάτων ή δραστηριοτήτων μέσω συμβάσεων πλαισίων και τροφοδοτούν την εξέλιξη μιας βιομηχανικής βάσης στο συγκεκριμένο κράτος μέλος. Με άλλα λόγια, η Ευρωπαϊκή Ένωση προωθεί ισότιμους όρους ανταγωνισμού και την εξάλειψη των πολλαπλών συστημάτων των κρατών σε αντίθεση με την ESA η οποία συχνά ικανοποιεί τις ανάγκες και τις επιθυμίες των μεμονωμένων κρατών. Το διάστημα, τέλος, εμπεριέχει μια σημαντική διάσταση, αυτή της ευρωπαϊκής ασφάλειας, τόσο λόγω των μοναδικών πλεονεκτημάτων που προσφέρει όσο και λόγω των πολλών διασυνδέσεων του με τον κυβερνοχώρο, τις οικονομικές και περιβαλλοντικές υποδομές και τις στρατιωτικές ανησυχίες για την ασφάλεια στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε παγκόσμιο επίπεδο. Επίσης, κρίνοντας από την ανάπτυξη της διαστημικής τεχνολογίας και τον τρόπο που είναι ενσωματωμένη σε διάφορες πολιτικές και στρατιωτικές λειτουργίες, η στρατηγική αξία του διαστήματος είναι πιθανό να αυξηθεί. Η διαστημική ασφάλεια αποτελεί ένα σημαντικό παράγοντα, όταν πρόκειται για την δυνατότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης να δημιουργήσει μια παγκόσμια ανεξάρτητη παρουσία και επιρροή, ιδίως σε εποχές όπως αυτή που διανύουμε η οποία χαρακτηρίζεται από έντονη γεωπολιτική αστάθεια και παγκόσμια αναταραχή.
κ
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Η Πολιτική του Διαστήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση
863,856
row_863856
paper_10004
1
0
ΑΚΡΩΝΥΜΙΑ ΚΑΙ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ
0.81-0.84
| ASAT Anti-Satellite | | |----------------------------------------------------------------------------------------|---------------------------------------------| | BMD Ballistic Missile Defense | | | CEPT European Conference of Postal and Telecommunications Administrations | | | CNES Centre National d' Etudes Spatiales (French Space Agency) | | | COPUOS Committee on the Peaceful Uses of Outer Space | | | DARPA Defense Advanced Research Projects Agency | | | EGNOS European Geostationary Navigation Overlay Service | | | ELDO European Launcher Development Organization | | | ESA European Space Agency | | | ESRO European Space Research Organization | | | EUMETSAT The European Organization for the Exploitation of Meteorological Satellites | | | EUTELSAT European Telecommunications Satellite Organization | | | GNSS Global Navigation Satellite Systems | | | GPS Global Positioning System | | | GSA European GNSS Agency | | | ICoC International Space Code of Conduct for Outer Space Activities | | | NASA National Aeronautics and Space Administration | | | NATO North Atlantic Treaty Organization | | | OECD Organization for Economic Co-operation and Development | | | PPP Public-Private Partnership | | | or Use of Force Against Outer Space Objects | or Use of Force Against Outer Space Objects | | UNOOSA United Nations Office for Outer Space Affairs | |
β
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Η Πολιτική του Διαστήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση
863,857
row_863857
paper_10004
0
1
BΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ KAI ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
0.84-0.95
Hoerber, T. & Sigalas, E., Theorizing European Space Policy , Lexington Books, 2017 - Hoerber, T. & Stephenson, P., European Space Policy - European integration and the final frontier , Routledge, 2016 Al-Ekabi, C., Baranes, B., Hulsroj, P., Lahcen, A., Yearbook on Space Policy 2015 , Springer International Publishing, 2017 Al-Ekabi, C., Baranes, B., Hulsroj, P., Lahcen, A., Yearbook on Space Policy 2014 , Springer International Publishing, 2016 Al-Ekabi, C., Baranes, B., Hulsroj, P., Lahcen, A., Yearbook on Space Policy 2012/2013 , Springer International Publishing, 2015 Al-Ekabi, C., Baranes, B., Hulsroj, P., Lahcen, A., Yearbook on Space Policy 2011/2012 , Springer International Publishing, 2014 Hulsroj, P., Pagkratis, S., Baranes, B., Yearbook on Space Policy 2010/2011 , Springer International Publishing, 2013 Schrogl, K., Baranes, B., Venet, C., Rathgeber, W., Yearbook on Space Policy 2010 / 2011 , Springer International Publishing, 2012 Baumann, I., Smith, L. J., Contracting for Space: Contract Practice in the European Space Sector , Routledge, 2011 Al-Ekabi, C., European Autonomy in Space , Springer International Publishing, 2015 Venet, C., Baranes, B., European Identity through Space - Space Activities and Programmes as a Tool to Reinvigorate the European Identity , Springer International Publishing, 2013 Frans G. von der Dunk, National Space Legislation in Europe, Studies in Space Law, Martinus - Nijhoff Publishers, 2011 Harding C. Robert, Space Policy in Developing Countries: The Search for Security and development on the final frontier, series: Space Power and Politics by Everett C. Dolman & John Sheldon, Routledge, 2013 Χριστιανός, Βασίλειος, Συνθήκη ΕΕ & ΣΛΕΕ - Κατ' άρθρο ερμηνεία , Νομική Βιβλιοθήκη, 2012 Frenz, Walter, Handbook of EU Competition Law , Springer-Verlag Berlin Heidelberg, 2016 Bockstiegel, K., Benko, M., Hobe, S., Space Law: Basic Legal Documents , Vol. 1, Institute of Air and Space at Cologne University, Eleven International Publishing, 2005 Falkner, G., Oliver T., Hartlapp M., Leiber S., Complying with Europe: EU Harmonization and Soft Law in the Member States , Cambridge University Press, 2005 Tronchetti, F., National Space Legislation , Fundamentals of Space Law and Policy, SpringerBriefs in Space Development, 2013 Toscano, Pedro Maddens, Galileo: European Collaboration for Space , Georgia Institute of Technology, Claremont-UC Undergraduate Research Conference on the European Union, Volume 2016. Tsebelis, George & Anastassios Kalandrakis, The European Parliament and Environmental Legislation: The Case of Chemicals, European Journal of Political Research, 1999 Hansen R. and Wouters J., Towards an EU industrial policy for the space sector - Lessons from Galileo , Space Policy 28(2), 2012 Kolovos, Alexandros, The European Space Policy -Its Impact and Challenges for the European Security and Defence Policies , ESPI Perspectives, 2009 Hoerber, Thomas, New horizons for Europe - A European Studies perspective on European space polic y, Elsevier, 2012 Paul Stephenson, Talking space: The European Commission's changing frames in defining Galileo , Elsevier, 2012 Tanja Masson-Zwaan, Recent Developments in Eu Space Policy and Law , Leiden University, 2010 Listner J. M., The International Code of Conduct: Comments on changes in the latest draft and post-mortem thoughts , The Space Review, 2015 Peter Jankowitsch, The background and history of space law , from Frans von der Dunk's Handbook of Space law, Elgar Online Slijper, F., From Venus to Mars: The European Union's steps towards the militarisation of space , Drukkerij Raddraaier B.V., 2008 Nardon, L., 'Developed Space Programmes', The Politics of Space: A Survey , 1st edition, London/New York Routledge, 2011 Galloway F. Jonathan, Revolution and Evolution in the Law of Outer Space , International Institute of Space Law, 2008 Michael P. Pillsbury, An Assessment of China's Anti - Satellite And Space Warfare Programs, Policies And Doctrines , prepared for the U.S. - China Economic and Security Review Commission, January 2007 Nicholas Charles Kariya, European space policy and the construction of a European collective identity, Iowa State University, 2009 Frans G. von der Dunk, Introduction to National Space Legislation in Europe: Issues of Authorization of Private Space Activities in the Light of Developments in European Space Cooperation , University of Nebraska, 2011 Slijper, F., The EU should freeze its military ambitions in space , Space Policy, Elsevier, 2009 Tobias Evers, The EU, Space Security and a European Global Strategy , Swedish Institute of International Affairs (UI), No 18, 2013 Cüneyt Güney, Galileo: A Closer Look at the Security and Defence Implications of the European Global Navigation Satellite System , University of Twente, School of Management and Governance & Westfälische Wilhelms Universität Münster, Department of Political Science Enschede, October 2008 Jinyuan Su, Use of Outer Space For Peaceful Purposes: Non Militarization, Non Aggression and Prevention of Weaponization , Journal Of Space Law, Vol. 36, 2010 - Chan, J., China's anti-satellite missile test points to developing space weapons race, 2007, (από https://www.wsws.org/en/articles/2007/01/chin-j29.html) Masson - Zwaan, Tanja, Recent Developments In EU Space Policy and Law , International Institute of Air and Space Law, Leiden University, IISL, 2010 Harris, Ray, Current Status and Recent Developments In UK and European Remote Sensing Law and Policy , Journal Of Space Law, Vol. 34, 2008 Beclard, Julien, With the Head in the Air and the Feet on the Ground: The EU's Actorness in International Space Governance , Global Governance, 2013 Brachet, G. & Deloffre, B., Space for Defence: A European Vision , Space Policy, 2006 Pečurica, Jelena, The Position and Prospect of Europe in Space: The Relations between ESA and EU , Masaryk University - Faculty of Social Studies, Department of International Relations and European Studies, 2013 Davies, Ron, Towards an EU industrial policy for space , Library Briefing, Library of the European Parliament, 2013 Kleim, Sebastian, The European Space Policy: A Security Policy in Disguise , Aberystwyth University, 2012 - M. Sánchez - Aranzamendi, Economic and Policy Aspects of Space Legislation Finding the Way between Common and Coordinated Action , European Space Policy Institute, 2009 Dickow, M., Security and Defence in the European Space Policy . Vienna: European Space Policy Institute [ESPI], ESPI Flash Report No 2, 2007 Beidleman, S.W., GPS versus Galileo: Balancing for Position in Space , Airpower Research Institute of Air University's College of Aerospace Doctrine, Research and Education [CADRE]. CADRE Paper No. 23, 2006
β
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Η Πολιτική του Διαστήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση
863,858
row_863858
paper_10004
0
0
ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΕΣ
0.95-1.00
http://eur-lex.europa.eu http://www.espi.or.at http://www.unoosa.org https://www.wikipedia.org http://www.spacelaw.olemiss.edu http://www.eurospace.org/ https://www.nasa.gov http://www.eumetsat.int https://www.gsa.europa.eu http://home.heinonline.org http://www.iislweb.org http://www.space.com https://www.csis.org/ http://www.eumetsat.int/ www.europarl.europa.eu/ https://www.elgaronline.com/ https://www.elsevier.com/
β
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Η Πολιτική του Διαστήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση
88,563
row_88563
paper_10005
0
0
ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ
0.00-0.00
ε.σ.
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Χρήση βίας εναντίον μη κρατικού δρώντος στο έδαφος τρίτου κράτους. Η περίπτωση της Συρίας
88,564
row_88564
paper_10005
0
0
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
0.00-0.00
ε.σ.
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Χρήση βίας εναντίον μη κρατικού δρώντος στο έδαφος τρίτου κράτους. Η περίπτωση της Συρίας
88,565
row_88565
paper_10005
0
0
ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
0.01-0.01
ΠΜΣ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΙΚΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ 2015/2016
ε.σ.
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Χρήση βίας εναντίον μη κρατικού δρώντος στο έδαφος τρίτου κράτους. Η περίπτωση της Συρίας
88,566
row_88566
paper_10005
0
0
Χρήση βίας εναντίον μη κρατικού δρώντος στο έδαφος τρίτου κράτους. Η περίπτωση της Συρίας
0.01-0.02
ΤΟΠΟΓΛΙΔΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ-ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ (ΑΜ: 15920) Επιβλέπουσα καθηγήτρια: κα. ΔΙΠΛΑ ΧΑΡΙΤΙΝΗ
ε.σ.
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Χρήση βίας εναντίον μη κρατικού δρώντος στο έδαφος τρίτου κράτους. Η περίπτωση της Συρίας
88,567
row_88567
paper_10005
1
0
Περιεχόμενα
0.02-0.05
| ΕΙΣΑΓΩΓΗ .............................................................................................................................. 1 | | |----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------|-------------------------------------------------------------------------| | ΜΕΡΟΣ Ι: Η προβληματική γύρω από την επέμβαση κατόπιν προσκλήσεως και | | | τη νόμιμη άμυνα εναντίον μη κρατικών δρώντων ........................................................ 3 | | | Α) Η επέμβαση κατόπιν προσκλήσεως ........................................................................ 3 | | | i ) Η νομιμότητα της επέμβασης κατόπιν προσκλήσεως υπό το πρίσμα των δευτερευόντων κανόνων δικαίου ............................................................................... 4 | | | ii ) Η νομιμότητα της επέμβασης κατόπιν προσκλήσεως υπό το πρίσμα των πρωτευόντων κανόνων δικαίου ................................................................................. 6 | | | Β) Νόμιμη άμυνα ............................................................................................................. 12 | | | ) Προϋποθέσεις για την άσκηση νόμιμης άμυνας .............................................. 13 | | | i ii ) Ο διακρατικός χαρακτήρας των διατάξεων του Χάρτη και το ζήτημα του | | | καταλογισμού της πράξης του μη κρατικού δρώντος στο τρίτο κράτος ......... 17 | | | Ενδιάμεσα συμπεράσματα ............................................................................................... 28 | | | ΜΕΡΟΣ ΙΙ: Η νομική βάση των εξωθεσμικών παρεμβάσεων στη Συρία ................ 29 | | | Εισαγωγικές παρατηρήσεις για τον συριακό εμφύλιο ........................................... 29 | | | A) Επέμβαση κατόπιν συναίνεσης (Ρωσία και Ιράν) .............................................. 32 i ) Το ζήτημα της νομιμοποίησης του καθεστώτος Άσαντ να συναινέσει στην επέμβαση τρίτων κρατών .......................................................................................... 33 | | | ii ) Η νομιμότητα της έξωθεν επέμβασης στον εμφύλιο πόλεμο ...................... 36 iii ) Η επέμβαση της συμμαχίας των Η.Π.Α και η δυνατότητα επίκλησης «παθητικής συναίνεσης» (« passive consent ») για το διάστημα μεταξύ | | | Σεπτεμβρίου 2014 - Σεπτεμβρίου 2015 Β) Νόμιμη άμυνα ............................................................................................................. 40 | .................................................................... 39 | | i ) Νόμιμη άμυνα: ατομική και συλλογική. Οι προϋποθέσεις. ........................... 41 | | | ii ) Η επίκληση της θεωρίας του « unwilling/unable State » ως νομικής βάσης | | | της επέμβασης στο συριακό έδαφος ....................................................................... 44 | | | iii ) Προς ένα νέο κανόνα διεθνούς δικαίου στο ζήτημα του καταλογισμού; | . 46 | | ΚΑΤΑΛΗΚΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ............................................................................... 48 | | | ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ .................................................................................................................... 52 | |
π
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Χρήση βίας εναντίον μη κρατικού δρώντος στο έδαφος τρίτου κράτους. Η περίπτωση της Συρίας
88,568
row_88568
paper_10005
0
0
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
0.05-0.08
Η χρήση στρατιωτικής βίας ανάμεσα σε πολιτειακά οργανωμένες κοινωνίες είναι αρκετά παλαιό φαινόμενο, έμφυτο στην ιστορική πορεία διαμόρφωσης του σύγχρονου παγκόσμιου χάρτη. Η προσπάθεια εύρεσης κανόνων και αρχών οι οποίες θα διέπουν την προσφυγή στη βία αποτέλεσε ανέκαθεν μέριμνα του Διεθνούς Δικαίου. Από τις παλαιές θεωρίες περί « δίκαιου» και « άδικου» πολέμου, τις διατάξεις του Συμφώνου της Κοινωνίας των Εθνών σχετικά με τους όρους προσφυγής σε «πόλεμο» και το Σύμφωνο Briand-Kellogg (1928), διαπιστώνουμε μια διαρκή προσπάθεια του Δικαίου να παρέμβει προκειμένου να θέσει το πλαίσιο εντός του οποίου θα επιτρέπεται η χρήση στρατιωτικής βίας από τα μέλη της δι εθνούς κοινωνίας 1 . Οι διατάξεις του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών οι οποίοι διέπουν τη χρήση βίας αποτελούν τη λύδια λίθο του σύγχρονου δικαίου διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας. Το άρθρο 2§4 απαγορεύει την απειλή ή τη χρήση βίας κατά της εδαφικής ακεραιότητας και της πολιτικής ανεξαρτησίας οποιουδήποτε κράτους. Η απαγόρευση του άρθρου 2§4 έχει χαρακτηριστεί ως κανόνας jus cogens ο οποίος παράγει υποχρεώσεις erga omnes 2 . Ως γνωστόν ο Χάρτης προβλέπει δύο εξαιρέσεις στην απαγόρευση της χρήσης βίας: α) τη νόμιμη άμυνα (άρθρο 51), και β) τη χρήση βίας η οποία γίνεται κατ' εξουσιοδότηση του Συμβουλίου Ασφαλείας σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο κεφάλαιο VII . Η υπό το καθεστώς του Χάρτη σύγχρονη ρύθμιση του ζητήματος της χρήσης βίας έχει ως βασικό άξονα το κράτος. Αυτό προκύπτει από το γεγονός πως η απαγόρευση του άρθρου 2§4 απευθύνεται στα «Μέλη», ενώ «Μέλη» δύνανται να είναι μόνο κράτη σύμφωνα με το άρθρα 3 κ αι 4. Γίνεται δεκτό πως το 1945 μέλημα των συντακτών ήταν η ρύθμιση των δ ιακρατικών σχέσεων, ενώ μέχρι τότε οι απειλές κατά της διεθνούς ειρήνης προέρχονταν κατά βάση από την δράση κρατών 3 . Παρά ταύτα η εξέλιξη των ζητημάτων διεθνούς ασφάλειας μετατόπισε το επίκεντρο ενδιαφέροντος από το κράτος στην δράση μη κρατικών δρώντων. Οι διακρατικές συγκρούσεις δεν έπαυσαν βέβαια να απασχολούν τη διεθνή κοινότητα, ωστόσο νέες απειλές κατά της διεθνούς ασφάλειας αναδύθηκαν από τη δράση μη κρατικών δρώντων ( «non state actors »). Τρομοκρατικές οργανώσεις, ένοπλα επαναστατικά και παραστρατιωτικά κινήματα αποτελούν συσσωματώσεις των οποίων η δράση ενδέχεται να χαρακτηριστεί ως απειλή για τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια, στο μέτρο που οι συνέπειες αυτής δεν περιορίζονται εντός ενός μόνο κράτους, αλλά επενεργούν αποσταθεροποιητικά σε γειτονικές και όχι μόνο περιοχές. Η αντιμετώπιση των νέων αυτών απειλών δεν θα έθετε σύνθετα ζητήματα διεθνούς δικαίου εάν ο συλλογικός μηχανισμός ασφαλείας του Χάρτη των Η.Ε λειτουργούσε αποτελεσματικά σε κάθε περίπτωση που υφίστατο «απειλή κατά της ειρήνης, διατάραξη της ειρήνης ή επιθετικής πράξης» σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 39. Πράγματι, ενόψει και της μεγάλης διακριτικής ευχέρειας που το Συμβούλιο Ασφαλείας διαθέτει στο χαρακτηρισμό μιας κατάστασης ως «απειλής» 4 , η έκδοση ψηφίσματος η οποία εξουσιοδοτεί τη χρήση βίας από κράτη μέλη για την καταπολέμησή της, νομικώς , είναι ικανή να θεραπεύσει τη νομιμότητα της προσφυγής στη χρήση βίας. Δυσχέρειες ανακύπτουν, ωστόσο, όταν ακριβώς δεν υπάρχει απόφαση του Σ.Α. Στην περίπτωση αυτή, η ανάληψη κρατικής δράσεως για την αντιμετώπιση του μη κρατικού δρώντος αποτελεί εξωθεσμική παρέμβαση, συνεπαγόμενη κατά βάση χρήση βίας στο έδαφος του τρίτου κράτους επί του οποίου βρίσκεται εγκατεστημένος. Από τη στιγμή που βρισκόμαστε εκτός του πλαισίου του κεφαλαίου VII , υπάρχουν μόνο δύο νομικές διέξοδοι για τα κράτη που ασκούν τη βία : α) είτε θα επικαλεσθούν την πρόσκληση του τρίτου κράτους προς το σκοπό αυτό, β) είτε θα επικαλεσθούν το δικαίωμα της νόμιμης άμυνας του άρθρου 51. Υπό το πρίσμα του ισχύοντος διεθνούς δικαίου, tertium non datur . Γίνεται δε σαφές, πως εάν δεν ισχύει τίποτα από τα δύο, η δράση του κράτους που στρέφεται εναντίον του μη κρατικού δρώντος θα αποτελεί απαγορευμένη χρήση βίας, παραβιάζουσα την εδαφική κυριαρχία και ακεραιότητα του τρίτου κράτους. Κατά συνέπεια, οι νομικές βάσεις τις οποίες επικαλούνται τα κράτη για να δικαιολογήσουν τις ενέργειές τους είναι ιδιαιτέρως σημαντικές. Η επίκληση τόσο της πρόσκλησης όσο και της νόμιμης άμυνας δημιουργεί μια σειρά από ζητήματα στα οποία η υιοθετούμενη κάθε φορά προσέγγιση καλείται να επιλέξει μεταξύ αντίρροπων δικαιωμάτων. Η κυβερνητική συναίνεση, επιτρέπουσα την παρέμβαση τρίτου κράτους με σκοπό την καταστολή ενός επαναστατικού κινήματος, λόγου χάριν, δύναται να έρχεται αντιμέτωπη με την αρχή της αυτοδιάθεσης, η οποία κατά μια άποψη παραβιάζεται σε περίπτωση επέμβασης σε εμφύλιες συγκρούσεις. Από την άλλη πλευρά, η επίκληση της νόμιμης άμυνας αντιπαραβάλλει την ανάγκη προστασίας του κράτους από την απειλή που θέτει η δράση του μη κρατικού δρώντος, με το δικαίωμα του τρίτου κράτους να διαφυλάσσει την εδαφική του ακεραιότητα και κυριαρχία από μονομερείς επεμβάσεις. Η παρούσα εργασία θα επιχειρήσει να προσεγγίσει τα προαναφερθέντα ερωτήματα τόσο στη θεωρητική τους διάσταση όσο και επί τη βάσει μιας πολύ πρόσφατης περίπτωσης όπου τα ζητήματα αυτά τίθενται μετ' επιτάσεως, απασχολώντας εντόνως το ενδιαφέρον της επιστημονικής κοινότητας του Διεθνούς Δικαίου: τον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας. Στο πρώτο μέρος θα αναφερθούμε στο θεωρητικό πλαίσιο και την προβληματική γύρω από την συναίνεση και την επέμβαση κατόπιν πρόσκλησης καθώς και τη νόμιμη άμυνα. Στο δεύτερο μέρος θα εστιάσουμε στην περί πτωση της Συρίας, επιχειρώντας την υπαγωγή των ενεργειών των εμπλεκόμενων μερών στο θεωρητικό πλαίσιο του πρώτου μέρους.
κ
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Χρήση βίας εναντίον μη κρατικού δρώντος στο έδαφος τρίτου κράτους. Η περίπτωση της Συρίας
88,569
row_88569
paper_10005
0
0
ΜΕΡΟΣ Ι : Η προβληματική γύρω από την επέμβαση κατόπιν προσκλήσεως και τη νόμιμη άμυνα εναντίον μη κρατικών δρώντων
0.08-0.08
κ
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Χρήση βίας εναντίον μη κρατικού δρώντος στο έδαφος τρίτου κράτους. Η περίπτωση της Συρίας
88,570
row_88570
paper_10005
0
0
Α) Η επέμβαση κατόπιν προσκλήσεως
0.08-0.10
Η στρατιωτική επέμβαση τρίτου κράτους, κατόπιν προσκλήσεως της κυβέρνησης ( «intervention by invitation »), προκειμένου να τη συνδράμει στην καταστολή της δράσης ενός μη κρατικού δρώντος (π.χ. ένοπλη εξέγερση από μέρος του πληθυσμού ή τρομοκρατικές ενέργειες), δεν αναφέρεται ρητά στον Χάρτη των Η.Ε ως εξαίρεση από την απαγόρευση χρήσης βίας. Γίνεται όμως δεκτό πως δεν απαγορεύεται κατ' αρχήν 5 . Βα- σικό σημείο αναφοράς αποτελεί πάντοτε το dictum του ΔΔΧ στην υπόθεση των στρατιωτικών και παραστρατιωτικών δραστηριοτήτων στο έδαφος της Νικαράγουα σύμφωνα με το οποίο: « Indeed, it is difficult to see what would remain of the principle of non -intervention in international law if intervention, which is already allowable at the request of the government of a State, were also to be allowed at the request of the o pposition » 6 Τ o ίδιο ζήτημα επανήλθε ενώπιον του ΔΔΧ το 2005, στην υπόθεση των ενόπλων δραστηριοτήτων που ελάμβαναν χώρα στο έδαφος του Κονγκό μεταξύ των ετών 1997 -1998. Το Δικαστήριο ουσιαστικά επιβεβαίωσε την αρχή που διατύπωσε στην απόφαση του 1986, λέγοντας πως η παρουσία των ξένων δυνάμεων στο έδαφος του Κονγκό για την καταπολέμηση διαφόρων παραστρατιωτικών ομάδων που δρούσαν στα κοινά σύνορα των δύο κρατών ήταν νόμιμη όσο ήταν σε ισχύ η συναίνεσή του · όταν αυτή αποσύρθηκε δεν υπήρχε πλέον νομιμοποίηση 7 . Το Δικαστήριο και στις δύο περιπτώσεις δεν προχώρησε σε περαιτέρω θεωρητική θεμελίωση της νομιμότητας της επέμβασης κατόπιν προσκλήσεως αφήνοντας έτσι ένα κενό το οποίο προσπάθησε να καλύψει η επιστήμη του Διεθνούς Δικαίου στη βάση της μελέτης της κρατικής πρακτικής. Σχηματικά υπάρχουν δύο προσεγγίσεις για τη θεμελίωση της νομιμότητας της επέμβασης οι οποίες βασίζονται στη διάκριση ανάμεσα σε δευτερεύοντες και πρωτεύοντες κανόνες δικαίου. Οι δύο προσεγγίσεις, όπως θα δούμε στη συνέχεια, δύνανται να διαφέρουν ουσιωδώς ως προς τις έννομες συνέπειές τους.
κ
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Χρήση βίας εναντίον μη κρατικού δρώντος στο έδαφος τρίτου κράτους. Η περίπτωση της Συρίας
88,571
row_88571
paper_10005
0
0
i ) Η νομιμότητα της επέμβασης κατόπιν προσκλήσεως υπό το πρίσμα των δευτερευόντων κανόνων δικαίου
0.10-0.11
Σύμφωνα με την πρώτη προσέγγιση, η συναίνεση του κράτους θεραπεύει τη νομιμότητα της χρήσης βίας από το άλλο κράτος, κατ' εφαρμογή του άρθρου 20 του Σχεδίου Άρθρων της Επιτροπής Διεθνούς Δικαίου για την Διεθνή Ευθύνη των Κρατών. Η λύση αυτή προκύπτει κατ' εφα ρμογή της αρχής volenti non fit injuria και επικαλείται την συναίνεση ως μια περίσταση η οποία αίρει τον άδικο χαρακτήρα της ξένης επέμβασης. Η προσέγγιση αυτή επηρεάσθηκε σε μεγάλο βαθμό από τον R. Ago και τη θέση την οποία έλαβε υπό την ιδιότητά του ως Εισηγητής στην 8 η έκθεση για την κωδικοποίηση του δικαίου της διεθνούς ευθύνης από την Επιτροπή Διεθνούς Δικαίου. Ο R. Ago αρχικά παρατηρεί πως δεν υπάρχει κανόνας διεθνούς δικαίου που να απαγορεύει την εφαρμογή της αρχής volenti non fit injuria στις μεταξύ των κρατών σχέσεις . Προς επίρρωση δε του ισχυρισμού του, επικαλέσθηκε την περίπτωση αποστολής ξένων στρατευμάτων στο έδαφος άλλου κράτους ως κατεξοχήν παράδειγμα που επιβεβαιώνει την αρχή αυτή 8 . Προηγούμενα, όπως η είσοδος των γερμανικών στρατευμάτων στην Αυστρία (1938), η παρουσία αγγλικών δυνάμεων στην ελληνική επικράτεια κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου (1946), η επέμβαση της ΕΣΣΔ στην Ουγγαρία (1958), στην Τσεχοσλοβακία (1967), στο Αφγανιστάν (1979) καθώς και άλλα παρόμοια περιστατικά όπου η επέμβαση είχε γίνει κατόπιν προσκλήσεως της νόμιμης κυβέρνησης, αποδεικνύουν την ιδιότητα της συναινέσεως ως περιστάσεως η οποία αίρει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης. Αναφορά (αν και λιγότερο εκτενής) στην παρουσία ξένων στρατευμάτων κατόπιν συναίνεσης πραγματοποιεί και ο ισχύων σχολιασμός του άρθρου 20 από την Επιτροπή Διεθνούς Δικαίου 9 . Εάν ακολουθήσουμε τη λογική συνέπεια της παραπάνω θέσης σε συνάρτηση με τη λειτουργία του μηχανισμού των περιστάσεων που αίρουν το άδικο, τότε δεν μπορούμε παρά να συμπεράνουμε πως κάθε επέμβαση είναι αρχικά μια παράνομη πράξη, της οποίας ωστόσο ο άδικος χαρακτήρας αίρεται αυθωρεί λόγω της δοθείσης συναίνεσης. Ωστόσο, τίθεται εύλογα το ερώτημα μέχρι ποιο σημείο δύναται η συναίνεση να άρει τον άδικο χαρακτήρα μιας πράξης; Παραμένοντας στο πεδίο των δευτερευόντων κανόνων δικαίου, το σχέδιο άρθρων θέτει ως ύστατο όριο της συναίνεσης την παραβίαση κανόνων jus cogens 10 . Ως γνωστόν, οι κανόνες jus cogens ή ελληνιστί αναγκαστικού δικαίου, είναι εκείνοι από τους οποίους δεν επιτρέπεται καμία παρέκκλιση 11 . Γίνεται δεκτό δε πως η παράνομη χρήση βίας και κατά μείζονα λόγο η επιθετική πράξη εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των κανόνων jus cogens 12 . Εδώ όμως φαίνεται η λογική ανακο- λουθία της εμμονής στο μηχανισμό των δευτερευόντων κανόνων δικαίου για την εκτίμηση της νομιμότητας μιας ξένης επέμβασης. Η τελευταία εμπίπτει στον ορισμό της επιθετικής πράξης όπως αυτός γίνεται εθιμικά δεκτός καθώς τις περισσότερες φορές θα περιλαμβάνει είσοδο ξένων στρατευμάτων στην κρατική επικράτεια 13 . Εάν είναι πράγματι έτσι, τότε δημιουργείται η απορία πως είναι δυνατόν η συναίνεση να αίρει τον άδικο χαρακτήρα μιας πράξης η οποία καθεαυτή αποτελεί παραβίαση κανόνα jus cogens 14 . Το παράδοξο αυτό αίρεται αν απομακρυνθούμε από τους δευτερεύοντες κανόνες δικαίου και ανατρέξουμε στην ερμηνεία των πρωτευόντων κανόνων δικαίου.
κ
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Χρήση βίας εναντίον μη κρατικού δρώντος στο έδαφος τρίτου κράτους. Η περίπτωση της Συρίας
88,572
row_88572
paper_10005
0
0
ii ) Η νομιμότητα της επέμβασης κατόπιν προσκλήσεως υπό το πρίσμα των πρωτευόντων κανόνων δικαίου
0.11-0.12
Οι Th. Christakis και K . Mollard-Bannelier σε μελέτη που δημοσίευσαν το 2004 15 υποστήριξαν πως προκειμένου να αποφεύγεται το ανωτέρω άτοπο, η νομιμότητα ή μη της επέμβασης κατόπιν προσκλήσεως δεν πρέπει να κρίνεται υπό το πρίσμα των δευτερευόντων κανόνων της διεθνούς ευθύνης, αλλά μέσω της ερμηνείας των πρωτευόντων κανόνων δικαίου και της διαπίστωσης του καθ' ύλη ( rationae materiae ) πεδίου εφαρμογής τους. Η λογική που προκρίνουν οι εν λόγω συγγραφείς είναι πως το περι εχόμενο των εφαρμοστέων πρωτευόντων κανόνων δικαίου είναι εκείνο το οποίο θα μας υποδείξει εάν επιτρέπεται ή όχι η πρόσκληση της κυβέρνησης για την επέμβαση του τρίτου κράτους. Είναι σημαντικό δε να επισημάνουμε πως ενώ η πρώτη προσέγγιση καταλήγει άνευ άλλου τινός στην αποδοχή της νομιμότητας της ξένης επέμβασης σε κάθε περίπτωση για την οποία υπάρχει συναίνεση, η υπόθεση από την οποία ξεκινά η δεύτερη προσέγγιση συνεπάγεται πως ο εφαρμοστέος πρωτεύων κανόνας ενδέχε- ται να απαγορεύει την επέμβαση ακόμα και αν υπάρχει συναίνεση . Το ζητούμενο στην δεύτερη προσέγγιση είναι ακριβώς ο ρόλος της συναίνεσης στην διαπίστωση του εάν η επέμβαση κατόπιν προσκλήσεως υπάγεται στο καθ' ύλη πεδίο εφαρμογής του εκάστοτε πρωτεύοντος κανόνος.
κ
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Χρήση βίας εναντίον μη κρατικού δρώντος στο έδαφος τρίτου κράτους. Η περίπτωση της Συρίας
88,573
row_88573
paper_10005
0
0
α)Επέμβαση κατόπιν προσκλήσεως και η απαγόρευση χρήσης βίας
0.12-0.13
Τα ανωτέρω γίνονται περισσότερο κατανοητά εάν εστιάσουμε αρχικά στον κανόνα του άρθρου 2§4 του Χάρτη Η.Ε αναφορικά με τη χρήση βίας. Σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, η χρήση βίας απαγορεύεται στις μεταξύ των κρατών διεθνείς σχέσεις. Στην περίπτωση όπου υπάρχει πρόσκληση της κυβέρνησης, η επέμβαση του τρίτου κράτους δεν στρέφεται εναντίον του συναινούντος · αντιθέτως τα δύο κράτη συνεργάζονται σε μια δράση η οποία περιορίζεται στην επικράτεια εκείνου που διατυπώνει την πρόσκληση και επομένως δεν υπάρχει χρήση βίας στις διεθνείς σχέσεις 16 . Επομένως όταν υφίσταται συναίνεση, a priori δεν υπάρχει παραβίαση του άρθρου 2§4, πόσο δε μάλλον επιθετική πράξη, άρα δεν υπάρχει και λόγος προσφυγής στους δευτερεύοντες κανόνες και στις περιστάσεις που αίρουν το άδικο.
κ
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Χρήση βίας εναντίον μη κρατικού δρώντος στο έδαφος τρίτου κράτους. Η περίπτωση της Συρίας
88,574
row_88574
paper_10005
0
0
β) Επέμβαση κατόπιν προσκλήσεως και η απαγόρευση επέμβασης στις εσωτερικές υποθέσεις
0.13-0.14
Mutatis mutandis, τα ίδια μπορούν να λεχθούν ενόψει του κανόνα του άρθρου 2§ 7 σχετικά με την υποχρέωση μη επέμβασης στις εσωτερικές υποθέσεις των κρατών. Όπως είναι γνωστό από την απόφαση του ΔΔΧ στην διαφορά μεταξύ Νικαράγουα και ΗΠΑ, αυτό που στοιχειοθετεί την παραβίαση του άρθρου 2§7 είναι το στοιχείο του εξαναγκασμού ( coercion/contrainte ) εις βάρος της ελεύθερης επιλογής πολιτικού, οικονομικού, κοινωνικού, πολιτιστικού συστήματος ή αναφορικά με την άσκηση εξωτερικής πολιτικής 17 . Εξαναγκασμός στοιχειοθετείται ιδίως στην περίπτωση άσκησης βίας ευθέως (π.χ. στρατιωτική δράση) ή εμμέσως (π.χ. ενίσχυση παραστρατιωτικών οργανώσεων). Τίθεται επομένως το ερώτημα αν η επέμβαση που συνεπάγεται αποστολή στρατευμάτων συνιστά εξαναγκασμό . Σε αυτήν την περίπτωση, η πρόσκληση και κατ' ακολουθία η συναίνεση της κυβέρνησης αίρει το στοιχείο του εξαναγκασμού. Επομένως, δεν τίθεται ζήτημα παραβίασης του άρθρου 2§ 7 καθώς βρισκόμαστε εκτός του πεδίου εφαρμογής του. Είναι δε ενδεικτικό πως ψήφισμα της Γ.Σ. με τίτλο « Declaration on the Inadmissibility of Intervention and Interference in the Internal Affairs of States » 18 ορίζει γενικά την μη επιτρεπόμενη επέμβαση ως: «The duty of a State to refrain from any economic, political or military activity in the territory of another State without its consent » (υπογράμμιση δική μας) Κατά συνέπεια, η ύπαρξη συναίνεσης του κράτους αποκλείει την παραβίαση του κανόνα που εμπεριέχεται στο άρθρο 2§7 του Χάρτη.
κ
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Χρήση βίας εναντίον μη κρατικού δρώντος στο έδαφος τρίτου κράτους. Η περίπτωση της Συρίας
88,575
row_88575
paper_10005
0
1
γ) Επέμβαση κατόπιν προσκλήσεως και η αρχή της αυτοδιάθεσης
0.14-0.21
Εάν στις προηγούμενες δύο περιπτώσεις η συναίνεση του κράτους ήταν αρκετή έτσι ώστε η ξένη επέμβαση να μην εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής rationae materiae των προαναφερθέντων κανόνων δικαίου, τα πράγματα είναι περισσότερο σύνθετα όταν το ερώτημα τίθεται υπό το πρίσμα της αρχής της αυτοδιάθεσης. Το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των λαών προβλέπεται στο άρθρο 1§2 του Χάρτη Η.Ε και έχει κατοχυρωθεί στο άρθρο 1 του ΔΣΑΠ Δ 19 και του ΔΣΚΟΠΔ 20 καθώς και σε ψηφίσματα της ΓΣ όπως το 1514/1960 21 και το 2625/1970 22 . Η αρχή της αυτοδιάθεσης έχει επίσης κριθεί και σε μια σειρά αποφάσεων και γνωμοδοτήσεων του ΔΔΧ (Δυτική Σαχάρα, Ναμίμπια, Παλαιστινιακό Τείχος), ενώ στην υπόθεση του Ανατολικού Τιμόρ το Δικαστήριο έκρινε πως το δικαίωμα των λαών για αυτοδιάθεση έχει χαρακτήρα erga omnes 23 . Σύμφωνα με την αρχή της αυτοδιάθεσης, οι λαοί έχουν το δικαίωμα να επιλέγουν ελεύθερα το πολιτικό τους καθεστώς και να εξασφαλίζουν ελεύθερα την οικονομική, κοινωνική και πολιτισμική τους ανάπτυξη 24 . Η αυτοδιάθεση έχει δύο διαστάσεις, μια εξωτερική και μια εσωτερική. Η ε- ξωτερική διάσταση της αυτοδιάθεσης ( «external self-determination ») είναι εκείνη η οποία επιτρέπει σ' έναν λαό είτε να συγκροτήσει ανεξάρτητο κράτος είτε να επιδιώξει την ενσωμάτωση ή τη σύνδεσή του με άλλο κράτος 25 . Η εσωτερική διάσταση της αυτοδιάθεσης ( «internal selfdetermination ») αναφέρεται στην ελεύθερη διαμόρφωση του πολιτικού, οικονομικού, κοινωνικού συστήματος στο εσωτερικό ενός ήδη ανεξάρτητου κράτους. Το πρώτο ερώτημα που απασχόλησε τη διεθνή κοινότητα αναφορικά με την αρχή της αυτοδιάθεσης ήταν το πεδίο εφαρμογής της. Κατά μια άποψη, η αρχή της αυτοδιάθεσης έχει εφαρμογή μόνο σε περιπτώσεις λαών που βρίσκονται υπό καθεστώς αποικίας, μη αυτοδιοικούμενου εδάφους ή ξενικού ζυγού 26 . Το βασικό επιχείρημα της θέσης αυτής 27 είναι πως τα κείμενα των δύο προαναφερθέντων ψηφισμάτων της Γ.Σ των Η.Ε (1514 και 2625) συνδέουν την άσκηση του δικαιώματος αυτοδιάθεσης με την εξάλειψη της αποικιοκρατίας 28 , καθώς και το ότι όλες οι αποφάσεις/γνωμοδοτήσεις του ΔΔΧ στις οποίες έγινε εφαρμογή της αρχής σχετίζονταν με περιπτώσεις πρώην αποικιών (Ναμίμπια, Δυτ. Σαχάρα, Αν. Τιμόρ) και εδαφών υπό ξενική κατοχή (Παλαιστίνη). Κατ' άλλη άποψη, η οποία επικαλείται τη γραμματική διατύπωση του άρθρου 1§2 του Χάρτη Η.Ε καθώς του άρθρου 1 στο ΔΣΑΠΔ, ΔΣ ΚΟΠΔ η οποία έχει γενικό χαρακτήρα μη διακρίνουσα μεταξύ διαφόρων περιστάσεων. Επομένως, σύμφωνα με αυτήν την άποψη, η αρχή της αυτοδιάθεσης δεν περιορίζεται μόνο στις προαναφερθείσες περιπτώσεις αλλά τυγχάνει γενικής εφαρμογής πέραν του πλαισίου της αποαποικιοποίησης κ.ο.κ. 29 Η κύρια διάσταση της διχογνωμίας ως προς την εφαρμογή ή μη της αρχής της αυτοδιάθεσης σε περιπτώσεις ήδη ανεξάρτητων κρατών είναι εάν η αρχή της αυτοδιάθεσης αναγνωρίζει δικαιώματα (και άρα νομική προσωπικότητα) στον λαό απέναντι στο κράτος του οποίου αποτελεί ταυ- - τόχρονα συστατικό στοιχείο. Η κλασική θεώρηση του Διεθνούς Δικαίου είναι πως άπαξ συγκροτηθεί ανεξάρτητο κράτος, αυτό είναι ο μόνος φορέας νομικής προσωπικότητας και κατά συνέπεια ο λαός, ως σύνολο, « υποτάσσεται» σε αυτή, χωρίς να έχει τη δυνατότητα αυτοτελούς έγερσης διεθνών αξιώσεων. Υπ' αυτό το πρίσμα, προφανώς απορρίπτεται η «εξωτερική» διάσταση της αυτοδιάθεσης σε περιπτώσεις ήδη ανεξάρτητων κρατών και απομένει μόνο η «εσωτερική» 30 . Η περιοριστική αυτή αντίληψη αντιλαμβάνεται την αυτοδιάθεση ως μια αρχή ρυθμίζουσα σχέσεις αποκλειστικά μεταξύ κρατών. Το ερώτημα ξεπερνάει κατά πολύ το πλαίσιο της παρούσας εργασίας, ωστόσο, για το ζήτημα που μας απασχολεί εδώ, μπορούμε να υιοθετήσουμε την περιοριστική αυτή προσέγγιση, σύμφωνα με την οποία εντός κάθε κράτους, η διαμόρφωση του πολιτικοοικονομικού και κοινωνικού καθεστώτος οφείλει να γίνεται ελεύθερα, χωρίς έξωθεν παρεμβάσεις. Παρατηρούμε λοιπόν πως υπάρχει συνάφεια μεταξύ του περιεχομένου της αρχής της αυτοδιάθεσης και της μη επέμβασης στις εσωτερικές υποθέσεις ενός κράτους 31 , ως αρχές που διέπουν τις μεταξύ των κρατών σχέσεις. Η σχέση αυτή είναι συμπληρωματική και θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε πως ενώ η αρχή της μη επέμβασης αναφέρεται πρωτίστως στην κυβέρνηση ενός κράτους (καθώς ο εξαναγκασμός ασκείται ακριβώς προκειμένου να καμφθεί η ελεύθερη βούληση του οργάνου που αντιπροσωπεύει το κράτος), η αρχή της εσωτερικής αυτοδιάθεσης έχει ευρύτερη εφαρμογή, καθώς στην πραγματικότητα, πίσω από τη φράση «ελεύθερη διαμόρφωση πολιτικού, οικονομικού, κοινωνικού καθεστώτος» υποκρύπτεται το ζήτημα της διαμόρφωσης των ισορροπιών εξουσίας και συσχετισμού δυνάμεων στο εσωτερικό ενός κράτους. Έτσι ενώ η συναίνεση της κυβέρνησης δύναται να αίρει τον εξαναγκασμό, καθιστώντας τοιουτοτρόπως νόμιμη την εξωτερική επέμβαση ως προς το άρθρο 2§7, δεν θ α συμβαίνει το ίδιο και ως προς την αρχή της αυτοδιάθεσης. Η ανωτέρω διαπίστωση έχει μια πολύ σημαντική συνέπεια καθώς σε ζητήματα σχετικά με την οργάνωση και την κατανομή εξουσίας εντός ενός κράτους, οι αντιμαχόμενοι για την εξουσία φορείς τίθενται σε μια σχέση ισότητας ως προς τα τρίτα κράτη. Η επισήμανση είναι σημαντική, καθώς υπενθυμίζουμε πως η αρχή της εσωτερικής α υτοδιάθεσης δεν δημιουργεί δικαιώματα υπέρ του λαού ως φορέα νομικής προσωπικότητας ανεξάρτητ o υ από το κράτος, ούτε συνεπάγεται απαραιτήτως δημοκρατική διακυβέρνηση ή αντιπροσωπευτικότητα ως προς το σύνολο του πληθυσμού 32 . Όπως επισημάναμε ανωτέρω, αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ είναι η εσωτερική αυτοδιάθεση ως μια αρχή η οποία διέπει τις σχέσεις μεταξύ κρατών. Έχει υποστηριχθεί λοιπόν πως σε περίπτωση μιας εμφύλιας σύγκρουσης μεταξύ της κυβέρνησης και επαναστατικών κινημάτων ως προς την κατανομή της εξουσίας, τα τρίτα κράτη οφείλουν να παραμένουν ουδέτερα και να μην επεμβαίνουν προκειμένου να διευθετούν τη διαμάχη υπέρ της κυβερνητικής πλευράς 33 . Με άλλα λόγια, όπως απαγορεύεται από το άρθρο 2§7 η υποστήριξη ένοπλων ομάδων εναντίον της κυβέρνησης στο εσωτερικό ενός κράτους, έτσι και η αρχή της εσωτερικής αυτοδιάθεσης απαγορεύει κατ' αρχήν την έξωθεν υποστήριξη της κυβέρνησης εις βάρος αντιφρονούντων οι οποίοι επιδιώκουν την ανατροπή της. Μολονότι δεν υπάρχει συμβατικό κείμενο στο οποίο να καταγράφεται ρητώς η εν λόγω απαγόρευση, οι συγγραφείς Christakis και Bannelier-Mollard κατέδειξαν επαρκή κρατική πρακτική η οποία στοιχειοθετεί opinio juris 34 35 . Το ενδιαφέρον είναι πως σε περιπτώσεις επεμβάσεων κατόπιν προσκλήσεως της κυβέρνησης σε τρίτα κράτη όπου υφίσταται κάποια μορφή εμφύλιας σύγκρουσης, τα επεμβαίνοντα κράτη αποφεύγουν να χαρακτηρίζουν τη δράση τους ως ανάμειξη στον εμφύλιο πόλεμο καθεαυτό (ακόμα και αν στην πραγματικότητα αυτό ακριβώς επιδιώκουν). Η πρακτική μας δείχνει δηλαδή πως τα κράτη επικαλούνται διάφορους, άλλα πάντοτε συγκεκριμένους λόγους προκειμένου να δικαιολογήσο- - United Nations, of the principles of non -intervention, of equal rights and self -determination of peoples and generally accepted standards of human rights and in particular when its object is to support an established government against its own population .», (υπογράμμιση δική μας) Institut de droit international, «Present Problems of the Use of Force in International Law», Sub -Group C, Mi litary assistance on request , Rhodes, 2011. υν την επέμβασή τους (π.χ. διάσωση υπηκόων τους 36 , καταπολέμηση της τρομοκρατίας 37 , καταστολή ενόπλων ομάδων οι οποίες αναπτύσσουν διασυνοριακή δράση και θίγουν το επεμβαίνον κράτος 38 ), ωστόσο ποτέ δεν επικαλούνται δικαίωμα υποστήριξης της κυβέρνησης εις βάρος των αντιφρονούντων 39 . Αντίστοιχα και η αντίδραση της διεθνούς κοινότητας σε τέτοιες περιπτώσεις δεν αφορά την αμφισβήτηση του δικαιώματος επέμβασης, αλλά επικεντρώνεται στο τι συμβαίνει στην πραγματικότητα, ότι δηλαδή η δράση δεν εξυπηρετεί τους διακηρυχθέντες στόχους αλλά αποσκοπεί στην ενίσχυση της θέσης της κυβέρνησης 40 . Στο δεύτερο μέρος θα δούμε πως στην περίπτωση της Συρίας οι παραπάνω θέσεις επιβεβαιώνονται από την ίδια την κρατική πρακτική. Επομένως, μπορούμε να ολοκληρώσουμε λέγοντας ότι η θέση του ΔΔΧ πως η επέμβαση κατόπιν προσκλήσεως της κυβέρνησης είναι νόμιμη, ισχύει κατ' αρχήν, με την επιφύλαξη ωστόσο του σεβασμού της αρχής της εσωτερικής αυτοδιάθεσης σε περιπτώσεις εμφύλιων συγκρούσεων.
κ
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Χρήση βίας εναντίον μη κρατικού δρώντος στο έδαφος τρίτου κράτους. Η περίπτωση της Συρίας
88,576
row_88576
paper_10005
0
0
Β) Νόμιμη άμυνα
0.21-0.22
Σε περίπτωση όπου δεν υπάρχει συναίνεση του κράτους, η εναλλακτική νομική βάση η οποία επιτρέπει σ' ένα κράτος τη χρήση βίας σε ξένη επικράτεια είναι η νόμιμη άμυνα σύμφωνα με το άρθρο 51 του Χάρτη. Η κατ' επανάληψη επίκληση της νόμιμης άμυνας ως δικαιολόγηση της χρήσης βίας εναντίον μη κρατικών δρώντων στο έδαφος τρίτου κράτους έχει δικαιολογημένα προσδώσει σ' αυτή το χαρακτηρισμό «τελετουργικό ξόρκι» (« ritual incantation »), ικανό, γι' αυτούς που το επικαλούνται, να θεραπεύσει κάθε απόκλιση από την απαγόρευση του άρθρου 2§4 41 . Αυτό δικαιολογείται πράγματι από το γεγονός ότι ο Χάρτης Η.Ε δεν επιτρέπει άλλη εναλλακτική λύση στα κράτη · εάν αυτά επιθυμούν να διατηρήσουν τη δράση τους σ' ένα πλαίσιο τουλάχιστον νομιμοφάνειας, θα επικαλεστούν τη νόμιμη άμυνα. Ωστόσο το Διεθνές Δίκαιο, επειδή ακριβώς εκλαμβάνει την άμυνα ως εξαίρεση από έναν θεμελιώδη κανόνα, υιοθετεί πολύ εφεκτική προσέγγιση, θέτοντας ιδιαιτέρως αυστηρές προϋποθέσεις και δικλείδες ασφαλείας για τη νόμιμη επίκλησή της. Η χρήση της άμυνας ως βάσης για τη δικαιολόγηση της χρήσης βίας εναντίον μη κρατικών δρώντων θα πρέπει να ξεπεράσει όχι μόνο το σκόπελο των καθ' ύλη προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 51 ( i ), αλλά κυρίως τον έντονα διακρατικό χαρακτήρα που διέπει τις σχετικές διατάξεις του Χάρτη ( ii ).
κ
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Χρήση βίας εναντίον μη κρατικού δρώντος στο έδαφος τρίτου κράτους. Η περίπτωση της Συρίας
88,577
row_88577
paper_10005
0
0
i ) Προϋποθέσεις για την άσκηση νόμιμης άμυνας
0.22-0.22
Το άρθρο 51 του Χάρτη Η.Ε θέτει ως μόνη προϋπόθεση για την προσφυγή στην άμυνα την ύπαρξη ένοπλης επίθεσης. Ενόψει της ατελούς διατύπωσης του συγκεκριμένου άρθρου, το ΔΔΧ στην υπόθεση της Νικαράγουα δέχθηκε πως η χρήση του όρου «φυσικό δικαίωμα» ( « inherent right») συνεπάγεται πως ο συμβατικός κανόνας δύναται να συμπληρώνεται από το εθιμικό δίκαιο 42 . Το εθιμικό δίκαιο εν προκειμένω καλείται να αποσαφηνίσει τις ειδικότερες προϋποθέσεις της άμυνας όπως η αμεσότητα και η αναλογικότητα (β) υπό τη βασική προϋπόθεση της υπάρξεως επίθεσης (α).
κ
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Χρήση βίας εναντίον μη κρατικού δρώντος στο έδαφος τρίτου κράτους. Η περίπτωση της Συρίας
88,578
row_88578
paper_10005
0
0
α) Η ύπαρξη επίθεσης
0.22-0.24
Το Διεθνές Δίκαιο είναι ιδιαίτερα αυστηρό στο χαρακτηρισμό μιας πράξης ως επίθεσης. Το άρθρο 51 δεν περιέχει ορισμό της επίθεσης, επομένως για την ερμηνεία του όρου ο ερμηνευτής πρέπει να προσφύγει σε επικουρικές πηγές όπως η νομολογία. Το ΔΔΧ στην υπόθεση της Νικαράγουα τόνισε πως η νόμιμη άμυνα νοείται μόνο σε βαριές παραβιάσεις της απαγόρευσης χρήσης βίας, κάνοντας κατ' ουσία μια διάκριση ανάμεσα στην απαγόρευση χρήσης βίας γενικά και στην ένοπλη επίθεση ειδικότερα. Η τελευταία αποτελεί μια διακεκριμένη περίπτωση χρήσης βίας η οποία παρουσιάζει έντονη διαβάθμιση και πρέπει να διακρίνεται από ήσσονος βαρύτητας περιπτώσεις 43 . Η διάκριση επιβεβαιώθηκε και σε μεταγενέστερη νομολογία του ΔΔΧ, στην υπόθεση των Πλατφόρμων Πετρε- λαίου μεταξύ Ιράν και ΗΠΑ το 2005 44 καθώς και στην προαναφερθείσα υπόθεση των δραστηριοτήτων στο έδαφος του Κονγκό 45 . Πέρα από τη νομολογία, χρήσιμο ερμηνευτικό εργαλείο αποτελεί και το ψήφισμα 3314/1974 της ΓΣ του ΟΗΕ με τίτλο «Ορισμός της Επίθεσης» 46 . Στο άρθρο 3 του εν λόγω ψηφίσματος αναφέρονται ορισμένες περιπτώσεις επιθετικής πράξης (π.χ κατοχή ή προσάρτηση εδάφους, βομβαρδισμός, αποκλεισμός των ακτών, επίθεση κατά των ενόπλων δυνάμεων), ενώ στο άρθρο 2 επ ισημαίνεται η ανάγκη η πράξη να είναι ορισμένης βαρύτητας ( «of sufficient gravity») προκειμένου να χαρακτηριστεί ως επίθεση 47 . Ένα πρώτο συμπέρασμα το οποίο προκύπτει από τα ανωτέρω αναφορικά με το περιεχόμενο της επιθετικής πράξης, είναι πως η απαιτούμενη «βαρύτητα» παραπέμπει σε δράση η οποία αναλαμβάνεται συνήθως από οργανωμένες στρατιωτικές δυνάμεις. Επομένως, όσον αφορά μη κρατικούς δρώντες θα πρέπει και η δράση τους να παρουσιάζει αντίστοιχα χαρακτηριστικά προκειμένου να ανταποκρίνεται στο απαιτούμενο επίπεδο βαρύτητας 48 . Είναι όμως αμφίβολο τι έκταση θα πρέπει να λάβει μια τρομοκρατική ενέργεια, λόγου χάρη, προκειμένου να εμπίπτει στον ορισμό της επίθεσης και να μην αποτελεί μια παραβίαση η οποία διέπεται αποκλειστικά από το εσωτερικό κοινό ποινικό δίκαιο 49 . Πάντως, όπως δέχθηκε και το ΔΔΧ στην υπόθεση της Νικαράγουα, δεν υπάρχει κάτι το οποίο να εξαιρεί a priori τη δράση ενός μη κρατικού δρώντος από το εννοιολογικό πεδίο της επίθεσης 50 . Μπορούμε λοιπόν να συμπεράνουμε πως of the Charter of the United Nations. μια ενέργεια ενός μη κρατικού δρώντος συνιστά επίθεση, εάν η ίδια πράξη συνιστά επίθεση όταν διενεργείται από κρατικά όργανα.
κ
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Χρήση βίας εναντίον μη κρατικού δρώντος στο έδαφος τρίτου κράτους. Η περίπτωση της Συρίας
88,579
row_88579
paper_10005
0
0
β)Αναγκαιότητα, αμεσότητα και αναλογικότητα
0.24-0.26
Όπως το ΔΔΧ επισήμανε στην υπόθεση της Νικαράγουα 51 , των πλατφόρμων πετρελαίου 52 , καθώς στη γνωμοδότησή του για τα πυρηνικά όπλα 53 , η άσκηση του δικαιώματος νόμιμης άμυνας πρέπει να διέπεται από τις αρχές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας . Η αναγκαιότητα είναι εκείνο το στοιχείο το οποίο καθιστά την αμυντική δράση επιτακτική για την απόκρουση της επιθετικής πράξης 54 . Η αναγκαιότητα συνδέεται δε άμεσα με την αμεσότητα της επίθεσης. Η αμεσότητα θέτει χρονικό περιορισμό για την άσκηση της άμυνας, υπό την έννοια πως η τελευταία πρέπει να ασκείται για την απόκρουση παρούσας επίθεσης και μόνον. Η χρονική διάσταση εγείρει συχνά ερμηνευτικές δυσκολίες στο μέτρο που το άρθρο 51 δεν διευκρινίζει ρητώς ποιο είναι το χρονικό σημείο έναρξης της επίθεσης. Από τη διατύπωση του εν λόγω άρθρου (« if an armed attack occurs ») δεν τίθεται αμφιβολία ότι η άμυνα επιτρέπεται όταν η επιθετική πράξη είναι ήδη σε εξέλιξη. Το βασικό ερώτημα είναι τι συμβαίνει στην περίπτωση όπου η επιθετική πράξη δεν έχει ξεκινήσει ακόμα ή έχει ήδη λήξει. Στο θέμα της χρήσης βίας εναντίον μη κρατικών δρώντων, το ζήτημα γίνεται ιδιαίτερα σημαντικό καθώς συχνά οι ενέργειές των τελευταίων είναι αποσπασματικές και έχουν περιορισμένη χρονική διάρκεια. Σ' αυτές τις περιπτώσεις συνήθως η αμυντική πράξη λαμβάνει χώρα εκ των υστέρων όταν η υποτιθέμενη επιθετική πράξη έχει λήξει , αλλά με τον πάντα ορατό κίνδυνο να επαναληφθεί στο μέλλον. Τίθεται λοιπόν ζήτημα επιτρεπτού της προληπτικής αμυντικής δράσης. Στο πλαίσιο αυτό συχνά γίνεται αναφορά στη λεγόμενη άμυνα σε επικείμενη επίθεση ή προληπτικό χτύπημα ( « anticipatory self-defense », «preemptive strike») και της προληπτικής άμυνας ( «preventive selfdefence »). Σύμφωνα με την πρώτη αντίληψη ( « anticipatory self-defense », «preemptive strike»), η άμυνα ασκείται και όταν η επίθεση δεν έχει ξεκι- νήσει ακόμη, αλλά επίκειται, ήτοι έχει τεθεί σε κίνηση μια αλληλουχία γεγονότων η οποία θα οδηγήσει στην εκδήλωσή της η οποία ωστόσο εξουδετερώνεται μέσω της άμυνας 55 . Σύμφωνα με τη δεύτερη αντίληψη ( «preventive self-defense »), ή άμυνα λαμβάνει χώρα σε ακόμα προγενέστερο χρόνο, για την αντιμετώπιση μελλοντικών απειλών που όμως δεν έχουν εκδηλωθεί ακόμη 56 . Οι θέσεις αυτές αποσκοπούν σε μια διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής της νόμιμης άμυνας η οποία είναι αμφίβολο εάν βρίσκει έρεισμα στο ισχύον διεθνές δίκαιο 57 . Δεν πρέπει να λησμονούμε πως το άρθρο 51 εισ άγει μια εξαίρεση στην απαγόρευση του άρθρου 2§4 και πως οι εξαιρέσεις στο δίκαιο ερμηνεύονται περιοριστικά και όχι διασταλτικά. Συν τοις άλλοις, η ασάφεια του «επικείμενου» της επίθεσης αφήνει πολλά περιθώρια για αυθαίρετες υποκειμενικές κρίσεις εάν δεν τεθούν κάποια αντικειμενικά όρια ως προς την εξωτερική εκδήλωση της επίθεσης 58 . Η απόρριψη των θέσεων αυτών από την πλειοψηφία της διεθνούς κοινότητας φαίνεται και στο γεγονός πως τα κράτη τείνουν να δικαιολογούν την αμυντική τους δράση με το επιχείρημα πως η επίθεση έχει ήδη αρχίσει 59 . Το ψήφισμα του Ινστιτούτου του Διεθνούς Δικαίου το 2007 για ζητήματα σχετικά με τη νόμιμη άμυνα, δεν δέχθηκε τη βασιμότητα των ανωτέρω θέσεων, τονίζοντας ακριβώς πως η άμυνα επιτρέπεται μόνο σε περιπτώσεις πραγματικής ή προφανώς επικείμενης ένοπλης επίθεσης 60 . Επομένως, χρειάζεται υψηλός βαθμός πιθανολογήσεως προκειμένου να στοιχειοθετείται το προφανώς επικείμενο της επίθεσης, κάτι το οποίο ενδεχομένως να μην είναι εύκολα ανιχνεύσιμο στη δράση των μη κρατικών δρώντων. Ως προς την αρχή της αναλογικότητας, αυτή προϋποθέτει την αντιστοιχία μέσων και σκοπού, δηλαδή η αμυντική δράση πρέπει να είναι η απολύτως αναγκαία για την απόκρουση της επίθεσης 61 . Αμυντική δράση η οποία ξεπερνάει το αντικειμενικό αυτό στόχο και θίγει πρόσωπα ή αντικείμενα τα οποία δεν σχετίζονται με την επίθεση, ξεπερνάει το αναγκαίο μέτρο και καθίσταται δυσανάλογη 62 . Ενδεικτική σ' αυτό το σημείο είναι για παράδειγμα η ρήση τ o υ ΔΔΧ στην Γνωμοδότηση για τα πυρηνικά όπλα , όπου σύμφωνα με το Δικαστήριο οι επιπτώσεις μιας αμυντικής πράξης στο περιβάλλον οφείλουν να συνεκτιμώνται προκειμένου να διαπιστωθεί εάν τηρήθηκε η αρχή της αναλογικότητας 63 . Συνέπεια των ανωτέρω είναι πως μαζικοί βομβαρδισμοί ή άλλες ενέργειες οι οποίες συνεπάγονται παράπλευρες απώλειες πλήττοντας αδιακρίτως άμαχο πληθυσμό του τρίτου κράτους, μη περιοριζόμενες στην καταστολή του μη κρατικού δρώντος, σίγουρα θα παραβιάζουν την απαιτούμενη αρχή της αναλογικότητας.
κ
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Χρήση βίας εναντίον μη κρατικού δρώντος στο έδαφος τρίτου κράτους. Η περίπτωση της Συρίας
88,580
row_88580
paper_10005
0
0
ii ) Ο διακρατικός χαρακτήρας των διατάξεων του Χάρτη και το ζήτημα του καταλογισμού της πράξης του μη κρατικού δρώντος στο τρίτο κράτος
0.26-0.27
Όπως αναφέραμε και στην εισαγωγή της παρούσας μελέτης, το ισχύον πλέγμα διατάξεων του Χάρτη που ρυθμίζει τα περί χρήσης βίας θέτει ως βασικό αποδέκτη των κανόνων του το κράτος. Από τη στιγμή που συμβαλλόμενα μέρη δύνανται να είναι μόνο κράτη (αρ. 4), είναι εύλογο να θέσουμε ως αφετηρία του συλλογισμού μας πως οι περιλαμβανόμενες στον Χάρτη απαγορεύσεις και εξαιρέσεις απευθύνονται στα κράτη και όχι σε ιδιώτες. Μολονότι το άρθρο 51 κάνει λόγο μόνο για ένοπλη επίθεση ως προϋπόθεση για την άσκηση του δικαιώματος άμυνας, γίνεται κατ' αρχάς δεκτό πως αφορά επιθέσεις κράτους προς κράτος, καθώς αποτελεί εξαίρεση στην απαγόρευση του άρθρου 2§4 η οποία αφορά τη χρήση βίας σε διακρατικό επίπεδο 64 . Επομένως, στην περίπτωση επιθετικών πράξεων από μη κρατικούς δρώντες ανακύπτει το ζήτημα της σύνδεσης της ενέργειας αυτής με το τρίτο κράτος στην επικράτεια του οποίου θα ασκηθεί η νόμιμη άμυνα. Θεωρητικώς η σχέση μεταξύ του τρίτου κράτους και του μη κρατικού δρώντος μπορεί να κυμαίνεται από την πλήρη καθυπόταξη και καθοδήγηση του δεύτερου από το πρώτο, μέχρι την αδυναμία του κράτους να ελέγξει αποτελεσματικά την παρουσία και τη δράση διαφόρων ομάδων στο έδαφός του 65 . Το ερώτημα που τίθεται είναι ακριβώς τι είδους σχέση πρέπει να υφίσταται μεταξύ των δύο αυτών παραγόντων προκειμένου να υφίσταται σύνδεση μεταξύ τους σύμφωνα με τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου. Αρχικά θα εξετάσουμε το εφαρμοστέο κριτήριο όπως αυτό έχει διαμορφωθεί από τη μέχρι τώρα νομολογία του ΔΔΧ -προσέγγιση de lege lata -(α), ενώ στη συνέχεια θα παρουσιάσουμε ορισμένα εναλλακτικά κριτήρια τα οποία έχουν προκριθεί κατά καιρούς από τη θεωρία -προσέγγιση de lege ferenda -(β).
κ
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Χρήση βίας εναντίον μη κρατικού δρώντος στο έδαφος τρίτου κράτους. Η περίπτωση της Συρίας
88,581
row_88581
paper_10005
0
0
α) Προσέγγιση de lege lata
0.27-0.32
Στην υπόθεση της Νικαράγουα το ΔΔΧ κλήθηκε να αποφανθεί εάν οι πράξεις των αντικαθεστωτικών contras όφειλαν να εξομοιωθούν με ενέργειες της ίδιας της αμερικανικής κυβέρνησης λόγω της υποστήριξης που τους προσέφερε. Το Δικαστήριο τότε κατέληξε στο συμπέρασμα πως παρά τη σημαντική ενίσχυση των contras από τις ΗΠΑ, οι πράξεις τους δεν μπορούσαν να λογισθούν ως πράξεις των ΗΠΑ επειδή οι τελευταίες δεν ασκούσαν αποτελεσματικό έλεγχο ( «effective control ») στις δραστηριότητές των παραστρατιωτικών αυτών ομάδων 66 . Το κριτήριο του αποτελεσματικού ελέγχου που διατυπώθηκε στην απόφαση του 1986, στη συνέχεια ενσωματώθηκε στο άρθρο 8 του Σχεδίου Άρθρων για τη Διεθνή Ευθύνη, ως κριτήριο καταλογισμού της πράξης ιδιωτών στο κράτος. Το άρθρο 8 προβλέπει ειδικότερα πως προκειμένου να καταλογισθεί η πράξη/παράλειψη ιδιώτη στο κράτος, θα πρέπει ο πρώτος να δρα σύμφωνα με «τις εντολές ή τις κατευθύνσεις ή υπό τον έλεγχο του δεύτερου κατά την πραγμάτωση της συμπεριφοράς» 67 . Καταλογισμός θα υπάρχει άλλωστε αν η συμπεριφορά του μη κρατικού δρώντος αναγνωρίζεται και υιοθετείται από το τρίτο κράτος ως δική του σύμφωνα με τη δι άταξη του άρθρου 11 68 . Διαπιστώνουμε λοιπόν σε πρώτη φάση πως το ζήτημα της σύνδεσης εντάσσεται στο πλαίσιο του δικαίου της διεθνούς ευθύνης, καθώς αντιμετωπίζεται εν τέλει ως ένα ζήτημα καταλογισμού . Ωστόσο, είναι ενδιαφέρον πως στην ίδια ακριβώς απόφαση, λίγες παραγράφους αργότερα, το Δικαστήριο καλείται αυτή τη φορά να αποφανθεί στον ισχυρισμό των ΗΠΑ ότι οι στρατιωτικές επιχειρήσεις τους οφείλουν να λογισθούν ως άσκηση του δικαιώματος συλλογικής άμυνας υπέρ των γειτονικών κρατών (Ονδούρα, Ελ Σαλβαδόρ, Κόστα Ρίκα, Γουατεμάλα), εξαιτίας διασυνοριακών επιθετικών πράξεων παραστρατιωτικών ομάδων οι οποίες ενισχύονται από την κυβέρνηση της Νικαράγουα 69 . Το Δικαστήριο προκειμένου να αξιολογήσει τη συμπεριφορά της Νικαράγουα σύμφωνα με το αποδεικτικό υλικό που έχει στη διάθεσή του, επιχειρεί να εντοπίσει ποιο είναι το περιεχόμενο της επιθετικής πράξης και εφαρμόζει το γνωστό ψήφισμα 3314/1974 της Γ.Σ για τον ορισμό της επίθεσης. Στη παράγραφο 3( g ) του ψηφίσματος περί του ορισμού της επ ίθεσης αναφέρεται, όπως είδαμε και ανωτέρω, « η αποστολή από ένα κράτος ενόπλων ομάδων ανταρτών ή μισθοφόρων για να χρησιμοποιήσουν βία εναντίον άλλου κράτους τέτοιας βαρύτητας η οποία είναι ισοδύναμη με ένοπλη επίθεση ή η ουσιώδης ανάμειξή τους σ' αυτήν την πράξη ». Η περίπτωση δε αυτή χαρακτηρίζεται συχνά στη βιβλιογραφία ως έμμεση επίθεση ( «indirect aggression ») 70 . Εδώ παρατηρούμε μια διαφορετική προσέγγιση, καθώς εκ πρώτης όψεως δεν βρισκόμαστε πλέον στο πεδίο των δευτερευόντων κανόνων δικαίου αλλά σε αυτό των πρωτευόντων. Πράγματι, από την ερμηνεία της διατάξεως 3( g ) του ψηφίσματος 3314/1974 προκύπτει πως η αποστολή ενόπλων ομάδων ή η ουσιώδης ανάμειξη στις δραστηριότητες τους, συνιστά επιθετική ενέργεια του ίδιου του κράτους και επομένως δεν απαιτείται η προσφυγή στους κανόνες περί καταλογισμού 71 . Φαίνεται λοιπόν να υπάρχει μια ασυνέπεια σε αυτό το σημείο, στο μέτρο που το ίδιο ζήτημα, ήτοι η σχέση μεταξύ κράτους και μη κρατικού δρώντος, αντιμετωπίζεται ταυτόχρονα τόσο στο πλαίσιο των πρωτευόντων όσο και σε αυτό των δευτερευόντων κανόνων Διεθνούς Δικαίου. Και αν η « αποστολή» ενόπλων ομάδων φαίνεται να συμβαδίζει με το κριτήριο του αποτελεσματικού ε- λέγχου -υπό την έννοια ότι καταλήγουν πρακτικώς στο ίδιο αποτέλεσμα, την απόδοση της ενέργειας στο κράτος -δεν είναι εκ των προτέρων σαφές τι θα συμβαίνει με την «ουσιώδη ανάμειξη» ( «substantial involvement ») και αν η έννοια αυτή ταυτίζεται με αυτή του αποτελεσματικού ελέγχου. Πάντως, φαίνεται να θέτει ελαστικότερες προϋποθέσεις καθώς η ουσιώδης ανάμειξη δεν συνεπάγεται αναγκαστικά και έλεγχο επί μιας δεδομένης ενέργειας 72 . Το ΔΔΧ στην υπόθεση της Νικαράγουα αρκέστηκε να αναφέρει τι δεν συνιστά ουσιώδη ανάμειξη: η απλή παροχή βοήθειας υπό τη μορφή παροχής όπλων ή υλικοτεχνική υποστήριξη δεν εμπίπτουν στην έννοια αυτή 73 . Περαιτέρω θετική διευκρίνιση δεν απαντάται στην ίδια απόφαση, ούτε σε μεταγενέστερη νομολογία του ΔΔΧ ή άλλων διεθνών δικαιοδοτικών οργάνων. Ακολουθώντας τη χρονική εξέλιξη της διεθνούς νομολογίας πάνω στο ζήτημα, άξια αναφοράς είναι η απόφαση του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου για την Πρώην Γιουγκοσλαβία (ΙCTY) στην υπόθεση του Dusko Tadi ć (Τμήμα Εφέσεων) το 1999. Στην εν λόγω απόφαση το Δικαστήριο κλήθηκε να αποφανθεί εάν η σύγκρουση στη Βοσνία -Ερζεγοβίνη υπάγεται στην κατηγορία της διεθνούς ένοπλης σύρραξης. Για να προβεί στο χαρακτηρισμό αυτό το Δικαστήριο όφειλε να εξακριβώσει τι σχέση υφίστατο μεταξύ των σερβοβοσνιακών δυνάμεων και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας και αν η σχέση ήταν αρκετά ισχυρή προκειμένου να «διεθνοποιήσει» τη σύρραξη . Μολονότι στην συγκεκριμένη περίπτωση επρόκειτο για μια περίπτωση εφαρμογής ανθρωπιστικού δικαίου, οι δικαστές προσέφυγαν, ελλείψει άλλων ειδικότερων διατάξεων, στους γενικούς κανόνες του δικαίου της διεθνούς ευθύνης περί καταλογισμού της πράξης μη κρατικών δρώντων σ' ένα κράτος 74 . Σύμφωνα με τον συλλογισμό των δικαστών, το άρθρο 8 θέτει ως βασική προϋπόθεση τον έλεγχο επί της πράξης, δεν καθορίζει ωστόσο το είδος του ελέγχου. Το κριτήριο του αποτελεσματικού ελέγχου επί της εκάστοτε συμπεριφοράς είναι υπερβολικά ανελαστικό και δεν πρέπει να υιοθετείται πάντοτε αλλά θα πρέπει να προσαρμόζεται ανάλογα με τα δεδομένα της κάθε περίπτωσης 75 . Ειδικότερα στην περίπτωση ενόπλων ομάδων με εσωτερική οργάνωση και ιεραρχία, το Δικαστήριο έκρινε πως αρκεί απλώς ένας γενικός έλεγχος (« overall control ») επί της ομάδος και όχι απαραιτήτως έλεγχος επί κάθε πράξης 76 . Απόδειξη του κινδύνου κατακερματισμού του Διεθνούς Δικαίου λόγω του πολλαπλασιασμού των διεθνών δικαιοδοτικών οργάνων, η εν λόγω απόφαση διαφοροποιείται ουσιωδώς από την απόφαση του ΔΔΧ στην απόφαση της Νικαράγουα καθώς και από τη θέση της Επιτροπής Διεθνούς Δικαίου, όπως εκφράζεται στον κατ' άρθρο σχολιασμό του δικαίου της διεθνούς ευθύνης. Επιστρέφοντας στο ΔΔΧ, η γνωμοδότηση του Δικαστηρίου για το Παλαιστινιακό Τείχος δεν συνέβαλε στην αποσαφήνιση του ζητήματος. Απορρίπτοντας το επιχείρημα του Ισραήλ σύμφωνα με το οποίο η κατασκευή του τείχους έγινε κατ' επίκληση του δικαιώματος νόμιμης άμυνας, το Δικαστήριο αρκέστηκε να αναφέρει πως το άρθρο 51 αφορά διακρατικές σχέσεις και πως το Ισραήλ δεν ισχυρίζεται πως οι επικαλούμενες επιθετικές πράξεις είναι καταλογιστέες (« imputable ») σ' άλλο κράτος 77 . Φαίνεται λοιπόν πως το Δικαστήριο αντιμετωπίζει το όλο ζήτημα ως εμπίπτον στο πεδίο του δικαίου της διεθνούς ευθύνης, ενώ δεν αναφέρει τίποτα ως προς το κριτήριο της «ουσιώδους ανάμειξης» που είχε διατυπωθεί στην υπόθεση της Νικαράγουα 78 . Ίσως αυτή η παράλειψη να οφείλεται και στην αμφισβήτηση η οποία επικρατούσε ως προς την κρατική υπόσταση της Παλαιστινιακής Αρχής και την ιδιομορφία της ισραηλινής κατοχής των εδαφών από όπου προέρχονταν οι επιθέσεις, επομένως το Δικαστήριο δεν ήταν ενδεχομένως σε θέση να αναγνωρίσει το κράτος εκείνο (την Παλαιστίνη) το οποίο θα μπορούσε να «αναμειχθεί ουσιωδώς» στις επιθετικές πράξεις. Ωστόσο, ο « τηλεγραφικός» τρόπος με τον οποίο το Δικαστήριο αντιμετώπισε το ζήτημα, λίγο μετά μάλιστα τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11/9 και τα ψηφίσματα 1368 και 1373 του Σ.Α, έγινε αντικείμενο έντονης κριτικής 79 . Αν η υπόθεση του Τείχους εμφάνιζε εντόνως πολιτικής φύσεως ιδ ιαιτερότητες οι οποίες επηρέασαν τη δικανική κρίση, δεν συνέβαινε το ίδιο στην υπόθεση των στρατιωτικών δραστηριοτήτων στο έδαφος του Κονγκό το 2005. Το Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό της Ουγκάντα περί νόμι- μης άμυνας αναφέροντας πως δεν υπήρχε επαρκής απόδειξη περί ανάμειξης (« involvement ») του Κονγκό στην δράση των διαφόρων παραστρατιωτικών ομάδων που δραστηριοποιούνταν στα σύνορα των δύο χωρών. Στη συνέχεια το Δικαστήριο αναφέρει πως δεν υφίσταται «άμεση» ή «έμμεση» επίθεση κατ' εφαρμογή του ψηφίσματος 3314/1974 από την πλευρά του Κονγκό και επομένως η πράξη δεν μπορεί να καταλογιστεί σ' αυτό (« non -attributable to the DRC ») 80 . Το Δικαστήριο δεν φαίνεται εκ πρώτης όψεως να διακρίνει μεταξύ πρωτευόντων και δευτερευόντων κανόνων δικαίου, καθώς χρησιμοποιεί τον ορισμό της επιθετικής πράξης ως πρωτεύοντα κανόνα δικαίου για να καταλήξει τελικώς σ' ένα συμπέρασμα περί καταλογισμού το οποίο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των δευτερευόντων κανόνων δικαίου. Αυτή τη φαινομενική ασυνέπεια θα επιχειρήσουμε να την εξηγήσουμε στη συνέχεια. Τελευταία υπόθεση που θα μας απασχολήσει είναι αυτή του ΔΔΧ το 2007 στην υπόθεση της Γενοκτονίας μεταξύ Βοσνίας -Ερζεγοβίνης και Σερβίας. Το διακύβευμα εν προκειμένω ήταν εάν οι πράξεις ατάκτων ομάδων Βόσνιων σερβικής καταγωγής (αφορούσαν τη σφαγή στη Srebrenica ) μπορούσαν να καταλογιστούν στη Σερβία προκειμένου να θεμελιωθεί διεθνής ευθύνη του κράτους αυτού για γενοκτονία. Το Δικαστήριο απέρριψε το κριτήριο του « overall control » της υπόθεσης Tadi ć ως ακατάλληλο επειδή διευρύνει κατά πολύ τη σύνδεση που υφίσταται μεταξύ της δράσης των οργάνων του κράτους και της διεθνούς ευθύνης που φέρει το κρ άτος 81 . Με άλλα λόγια θα πρέπει τα κρατικά όργανα να δίνουν εντολές και να κατευθύνουν την εκάστοτε συμπεριφορά του μη κρατικού δρώντος σύμφωνα με το κριτήριο του «αποτελεσματικού ελέγχου» προκειμένου να θεμελιώνεται ευθύνη του κράτους. Γενική εποπτεία επί μιας ομάδας χωρίς έλεγχο στην εκάστοτε δράση της δεν αρκεί. Η επιβεβαίωση του κριτηρίου της Νικαράγουα έγινε στην υπόθεση της Γενοκτονίας με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο. Από όλα τα ανωτέρω είναι εύλογο να σχηματίζεται η απορία ποιο είναι τελικά το κριτήριο που ισχύει για το είδος της σύνδεσης που υφίσταται μεταξύ κράτους και μη κρατικού δρώντος. Κατ' αρχάς, πρέπει να αποφανθούμε εάν τελικά είναι ζήτημα πρωτεύοντος ή δευτερεύοντος κανόνος δικαίου. Από την επισκόπηση της θεωρίας και της νομολογίας φαίνε- ται να μην γίνεται σαφής διάκριση στο θέμα αυτό, με τους δύο κανόνες (άρθρο 3( g ) στο ψήφισμα της ΓΣ 3314/1974 και το άρθρο 8 του Σχεδίου Άρθρων) να εφαρμόζονται ως δύο εναλλακτικές επιλογές. Αυτή η ασάφεια όμως δημιουργεί κάποια σύγχυση. Κατά τη γνώμη του γράφοντος, το όλο ζήτημα πρέπει να τίθεται εντός του πεδίου εφαρμογής των δευτερευόντων κανόνων δικαίου. Εάν δεν πρόκειται για κρατικά όργανα (είτε de jure είτε de facto ) τότε οφείλουμε να χαρακτηρίσουμε τα άτομα ή τις ομάδες ως μη κρατικούς δρώντες. Κατά λογική ακολουθία θα πρέπει να βρεθεί το κριτήριο με το οποίο θα καταλογισθεί η δράση τους (η οποία βεβαίως πληροί τα χαρακτηριστικά της «επίθεσης») στο κράτος, ένα κατεξοχήν ζήτημα του δικαίου διεθνούς ευθύνης. Η σύγχυση εντοπίζεται στο ψήφισμα 3314/1974 και ειδικότερα στην παράγραφο 3( g ) η οποία προβλέπει όπως είδαμε την έμμεση επίθεση και τη σχέση της με το άρθρο 8. Ωστόσο, η φαινομενική αυτή δυσκολία μπορεί να αρθεί με τον εξής τρόπο: να θεωρήσουμε το άρθρο 3( g ) ως κανόνα καταλογισμού ο οποίος εφαρμόζεται ως lex specialis στην περίπτωση της επίθεσης. Το άρθρο 55 του Σχεδίου Άρθρων μας δίνει άλλωστε τη δυνατ ότητα αυτή, αφού προβλέπει τη δυνατότητα εφαρμογής ειδικότερων διατάξεων διεθνούς δικαίου και στο πεδίο της διεθνούς ευθύνης. Συνεπώς, όταν πρόκειται για τον καταλογισμό της επίθεσης μη κρατικού δρώντος δεν εφαρμόζεται το άρθρο 8 αλλά η παράγραφος 3( g ) του ψηφίσματος 3314/1974 η οποία θέτει ως κριτήριο την αποστολή ή την ουσιώδη ανάμειξη . Αυτό άλλωστε προκύπτει και από μια πιο προσεκτική ματιά στις ανωτέρω αποφάσεις. Όταν επρόκειτο περί επιθετικής πράξης το ΔΔΧ πάντα επικαλούνταν το ψήφισμα 3314 και όχι το άρθρο 8. Τόσο στην απόφαση της Νικαράγουα (στο τμήμα που αναφέρεται στην υποστηριζόμενη από τη Νικαράγουα δράση ενόπλων ομάδων στα γειτονικά κράτη, όχι στους contras ) όσο και σε αυτή του Κονγκό, το Δικαστήριο προέκρινε το κριτήριο του ψηφίσματος 3314 και όχι το κριτήριο του άρθρου 8. Οι πράξεις των contras στη Νικαράγουα και των διαφόρων ενόπλων ομάδων στις υποθέσεις Tadi ć και Γενοκτονία δεν αντιμετωπίστηκαν υπό το πρίσμα της επίθεσης (αφορούσαν κυρίως παραβιάσεις ανθρωπιστικού δικαίου ή δικαίου ανθρωπίνων δικαιωμάτων) και γι' αυτό οι δικαστές εστίασαν την ανάλυσή τους στην ερμηνεία του άρθρου 8 82 . Εξαίρεση φαίνεται να αποτελεί η γνωμοδότηση του ΔΔΧ για το Τείχος · θα πρέπει ωστόσο να ληφθούν υπόψη πρώτον οι πολιτικές ιδιαιτερότητες της εν λόγω περίπτωσης αναφορικά με την αναγνώριση της Παλαιστίνης ως κράτους και δεύτερον το γεγονός πως το Δικαστήριο έκανε απλά λόγο για μη καταλογισμό των επιθετικών ενεργειών σε κράτος. Δεν τοποθετήθηκε επί του κριτηρίου βάσει του οποίου πρέπει να γίνει ο καταλογισμός. Το ισχυρότερο επιχείρημα υπέρ της υποστηριζόμενης εδώ γνώμης είναι η ίδια η θέση του ΔΔΧ στην υπόθεση του Κονγκό όπου το Δικαστήριο, στην παράγραφο 146, όπως προαναφέραμε επικαλέσθηκε το άρθρο 3( g ) προκειμένου να αποφανθεί ότι οι πράξεις των διαφόρων ενόπλων ομάδων δεν ήταν καταλογιστέες στο Κονγκό 83 . Το Δικαστήριο φαίνεται λοιπόν να χρησιμοποιεί τα οριζόμενα στο εν λόγω άρθρο ως κριτήρια καταλογισμού, επιβεβαιώνοντας τα ανωτέρω λεχθέντα. Δεν γνωρίζουμε αν αυτό αποτέλεσε μια συνειδητή επιλογή των δικαστών, ενώ οφείλουμε να αναφέρουμε πως η κυρίαρχη τάσ η στη θεωρία είναι η θεώρηση του άρθρου 3( g ) ως εμπίπτοντος στο πεδίο των πρωτευόντων κανόνων δικαίου, δηλαδή ως μια επιθετική πράξη του ίδιου του κράτους 84 . Εντούτοις φρονούμε πως η υποστηριζόμενη εδώ θέση είναι περισσότερο συμβατή με τη λογική του Διεθνούς Δικαίου, σύμφωνα με την οποία η αξιολόγηση της σχέσης μεταξύ κράτους και μη κρατικών δρώντων είναι ζήτημα ρυθμιζόμενο από τους δευτερεύοντες και όχι από τους πρωτεύοντες κανόνες δικαίου.
κ
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Χρήση βίας εναντίον μη κρατικού δρώντος στο έδαφος τρίτου κράτους. Η περίπτωση της Συρίας
88,582
row_88582
paper_10005
0
0
β) Προσεγγίσεις de lege ferenda
0.32-0.35
Με την άνοδο της διεθνούς τρομοκρατίας και ιδιαίτερα μετά τα γεγονότα της 11/9, άρχισε να υποστηρίζεται μια χαλάρωση των κριτηρίων βάσει των οποίων είναι η επιτρεπτή η παρέμβαση εναντίον μη κρατικού δρώντος σ' ένα τρίτο κράτος κατ' επίκληση του άρθρου 51. Θα αναφερθο- ύμε εν συντομία στις εν λόγω θέσεις, στο μέτρο που αποτελούν περισσότερο προσεγγίσεις de lege ferenda παρά de lege lata . Σύμφωνα με την πρώτη προσέγγιση, η επέμβαση στο τρίτο κράτος είναι επιτρεπτή όταν αυτό υποθάλπει ή υποστηρίζει τη δράση μη κρατικών δρώντων («harboring or supporting rule » ή « aiding and abetting test ») 85 . Η θέση αυτή προβλήθηκε ως δικαιολόγηση της αμερικανικής επίθεσης στο Αφγανιστάν το 2001, καθώς οι ΗΠΑ ισχυρίσθηκαν πως το καθεστώς των Taliban διευκόλυνε τις δραστηριότητες της AlQaeda 86 . Σημειωτέον ότι τότε το Σ.Α, διαμέσου του προοιμίου των ψηφισμάτων 1368/2001 87 και 1373/2001 88 τα οποία εξεδόθησαν επ' αφορμή των γεγονότων, επισήμανε το δικαίωμα της νόμιμης άμυνας 89 , χωρίς ωστόσο να αναφέρει οτιδήποτε περί ένοπλης επίθεσης ή σύνδεσης αυτής με το κράτος του Αφγανιστάν. Η απλή αναφορά ήταν ωστόσο αρκετή προκειμένου να αναζωπυρωθεί η συζήτηση περί χαλάρωσης των κριτηρίων σύνδεσης 90 . Το κριτήριο της υποστήριξης/υπόθαλψης σίγουρα αποκλίνει κατά πολύ από το κριτήριο του αποτελεσματικού ελέγχου του άρθρου 8. Αν δεχθούμε όμως πως στην περίπτωση της επίθεσης εφαρμόζεται ως lex specialis το άρθρο 3( g ) του ψηφίσματος 3314/1974, τότε έχει ενδιαφέρον να διερευνήσουμε εάν η υπόθαλψη ή η υποστήριξη δύναται να υπαχθεί στην έννοια της «ουσιώδους ανάμειξης». Όπως αναφέραμε και ανωτέρω, το ΔΔΧ στην υπόθεση της Νικαράγουα προέβη σ' έναν αρνητικό ορισμό της έννοιας αυτής, εξαιρώντας την απλή υλικοτεχνική υποστήριξη από το πεδίο εφαρμογής της, απαιτώντας έτσι υψηλό βαθμό ανάμειξης. Η θέση αυτή είχε τότε κατακριθεί από τους δικαστές Schwebel 91 και Jennings 92 οι οποίοι την απέρριψαν ως υπέρμετρα περιοριστική στις αντίστοιχες αντίθετες γνώμες τους. Το πρόβλημα με την έννοια της « ουσιώδους ανάμειξης» είναι ακριβώς η μη περαιτέρω επεξεργασία της από μεταγενέστερη νομολογία 93 . Στη θεωρία 94 έχουν διατυπωθεί απόψεις για το τι μπορεί να συνιστά ουσιώδη ανάμειξη όπως λ.χ. η υλικοτεχνική στήριξη, η βοήθεια στο σχεδιασμό και την προετοιμασία, η παροχή πληροφοριών για συγκεκριμένους στόχους, η παροχή καταφυγίου κ.ο.κ. Σε κάθε περίπτωση, θεωρούμε πως η έννοια της «ουσιώδους ανάμειξης» είναι ελαστική και επομένως επιδεκτική διασταλτικής ερμηνείας. Μπορεί δε να συμπεριλάβει ευχερέστερα το κριτήριο της υποστήριξης/υπόθαλψης και να ανταποκριθεί στις νέες προκλήσεις που θέτει η σύγχρονη πραγματικότητα. Σίγουρα τα κράτη και η επιστήμη του Διεθνούς Δικαίου οφείλουν να συμβάλουν στην περαιτέρω αποσαφήνισή της, και απομένει να δούμε εάν το ίδιο ΔΔΧ, επ' ευκαιρία μιας μελλοντικής διαφοράς, μεταβάλει τη θέση που είχε λάβει το 1986. Η θεωρία του «unwilling or unable State » πηγαίνει ακόμα πιο μακριά καθώς υποστηρίζει πως επιτρέπεται άμυνα στο έδαφος του τρίτου κράτους όταν το τελευταίο δεν έχει τη βούληση ή την ικανότητα να αποτρέψει τη χρήση του εδάφους του από διάφορους μη κρατικούς δρώντες 95 . Προφανώς, η εν λόγω θεωρία εκκινεί από την ανάγκη αντιμετώπισης των αποτυχημένων/διεφθαρμένων κρατών ( «rogue/failed States »), απέχει όμως πολύ από τη ratio του ισχύοντος Διεθνούς Δικαίου στο μέτρο που φαίνεται να καταλογίζει ευθύνη στο κράτος απλά και μόνο λόγω αδράνειας/αδυναμίας δράσεως, κάτι το οποίο προφανώς δεν συμβαδίζει με την έννοια της « ουσιώδους ανάμειξης». Πέραν από δικαιοπολιτικής φύσεως επιφυλάξεις αναφορικά με την έλλειψη σαφήνειας των κριτηρίων βάσει των οποίων θα αξιολογηθεί η « απροθυμία» ή η « ανικανότητα» του κράτους και τον συνακόλουθο κίνδυνο αυθαιρεσίας που αυτό ενέχει, η εν λόγω θεωρία συγχέει το ζήτημα του καταλογισμού της ενέργειας ενός μη κρατικού δρώντος με τον κανόνα της δέουσας επιμέλειας ( «due diligence »). Η θεωρία του «unwill- μη κρατικού δρώντος 96 . Ωστόσο, η επίκληση της νόμιμης άμυνας προϋποθέτει επίθεση του κρατικού δρώντος, η οποία πρέπει ακολούθως να καταλογιστεί στο κράτος βάσει των κριτηρίων που παρουσιάσαμε ανωτέρω. Το εάν ένα κράτος δεν λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα έτσι ώστε να καταστείλει τη δράση των μη κρατικών δρώντων στο έδαφός του, με αποτέλεσμα το τελευταίο να χρησιμοποιείται κατά τρόπο που να βλάπτει άλλα κράτη, είναι ένα τελείως διαφορετικό ζήτημα. Πράγματι, η υποχρέωση ενός κράτους να μην επιτρέπει την χρήση του εδάφους του κατά τρόπο που να βλάπτει τα δικαιώματα των άλλων κρατών αποτελεί τον κανόνα της προσήκουσας επιμέλειας ( «due diligence ») 97 . Ως προς την υποχρέωση αυτή σημειωτέα είναι τα εξής. Πρ ώτον, ο κανόνας αυτός δημιουργεί υποχρέωση συμπεριφοράς και όχι αποτελέσματος. Αυτό σημαίνει πως δεν απαιτείται απόλυτη αποτροπή αλλά επιμελής προσπάθεια η οποία κρίνεται ad hoc , ανάλογα με τις περιστάσεις 98 . Δεύτερον και πιο σημαντικό, η παραβίαση του κανόνα της προσήκουσας επιμέλειας θεμελιώνει μεν διεθνή ευθύνη του κράτους στο έδαφος του οποίου λαμβάνει χώρα η συμπεριφορά και επιτρέπει τη λήψη αντιμέτρων, αλλά δεν καθιστά το ίδιο το κράτος ως θύτη της επίθεσης έτσι ώστε να νοείται χρήση βίας εναντίον του 99 . Τέλος, η θεωρία του «unwilling/unable » δεν λαμβάνει υπόψη πως ακόμα κι ένα αποτυχημένο κράτος το οποίο δεν ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο επί του συνόλου της επικράτειάς του, δεν παύει εξ αυτού του λόγου να αποτελεί κράτος 100 το οποίο απολαμβάνει των ίδιων δικαιωμάτων, μεταξύ των οποίων και η προστασία της εδαφικής του ακεραιότητας όπως και τα υπόλοιπα κράτη. Για τους ανωτέρω λόγους φρονούμε πως η εν λόγω θεωρία δεν έχει θέση στο ισχύον Διεθνές Δίκαιο. Παρ' όλα αυτά η ένταση του φαινομένου των αποτυχημένων κρατών, με τη Συρία να αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, έχει ως αποτέλεσμα η προσέγγιση αυτή να επανέρχεται μετ' επιτάσεως στο προσκήνιο, σε μια προσπάθεια δημιουργίας μιας νέας κρατικής πρακτικής, πρόδρομο εξέλιξης του δικαίου στο ζήτημα αυτό.
κ
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Χρήση βίας εναντίον μη κρατικού δρώντος στο έδαφος τρίτου κράτους. Η περίπτωση της Συρίας
88,583
row_88583
paper_10005
0
1
Ενδιάμεσα συμπεράσματα
0.35-0.36
Από την μέχρι τώρα ανάλυση παρατηρήσαμε τα ακόλουθα: - α) Η επέμβαση ενός τρίτου κράτους σ' έναν εμφύλιο πόλεμο κατόπιν προσκλήσεως της κυβέρνησης είναι κατ' αρχήν επιτρεπτή. Ωστόσο, από την πρακτική φαίνεται πως η συναίνεση δεν λειτουργεί ως «λευκή επιταγή» επιτρέπουσα την καταστολή αντιπολιτευομένων ομάδων προς όφελος της κυβέρνησης. Σεβόμενα την αρχή της εσωτερικής αυτοδιάθεσης, τα επεμβαίνοντα κράτη τείνουν να επικαλούνται «ειδικούς» σκοπούς, μη σχετιζόμενους με την οριστική έκβαση του εμφυλίου. Οι «ειδικοί» σκοποί συνήθως σχετίζονται με κοινά συμφέροντα των δύο κρατών ή της δι εθνούς κοινότητας (όπως π.χ. η αντιμετώπιση τρομοκρατικών ομάδων). Αυτό καταδεικνύει νομική πεποίθηση εκ μέρους των κρατών πως όσον αφορά το ζήτημα της διαμόρφωσης των εσωτερικών συσχετισμών εξουσίας εντός ενός κράτους, δεν επιτρέπεται εξωτερική ανάμειξη υπέρ κάποιας εκ των αντιμαχόμενων κρατών. - β) Δεν υπάρχει κάτι το οποίο να εμποδίζει την εννοιολογική υπαγωγή της δράσης ενός μη κρατικού δρώντος στον ορισμό της επίθεσης · εφόσον πληρούται η απαιτούμενη βαρύτητα της επιθετικής πράξης, νοείται χρήση βίας κατ' άσκηση νόμιμης άμυνας εναντίον του μη κρατικού δρώντος, σύμφωνα πάντοτε με τις αρχές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας. - Η χρήση βίας κατ' άσκηση νόμιμης άμυνας εντός της επικράτειας ενός τρίτου κράτους ωστόσο, συνεπάγεται παραβίαση της εδαφικής του ακεραιότητας, προκειμένου δε να δικαιολογείται, θα πρέπει να υφίσταται κάποιος σύνδεσμος μεταξύ του μη κρατικού δρώντος και του κράτους αυτού. Από την προηγηθείσα ανάλυση καταλήξαμε πως ο απαιτούμενος σύνδεσμος υφίσταται όταν σύμφωνα με το άρθρο 3( g ) του ψηφίσματος 3314/1974 της Γ.Σ. Η.Ε, το τρίτο κράτος «απέστειλε» τον μη κρατικό δρώντα ή είχε «ουσιώδη ανάμειξη» στην επίθεση. Κατά την εδώ υποστηριζόμενη άποψη, το κριτήριο της «αποστολής» ή της «ουσιώδους ανάμειξης» είναι κριτήριο καταλογισμού και άρα το άρθρο 3( g ) αποτελεί δευτερεύοντα κανόνα δικαίου. Κατ' άλλη άποψη, αποτελεί πρωτεύοντα κανόνα δικαίου. Σε πρακτικό επίπεδο δεν υφίσταται διαφορά καθώς οι δύο απόψεις καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα, ωστόσο θεωρούμε την εδώ υποστηριζόμενη θέση ως εννοιολογικά ορθότερη.
κ
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Χρήση βίας εναντίον μη κρατικού δρώντος στο έδαφος τρίτου κράτους. Η περίπτωση της Συρίας
88,584
row_88584
paper_10005
0
0
ΜΕΡΟΣ ΙΙ: Η νομική βάση των εξωθεσμικών παρεμβάσεων στη Συρία
0.37-0.37
κ
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Χρήση βίας εναντίον μη κρατικού δρώντος στο έδαφος τρίτου κράτους. Η περίπτωση της Συρίας
88,585
row_88585
paper_10005
0
0
Εισαγωγικές παρατηρήσεις για τον συριακό εμφύλιο
0.37-0.39
Η Συρία είναι ένα πολυεθνικό κράτος, συγκροτούμενο κατά πλειοψηφία από Σουνίτες Άραβες και λοιπές εθνοτικές/θρησκευτικές ομάδες όπως Αλαουίτες, Ασσύριους, Δρούζους, Κούρδους, Τούρκους, Αρμένιους και Χριστιανούς. Υπήρξε μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από το 16 ο αιώνα μέχρι το Α' Π.Π, στη συνέχεια δε περιήλθε υπό γαλλική εντολή στο πλαίσιο της Κ.τ.Ε μέχρι το 1946 όταν και απέκτησε την ανεξαρτησία της. Ήδη από τα πρώτα χρόνια ως ανεξάρτητο κράτος, η Συρία, λόγω ακριβώς της πληθυσμιακής ανομοιογένειας, ταλανίστηκε από εμφύλιες συγκρούσεις και πολιτική αστάθεια. Το 1970 ανήλθε στην εξουσία ο Χαφέζ Αλ Άσαντ ο οποίος κυβέρνησε αυταρχικά μέχρι το 2000 όταν τον διαδέχθηκε ο υιός του, Μπασάρ Αλ Άσαντ, συνεχίζοντας την πολιτική γραμμή του πατέρα του 101 . Η σημερινή κρίση στη Συρία έχει την αφετηρία της στην «Αραβική Άνοιξη» του 2011, όταν η σουνιτική πλειοψηφία εξεγέρθηκε κατά της αυταρχικής διακυβέρνησης της χώρας από την αλαουίτικη μειοψηφία του καθεστώτος Άσαντ. Η βίαιη καταστολή του καθεστώτος απέναντι στις αρχικές διαμαρτυρίες είχε ως αποτέλεσμα την κλιμάκωση της έντασης και τη συγκρότηση ένοπλων αντικαθεστωτικών οργανώσεων με κυριότερη τον Ελεύθερο Συριακό Στρατό ( « Free Syrian Army»), ο οποίος άρχισε να καταλαμβάνει τμήματα της συριακής επικράτειας, εκδιώκοντας στρατό και αστυνομία. Από το 2012 και μετά, η αρχική πολιτική αναταραχή λαμβάνει διαστάσεις εμφυλίου πολέμου μεγάλης κλίμακας, με τις καθεστωτικές δυνάμεις να κάνουν χρήση βαρέως πυροβολικού και αεροπορικών επιδρομών. Η ανάμειξη ακραίων ισλαμικών στοιχείων στους κόλπους της αντιπολίτευσης (π.χ. η οργάνωση Αλ Νούσρα), μετέτρεψε την εμφύλια διαμάχη από πολιτική σε φυλετική καθώς λοιπές μειονότητες όπως οι Χριστιανοί και οι Αλαουίτες, φοβούμενοι την άνοδο του ριζοσπαστικού Ισλάμ, συσπειρώθηκαν γύρω από το καθεστώς Άσαντ, συγκροτώντας πολιτοφυλακές με στόχο σουνίτικες κοινότητες 102 . Στον συριακό εμφύλιο εξαρχής ενεπλάκησαν διάφοροι δρώντες, περιφερειακοί και μη, με αποτέλεσμα συχνά να χαρακτηρίζεται ως «πόλεμος δι' αντιπροσώπων» ( « proxy war »). Χάριν σχηματοποίησης μπορούμε να πούμε πως τα σουνιτικά καθεστώτα της περιοχής (Σαουδική Αραβία, Κατάρ, Τουρκία) και η Δύση ενισχύουν την αντιπολίτευση, ενώ τα αντίστοιχα σιιτικά (Ιράν, Χεζμπολάχ) καθώς και η Ρωσία έχουν ταχθεί υπέρ της συριακής κυβέρνησης. Η κατάσταση περιεπλάκη ακόμη περισσότερο από τα μέσα του 2014 και ύστερα, όταν η εξτρεμιστική σουνιτική οργάνωση Ισλαμικό Κράτος ( «ISIS ») 103 , ορμώμενη από το βόρειο Ιράκ και την πόλη της Μοσούλης, κατέλαβε σημαντικό τμήμα της Συρίας, ανακηρύσσοντας τη συριακή πόλη Ρακκά ως πρωτεύουσα ενός χαλιφάτου το οποίο περιλαμβάνει τμήματα ιρακινού και συριακού εδάφους. Σήμερα, ουδείς ελέγχει το σύνολο του εδάφους της Συρίας. Το Ισλαμικό Κράτος κατέχει σημαντικά εδάφη στην ανατολική Συρία, ενώ το υπόλοιπο της επικράτειας διαμοιράζεται ανάμεσα στην κυβέρνηση Άσαντ, σε διαιρεμένους αντικαθεστωτικούς καθώς και σε Κούρδους οι οποίοι διεκδικούν κρατική οντότητα στο βόρειο τμήμα της χώρας 104 . Η πολιτική διαίρεση μεταξύ των μονίμων μελών του Σ.Α. απέναντι στο καθεστώς Άσαντ και η προηγούμενη εμπειρία της Λιβύης παρέλυσαν τη δράση του οργάνου στο συριακό ζήτημα. Οποιαδήποτε πρόταση για ανάληψη στρατιωτικής δράσης ή της επιβολής εμπάργκο όπλων ή άλλου είδους κυρώσεων προσέκρουε στο ρωσικό και στο κινεζικό βέτο λόγω του φόβου της ρωσικής πλευράς για ενδεχόμενη ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ το οποίο αποτελεί σημαντικό περιφερειακό σύμμαχο της Μόσχας 105 . Με το Σ.Α. αδρανοποιημένο και την διεθνή κοινότητα να αδυνατεί να συγκροτήσει τη δράση της, ο συριακός εμφύλιος είχε περιέλθει σε πλήρες αδιέξοδο. Η ταχύτατη όμως προέλαση του ISIS από τα μέσα του 2014 άλλαξε ριζικά τα δεδομένα. Η κυβέρνηση του Ιράκ, βλέποντας σταδιακά τον έλεγχο στο βόρειο τμήμα της χώρας να περιέρχεται στον ISIS , αιτείται την συνδρομή της διεθνούς κοινότητας 106 και έτσι το φθινόπωρο του 2014 συγκροτείται συμμαχία κρατών κατά του Ισλαμικού Κράτους υπό την ηγεσία των Η.Π.Α ( « Global Coalition to Counter ISIL») 107 . Τον Σεπτέμβριο του 2014 έχουμε την έναρξη της επιχείρησης «Inherent Resolve» 108 με αεροπορικές επιθέσεις από τις Η.Π.Α και τους συμμάχους τους (Κατάρ, Μπαχρέιν, Σαουδική Αραβία, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Ιορδανία) στο συριακό έδαφος που βρίσκεται υπό τον έλεγχο του Ισλαμικού Κράτους 109 , ενώ από τον Απρίλιο του 2015 συνδράμει και η αεροπορία του Καναδά 110 . Ο αριθμός των εμπλεκομένων στη Συρία αυξάνεται από τον Σεπτέμβριο του 2015, καθώς Γαλλία 111 , Τουρκία 112 ,Αυστραλία 113 και Ρωσία 114 ξεκινούν βομβαρδισμούς κατά του ISIS στη Συρία, βρετανικά drones πλήττουν επιλεγμένους στόχους 115 ,ενώ από το Δεκέμβριο του 2015 η βρετανική αεροπορία συμμετέχει στις τακτικές αεροπορικές επιχειρήσεις. Παράλληλα, στο συριακό έδαφος δρουν πολιτοφυλακές από το Ιράν και τη λιβανέζικη Χεζμπολάχ 116 . Όπως γίνεται αντιληπτό, ο μεγάλος αριθμός των εμπλεκομένων δημιουργεί ένα χαοτικό τοπίο στον ήδη περίπλοκο συριακό εμφύλιο. Όλες οι επεμβάσεις λαμβάνουν χώρα άνευ εξουσιοδοτήσεως του Σ.Α. 117 , με α- ποτέλεσμα να ανακύπτει ανάγκη νομικής θεμελίωσής τους. Σημειωτέον δε πως ορισμένα από τα εμπλεκόμενα κράτη (κυρίως τα αραβικά) δεν επικαλέσθηκαν κάποια νομική βάση προκειμένου να δικαιολογήσουν την επέμβασή του. Σε κάθε περίπτωση ωστόσο, αν επιχειρήσουμε ένα διαχωρισμό ανάλογα με την προβαλλόμενη κάθε φορά νομική βάση, παρατηρούμε πως σχηματίζονται δύο κατηγορίες: η πρώτη αποτελείται από τη Ρωσία και το Ιράν που επικαλούνται την πρόσκληση της συριακής κυβέρνησης (Α), ενώ η δεύτερη κατηγορία αποτελείται απ' όλα τα υπόλοιπα κράτη τα οποία επικαλούνται το δικαίωμα της ατομικής και συλλογικής νόμιμης άμυνας (Β).
κ
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Χρήση βίας εναντίον μη κρατικού δρώντος στο έδαφος τρίτου κράτους. Η περίπτωση της Συρίας
88,586
row_88586
paper_10005
0
0
A) Επέμβαση κατόπιν συναίνεσης (Ρωσία και Ιράν)
0.39-0.40
Όπως προαναφέραμε η επέμβαση της Ρωσίας και του Ιράν στη Συρία βασίζεται στην πρόσκληση της κυβέρνησης του Μπασάρ Αλ -Άσαντ. Το Ιράν, για μεγάλο χρονικό διάστημα και για λόγους εσωτερικής πολιτικής, επισήμως αρνούνταν την ύπαρξη δικών του δυνάμεων στο συριακό έδαφος και, κατά συνέπεια, δεν ενημέρωσε ποτέ το Συμβούλιο Ασφαλείας επικαλούμενο νομική βάση για την επέμβασή του. Ωστόσο, σταδιακώς και εξαιτίας των αυξανόμενων ανθρώπινων απωλειών 118 , η ιρανική κυβέρνηση άρχισε να παραδέχεται την ύπαρξη «στρατιωτικών συμβούλων» στο έδαφος της Συρίας 119 . Αντιθέτως, η Ρωσία ουδέποτε προσπάθησε να αποκρύψει την ενεργό ανάμειξή της στο συριακό εμφύλιο. Ήδη από την πρώτη στιγμή των επιχειρήσεων, η ρωσική πλευρά επικαλέσθηκε σε επιστολή της προς το Σ.Α την πρόσκληση της συριακής κυβέρνησης προκειμένου να δικαιολογήσει τη δράση της 120 . Το κείμενο της επιστολής έχει ως εξής: μα δεν εξουσιοδοτεί ούτε αποφασίζει τη λήψη των μέτρων αλλά ζητά από, καλεί ( «calls upon ») τα κράτη μέλη να λάβουν μέτρα τα οποία πρέπει να είναι σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο και το Χάρτη των Η.Ε (« in compliance with international law in particular with the United Nations Charter »).Επομένως το ψήφισμα 2249/2015 χωρίς να προσφέρει το ίδιο νομική βάση για τη χρήση βίας, αφήνει ανοιχτό το ζήτημα της νομιμότητας των μονομερών επεμβάσεως οι οποίες εξακολουθούν και μετά την έκδοσή του να έχουν εξωθεσμικό χαρακτήρα. Βλ. και AKANDE Dapo, MILANOVIC Marko, «The Constructive Ambiguity of the Security Council's ISIS resolution», EJIL: Talk! , 21/11/2015. « in response to a request from the [Syrian President] to provide military assistance in combating the terrorist group Islamic State in Iraq and the Levant (ISIL) and other terrorist groups operating in Sy ria, the Russian Federation began launching air and missile strikes against the assets of terrorist fo rmations in the territory of the Syrian Arab Republic on 30 September 2015 .» Ως προς το ζήτημα της συναίνεσης της συριακής κυβέρνησης θα πρέπει να εξετάσουμε τα εξής ζητήματα: i )τη νομιμοποίηση του καθεστώτος Άσαντ να ζητήσει την έξωθεν επέμβαση, ii ) τη νομιμότητα της επέμβασης στο συριακό εμφύλιο υπό το πρίσμα της αρχής της εσωτερικής αυτοδιάθεσης, και τέλος iii ) εάν η επί μακρόν σιωπή της συριακής κυβέρνησης ως προς τη δράση των ΗΠΑ και των συμμάχων τους δύναται να λογισθεί εξίσου ως μια «σιωπηρή» συναίνεση ( «passive consent »).
κ
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Χρήση βίας εναντίον μη κρατικού δρώντος στο έδαφος τρίτου κράτους. Η περίπτωση της Συρίας
88,587
row_88587
paper_10005
0
0
i ) Το ζήτημα της νομιμοποίησης του καθεστώτος Άσαντ να συναινέσει στην επέμβαση τρίτων κρατών
0.40-0.43
Ήδη από τα πρώτα χρόνια του εμφυλίου στη Συρία τέθηκε υπό αμφισβήτηση η ιδιότητα του καθεστώτος Άσαντ ως νόμιμης κυβέρνησης της Συρίας καθώς και η νομιμοποίησή του να αντιπροσωπεύει το κράτος διεθνώς. Παράλληλα, η ενωμένη συριακή αντιπολίτευση ( « National Coalition for Syrian Revolutionary and Opposition Forces»), η οποία σχηματίστηκε το Νοέμβριο του 2012, άρχισε να τυγχάνει αναγνώρισης από ορισμένα κράτη 121 , διεθνή fora 122 και την Ευρωπαϊκή Ένωση 123 ως η «νόμιμη εκπρόσωπος του συριακού λαού» ( «legitimate representative of the Syrian people »), ή ως η «νόμιμη εκπρόσωπος των προσδοκιών του συριακού λαού» ( «legitimate representative of the aspirations of the Syrian people »). Τίθεται λοιπόν το ερώτημα εάν αυτού του είδους οι αναγνωρίσεις έχουν κάποια επίπτωση στην ικανότητα της συριακής κυβέρνησης να εκπροσωπεί το κράτος και να αιτείται τη συνδρομή της Ρωσίας ή του Ιράν. Όπως ορθώς έχει υποστηριχθεί, η αναγνώριση της συριακής αντιπολίτευσης έχει αμιγώς πολιτικό χαρακτήρα και δεν θέτει υπό αμφισβήτηση την νομική αναγνώριση του καθεστώτος Άσαντ ως κυβέρνησης στη Συρία 124 . Πράγματι, θα πρέπει να διακρίνουμε μεταξύ πολιτικής και νομικής πράξης της αναγνωρίσεως 125 . Η νομική αναγνώριση μιας κυβέρνησης εδράζεται στο κριτήριο του αποτελεσματικού ελέγχου του εδάφους στο σύνολο ή σε τμήμα της επικράτειας 126 . Μια κυβέρνηση ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο όταν εξουσιάζει τον κρατικό μηχανισμό, κάτι το οποίο συνήθως συμβαίνει όταν ελέγχει την πρωτεύουσα του κράτους 127 . Η πολιτική αποδοκιμασία της κυβέρνησης, μέσω της διακοπής των διπλωματικών σχέσεων ή εν προκειμένω μέσω της πολιτικής αναγνώρισης μιας αντιπολιτευόμενης ομάδας στο εσωτερικό του κράτους, δεν επηρεάζει τη διεθνή θέση της πρώτης και την ικανότητά της να δεσμεύει το κράτος διεθνώς 128 . Η αναγνώριση μιας οργάνωσης ως «νόμιμου εκπροσώπου» του «λαού» ή «των προσδοκιών του λαού» δεν συνεπάγεται νομικώς αναγνώρισή της ως κυβέρνηση του κράτους. Όπως σωστά έχει επισημανθεί, νομικές συνέπειες δύναται να έχει μια τέτοια δήλωση σε περιπτώσεις άσκησης του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης, όπου ένας λαός βρίσκεται υπό αποικιακό καθεστώς ή η υπό ξενική κατοχή, όπως για παράδειγμα η οργάνωση PLO στην περίπτωση της Παλαιστίνης 129 . Σ' αυτές τις περιπτώσεις το Δίκαιο αναγνωρίζει κάποια νομική προσωπικότητα στην οργάνωση ως εκπρόσωπο του λαού που ασκεί το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση 130 . Ωστόσο, όπως προαναφέραμε, πέραν του πεδίου εφαρμογής της αρχής της αυτοδιάθεσης, ο «λαός» δεν έχει αυτοτελή νομική προσωπικότητα, διάφορη του κράτους του οποίου αποτελεί συστατικό στοιχείο, άρα νομικώς δεν δύναται να έχει και εκπρόσωπο. Επομένως, η όποια αναγνώριση μιας ορ- γάνωσης ως εκπροσώπου του λαού σε περιπτώσεις όπου δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής της αρχής της αυτοδιάθεσης, αποτελεί ουσιαστικά πολιτική αναγνώριση 131 η οποία επιτρέπει ένα δίαυλο επικοινωνίας με όσα κράτη την αναγνωρίζουν, ενισχύοντας έτσι τη διεθνή εικόνα της. Η πολιτική ωστόσο αποδοκιμασία μέσω της «αναγνώρισης» μιας αντιπολιτευόμενης ομάδας δεν μεταβάλλει τη νομική θέση της υπάρχουσας κυβέρνησης 132 . Στην περίπτωση της Συρίας και υπό το πρίσμα του Διεθνούς Δικαίου δεν υφίσταται αποικιακό καθεστώς ή ξενική κατοχή, επομένως δεν τίθεται ζήτημα θεώρησης του συριακού λαού ως φορέα του δικαιώματος της αρχής της αυτοδιάθεσης 133 . Συνεπώς, η αναγνώριση της αντιπολίτευσης ως νόμιμου εκπροσώπου του λαού δεν έχει νομικές συνέπειες, με την κυβέρνηση Άσαντ να αποτελεί τη νόμιμη εκπρόσωπο του κράτους. Η τελευταία μολονότι δεν ασκεί έλεγχο στο σύνολο της χώρας, ελέγχει την πρωτεύουσα καθώς και άλλα σημαντικά τμήματα της επικράτειας. Στην περίπτωση της επέμβασης της Γαλλίας στο Μάλι το 2013, μολονότι το καθεστώς της κυβέρνησης Traoré είχε απολέσει τον έλεγχο στο ήμισυ του εδάφους της χώρας, εξακολουθούσε να θεωρείται η νόμιμη κυβέρνηση της χώρας, χωρίς να αμφισβητείται η νομιμοποίησή του να αιτηθεί τη γαλλική συνδρομή 134 . Η θέση της κυβέρνησης Άσαντ ως νομίμου εκπροσώπου της Συρίας αποδεικνύεται και από το γεγονός πως εξακολουθεί να διατηρεί τη μόνιμη αντιπροσωπεία της στα Η.Ε, ενώ ήταν αυτή η οποία εκλήθη να προσχωρήσει στη Σύμβαση για τα χημικά όπλα το 2013 μετά τις κατηγορίες για χρήση τους από τις κυβερνητικές δυνάμεις τον Αύγουστο του 2013 135 . Καταλήγουμε λοιπόν πως η αναγνώριση της συριακής αντιπολίτευσης έχει αμιγώς πολιτική διάσταση 136 και δεν επηρεάζει την ικανότητα της κυβέρνησης Άσαντ να εκπροσωπεί το κράτος στις διεθνείς του σχέσεις 137 .
κ
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Χρήση βίας εναντίον μη κρατικού δρώντος στο έδαφος τρίτου κράτους. Η περίπτωση της Συρίας
88,588
row_88588
paper_10005
0
1
ii ) Η νομιμότητα της έξωθεν επέμβασης στον εμφύλιο πόλεμο
0.43-0.48
Όπως παρατηρήσαμε στο πρώτο μέρος, η αρχή της αυτοδιάθεσης θέτει ορισμένα όρια στο επιτρεπτό της επέμβασης ενός τρίτου κράτους σ' έναν εμφύλιο πόλεμο κατόπιν πρόσκλησης της κυβέρνησης. Πιο συγκεκριμένα, στο μέτρο που προτάσσει την ελεύθερη διαμόρφωση του πολιτικού, οικονομικού και κοινωνικού συστήματος στο εσωτερικό του κράτους, απαγορεύει έξωθεν παρεμβάσεις οι οποίες δύνανται να διαστρεβλώσουν την διαδικασία αυτή. Με άλλα λόγια, η αρχή αυτή δημιουργεί ένα προστατευτικό κάλυμμα ( «rideau de fer juridique» 138 ) γύρω από το κράτος, με αποτέλεσμα οι όποιες εσωτερικές αντιπαραθέσεις να ρυθμίζονται αποκλειστικά στο εσωτερικό του σύμφωνα με τους εκάστοτε συσχετισμούς δυνάμεων. Επίσης παρατηρήσαμε πως τα τρίτα κράτη τα οποία επεμβαίνουν σε μια εμφύλια διαμάχη, τείνουν να επικαλούνται συγκεκριμένους λόγους (π.χ. καταπολέμηση τρομοκρατίας) προκειμένου να δικαιολογήσουν την ενέργειά τους, ενώ αποφεύγουν να χαρακτηρίσουν την δράση τους ως υποστηρικτική της κυβέρνησης και εις βάρος των αντιφρονούντων ομάδων. Απομένει να εξακριβώσουμε εάν τα ανωτέρω επαληθεύονται στην περίπτωση του συριακού εμφυλίου. Στην επιστολή της προς το Σ.Α, η ρωσική πλευρά υποστήριξε πως η επέμβασή της στρέφεται κατά της «τρομοκρατικής οργάνωσης Ισλαμικό Κράτος» και των «λοιπών τρομοκρατικών οργανώσεων» που δραστηριοποιούνται στο έδαφος της Συρίας. Από την διατύπωση αυτή φαίνεται κατ' αρχάς να επιβεβαιώνονται όσα αναπτύξαμε στο πρώτο μέρος αναφορικά με το επιτρεπτό της επέμβασης σ' έναν εμφύλιο πόλεμο. Η Ρωσία πρ οβάλλει το επιχείρημα της ανάγκης καταστολής της δράσης των τρομοκρατικών οργανώσεων και όχι την υποστήριξη του καθεστώτος Άσαντ α- 138 CHRISTAKIS, MOLLARD -BANNELIER, op. cit. supra αρ. 15, σελ. 119. πέναντι στις αντιπολιτευόμενες δυνάμεις. Το πρόβλημα ωστόσο είναι η ασάφεια του όρου «λοιπές τρομοκρατικές οργανώσεις» («other terrorist groups ») πέραν του ISIS . Είναι δε γνωστό ότι δεν υπάρχει αντικειμενικός ορισμός της τρομοκρατίας, ούτε κάποιος επίσημος διεθνής μηχανισμός «καταχώρησης» των τρομοκρατικών οργανώσεων. Στην περίπτωση της Συρίας το Σ.Α με μια σειρά ψηφισμάτων 139 έχει κατονομάσει ορισμένες τρομοκρατικές οργανώσεις, ωστόσο το ζήτημα παραμένει ανοιχτό καθώς φαίνεται ότι η διεθνής κοινότητα αδυνατεί να καταλήξει σε μια κοινή θέση αναφορικά με τον ακριβή αριθμό και την ταυτότητα αυτών στη Συρία 140 . Η όλη συλλογιστική προφανώς θα στερείτο νοήματος εάν ο συγκεκριμένος όρος ερμηνευόταν κατά βούληση έτσι ώστε να περιλαμβάνει οιονδήποτε αντιμάχεται την κυβέρνηση Άσαντ. Είναι δε γεγονός πως η τελευταία φαίνεται να υιοθετεί μια ιδιαιτέρως διευρυμένη αντίληψη του τι αποτελεί «τρομοκρατική οργάνωση» στο έδαφός της, χαρακτηρίζοντας με αυτόν τον όρο σχεδόν όλους όσους την αντιμάχονται, συμπεριλαμβανομένου και του Ελεύθερου Συριακού Στρατού 141 . Παράλληλα, ήδη από τις πρώτες ημέρες της ρωσικής επέμβασης, υπήρξαν αντιδράσεις στη διεθνή κοινότητα αναφορικά με τους απώτερους σκοπούς και επιδιώξεις της Ρωσίας. Πιο συγκεκριμένα, υπήρξαν επιφυλάξεις ότι η ρωσική ανάμειξη επιδιώκει να ενισχύσει τη θέση του καθεστώτος Άσαντ εις βάρος της συριακής αντιπολίτευσης 142 . Επίσης τόσο σε επίπεδο Ε.Ε 143 , Η.Ε 144 όσο και μεμονωμένων κρατών 145 , διατυπώθηκαν παρόμοιας φύσεως ανησυχίες ως προς τους στόχους της ρωσικής επέμβασης και τη μη διάκριση ανάμεσα σε τρομοκρατία και μετριοπαθή αντιπολίτευση. Μια σημαντική διαπίστωση από το περιεχόμενο των ανωτέρω αντιδράσεων είναι ότι οι επικρίσεις δεν αφορούν το επιτρεπτό της επέμβασης, ούτε τον επισήμως διακηρυχθέντα στόχο, αλλά το τι συμβαίνει στην πραγματικότητα επί του συριακού εδάφους. Επομένως, η διεθνής κοινότητα αποδέχεται επί της αρχής το επιτρεπτό της ρωσικής επέμβασης, αλλά αμφισβητεί την ειλικρίνεια των επισήμως διακηρυχθεισών προθέσεων και φαίνεται πως δεν διατίθεται να δώσει μια «λευκή επιταγή» στη Ρωσία εξαιτίας της πρόσκλησης της κυβέρνησης Άσαντ 146 . Ενδιαφέρον έχει να δούμε και τη ρωσική αντίδραση στους ανωτέρω ισχυρισμούς. Η Ρωσία εμμένει στη θέση της πως η επέμβαση έχει ως αποκλειστικό στόχο την καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Προκειμένου δε να απομακρύνει τις όποιες υπόνοιες, η Ρωσία τονίζει πως ως τρομοκρατικές οργανώσεις εννοεί τις ίδιες με τα λοιπά κράτη, δηλαδή το ISIS , τα λοιπά παρακλάδια της AlQaeda και το μέτωπο AlNusra 147 . Η εν λόγω τοποθέτηση της ρωσικής κυβέρνησης είναι ιδιαιτέρως σημαντική καθώς καταδεικνύει ακριβώς την opinio juris σύμφωνα με την οποία το Διεθνές Δίκαιο δεν επιτρέπει την επέμβαση σε εμφύλιο πόλεμο εάν αυτή γίνεται προς υποστήριξη της κυβέρνησης εις βάρος της επαναστατημένης αντιπολίτευσης 148 . Ολοκληρώνοντας, θα πρέπει να τονίσουμε ακόμα μια φορά πως ακόμα και στην περίπτωση που στην πράξη η Ρωσία πράγματι στρέφεται εναντίον της μετριοπαθούς αντιπολίτευσης, αυτό δεν μεταβάλλει την πεποίθηση δικαίου πως υπάρχει κανόνας που απαγορεύει τη συμπεριφορά αυτή. Στη διεθνή πρακτική συχνά υπάρχει απόσταση ανάμεσα στα λόγια και στις πράξεις, ωστόσο όπως είχε τονίσει και το ΔΔΧ στην υπόθεση της - Νικαράγουα, όταν τα κράτη προσπαθούν να παρουσιάσουν τη συμπεριφορά τους ως συμβατή με έναν κανόνα δικαίου, η ισχύς του κανόνα επιβεβαιώνεται, ακόμα και εάν στην πραγματικότητα ο τελευταίος παραβιάζεται 149 .
κ
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Χρήση βίας εναντίον μη κρατικού δρώντος στο έδαφος τρίτου κράτους. Η περίπτωση της Συρίας
88,589
row_88589
paper_10005
0
0
iii ) Η επέμβαση της συμμαχίας των Η.Π.Α και η δυνατότητα επίκλησης «παθητικής συναίνεσης» ( «passive consent ») για το διάστημα μεταξύ Σεπτεμβρίου 2014 -Σεπτεμβρίου 2015
0.48-0.49
Σύμφωνα με όσα έχουν προηγηθεί, μόνο η Ρωσία και το Ιράν έλαβαν ρητή συναίνεση της συριακής κυβέρνησης για επέμβαση στην εμφύλια διαμάχη. ΟΙ Η.Π.Α και οι σύμμαχοί τους ξεκίνησαν τις επιχειρήσεις επί του συριακού εδάφους το Σεπτέμβριο του 2014, όπως δε θα δούμε και στη συνέχεια, χρησιμοποίησαν εξαρχής το επιχείρημα της νόμιμης άμυνας. Ουδέποτε επικαλέστηκαν την πρόσκληση της συριακής κυβέρνησης αφού πρόκειται άλλωστε για ένα καθεστώς το οποίο αρνούνται να αναγνωρίσουν και άρα να συνεργαστούν μαζί του. Με την έναρξη των επιχειρήσεων της Συμμαχίας δεν υπήρξε κάποια επίσημη αντίδραση εκ μέρους της συριακής κυβέρνησης. Για έναν ολόκληρο χρόνο η τελευταία σιωπούσε αναφορικώς με τους βομβαρδισμούς που ελάμβαναν χώρα στο έδαφος, σύμφωνα δε με δηλώσεις μελών της κυβέρνησης σε διεθνή μέσα ενημέρωσης «οι αεροπορικές επιδρομές της διεθνούς συμμαχίας εναντίον του Ισλαμικού Κράτους είναι προς τη σωστή κατεύθυνση 150 ». Στις 17 Σεπτέμβριου 2015 όμως, η Συρία με επιστολή της στο Σ.Α., καταδίκασε απερίφραστα τις παρεμβάσεις οι οποίες ελάμβαναν χώρα στο έδαφος της άνευ της συναίνεσής της. Από αυτό δε το σημείο κι έπειτα είναι σαφές πως δεν μπορεί να γίνει λόγος για οιαδήποτε συναίνεση της Συρίας 151 . Παρά ταύτα έχει ενδιαφέρον να εξετάσουμε εάν, για το διάστημα μεταξύ Σεπτεμβρίου 2014 και Σεπτεμβρίου 2015, οι επεμβάσεις της «Διεθνούς Συμμαχίας κατά του ISIS », καλύπτονται από την παθητική συναίνεση της συριακής κυβέρνησης. Είναι γνωστή η σημασία που αποδίδει το Διεθνές Δίκαιο στην αντίδραση των κρατών απέναντι στη συμπεριφορά άλλων κρατών όταν η τελευταία επηρεάζει δικαιώματα και έννομα συμφέροντά τους. Η σιωπή και η αδράνεια ερμηνεύονται συχνά ως συγκατάθεση ( « acquiescence») στην ενέργεια του άλλου κράτους 152 . Το ΔΔΧ στην υπόθεση των στρατιωτικών δραστηριοτήτων στο έδαφος του Κονγκό συμπέρανε πως η συγκατάθεση του τελευταίου στην παρουσία στρατιωτικών δυνάμεων της Ουγκάντα στο έδαφός του, τεκμαιρόταν από την σιωπή και την απουσία εναντίωσης από την πλευρά του 153 . Το Ινστιτούτο Διεθνούς Δικαίου, με ψήφισμα που εξέδωσε το 2011 αναφορικά με το ζήτημα της επέμβασης κατόπιν πρόσκλησης, δεν έθεσε ως όρο τη ρητή ( «express ») έκφραση της βούλησης από την πλευρά του συναινούντος κράτους 154 . Επομένως, προκύπτει πως η συγκατάθεση στη δράση ξένων στρατευμάτων μπορεί να είναι και σιωπηρή, κάτι το οποίο συμβαδίζει άλλωστε και με την έλλειψη φορμαλισμού η οποία διακρίνει γενικότερα το Διεθνές Δίκαιο. Κατά συνέπεια, θα μπορούσε να υποστηριχθεί πως για το χρονικό διάστημα μεταξύ Σεπτεμβρίου 2014 και Σεπτεμβρίου 2015, οι αεροπορικές επιδρομές των Η.Π.Α. και των συμμάχων τους καλύπτονται από την σιωπηρή συναίνεση της Συρίας 155 .
κ
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Χρήση βίας εναντίον μη κρατικού δρώντος στο έδαφος τρίτου κράτους. Η περίπτωση της Συρίας
88,590
row_88590
paper_10005
0
0
Β) Νόμιμη άμυνα
0.49-0.50
Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, ορισμένα από τα συμμετέχοντα στην επιχείρηση «Inherent Resolve» κράτη επικαλέσθηκαν σε επιστολές τις οποίες απέστειλαν στο Σ.Α το δικαίωμα της νόμιμης άμυνας εναντίον του Ισλαμικού Κράτους. Στις εν λόγω επιστολές παρατηρούμε πως ενώ όλα τα κράτη επικαλούνται τη συλλογική υπέρ του Ιράκ άμυνα, ορισμένα όπως οι Η.Π.Α, η Τουρκία, ο Καναδάς, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία, αναφέρονται παράλληλα στην ατομική νόμιμη άμυνα. Σύμφωνα και με τη μέθοδο που αναπτύξαμε στο πρώτο μέρος θα πρέπει αρχικά να εξετάσουμε την πλήρωση των καθ' ύλη προϋποθέσεων για την άσκηση νόμιμης άμυνας ( i ). Στη συνέχεια θα εστιάσουμε στο κριτήριο που επικαλούνται τα κράτη αυτά προκειμένου να δικαιολογήσουν τη δράση τους στο έδαφος της Συρίας ( ii ), ενώ θα ολοκληρώσουμε το δεύτερο μέρος εξετάζοντας εάν το προηγούμενο της Συρίας μπορεί να αποτελέσει την αφορμή για την διαμόρφωση ενός νέου κανόνα δικαίου ο οποίος θα αποδέχεται την θεωρία του απρόθυμου/μη ικανού κράτους ως νομική βάση εξωθεσμικών επεμβάσεων ( iii ).
κ
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Χρήση βίας εναντίον μη κρατικού δρώντος στο έδαφος τρίτου κράτους. Η περίπτωση της Συρίας
88,591
row_88591
paper_10005
0
0
i ) Νόμιμη άμυνα: ατομική και συλλογική. Οι προϋποθέσεις.
0.50-0.53
Η επίκληση της ατομικής νόμιμης άμυνας θέτει προφανώς τις περισσότερες δυσχέρειες στην εκτίμηση της βασιμότητάς της. Πρώτον, τα κράτη τα οποία την επικαλούνται θα πρέπει να αποδείξουν πως είναι θύματα επιθετικής πράξης από την πλευρά του Ισλαμικού Κράτους, τέτοιας έντασης και κλίμακας η οποία να ανταποκρίνεται στον ορισμό της ένοπλης επίθεσης όπως δείξαμε στο πρώτο μέρος. Δεύτερον, εάν δεν πρόκειται για επίθεση η οποία δεν βρίσκεται σε εξέλιξη, τότε θα πρέπει να στοιχειοθετείται το «προφανώς επικείμενο» της όποιας σχεδιαζόμενης δράσης. Σίγουρα η όλη συζήτηση εντάσσεται πλέον σ' ένα πλαίσιο αξιολόγησης πραγματικών περιστατικών, η οποία προφανώς δεν είναι εφικτό να πραγματοποιηθεί στην παρούσα εργασία. Σε κάθε περίπτωση ωστόσο, θεωρούμε πως είναι δύσκολο να ενταχθεί η δράση του ISIS , όσον αφορά τα κράτη αυτά, στο εννοιολογικό πεδίο της επίθεσης. Κατ' αρχάς, ορισμένα από αυτά όπως οι Η.Π.Α., ο Καναδάς και το Η.Β. δεν έχουν αποτελέσει στόχο τρομοκρατικών επιθέσεων από την πλευρά του Ισλαμικού Κράτους 156 . Είναι δε χαρακτηριστικό πως οι Η.Π.Α και ο Καναδάς αναφέρονται στο Ισλαμικό Κράτος ως μια « απειλή» ( « a threat to […] the United States», «ISIL continues to pose a threat [….] but also to Canada and Canadians »), ενώ το Η.Β επικαλείται το δικαίωμα της νόμιμης άμυνας προκειμένου να δικαιολογήσει τη χρήση βίας για την εξουδετέρωση ενός στόχου ο οποίος σχεδίαζε «επικείμενες επιθέσεις» εναντίον του («[…] carried out a precision air strike against an ISIL vehicle in which a target known to be actively engaged in pla nning and directing imminent armed attacks against the UK was travelling »). Αυτή η φρασεολογία παραπέμπει στη λογική της προληπτικής άμυνας και του προληπτικού χτυπήματος αντίστοιχα, η οποία όπως διαπιστώσαμε δεν γίνεται εύκολα αποδεκτή στο Διεθνές Δίκαιο. Όσον αφορά περιπτώσεις κρατών τα οποία έχουν υπάρξει θύματα τρομοκρατικών ενεργειών, όπως η Γαλλία και η Τουρκία, ακόμα κι αν δεχθούμε το χαρακτηρισμό «επίθεση» για τις ενέργειες αυτές, εξακολουθούν να τίθενται ερωτήματα αναφορικά με την αναγκαιότητα της αμυντικής δράσης. Πράγματι, οι «επιθέσεις» στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι σε εξέλιξη, ενώ η επίκληση οποιασδήποτε μελλοντικής απειλής θα πρέπει και σε αυτήν την περίπτωση να αφορά άμεσα επικείμενες επιθέσεις 157 . Η Γαλλία στην επιστολή της αναφέρει γενικώς πως το Ισλαμικό Κράτος αποτελεί μια «ευθεία» και «έκτακτη» («extraordinary») απειλή για την ασφάλειά της, ενώ η Τουρκία αναφέρει δύο συγκεκριμένα περιστατικά που έλαβαν χώρα στο έδαφός της τον Ιούλιο του 2015 (το ένα αφορά την τρομοκρατική επίθεση στο Suru ç και το άλλο ένα διασυνοριακό επεισόδιο) καθώς και τον βέβαιο κίνδυνο επανάληψής τους στο μέλλον. Είναι ωστόσο ενδιαφέρον πως το Βέλγιο, θύμα εξίσου τρομοκρατικών ενεργειών το Μάρτιο του 2016 και σύμφωνα με τα λεγόμενα στόχος για μελλοντικές επιθέσεις, στην επιστολή του προς το Σ.Α δεν επικαλείται αντίστοιχο δικαίωμα ατομικής άμυνας, παρά μόνον συλλογικής. Πέραν των ανωτέρω, είναι εύλογο να αναρωτηθεί κανείς εάν η χρήση βίας στο έδαφος της Συρίας είναι αναγκαία και απολύτως απαραίτητη για την απόκρουση ή αποτροπή «επιθέσεων» εις βάρος της Δύσης, όταν αυτές οργανώνονται από τρομοκρατικά δίκτυα και θύλακες που είναι εγκατεστημένοι και δραστηριοποιούνται κυρίως σε ευρωπαϊκό έδαφος. Είναι πράγματι δύσκολο να στοιχειοθετηθεί η «αναγκαιότητα» της αμυντικής δράσης εναντίον του ISIS στο συριακό έδαφος από κράτη τα οποία δεν βρίσκονται σε γεωγραφική εγγύτητα με αυτό 158 . Πράγματι, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως, εν προκειμένω, όσο μεγαλύτερη η απόσταση, τόσο λιγότερο προφανής θα είναι η ανάγκη χρήση βίας στο έδαφος του τρίτου κράτους, καθώς ο κίνδυνος εντοπίζεται περισσότερο «εντός των τειχών» παρά οπουδήποτε αλλού. Η αντιμετώπιση της τρομοκρατίας στην Ευρώπη αλλά και στις Η.Π.Α. φαίνεται να αντιμετωπίζεται αποτελεσματικότερα μέσω της συντονισμένης δράσης και συνεργασίας μεταξύ των αστυνομικών και αντιτρομοκρατικών υπηρεσιών κάθε κράτους, παρά μέσω βομβαρδισμών στο έδαφος ενός τρίτου κράτους το οποίο βρίσκεται χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά. Όπως δε εκτιμάται και από μελετητές του φαινομένου, ο τρομοκρατικός κίνδυνος θα εξακολουθεί να υφίσταται στον δυτικό κόσμο ακόμα και εάν εξουδετερωθεί πλήρως το Ισλαμικό Κράτος στα εδάφη που κατέχει 159 , κάτι το οποίο εν- δεχομένως να σημαίνει πως η χρήση βίας δεν είναι απολύτως αναγκαία για την απόκρουση της « επίθεσης». Επομένως το επιχείρημα της ατομικής νόμιμης άμυνας είναι ιδιαίτερα προβληματικό και η επίκλησή του καταχρηστική 160 . Αντιθέτως, η επίκληση της συλλογικής, υπέρ του Ιράκ, νόμιμης άμυνας, φαίνεται να πληροί ευχερέστερα τις καθ' ύλη προϋποθέσεις της νόμιμης άμυνας. Πράγματι, αποτελεί γεγονός πως η δράση του ISIS στο Ιράκ και στη Συρία παρουσιάζει χαρακτηριστικά συμβατικής στρατιωτικής δράσης τα οποία εμπίπτουν στον ορισμό της επίθεσης σύμφωνα με το ψήφισμα 3314/1974. Η κατοχή εδάφους και η χρήση όπλων εναντίον των ενόπλων δυνάμεων του Ιράκ εντάσσονται στις διάφορες μορφές που μπορεί να λάβει η επιθετική πράξη. Παράλληλα η επίθεση έχει διαρκή χαρακτήρα, καθώς η κατάληψη εδαφών στο βόρειο Ιράκ είναι μόνιμη, ενώ οι επιδρομές σ' άλλα σημεία της επικράτειας βρίσκονται σε διαρκή εξέλιξη. Επομένως, όσον αφορά το Ιράκ, η δράση του μη κρατικού δρώντος παρουσιάζει τέτοια ένταση και κλίμακα ώστε να επιτρέπει το χαρακτηρισμό της ως επίθεση. Προτού συνεχίσουμε με το ζήτημα του καταλογισμού, μια τελευταία παρατήρηση είναι αναγκαία αναφορικά με τις προϋποθέσεις άσκησης νόμιμης άμυνας. Όπως είδαμε και στο πρώτο μέρος, η νόμιμη άμυνα οφείλει να σέβεται την αρχή της αναλογικότητας. Συνεπώς, κάθε φορά που η αμυντική δράση υπερβαίνει το αναγκαίο για την καταστολή του Ισλαμικού Κράτους μέτρο, προκαλώντας παράπλευρες απώλειες, η τήρηση της αρχής αυτή θα τίθεται υπό αμφιβολία. Σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη 161 , ο πόλεμος στη Συρία εμπίπτει στον ορισμό της διεθνούς ένοπλης σύρραξης με αποτέλεσμα να εφαρμόζεται το προστατευτικό πλαίσιο του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου ως jus in bello αναφορικά με τον άμαχο πληθυσμό κ.ο.κ. Παραμένοντας στο πλαίσιο του jus ad bellum και την άσκηση νόμιμης άμυνας, βομβαρδισμοί οι οποίοι δεν περιορίζονται στην εξάλειψη της πηγής της επίθεσης αλλά επιφέρουν υλικές καταστροφές και απώλειες αμάχου πληθυσμού που δεν σχετίζεται με το Ισλαμικό Κρά- τος 162 , ενδέχεται να παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας και να καθιστούν την αμυντική δράση αποδοκιμαστέα.
κ
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Χρήση βίας εναντίον μη κρατικού δρώντος στο έδαφος τρίτου κράτους. Η περίπτωση της Συρίας
88,592
row_88592
paper_10005
0
0
ii ) Η επίκληση της θεωρίας του « unwilling/unable State » ως νομικής βάσης της επέμβασης στο συριακό έδαφος
0.53-0.55
Η ανάγκη δικαιολόγησης της επέμβασης στο συριακό έδαφος, χωρίς την συγκατάθεση της νόμιμης κυβέρνησης, ώθησε τα διάφορα κράτη να ανεύρουν το συνδετικό στοιχείο το οποίο συνδέει τη δράση του Ισλαμικού Κράτους με την Συρία. Σύμφωνα με όσα αναπτύξαμε στο πρώτο μέρος, η χρήση βίας ως νόμιμη άμυνα στο έδαφος τρίτου κράτους εναντίον μη κρατικού δρώντος προϋποθέτει τον καταλογισμό της επιθετικής πράξης του τελευταίου στο πρώτο. Όπως δε συμπεράναμε ύστερα από τη μελέτη της νομολογίας του ΔΔΧ, σε περίπτωση επιθετικής πράξης μη κρατικού δρώντος, κριτήριο καταλογισμού είναι η «αποστολή» του από το κράτος ή η «ουσιώδης ανάμειξη» του τελευταίου στην ενέργεια του πρώτου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 3( g ) του ψηφίσματος 3314/1974 περί του ορισμού της επίθεσης. Στη συνέχεια παρουσιάσαμε διάφορες προσεγγίσεις de lege ferenda οι οποίες τείνουν να χαλαρώσουν τον απαιτούμενο δεσμό ανάμεσα στο κράτος και τον μη κρατικό δρώντα, όπως το κριτήριο της συνδρομής (« aid and abetting ») ή η πιο ακραία θεωρία του μη ικανού/μη πρόθυμου κράτους (« unable/unwilling »). Είναι εμφανές ότι στην εξεταζόμενη εδώ περίπτωση η δράση του ISIS δεν μπορεί να καταλογισθεί στο συριακό κράτος προκειμένου να δικαιολογηθεί η χρήση βίας στο έδαφος του τελευταίου. Από το 2014 οι ένοπλες δυνάμεις της Συρίας αντιμάχονται το Ισλαμικό Κράτος με κάθε δυνατό μέσο, η ίδια δε η κυβέρνηση έχει προσκαλέσει μάλιστα κι άλλα κράτη να τη συνδράμουν στην προσπάθεια αυτή 163 . Επομένως, δεν δύναται να υποστηριχθεί ότι η Συρία κατευθύνει ή ελέγχει τη δράση του Ισλαμικού Κράτους ή ότι έχει «ουσιώδη ανάμειξη» στις επιθέσεις του. Επιπλέον, ουδείς έχει ισχυριστεί μέχρι στιγμής πως το συριακό κράτος συνδράμει ή ενισχύει καθ' οιονδήποτε τρόπο την τρομοκρατική αυτή οργάνωση προκειμένου να θεωρηθεί αντίστοιχο παράδειγμα της σχέσης μεταξύ της κυ- βέρνησης των Taliban και της AlQaeda. Η Συρία λογίζεται μάλλον ως θύμα του Ι SIS , παρά ως συνεργός του. Κατά συνέπεια, η μόνη διέξοδος ήταν η επίκληση της αδυναμίας του συριακού κράτους να καταστείλει τη δράση του ISIS στο έδαφός του, ως έναυσμα για μονομερείς επεμβάσεις κατ' εφαρμογή του δικαιώματος της νόμιμης άμυνας. Από τις διάφορες επιστολές οι οποίες εστάλησαν στο Σ.Α., ορισμένα κράτη, όπως οι Η.Π.Α 164 , ο Καναδάς 165 , η Αυστραλία 166 και η Τουρκία 167 , έκαναν ρητή αναφορά στην θεωρία του «unwilling/unable State », άλλα, όπως το Βέλγιο 168 και η Γερμανία 169 , χωρίς να το κατονομάζουν ρητά, επικαλούνται την μη άσκηση αποτελεσματικού ελέγχου σε τμήμα του εδάφους από το συριακό κράτος ( « ISIL has occupied a certain part of Syrian territ ory over which the Government of the Syrian Arab Republic does not, at this time, e xercise effective control »), ενώ άλλα, όπως η Γαλλία 170 , το Η.Β 171 . και η Νορβηγία 172 , δεν το αναφέρουν καθόλου. Στο πρώτο μέρος της εργασίας εξετάσαμε τις αδυναμίες της συγκεκριμένης θεωρίας, επομένως δεν είναι αναγκαίο να επανέλθουμε στο συγκεκριμένο ζήτημα. Αυτό που έχει ενδιαφέρον ωστόσο είναι να εξετάσουμε αν οι επιστολές αυτές καθώς και η συνακόλουθη αντίδραση των λοιπών κρατών μπορούν να στοιχειοθετήσουν τη διαμόρφωση μιας νέας opinio juris, η σταδιακή επικράτηση της οποίας θα μεταβάλει την ισχύουσα δικαιική προσέγγιση του ζητήματος.
κ
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Χρήση βίας εναντίον μη κρατικού δρώντος στο έδαφος τρίτου κράτους. Η περίπτωση της Συρίας
88,593
row_88593
paper_10005
0
0
iii ) Προς ένα νέο κανόνα διεθνούς δικαίου στο ζήτημα του καταλογισμού;
0.55-0.56
Μια πρώτη παρατήρηση είναι πως από το σύνολο των κρατών τα οποία επικαλέσθηκαν το δικαίωμα της νόμιμης άμυνας, μόνο ορισμένα επικαλέσθηκαν ρητά το επιχείρημα του «απρόθυμου/ανίκανου» κράτους προκειμένου να δικαιολογήσουν τη χρήση βίας στο έδαφος της Συρίας. Πιο συγκεκριμένα, οι Η.Π.Α, ο Καναδάς, η Αυστραλία και η Τουρκία χρησιμοποίησαν ρητά το συγκεκριμένο όρο (« unwilling or unable »), ενώ η Γερμανία και το Βέλγιο αναφέρουν μόνο την αδυναμία άσκησης αποτελεσματικού ελέγχου στο έδαφος από τη συριακή κυβέρνηση, δηλαδή δέχονται μόνο την ιδιότητα του «ανίκανου» ( «unable »). Το Βέλγιο μάλιστα φαίνεται να αντιμετωπίζει την περίπτωση της Συρίας ως « εξαιρετική» (« in light of this exceptional situation »), δηλαδή μια απόκλιση από την κανονικότητα, κάτι που ενδεχομένως να καταδεικνύει πως δεν είναι έτοιμο να αποδεχθεί μια γενικευμένη εφαρμογή του συγκεκριμένου κανόνα 173 . Πέραν από τις όποιες διαφοροποιήσεις στην έκφραση όσων επικαλούνται το συγκεκριμένο κριτήριο, πρέπει να επισημάνουμε πως το Η.Β., η Γαλλία και η Νορβηγία δεν αναφέρονται καθόλου σ' αυτό. Αυτή η παρατήρηση είναι σημαντική, διότι καταδεικνύει πως στους κόλπους της ίδιας της συμμαχίας που επεμβαίνει στη Συρία, ισχυριζόμενη περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 51, δεν υπάρχει κοινή αντίληψη ως προς τον κ ανόνα δικαίου που επιτρέπει την επέμβασή τους στο ξένο έδαφος. Επιπλέον, τα αραβικά κράτη (π.χ. Κατάρ, Μπαχρέιν, Σαουδική Αραβία, Ιορδανία), εξίσου μέλη της συμμαχίας, δεν έχουν αποστείλει κάποια επιστολή στο Σ.Α. προκειμένου να δικαιολογήσουν την ενέργειά τους. Όπως τόνισε το ΔΔΧ στην υπόθεση της Νικαράγουα, το συγκεκριμένο ζήτημα είναι περισσότερο διαδικαστικού παρά ουσιαστικού χαρακτήρα · όμως, η μη αποστολή επιστολής προς το Σ.Α είναι ένας από τους παράγοντες που μπορεί να ληφθεί υπόψη, προκειμένου να ερμηνευθεί εάν το κράτος ήταν το ίδιο πεπεισμένο για τη βασιμότητα του ισχυρισμού του περί νόμιμης άμυνας 174 . Επιπροσθέτως, αντιδράσεις υπήρξαν από τα υπόλοιπα μέλη της δ ιεθνούς κοινότητας τα οποία τόνισαν την ανάγκη σεβασμού της εδαφικής ακεραιότητας της Συρίας. Η Ρωσία 175 , η Βενεζουέλα 176 , το Ιράν 177 , η Κίνα 178 , η Αργεντινή 179 καθώς και άλλα κράτη 180 έχουν εκφράσει κατά καιρούς την αντίθεσή τους σε οποιαδήποτε μονομερή επέμβαση η οποία θίγει την εθνική κυριαρχία και εδαφική ακεραιότητα του συριακού κράτους. Οι αρχές αυτές επιβεβαιώνονται και από τον ίδιο τον Ο.Η.Ε στην προκειμένη περίπτωση: από το Σεπτέμβριο του 2014, οπότε και ξεκίνησαν οι μονομερείς επεμβάσεις, σ' όλα τα κείμενα τα οποία αναφέρονται στη Συρία και γενικότερα στην ανάγκη αντιμετωπίσεως της τρομοκρατίας, είτε αυτά προέρχονται από το Σ.Α 181 , είτε από τη Γ.Σ 182 , γίνεται πάντοτε σαφής αναφορά στην αρχή του σεβασμού της εθνικής κυριαρχίας και εδαφικής ακεραιότητας. Μέχρι στιγμής σε κανένα κείμενο των Η.Ε δεν έχει γίνει αναφορά στο δικαίωμα νόμιμης άμυνας ή στην αδυναμία «άσκησης αποτελεσματικού ελέγχου» από τη συριακή κυβέρνηση, ως νομικής βάσης επιτρέπουσας μονομερείς επεμβάσεις. Αντιθέτως, πάντοτε υπογραμμίζεται η τήρηση της διεθνούς νομιμότητας και η ανάγκη για συνεργασία και συντονισμό των προσπαθειών μεταξύ όλων των πλευρών προκειμένου να δοθεί λύση στο αδιέξοδο 183 . Για όλους τους ανωτέρω λόγους εκτιμούμε πως παρά την επίκλησή της από ορισμένα κράτη, η θεωρία του « unwilling/unable » δεν τυγχάνει ευρείας αποδοχής προκειμένου να τίθεται ζήτημα διαμόρφωσης μια νέας opinio juris στους κόλπους της διεθνούς κοινότητας 184 . Κάτι τέτοιο άλλωστε θα οδηγούσε σε μια ριζική μεταβολή του συστήματος ασφαλείας του Χάρτη Η.Ε, στο μέτρο που θα έδινε το δικαίωμα μονομερών επεμβάσεων επί τη βάσει υποκειμενικών αξιολογήσεων αναφορικά με την « ικανότητα» ή την «προθυμία» κάθε κράτους να ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο στο έδαφός του και να καταστέλλει τη δράση ιδιωτών. Πέραν από τον προφανή κίνδυνο αυθαιρεσίας που εγκυμονεί η παγίωση μιας τέτοιας αντίληψης 185 , η αποδοχή της εν λόγω θεωρίας συνεπάγεται και αναγνώριση, έως ένα βαθμό, των μη κρατικών δρώντων εναντίον των οποίων ασκείται η νόμιμη άμυνα (π.χ. εν προκειμένω του ISIS ), ως υποκειμένων του Διεθνούς Δικαίου, κάτι το οποίο τα κράτη δεν επιθυμούν σε καμία περίπτωση 186 .
κ
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Χρήση βίας εναντίον μη κρατικού δρώντος στο έδαφος τρίτου κράτους. Η περίπτωση της Συρίας
88,594
row_88594
paper_10005
0
0
ΚΑΤΑΛΗΚΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
0.57-0.60
Ολοκληρώνοντας την εργασία καταλήγουμε στα ακόλουθα συμπεράσματα ως προς τις νομικές βάσεις οι οποίες δύνανται να στηρίξουν τη χρήση βίας από ένα κράτος εναντίον ενός μη κρατικού δρώντος στο έδαφος τρίτου κράτους. Πρώτον, η πρόσκληση της νόμιμης κυβέρνησης επιτρέπει την έξωθεν επέμβαση σε μια εμφύλια σύρραξη, με την επιφύλαξη ωστόσο του σεβασμού της αρχής της αυτοδιάθεσης. Η ικανότητα της κυβέρνησης να προβεί σε μια τέτοια ενέργεια είναι απόρροια της νομικής αναγνώρισής της ως τέτοιας · η νομική αναγνώριση μιας κυβέρνησης βασίζεται στην ικανότητά της να ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο σ' ένα σημαντικό τμήμα του εδάφους και ιδίως στην πρωτεύουσα όπου βρίσκεται συνήθως συγκεντρωμένος ο κρατικός μηχανισμός. Η πολιτική αποδοκιμασία μιας κυβέρνησης από τα άλλα κράτη δεν επιδρά στη νομική αναγνώρισή της και στην ικανότητά της να εκπροσωπεί το κράτος διεθνώς. Στην περίπτωση του συριακού εμφυλίου, η κυβέρνηση Άσαντ εξακολουθεί να αποτελεί τη νόμιμη κυβέρνηση, η παρέμβαση δε της Ρωσίας και του Ιράν κατόπιν πρόσκλησης φαίνεται να είναι σύμφωνη με το Διεθνές Δίκαιο, στο μέτρο που στρέφεται μόνο κατά των «επισήμως» αναγνωρισμένων τρομοκρατικών οργανώσεων που δραστηριοποιούνται στο συριακό έδαφος και όχι κατά της μετριοπαθούς αντιπολίτευσης. Δεύτερον, η δυνατότητα επίκλησης του δικαιώματος νόμιμης άμυνας εναντίον του μη κρατικού δρώντος προϋποθέτει αφενός την ύπαρξη επιθετικής πράξης από την πλευρά του και αφετέρου τον καταλογισμό της επιθετικής πράξης στο τρίτο κράτος. Κατά την υποστηριζόμενη εδώ θέση, ως ορθότερο κριτήριο καταλογισμού πρέπει να θεωρηθεί αυτό του άρθρου 3( g ) του ψηφίσματος 3314/1974 της Γ.Σ των Η.Ε περί ορισμού της επίθεσης: προκειμένου να καταλογιστεί η επίθεση στο τρίτο κράτος θα πρέπει να έχει προηγηθεί «αποστολή» του μη κρατικού δρώντος από το κράτος αυτό με σκοπό την εκτεταμένη χρήση βίας στο κράτος -θύμα, ή η «ουσιώδης ανάμειξή» του στην επιθετική πράξη. Στην προκειμένη περίπτωση είναι πολύ δύσκολο να γίνει δεκτός ο ισχυρισμός περί ατομικής νόμιμης άμυνας απ' όσα κράτη την επικαλούνται, καθώς δεν φαίνεται πληρούνται οι προϋποθέσεις της επίθεσης. Αντιθέτως, η επίκληση της συλλογικής, υπέρ του Ιράκ, νόμιμης άμυνας είναι περισσότερο συμβατή με την απαίτηση περί ύπαρξης επίθεσης του άρθρου 51. Ωστόσο, η αμυντική δράση στο έδαφος της Συρίας από τα μέλη της συμμαχίας των Η.Π.Α παραβιάζει το Διεθνές Δίκαιο, καθώς η Συρία δεν συσχετίζεται με οποιασδήποτε μορφής έλεγχο ή ανάμειξη στην δράση του ISIS . Υπ' αυτήν την έννοια, οι μονομερείς επεμβάσεις οι οποίες λαμβάνουν χώρα άνευ της συναινέσεως της συριακής κυβέρνησης παραβιάζουν την εδαφική ακεραιότητα και κυριαρχία του συριακού κράτους και συνεπώς κινούνται εκτός της διεθνούς νομιμότητας. Ως καταληκτική παρατήρηση επισημαίνουμε τα ακόλουθα. Είναι γεγονός σήμερα πως η δράση των μη κρατικών δρώντων θέτει νέες απειλές και προκλήσεις στην διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας. Η παρούσα εργασία είχε ως στόχο να εξετάσει τα νομικά ζητήματα τα οποία ανακύπτουν από επεμβάσεις οι οποίες γίνονται εκτός του συστήματος συλλογικής ασφάλειας των Η.Ε. Ωστόσο, από δικαιοπολιτικής απόψεως, θα πρέπει τελικά να αναρωτηθούμε πρωτίστως ποιός είναι ο περισσότερο ενδεδειγμένος τρόπος αντιμετώπισης του προβλήματος 187 . Από την μέχρι τώρα εμπειρία φαίνεται πως η διεθνής τρομοκρατία αντιμετωπίζεται αποτελεσματικότερα στο εσωτερικό των κρατών μέσω ενίσχυσης των μηχανισμών πρόληψης, καταστολής και απονομής δικαιοσύνης, παρά μέσω της χρήσεως στρατιωτικής βίας. Η διεθνής κοινότητα θα πρέπει επομένως να μεριμνήσει πρωτίστως προς την κατεύθυνση αυτή και να συνδράμει τα κράτη εκείνα των οποίων ο προβληματικός κρατικός μηχανισμός επιτρέπει τη ανάδυση τέτοιου είδους φαινομένων. Στην περίπτωση που τίθεται πλέον αδήριτη ανάγκη χρήσεως στρατιωτικής βίας για την αντιμετώπιση του φαινομένου, προτεραιότητα θα πρέπει να αποτελεί η συνεργασία και ο συντονισμός των ενεργειών με τις αρχές του τρίτου κράτους. Η συνεργασία ενόψει της επίτευξης ενός συγκεκριμένου στόχου, όπως η καταστολή της τρομοκρατίας, δεν συνεπάγεται υποχρεωτικά και πολιτική αναγνώριση / νομιμοποίηση ενός αυταρχικού καθεστώτος ή παραίτηση από την αξίωση για πολιτικές μεταρρυθμίσεις εκ μέρους των άλλων κρατών. Είναι ωστόσο αναγκαία καθώς είναι ο μόνος τρόπος αποτελεσματικής δράσης σε τέτοιες περιπτώσεις. Η περίπτωση της Συρίας είναι άκρως διδακτική ως προς αυτό: δύο χρόνια μετά την έναρξη των επεμβάσεων από στρατιωτικές δυνάμεις του βεληνεκούς των Η.Π.Α, του Καναδά, της Αυστραλίας, της Ρωσία, του Η.Β, ή της Γαλλίας, μια τρομοκρατική οργάνωση εξακολουθεί να κατέχει τμήματα του συριακού έδαφος, κάτι το οποίο είναι ομολογία αποτυχίας αν μη τι άλλο. Η κατάσταση θα ήταν ίσως διαφορετική εάν είχε προηγηθεί μια συνεννόηση και σύμπραξη μεταξύ όλων των κρατών που είχαν την πρόθεση να παρέμβουν και της συριακής κυβέρνησης. Εάν όμως δεν δύναται να υπάρξει πεδίο συνεννόησης με τις αρχές του τρίτου κράτους, τότε η όποια απόφαση θα πρέπει τελικά να λαμβάνεται αποκλειστικά από το Σ.Α των Η.Ε., όργανο το οποίο είναι επιφορτισμένο με την διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας. Από τη στιγμή που η τρομοκρατία συνιστά μια απειλή για την ειρήνη και την ασφάλεια, τότε εναπόκειται στο Σ.Α. να καθορίσει τα ενδεδειγμένα μέτρα για την απομάκρυνση της απειλής και το συντονισμό των ενεργειών. Αποσπασματικές και ασυντόνιστες ενέργειας δημιουργούν μάλλον περισσότερα προβλήματα από όσα επιδιώκουν να λύσουν. Με άλλα λόγια, θέλουμε να τονίσουμε πως και υπό το ισχύον δικαιικό πλαίσιο, κατάλληλα εργαλεία για την αντιμετώπιση των πάσης φύσεως απειλών υπάρχουν. Το πρόβλημα με την εφαρμογή τους δεν είναι νομικό, αλλά πολιτικό. Οι αρχιτέκτονες της μεταπολεμικής διεθνούς τάξης απέβλεψαν πρωτίστως σ' ένα καθεστώς συνεργασίας και συνεννόησης μεταξύ των κρατών, προκειμένου να διασφαλίσουν την ειρηνική τους συνύπαρξη. Νομικές ακροβασίες και προσπάθειες επανερμηνείας των διατάξεων του Χάρτη οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στη μονομέρεια και τον παρεμβατισμό που διέκρινε τις διεθνείς σχέσεις σε παλαιότερες εποχές. Τα διδάγματα της Ιστορίας από ανάλογες περιπτώσεις είναι γνωστά. Εναπόκειται πλέον στα μέλη της διεθνούς κοινότητας να επιλέξουν τον τρόπο με τον οποίο θα τα αξιοποιήσουν.
κ
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Χρήση βίας εναντίον μη κρατικού δρώντος στο έδαφος τρίτου κράτους. Η περίπτωση της Συρίας
88,595
row_88595
paper_10005
0
0
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
0.60-0.60
κ
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Χρήση βίας εναντίον μη κρατικού δρώντος στο έδαφος τρίτου κράτους. Η περίπτωση της Συρίας
88,596
row_88596
paper_10005
0
0
Εγχειρίδια :
0.60-0.61
ΡΟΥΚΟΥΝΑΣ Εμμανουήλ, Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο, Αθήνα, Νομική Βιβλιοθήκη, 2011, σσ. 559.
β
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Χρήση βίας εναντίον μη κρατικού δρώντος στο έδαφος τρίτου κράτους. Η περίπτωση της Συρίας
88,597
row_88597
paper_10005
0
0
Άρθρα, συμβολές σε συλλογικούς τόμους και κείμενα εργασίας
0.61-0.73
ADAMS Simon., «Failure to protect: Syria and the UN Security Council», Global Centre for the Responsibility to Protect, Occasional Paper Series, No 5, March 2015, σσ. 26. Διαθέσιμο στο http://www.globalr2p.org/ (Πρόσβαση 10/9/2016). AHMAD HAQUE Adil, «The United States is at War with Syria (according to the ICRC's New Geneva Convention Commentary», EJIL: Talk! , 8 April 2016. Διαθέσιμο στο: http://www.ejiltalk.org/. (Πρόσβαση 10/9/2016). AKANDE Dapo, MILANOVIC Marko, «The Constructive Ambiguity of the Security Council's ISIS resolution», EJIL: Talk! , 21/11/2015. Διαθέσιμο στο: http://www.ejiltalk.org/. (Πρόσβαση 10/9/2016). AKANDE Dapo, «Self -Determination and the Syrian Conflict -Recognition of Syrian Opposition as Sole Legitimate Representative of the Syrian People: What Does this Mean and What Implications Does it Have», EJIL: Talk! , 6/12/2012. Διαθέσιμο στο: http:// www .ejiltalk. org/ . (Πρόσβαση 10/9/2016). ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ Κωνσταντίνος, «Το φαινόμενο ISIS (Οργάνωση του Ισλαμικού Κράτους): Νέα πρόκληση για τα Ηνωμένα Έθνη», αδημοσίευτη εισήγηση επ' αφορμής ημερίδας για τα 70 χρόνια από την ίδρυση των Η.Ε, 9/12/2015. ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ Κωνσταντίνος, «Δίκαιο της χρήσης βίας» στο ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ Κωνσταντίνος, ΜΑΓΚΛΙΒΕΡΑΣ Κωνσταντίνος (επιμ.), Το Δίκαιο της Διεθνούς Κοινωνίας , Αθήνα, Νομική Βιβλιοθήκη, 2014, σσ. 689 -725. BANNELIER -CHRISTAKIS Karine, «Military Interventions against ISIL in Iraq, Syria and Libya, and the Legal Basis of Consent», Leiden Journal of Inte rnational Law , 29:3, 2016, σσ. 743 -775. Διαθέσιμο στο: https:// www . cambridge . org/core/journals/ . (Πρόσβαση 10/09/2016). BANNELIER Karine, CHRISTAKIS Theodore, «Under the UN Security Cou ncil's Watchful Eyes: Military Intervention by Invitation in the Malian Co nflict», Leiden Journal of International Law , 26:4, 2013, σσ. 855 -874. Διαθέσιμο στο http://papers.ssrn.com (Πρόσβαση 10/9/2016). BARALE Jean, «L'acquiescement dans la jurisprudence internationale », A nnuaire français de droit international , 11:1, 1965, σσ. 389 -427. Διαθέσιμο στο http://www.persee.fr/ (Πρόσβαση 10/9/2016). CΑNIZZARO Enzo, «Contextualizing proportionality : jus ad bellum and jus in bello in the Lebanese war», International Review of the Red Cross , 88, 864, 2006, σσ. 779 -792. Διαθέσιμο στο https://www.icrc.org (Πρόσβαση 10/9/2016). CHRISTAKIS Théodore, MOLLARD -BANNELIER Karine, « Volenti non fit i njuria ? Les effets du consentement à l'intervention militaire», Annuaire français de droit international, 50, 2004, σσ. 102 -137. Διαθέσιμο στο http://www.persee.fr/ (Πρόσβαση 10/9/2016). CORTEN Olivier, «The 'Unwilling or Unable' Test: Has it been, and Could it be, Accepted?», Leiden Journal of International Law, 29:3, 2016, σσ. 7 77799. Διαθέσιμο στο: https:// www . cambridge . org/core/journals/ . (Πρόσβαση 10/09/2016). CORTEN Olivier, «Self -Defence against terrorists: What can be learned from Recent Practice», Journal of International Law and Diplomacy, 109, 2010, σσ. 129 -152. Διαθέσιμο στο http://papers.ssrn.com (Πρόσβαση 10/9/2016). CORTEN Olivier, «A Plea Against the Abusive Invocation of Self -Defence as a Response to Terrorism», EJIL: Talk! , 14 / 0 7/ 16. Διαθέσιμο στο: http://www.ejiltalk.org/. (Πρόσβαση 10/9/2016). DAWOOD Ahmed I., «Defending Weak States Against the ''Unwilling or U nable'' Doctrine of Self -Defense », Journal of International Law and International Relations, 9, 2013, σσ. 1 -37. Διαθέσιμο στο http://papers.ssrn.com (Πρόσβαση 10/9/2016). DEEKS Ashley, «'Unwilling or Unable': Toward a Normative Framework for Extraterritorial SelfDefense», Virginia Journal of International Law , 52:3, 2012, σσ. 482 -550. Διαθέσιμο στο http://www.vjil.org/ (Πρόσβαση 10/9/2016). DUGARD John, The Secession of States and Their Recognition in the Wake of Kos ovo, Hague Academy of International Law, 2013, σσ. 297. ETEZAZIAN Sina, «Air Strikes in Syria -Questions Surrounding the Necess ity and Proportionality Requirements in the Exercise of Self -Defense», Opinio Juris, 14/10/2015. Διαθέσιμο στο http://www.opiniojuris.org/ (Πρόσβαση 10/9/2016). GΙLL Terry, «The Temporal Dimension of Self -Defence: Anticipation, Pre -emption, Prevention and Immediacy», Journal of Conflict & Security Law , 11:3, 2006, σσ. 361 -369. Διαθέσιμο στο http://dspace.library.uu.nl/ (Πρόσβαση 10/9/2016). GLENNON J. Michael, «The Fog of Law: Self -defence: Inherence and Incohe rence in Article 51 of the United Nations Charter», Harvard Journal of Law and Public Policy , 25, 2002, σσ. 539 -558. Διαθέσιμο στο http://www.thefreelibrary.com/ (Πρόσβαση 10/9/2016). GOODMAN Ryan, «Taking the Weight Off of International Law: Has Syria consented to US Airstrikes?» , Just Security , 23/12/2014. Διαθέσιμο στο https://www.justsecurity.org/18665/weight -international-lawsyria -consentedairstrikes/. (Πρόσβαση 10/9/2016). KAPLAN Fred, «The Terrorism Threat Goes Beyond ISIS», Slate , 15/07/2016. Διαθέσιμο στο http://www.slate.com/ (Πρόσβαση 10/9/2016). KELSEN Hans, «Recognition in International Law: Theoretical Observations», American Journal of International Law , 35, 1941, σσ. 605 -617. Διαθέσιμο στο www.jstor.org/ (Πρόσβαση 10/9/2016). LESPERANCE Robert J., «Canada's Military Operations against ISIS in Iraq and Syria and the Law of Armed Conflict», Canadian International Lawyer , 10:20, 2015, σσ. 51 -63. Διαθέσιμο στο http:// lmlaw . ca/ (Πρόσβαση 10/9/2016). ΛΙΑΚΟΥΡΑΣ Πέτρος, «Η Βία και η Άμυνα στο Διεθνές Δίκαιο: Μια επανεκτίμηση» στο ΥΦΑΝΤΗΣ Κωνσταντίνος, ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Ευάνθης, ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ Δημήτρης (επιμ.), Διεθνείς Σχέσεις: Σύγχρονη Θεματολογία και Προσεγγίσεις , Αθήνα, Παπαζήσης, 2008, σσ. 248 -293. MANIN Aleth, «L'intervention française au Shaba (19 mai -14 juin 1978)», Annuaire français de droit international, 24, 1978, σσ. 159 -188. Διαθέσιμο στο http://www.persee.fr/ (Πρόσβαση 10/9/2016). MILANOVIC Marko, «Self -Defense and Non -State Actors: Indeterminacy and the Jus ad Bellum», EJIL: Talk! , 21/2/2010. Διαθέσιμο στο: http://www.ejiltalk.org/. (Πρόσβαση 10/9/2016). MILANOVIC Marko, «Belgium's Article 51 Letter to the Security Council», Ejil: Talk!, 17/6/2016. Διαθέσιμο στο: http://www.ejiltalk.org/ . (Πρόσβαση 10/9/2016). NOLTE Georg, «Intervention by invitation», Max Planck Encyclopedia of Inte rnational Law, §18. Διαθέσιμο στο: http://opil.ouplaw.com/. (Πρόσβαση 10/9/2016). PAUST Jordan J., «Armed attacks and Imputation: Would a nuclear weaponized Ιran trigger permissible Israeli and U.S. measures of self -defence?», Georgetown Journal of International Law , 45, 2014, σσ. 411 -443. Διαθέσιμο στο https://www.law.georgetown.edu (Πρόσβαση 10/9/2016). RATNER Steven, Self Defense against Terrorists: The meaning of Armed Attack , University of Michigan Law School, Public Law and Legal Theory Working Paper Series, Working Paper No. 270, σσ. 21. Διαθέσιμο στο http://papers.ssrn.com (Πρόσβαση 10/9/2016). ROSAS Allan, «Internal Self -Determination», στο TOMUSCHAT Christian (επιμ.), Modern Law of Self -Determination , Dordrecht/Boston/London, Martinus Nijhof Publishers, 1993, σσ. 225 -253. RUYS Tom., VERHOEVEN Sten., «Attacks by private actors and the right of selfdefense», Journal of Conflict and Security Law, 10:3, 2005, σσ. 289 -320. Διαθέσιμο στο http://jcsl.oxfordjournals.org/ (Πρόσβαση 10/9/2016). SIERPINSKI Batyah, «La légitime défense en droit international: Quelques o bservations sur un concept juridique ambigu», Revue québécoise de droit intern ational, 2006, 19, σσ. 79 -120. Διαθέσιμο στο http://rs.sqdi.org/ (Πρόσβαση 10/9/2016). ΣΥΡΙΓΟΣ Άγγελος, «Το κράτος» στο ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ Κωνσταντίνος, ΜΑΓΚΛΙΒΕΡΑΣ Κωνσταντίνος (επιμ.), Το Δίκαιο της Διεθνούς Κοινωνίας , Αθήνα, Νομική Βιβλιοθήκη, 2014, σσ. 101 -140. TALMON Stefan, «Recognition of Opposition Groups as the Legitimate Re presentative of a People», Chinese Journal of International Law , 12, 2013, σσ. 219 -253. Διαθέσιμο στο http://papers.ssrn.com (Πρόσβαση 10/9/2016). TALMON Stefan, «The difference between Rhetoric and Reality: Why an Ill egitimate Government May Still be a Government in the Eyes of International Law», EJIL: Talk! , 3/3/2011. Διαθέσιμο στο http://www.ejiltalk.org/ . (Πρόσβαση 10/9/2016). TAMS Christian J., «Τhe Use of Force against Terrorists», The European Journal of International Law, 20.2, 2009, σσ. 359 -397. Διαθέσιμο στο http://www.ejil.org/ (Πρόσβαση 10/9/2016). ΤAMS Christian J., «Light Treatment of a Complex Problem: The Law of Self -Defense in the Wall Case», The European Journal of International Law , 16, 2006, σσ. 963 -978. Διαθέσιμο στο http://www.ejil.org/ (Πρόσβαση 10/9/2016). TSAGOURIAS Nicholas, «Self -Defence against Non -state Actors: The intera ction between SelfDefence as a Primary Rule and Self -Defence as a Secondary Rule», Leiden Journal of International Law , 29:3, 2016, σσ. 801 -825. Διαθέσιμο στο: https:// www . cambridge . org/core/journals/ . (Πρόσβαση 10/09/2016). VAN STEENBERGHE Raphael, «From Passive Consent to Self -Defence after the Syrian Protest against the US -led Coalition», EJIL: Talk!, 23/10/2015. Διαθέσιμο στο http://www.ejiltalk.org/ (Πρόσβαση 10/9/2016). VÄRK René, «State Responsibility for Private Armed Groups in the Context of Terrorism», Juridica International, XI, 2006, σσ. 184 -193. Διαθέσιμο στο http://www.juridicainternational.eu/. (Πρόσβαση 10/09/2016). V ΕRHOEVEN Joe, «Les «étirements» de la légitime défense», Annuaire fra nçais de droit international , 48, 2002, σσ. 49 -80. Διαθέσιμο στο http://www.persee.fr/ (Πρόσβαση 10/9/2016). VISSER Laura, «Russia's intervention in Syria», EJIL: Talk! , 25/11/2015. Διαθέσιμο στο http://www.ejiltalk.org/ (Πρόσβαση 10/9/2016). WELLER Marc, «Permanent Imminence of Armed Attacks: Resolution 2249 (2015) and the Right to Self Defence Against Designated Terrorist Groups», EJIL: Talk! , 25/11/2015. Διαθέσιμο στο http:// www .ejiltalk. org/ (Πρόσβαση 10/9/2016). ΦΙΛΗΣ Κωνσταντίνος, «Ευρώπη και τρομοκρατία», Καθημερινή , 07/08/2016. Διαθέσιμο στο http://www.kathimerini.gr (Πρόσβαση 10/09/2016).
β
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Χρήση βίας εναντίον μη κρατικού δρώντος στο έδαφος τρίτου κράτους. Η περίπτωση της Συρίας
88,598
row_88598
paper_10005
0
0
Νομολογία :
0.73-0.73
κ
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Χρήση βίας εναντίον μη κρατικού δρώντος στο έδαφος τρίτου κράτους. Η περίπτωση της Συρίας
88,599
row_88599
paper_10005
0
1
Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (Αποφάσεις και Γνωμοδοτήσεις)
0.74-0.76
- 1) Corfu Channel case (United Kingdom of Great Britain and Northern Ireland vs, People's Republic of Albania), Judgment of April 9th, 1949: I.C. J. Reports 1949, p. 4. - 2) Military and Paramilitary Activities in und against Nicaragua (Nicaragua v. United States of America) . Merits, Judgment. I.C.J. Reports 1986, p. 14 Dissenting opinion of Judge Schwebel. - Dissenting opinion of Judge Jennings. - 3) East Timor (Portugal v. Australia), Judgment, I. C.J. Reports 1995, p. 90. - 4) Legality of the Threat or Use of Nuclear Weapons, Advisory Opinion, I . C.J. R eports 1996 , p. 226. - 5) Oil Platforms ( Ι slamic Republic of Iran v. United States of America), Judgment, I. C . J. Reports 2003, p . 161. - 6) Legal Consequences of the Construction of a Wall in the Occupied Palestinian Te rritory, Advisory Opinion, I . C. J. Reports 2004, p . 136. Declaration of Judge Buergenthal. - Separate opinion of Judge Higgins. - Separate opinion of Judge Kooijmans. - 7) Armed Activities on the Territory of the Congo (Democratic Republic of the Congo v. Uganda), Judgment, I.C.J. Reports 2005, p. 168. - 8) Application of the Convention on the Prevention and Punishment of the Crime of Genocide (Bosnia and Herzegovina v. Serbia and Montenegro), Judgment, I.C.J. Reports 2007, p. 43. - 9) Pulp Mills on the River Uruguay (Argentina v. Uruguay), Judgment, I.C.J. Reports 2010, p. 14.
β
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Χρήση βίας εναντίον μη κρατικού δρώντος στο έδαφος τρίτου κράτους. Η περίπτωση της Συρίας
88,600
row_88600
paper_10005
0
0
Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την Πρώην Γιουγκοσλαβία
0.76-0.76
Prosecutor vs. Tadic , Case no. IT -94 -1 -A, Appeals Chamber, 15 July 1999, r eprinted in (1999) 38 ILM 1009 -1098.
κ
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Χρήση βίας εναντίον μη κρατικού δρώντος στο έδαφος τρίτου κράτους. Η περίπτωση της Συρίας
88,601
row_88601
paper_10005
0
0
Κείμενα της Επιτροπής Διεθνούς Δικαίου
0.76-0.78
Annuaire de la Commission de Droit International , 1979, Vol. II, 1 ère partie . Annuaire de la Commission du droit international , 1979, Vol. II 2 ème partie. International Law Commission, Draft articles on Responsibility of States for I nternationally Wrongful Acts, A/RES/56/83, 2001. International Law Commission, Draft articles on Responsibility of States for I nternationally Wrongful Acts with commentaries , A/RES/56/10, 2001.
β
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Χρήση βίας εναντίον μη κρατικού δρώντος στο έδαφος τρίτου κράτους. Η περίπτωση της Συρίας
88,602
row_88602
paper_10005
0
0
Ψηφίσματα Ινστιτούτου Διεθνούς Δικαίου
0.78-0.78
Institut de droit international, «Present Problems of the Use of Force in Inte rnational Law», Self -defence, Santiago, 2007. Institut de droit international, «Present Problems of the Use of Force in Inte rnational Law», Sub -Group C, Military assistance on request , Rhodes, 2011.
β
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Χρήση βίας εναντίον μη κρατικού δρώντος στο έδαφος τρίτου κράτους. Η περίπτωση της Συρίας
88,603
row_88603
paper_10005
0
0
Διεθνείς Συμβάσεις
0.79-0.80
United Nations, Charter of the United Nations , 24/10/1945, 1 UNTS XVI. UN General Assembly, International Covenant on Civil and Political Rights , 16/12/1966, United Nations, Treaty Series, vol. 999, σελ. 171. UN General Assembly, International Covenant on Economic, Social and Cultural Rights , 16/12/1966, United Nations, Treaty Series, vol. 993, σελ. 3. United Nations, Vienna Convention on the Law of Treaties , 23/5/1969, United N ati ons, Treaty Series, vol. 1155, σελ. 331. UN General Assembly, Rome Statute of the International Criminal Court (last amended 2010) , 17/7/1998.
β
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Χρήση βίας εναντίον μη κρατικού δρώντος στο έδαφος τρίτου κράτους. Η περίπτωση της Συρίας
88,604
row_88604
paper_10005
0
0
Ψηφίσματα Συμβουλίου Ασφαλείας Η . Ε
0.80-0.83
Doc. S/Res/1368/2001. UN Doc. S/Res/1373/2001. UN Doc. S/Res/2178/2014. UN Doc. S/Res/2195/2014. UN Doc. S/Res/2249/2015.
β
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Χρήση βίας εναντίον μη κρατικού δρώντος στο έδαφος τρίτου κράτους. Η περίπτωση της Συρίας
88,605
row_88605
paper_10005
0
0
Ψηφίσματα Γενικής Συνέλευσης Η.Ε.
0.83-0.85
UN General Assembly, Declaration on the Granting of Independence to Colonial Countries and Peoples , 14/12/1960, UN Doc. A/RES/1514(XV). UN General Assembly, Declaration on Principles of International Law concerning Friendly Relations and Co -operation among States in accordance with the Charter of the United Nations , 24/10/1970, UN Doc. Α/RES/25/2625. UN General Assembly, Definition of Aggression , 14/12/1974, UN Doc. A/RES/3314 (XXIX). UN General Assembly, Declaration on the Inadmissibility of Intervention and I nterference in the Internal Affairs of States , 9/12/1981, UN Doc. A/RES/36/103. UN General Assembly, Situation of Human Rights in the Syrian Arab Republic , 29/1/2015, UN Doc. A/Res/69/189. UN General Assembly, Situation of Human Rights in the Syrian Arab Republic , 2/11/2015, UN Doc. A / C.3/70/L.47.
β
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Χρήση βίας εναντίον μη κρατικού δρώντος στο έδαφος τρίτου κράτους. Η περίπτωση της Συρίας
88,606
row_88606
paper_10005
0
0
Επιστολές κρατών προς το Συμβούλιο Ασφαλείας Η.Ε
0.85-0.89
Letter from the Permanent Representative of the United States of America to the United Nations addressed to the President of the Security Council, UN Doc. S/2001/946 . Identical letters dated 11 th January 2013 from the Permanent Representative of France to the UN addressed to the Secretary -General and the President of the Security Cou ncil , UN Doc S/1013/17. Letter dated 25 June 2014 from the Permanent Representative of Iraq to the United Nations addressed to the Secretary -General, UN Doc. S/440/2014 . Letter dated 23 September 2014 from the Permanent Representative of the United States of America to the United Nations addressed to the Secretary -General, UN Doc. S/2014/695. Identical letters dated 26 February 2015 from the Permanent Representative of the Syrian Arab Republic to the United Nations addressed to the Secretary -General and the President of the Security Council , UN Doc. A/69/804 -S/2015/152. Letter dated 31 March 2015 from the Chargé d'a ffaires a.i. of the Permanent Mission of Canada to the United Nations addressed to the President of the Security Council, UN Doc. S/2015/221 . Letter dated 24 July 2015 from the Chargé d'affaires a.i. of the Permanent Mission of Turkey to the United Nations addressed to the President of the Security Council, UN Doc. S/2015/563. Letter dated 7 September 2015 from the Permanent Representative of the United Kingdom of Great Britain and Northern Ireland to the United Nations addressed to the President of the Security Council, UN Doc. S/2015/688. Identical letters dated 8 September 2015 from the Permanent Representative of France to the United Nations addressed to the Secretary -General and the President of the S ecurity Council, UN Doc. S/2015/745. Letter dated 9 September 2015 from the Permanent Representative of Australia to the United Nations addressed to the President of the Security Council, UN Doc. S/2015/693. Letter dated 15 October 2015 from the Permanent Representative of the Russian Fe deration to the United Nations addressed to the President of the Security Council, UN Doc. S/2015/792. Letter dated 10 December 2015 from the Chargé d'affaires a.i. of the Permanent Mission of Germany to the United Nations addressed to the President of the Security Council, UN Doc. S/2015/496. Identical letters dated 26 January 2016 from the Chargé d'affaires a.i. of the Permanent Mission of the Syrian Arab Republic to the United Nations addressed to the Se cretary -General and the President of the Security Council , UN Doc. S/2016/80. Letter dated 3 June 2016 from the Permanent Representative of Norway to the United Nations addressed to the President of the Security Council, UN Doc. S/2016/513. Letter dated 7 June 2016 from the Permanent Representative of Belgium to the United Nations addressed to the President of the Security Council, UN Doc. S/2016/523.
β
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Χρήση βίας εναντίον μη κρατικού δρώντος στο έδαφος τρίτου κράτους. Η περίπτωση της Συρίας
88,607
row_88607
paper_10005
0
0
Συμπεράσματα Συμβουλίου Ευρωπαϊκής Ένωσης
0.89-0.90
Council of the European Union, Council Conclusions on Syria , 19/11/2012. Council of the European Union, Council Conclusions on Syria , 12/10/2015.
β
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Χρήση βίας εναντίον μη κρατικού δρώντος στο έδαφος τρίτου κράτους. Η περίπτωση της Συρίας
88,608
row_88608
paper_10005
0
0
Διαδίκτυο / Ειδησεογραφία ( πρόσβαση 10/9/2016).
0.90-0.99
« Barack Obama recognizes Syrian opposition », The Telegraph, 8/9/2012. Διαθέσιμο στο http://www.telegraph.co.uk/ . «La France reconnaît l'opposition syrienne comme 'seule représentante du peuple'», Le Monde, 13 / 11/2012, Διαθέσιμο στο http://www.lemonde.fr. « GCC recognizes new Syrian Opposition Bloc », Aljazeera , 13/11/2012. Διαθέσιμο στο http://www.aljazeera.com/. «Arab League recognises new Syrian opposition coalition », CNN , 13/11/2012. Διαθέσιμο στο http://www.cnn.com. «Turks Grant Recognition to Coalition of Syrians», New York Times , 15/11/2012. Διαθέσιμο στο http://www.nytimes.com. «Syria conflict: UK recognizes opposition, says William Hague», BBC , 20/11/2012. Διαθέσιμο στο http:// www . bbc . com . « Syria: Italy recognizes the opposition forces », Ministero degli Affari Esteri e de lla Cooperazione Internazionale , 13/12/2012. Διαθέσιμο στο http://www.esteri.it/mae/en/. «Argentina condemns military attack on Syria», Buenos Aires Herald , 29/8/2013. Διαθέσιμο στο http://www.buenosairesherald.com/. «US confirms 14 air strikes against Isis in Syria», The Guardian , 23/9/2014. Διαθέσιμο στο http://www.theguardian.com/. «Russia condemns U.S. Airstrikes against Islamic State in Syria», The Washin gton Post , 23/9/2014. Διαθέσιμο στο https://www.washingtonpost.com/. «Syria air strikes: Iran says 'US attacks on Isis are illegal'», Independent , 23/9/2014. Διαθέσιμο στο http://www.independent.co.uk/. «US Air Strikes in Syria: China's conundrum», The Diplomat , 24/9/2014. Διαθέσιμο στο http://thediplomat.com/. «Venezuela's Nicolas Maduro Calls For 'Re -Founding' of UN; Slams US -Led Airstrikes in Iraq And Syria», International Business Times , 25/9/2014. Διαθέσιμο στο http://www.ibtimes.com/. « Damas se félicite des raids contre l'EI en Syrie», Le figaro , 24/9/2014. Διαθέσιμο στο http://www.lefigaro.fr/. «Canada launches first air strikes in Syria», BBC , 9/4/2015. Διαθέσιμο στο http:// www . bbc . com . «Turkey carries out first airstrikes with US -led forces against ISIS in Syria», Independent , 29/8/2015. Διαθέσιμο στο http://www.independent.co.uk/. «Britain says it Killed 3 ISIS suspects in First Drone Strikes in Syria», New York Times, 7/ 9/2015 . Διαθέσιμο στο http://www.nytimes.com. «Australian fighter jets bomb ISIS tank in east Syria airstrike, says Kevin A ndrews», Τ he Guardian, 16/9/2015. Διαθέσιμο στο http://www.theguardian.com. «La France a mené ses premières frappes en Syrie», Le monde, 27/9/2015. Διαθέσιμο στο http://www.lemonde.fr/. «Russia launches first airstrikes in Syria», CNN, 1/10/2015. Διαθέσιμο στο http:// edition . cnn . com/ . «David Cameron: Russia's intervention in Syria helping 'butcher' Assad», The Telegraph , 3/10/2015. Διαθέσιμο στο http://www.telegraph.co.uk/. « More than 90% of Russian airstrikes in Syria have not targeted ISIS, US says», The Guardian , 7/10/2015. Διαθέσιμο στο https:// www .theguardian. com/ . «Iran, Hezbollah, and Russia help Syrian army, advance near Aleppo», Vice News , 17/10/2015. Διαθέσιμο στο https:// news . vice . com/ . «Syrian 'Terrorists' Must Be Identified Before Talks», Russia Says», Bloo mberg , 4/11/2015. Διαθέσιμο στο http://www.bloomberg.com/. «Iran Once Quiet About Its Casualties in Syria and Iraq, Now Glorifies Them», New York Times , 9/7/2016. Διαθέσιμο στο http://www.nytimes.com/. «Hassan Rohani:«Les pays occidentaux ne peuvent pas choisir à la place du peuple syrien», Le monde , 29 / 1 / 2016. Διαθέσιμο στο http://www.lemonde.fr/. «Russia rejects criticism of air strikes in Syria», Aljazeera , 2/10/2015. Διαθέσιμο στο http://www.aljazeera.com/. «Russia says U.S. -backed Free Syrian Army not a terrorist group», Reuters , 1/10/2015. Διαθέσιμο στο http:// www . reuters . com/ . « Syria profile », BBC, 6/5/2016. Διαθέσιμο στο http:// www . bbc . com/ . «Dozens of Civilians Reported Dead in U.S. -Led Syria Airstrike», New York Times , 19/7/2016. Διαθέσιμο στο http://www.nytimes.com. « Syria: Reports of civilian deaths in US -led airstrikes», Aljazeera , 30/7/2016. Διαθέσιμο στο http://www.aljazeera.com/. «Islamic State group: Crisis in seven charts», ΒΒ C, 7/9/2016, διαθέσιμο στο http://www.bbc.com/news/world -middle-east27838034.
β
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Χρήση βίας εναντίον μη κρατικού δρώντος στο έδαφος τρίτου κράτους. Η περίπτωση της Συρίας
88,609
row_88609
paper_10005
0
1
Διαδίκτυο/Επίσημες ιστοσελίδες
0.99-1.00
Ηνωμένα Έθνη: http:// www . un . org/ . Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης: http:// www . icj-cij . org/ homepage / . - U . S . Department of State: http:// www . state . gov/s/seci/ . - 'Operation Inherent Resolve': http://www.inherentresolve.mil/. Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης: http:// www . consilium . europa . eu/ .
β
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Χρήση βίας εναντίον μη κρατικού δρώντος στο έδαφος τρίτου κράτους. Η περίπτωση της Συρίας
204,228
row_204228
paper_10006
0
0
Μεταπτυχιακή Διατριβή Ειδίκευσης
0.00-0.00
ε.σ.
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Η Σεισμο-Ηφαιστειακή Κρίση της Σαντορίνης 2011-2012. Ο ρόλος της Ειδικής Επιστημονικής Επιτροπής Παρακολούθησης Ηφαιστείου Σαντορίνης
204,229
row_204229
paper_10006
0
0
Η Σεισμο-Ηφαιστειακή Κρίση της Σαντορίνης 2011-2012. Ο ρόλος της Ειδικής Επιστημονικής Επιτροπής Παρακολούθησης Ηφαιστείου Σαντορίνης
0.00-0.01
The seismo-volcanic unrest of Santorini 2011-2012. The role of the Special Scientific Committee for Monitoring Santorini Volcano ΜΑΡΙΑ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ / MARIA MANOUSAKI Α.Μ. / R.N. : 14045 Ειδικές Εκδόσεις / Special Publications:
β
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Η Σεισμο-Ηφαιστειακή Κρίση της Σαντορίνης 2011-2012. Ο ρόλος της Ειδικής Επιστημονικής Επιτροπής Παρακολούθησης Ηφαιστείου Σαντορίνης
204,230
row_204230
paper_10006
0
0
Μεταπτυχιακή Διατριβή Ειδίκευσης
0.01-0.01
ε.σ.
Μεταπτυχιακές Διπλωματικές Εργασίες
Η Σεισμο-Ηφαιστειακή Κρίση της Σαντορίνης 2011-2012. Ο ρόλος της Ειδικής Επιστημονικής Επιτροπής Παρακολούθησης Ηφαιστείου Σαντορίνης